Σε αντίθεση με τη φυσιολογικά παραγόμενη LHRH, η οποία εκκρίνεται κατά ώσεις από τον υποθάλαμο, η
οξική λευπρορελίνη – η οποία περιγράφεται και ως αγωνιστής της LHRH – αποκλείει με συνεχή τρόπο
τους υποδοχείς της LHRH στον αδένα της υπόφυσης κατά τη μακροχρόνια θεραπευτική χορήγηση,
προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο την απευαισθητοποίησή τους έπειτα από την αρχική βραχυχρόνια
διέγερση («ρύθμιση προς τα κάτω»). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αναστρέψιμη καταστολή της έκκρισης
της γοναδοτροπίνης, η οποία ακολουθείται από μία μείωση στα επίπεδα της τεστοστερόνης, επιδρώντας με
αυτό τον τρόπο στην αύξηση του προστατικού ιστού ο οποίος είχε υποστεί καρκινωματώδεις εξαλλαγές.
Αυτός ο ιστός κανονικά διεγείρεται από τη διυδροτεστοστερόνη, η οποία παράγεται μέσω της αναγωγής
της τεστοστερόνης που συντελείται στα κύτταρα του προστάτη.
Η συνεχής χορήγηση της οξικής λευπρορελίνης οδηγεί σε μείωση ως προς τον αριθμό και/ή ως προς την
ευαισθησία (η επονομαζόμενη «ρύθμιση προς τα κάτω») των υποδοχέων του αδένα της υπόφυσης, και
κατά συνέπεια στη μείωση των επιπέδων της LH, της FSH και της DHT, με τα επίπεδα της τεστοστερόνης
να μειώνονται με αυτόν τον τρόπο και να κυμαίνονται εντός του εύρους των τιμών ευνουχισμού. Το
παραπάνω συμβαίνει χωρίς να σημειώνεται κάποια παροδική αύξηση στα επίπεδα της τεστοστερόνης όπως
συμβαίνει μετά την πρώτη ένεση.
Τα επίπεδα της τεστοστερόνης δεν πρόκειται να αυξηθούν εκ νέου σε τιμές συγκεντρώσεων που
βρίσκονται εκτός του εύρους ευνουχισμού μέχρι τις ημέρες 70 και 77 από την αρχική χορήγηση.
Κατά τις μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στα ζώα καταδείχθηκε επίσης μία αντιανδρογόνος δράση και
αναστολή της αύξησης των καρκινωμάτων του προστάτη.
Σύμφωνα με τις πειραματικές και με τις κλινικές μελέτες, η μηνιαία θεραπεία με την οξική λευπρορελίνη,
επάγει την αναστολή της έκκρισης της γοναδοτροπίνης έπειτα από την αρχική διέγερση.
Στον άνθρωπο, η υποδόρια χορήγηση της οξικής λευπρορελίνης προκαλεί μία αρχική αύξηση της LH
(ωχρινοτρόπος ορμόνη) και της FSH (θυλακιοτρόπος ορμόνη), η οποία χαρακτηρίζεται από μία παροδική
άνοδο των επιπέδων της τεστοστερόνης και της διυδροτεστοστερόνης.
Επειδή σε μεμονωμένες περιπτώσεις παρατηρήθηκε μία συσχετιζόμενη βραχυπρόθεσμη επιδείνωση των
κλινικών συμπτωμάτων κατά τη διάρκεια των 3 πρώτων εβδομάδων της θεραπείας, θα πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη η χορήγηση επικουρικής αγωγής με αντιανδρογόνα στους άνδρες με καρκίνωμα του
προστάτη.
Αντιθέτως, η μακροχρόνια θεραπεία με την οξική λευπρορελίνη προκαλεί σε όλους τους ασθενείς μείωση
στα επίπεδα της LH και της FSH, με τα επίπεδα των ανδρογόνων στους άνδρες να είναι παρόμοια με
εκείνα που επιτυγχάνονται έπειτα από αμφίπλευρη ορχεκτομή. Οι μεταβολές αυτές σημειώνονται 2-3
εβδομάδες μετά από την έναρξη της θεραπείας και είναι έκδηλες καθ’ όλη τη χρονική διάρκεια της
θεραπείας. Συνεπώς, η οξική λευπρορελίνη μπορεί να διερευνηθεί σε σχέση με την ορμονική ευαισθησία
των προστατικών καρκινωμάτων και την ενδεχόμενη θεραπευτική αξία της ορχεκτομής. Εάν είναι
απαραίτητο, η ορχετομή μπορεί να υποκατασταθεί από μηνιαία χορήγηση οξικής λευπρορελίνης. Μέχρι
σήμερα, είναι δυνατή η διατήρηση των επιπέδων της τεστοστερόνης σε τιμές ευνουχισμού έπειτα από
συνεχή χορήγηση οξικής λευπρορελίνης για χρονικό διάστημα 5 ετών.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Έπειτα από την ένεση του εμφυτεύματος, η οξική λευπρορελίνη (η δραστική ουσία) απελευθερώνεται με
συνεχή τρόπο από το πολυμερές (το οποίο αποτελείται από γλυκολικό οξύ και γαλακτικό οξύ σε αναλογία
1:1) για χρονικό διάστημα 1 μήνα. Το πολυμερές απορροφάται με τον ίδιο τρόπο όπως ένα νήμα
χειρουργικού ράμματος.
Μέσα σε 1 ώρα, τα μετρούμενα επίπεδα στον ορό είναι 676 pg/ml. Ανιχνεύσιμα επίπεδα λευπρορελίνης
στον ορό είναι παρόντα για περισσότερο από 1 μήνα. Έπειτα από δύο ενέσεις Prostaplant 3,6 mg
εμφύτευμα, χορηγούμενες με μεσοδιάστημα 28 ημερών, είναι παρόντα ανιχνεύσιμα επίπεδα λευπρορελίνης
στον ορό για χρονικό διάστημα που φτάνει τις 67 ημέρες έπειτα από την αρχική χορήγηση.
Ο όγκος κατανομής της λευπρορελίνης είναι 36 l στον άνδρα. Η ολική κάθαρση είναι 139,6ml/min.
Σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία, τα μετρούμενα επίπεδα της λευπρορελίνης ήταν σε μερικές
περιπτώσεις υψηλότερα. Σε αντιδιαστολή, τα επίπεδα ήταν χαμηλότερα σε ασθενείς με μειωμένη ηπατική
λειτουργία. Αυτή η παρατήρηση, όμως, δεν φαίνεται να έχει κάποια κλινική συσχέτιση.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια.
6