20.000) φορές για τον υποδοχέα ΑΤ
1
από ότι για τον υποδοχέα ΑΤ
2
. Η
βαλσαρτάνη δε δεσμεύεται με ή αποκλείει άλλους υποδοχείς ορμονών ή αυλούς
ιόντων, που είναι γνωστοί για τη σπουδαιότητά τους στην καρδιαγγειακή
ρύθμιση.
Η βαλσαρτάνη δεν αναστέλλει το ΜΕΑ (γνωστό επίσης σαν κινινάση ΙΙ) που
μετατρέπει την αγγειοτασίνη Ι σε αγγειοτασίνη ΙΙ και αποδομεί τη βραδυκινίνη.
Καθώς δεν υπάρχει επίδραση στο ΜΕΑ και ενίσχυση της βραδυκινίνης ή της
ουσίας Ρ, οι ανταγωνιστές της αγγειοτασίνης ΙΙ είναι απίθανο να σχετίζονται
με το βήχα. Σε κλινικές δοκιμές, όπου η βαλσαρτάνη συγκρίθηκε με έναν
αναστολέα του ΜΕΑ, η συχνότητα εμφάνισης του ξηρού βήχα ήταν σημαντικά
μικρότερη (p<0,05) σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε θεραπεία με βαλσαρτάνη
από ότι σε εκείνους που υποβλήθηκαν σε θεραπεία με έναν αναστολέα του ΜΕΑ(
2,6% έναντι 7,9% αντίστοιχα). Σε μία κλινική δοκιμή ασθενών με ιστορικό
ξηρού βήχα κατά τη διάρκεια θεραπείας με αναστολέα του ΜΕΑ ,το 19,5% των
ατόμων της δοκιμής, που έλαβαν βαλσαρτάνη και το 19,0% εκείνων που πήραν
ένα θειαζιδικό διουρητικό, είχαν βήχα σε σύγκριση με το 68,5% εκείνων, που
υποβλήθηκαν σε θεραπεία με έναν αναστολέα του ΜΕΑ (p<0,05).
Υπέρταση
Η χορήγηση του valsartan σε ασθενείς με υπέρταση έχει σαν αποτέλεσμα τη
μείωση της αρτηριακής πίεσης χωρίς να επηρεασθεί η συχνότητα του σφυγμού.
Στους περισσότερους ασθενείς, μετά από χορήγηση εφάπαξ δόσης από το στόμα,
η έναρξη της αντιυπερτασικής δράσης εμφανίζεται μέσα σε 2 ώρες και η
μέγιστη μείωση της αρτηριακής πίεσης επιτυγχάνεται μέσα σε 4-6 ώρες. Η
αντιυπερτασική δράση διαρκεί για περισσότερες από 24 ώρες μετά τη χορήγηση
της δόσης. Κατά τη χορήγηση επαναλαμβανόμενης δοσολογίας, η
αντιυπερτασική δράση εμφανίζεται ουσιαστικά εντός 2 εβδομάδων, και η
μέγιστη επίδραση επιτυγχάνεται εντός 4 εβδομάδων και διατηρείται κατά τη
διάρκεια μακροχρόνιας θεραπείας. Σε συνδυασμό με υδροχλωροθειαζίδη,
επιτυγχάνεται σημαντική επιπρόσθετη μείωση της αρτηριακής πίεσης.
Η απότομη διακοπή του valsartan δεν έχει συσχετισθεί με υπερτασική αναπήδηση
(rebound hypertension) ή με άλλα ανεπιθύμητα κλινικά συμβάντα.
Σε υπερτασικούς ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 και μικρολευκωματινουρία, η
βαλσαρτάνη έχει φανεί ότι μειώνει την απέκκριση της λευκωματίνης στα ούρα.
Η μελέτη MARVAL (μείωση μικρολευκωματινουρίας με βαλσαρτάνη) αξιολόγησε
τη μείωση της απέκκρισης της λευκωματίνης στα ούρα (UAE) με βαλσαρτάνη (8-
160 mg μία φορά την ημέρα) έναντι αμλοδιπίνης (5-10 mg μια φορά την ημέρα),
σε 332 ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 (μέση ηλικία: 58 χρόνια, 265 άντρες) με
μικρολευκωματινουρία (βαλσαρτάνη: 58μg/min; Αμλοδιπίνης: 55,4 μg/min), με
φυσιολογική ή υψηλή αρτηριακή πίεση και με διατηρούμενη νεφρική λειτουργία
(κρεατινίνη αίματος <120 μmol/l). Στις 23 εβδομάδες, η UAE μειώθηκε (p<0,001)
κατά 42$ (-24,2 μg/min; 95% Δ.Ε.: - 40,4 έως -19,1) με βαλσαρτάνη και περίπου
κατά 3% (-1,7 μg/min; 95% Δ.Ε.: -5,6 Έως 14,9) με αμλοδιπίνη παρά τους
παρόμοιους ρυθμούς μείωσης της αρτηριακής πίεσης και στις δύο ομάδες.
Η μελέτη DROP εξέτασε περαιτέρω την αποτελεσματικότητα της βαλσαρτάνης
στη μείωση της UAE σε 391 υπερτασικούς ασθενείς (αρτηριακή πίσης=150/88
mmHg) με διαβήτη τύπου 2, μικρολευκωματινουρία (μέση=102 μg/min; 20-700
μg/min) και διατηρούμενη νεφρική λειτουργία (μέση κρεατινίνη ορού = 80
μmol/l). Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν σε μία από 3 δόσεις βαλσαρτάνης (160,