ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Levocet 5 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 5 mg διυδροχλωρικής
λεβοσετιριζίνης.
Έκδοχο(α) με γνωστές δράσεις
88,63 mg λακτόζης / δισκίο.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο
Τα δισκία είναι λευκά, στρογγυλά, αμφίκυρτα επικαλυμμένα με λεπτό
υμένιο, με λοξές άκρες.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Συμπτωματική θεραπεία της αλλεργικής ρινίτιδας
(συμπεριλαμβανομένης της επίμονης αλλεργικής ρινίτιδας) και
κνίδωσης.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Ενήλικες και έφηβοι ηλικίας 12 ετών και άνω:
Η συνιστώμενη ημερήσια δόση είναι 5 mg (1 επικαλυμμένο με λεπτό
υμένιο δισκίο).
Ηλικιωμένοι:
Συνιστάται προσαρμογή της ημερήσιας δόσης σε ηλικιωμένους ασθενείς
με μέτρια έως σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (βλέπε «Νεφρική
ανεπάρκεια», παρακάτω).
Παιδιατρικός πληθυσμός ηλικίας 6 έως 12 ετών:
Η συνιστώμενη ημερήσια δόση είναι 5 mg (1 επικαλυμμένο με λεπτό
υμένιο δισκίο).
Για παιδιά ηλικίας 2 έως 6 ετών δεν είναι δυνατή η προσαρμογή της
δόσης με τη φαρμακοτεχνική μορφή του επικαλυμμένου με λεπτό υμένιο
δισκίο. Συνιστάται η χρήση ενός παιδιατρικού σκευάσματος της
λεβοσετιριζίνης.
Νεφρική ανεπάρκεια:
Η συχνότητα της δοσολογίας πρέπει να εξατομικεύεται, ανάλογα με τη
νεφρική λειτουργία. Ανατρέξτε στον παρακάτω πίνακα και προσαρμόσετε
τη δόση όπως ενδείκνυται. Για να χρησιμοποιήσετε αυτό το δοσολογικό
πίνακα, απαιτείται ο υπολογισμός της κάθαρσης της κρεατινίνης του
ασθενούς (CLcr) σε ml / min. Αυτή υπολογίζεται με τον προσδιορισμό της
κρεατινίνης του ορού (mg / dl) χρησιμοποιώντας τον ακόλουθο τύπο:
CL
CR
=
[140
- ηλικία (έτη)
]
×
Σωματικό
βάρος (κιλά)
(
× 0,85
για
γυναίκες)
72 ×
κρεατινίνη ορού (mg/dl)
Ρύθμιση της δοσολογίας σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία:
Ομάδα
Κάθαρση
κρεατινίνης
(ml/min)
Δοσολογία και
συχνότητα
Φυσιολογική νεφρική
λειτουργία
≥80 1 δισκίο άπαξ
ημερησίως
Ήπια νεφρική ανεπάρκεια 50-79 1 δισκίο άπαξ
ημερησίως
Μέτρια νεφρική
ανεπάρκεια
30-49 1 δισκίο άπαξ κάθε 2
ημέρες
Σοβαρή νεφρική
ανεπάρκεια
<30 1 δισκίο άπαξ κάθε 3
ημέρες
Τελικού σταδίου νεφρική
νόσος - ασθενείς που
υποβάλλονται σε
αιμοκάθαρση
<10- Αντενδείκνυται
Σε παιδιατρικούς ασθενείς που πάσχουν από νεφρική ανεπάρκεια, η δόση
θα πρέπει να προσαρμόζεται σε εξατομικευμένη βάση, λαμβάνοντας
υπόψη την νεφρική κάθαρση του ασθενούς και το σωματικό βάρος του.
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία για τα παιδιά με νεφρική
ανεπάρκεια.
Ηπατική ανεπάρκεια:
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης σε ασθενείς που πάσχουν μόνο
από ηπατική ανεπάρκεια. Συνιστάται προσαρμογή της δόσης σε ασθενείς
με ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια (βλέπε «Νεφρική ανεπάρκεια»,
παραπάνω).
Διάρκεια χρήσης:
Η διαλείπουσα αλλεργική ρινίτιδα (συμπτώματα για <4 ημέρες την
εβδομάδα ή κατά τη διάρκεια λιγότερων των 4 εβδομάδων) πρέπει να
αντιμετωπίζεται ανάλογα με τη νόσο και το ιστορικό της, η θεραπεία της
μπορεί να σταματήσει μόλις εξαφανιστούν τα συμπτώματα και μπορεί να
ξαναρχίσει όταν τα συμπτώματα επανεμφανιστούν. Σε περίπτωση
επίμονης αλλεργικής ρινίτιδας (συμπτώματα για >4 ημέρες την
εβδομάδα και κατά τη διάρκεια περισσότερων των 4 εβδομάδων), μπορεί
να προταθεί στον ασθενή η συνεχής θεραπεία καθ’ όλη τη διάρκεια της
έκθεσης σε αλλεργιογόνα. Η κλινική εμπειρία με 5 mg λεβοσετιριζίνης ως
δισκίο επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο είναι προς το παρόν διαθέσιμη για
6-μηνη περίοδο θεραπείας. Για το ρακεμικό μίγμα της, είναι διαθέσιμη
κλινική εμπειρία μέχρι ενός έτους, για τη χρόνια κνίδωση και τη χρόνια
αλλεργική ρινίτιδα.
Τρόπος χορήγησης:
Το επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο πρέπει να λαμβάνεται από το
στόμα, να καταπίνεται ολόκληρο με κάποιο υγρό και μπορεί να ληφθεί με
ή χωρίς τροφή. Η ημερήσια δόση συνιστάται να λαμβάνεται άπαξ.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη λεβοσετιριζίνη, σε άλλα παράγωγα πιπεραζίνης ή σε
οποιοδήποτε από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Ασθενείς με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια με λιγότερο από 10 ml / min
κάθαρση κρεατινίνης.
Οι ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη
γαλακτόζη, ανεπάρκεια Lapp της λακτάσης ή δυσαπορρόφηση της
γλυκόζης - γαλακτόζης, δεν πρέπει να παίρνουν αυτό το φάρμακο.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η χρήση των δισκίων επικαλυμμένων με λεπτό υμένιο δεν συνιστάται σε
παιδιά ηλικίας μικρότερης των 6 χρόνων αφού αυτή η φαρμακοτεχνική
μορφή δεν επιτρέπει την κατάλληλη προσαρμογή της δόσης. Συνιστάται η
χρήση ενός παιδιατρικού σκευάσματος της λεβοσετιριζίνης.
Η χορήγηση της λεβοσετιριζίνης σε βρέφη και νήπια ηλικίας κάτω των 2
ετών δεν συνιστάται.
Συνιστάται προφύλαξη με την κατανάλωση αλκοόλ (βλέπε παράγραφο
4.5).
Προσοχή θα πρέπει να δίδεται σε ασθενείς με προδιαθεσικούς
παράγοντες επίσχεσης ούρων (π.χ. βλάβη του νωτιαίου μυελού,
υπερπλασία του προστάτη), καθώς η λεβοσετιριζίνη μπορεί να αυξήσει
τον κίνδυνο κατακράτησης ούρων.
Αυτό το φάρμακο περιέχει λακτόζη. Οι ασθενείς με σπάνια κληρονομικά
προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη, ανεπάρκεια Lapp της λακτάσης ή
δυσαπορρόφηση της γλυκόζης - γαλακτόζης, δεν πρέπει να παίρνουν αυτό
το φάρμακο.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και
άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες αλληλεπιδράσεων με λεβοσετιριζίνη
(συμπεριλαμβανομένων των μελετών με επαγωγείς του CYP3A4).
Μελέτες με το ρακεμικό μείγμα σετιριζίνης έδειξαν ότι δεν υπήρχαν
σχετικές κλινικές ανεπιθύμητες αλληλεπιδράσεις με ψευδοεφεδρίνη,
σιμετιδίνη, κετοκοναζόλη, ερυθρομυκίνη, αζιθρομυκίνη, γλιπιζίδη και
διαζεπάμη. Μια μικρή μείωση στην κάθαρση της σετιριζίνης (16%)
παρατηρήθηκε σε μια μελέτη πολλαπλής δόσης με θεοφυλλίνη (400 mg
μία φορά την ημέρα), ενώ η διάθεση της θεοφυλλίνης δε μεταβλήθηκε από
την ταυτόχρονη χορήγηση σετιριζίνης. Σε μια μελέτη πολλαπλών δόσεων
με ριτοναβίρη (600 mg δύο φορές ημερησίως) και σετιριζίνη (10 mg
ημερησίως), η έκταση της έκθεσης στη σετιριζίνη αυξήθηκε κατά περίπου
40%, ενώ η διάθεση της ριτοναβίρης μεταβλήθηκε έτι περαιτέρω (-11%)
με την ταυτόχρονη χορήγηση σετιριζίνης.
Ο βαθμός απορρόφησης της λεβοσετιριζίνης δεν μειώνεται με την τροφή,
αν και ο ρυθμός της απορρόφησης μειώνεται.
Σε ευαίσθητους ασθενείς, η ταυτόχρονη χορήγηση της σετιριζίνης ή της
λεβοσετιριζίνης και του αλκοόλ ή άλλων κατασταλτικών του ΚΝΣ μπορεί
να έχει επιπτώσεις στο κεντρικό νευρικό σύστημα, αν και έχει
αποδειχθεί ότι το ρακεμικό μείγμα σετιριζίνης δεν ενισχύει την επίδραση
του αλκοόλ.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Για τη λεβοσετιριζίνη δεν υπάρχουν κλινικά δεδομένα σχετικά με έκθεση
κατά την εγκυμοσύνη. Μελέτες σε ζώα δεν κατέδειξαν άμεσες ή έμμεσες
βλαβερές συνέπειες στην εγκυμοσύνη, στην ανάπτυξη του εμβρύου, στον
τοκετό ή στη μεταγεννητική ανάπτυξη. Πρέπει να δίδεται προσοχή όταν
συνταγογραφείται σε έγκυες ή θηλάζουσες γυναίκες.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανών
Συγκριτικές κλινικές μελέτες δεν αποδεικνύουν ότι η λεβοσετιριζίνη στη
συνιστώμενη δόση επηρεάζει την πνευματική εγρήγορση, την
αντιδραστικότητα ή την ικανότητα οδήγησης. Παρ όλα αυτά, ορισμένοι
ασθενείς ενδέχεται να αντιμετωπίσουν υπνηλία, κόπωση και αδυναμία
υπό θεραπεία με Levocet. Επομένως, οι ασθενείς που σκοπεύουν να
οδηγήσουν, να επιδοθούν σε δυνητικά επικίνδυνες δραστηριότητες ή να
χειριστούν μηχανές θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους την ανταπόκριση
τους στο φάρμακο.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που μπορεί να συμβούν κατά τη διάρκεια της
αγωγής με λεβοσετιριζίνη κατηγοριοποιούνται στις ακόλουθες ομάδες με
σειρά συχνότητας:
- Πολύ συχνές (≥ 1/10),
- Συχνές (≥ 1/100 έως < 1/10),
- Όχι συχνές (≥ 1/1,000 έως < 1/100),
- Σπάνιες (≥ 1/10,000 έως < 1/1,000),
- Πολύ σπάνιες (< 1/10,000),
- Όχι γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα
δεδομένα).
Σε θεραπευτικές μελέτες σε άνδρες και γυναίκες ηλικίας από 12 έως 71
ετών, το 15,1% των ασθενών στην ομάδα της λεβοσετιριζίνης είχε
τουλάχιστον μία ανεπιθύμητη ενέργεια σε σύγκριση με το 11,3% στην
ομάδα του εικονικού φαρμάκου. Το 91,6% αυτών των ανεπιθύμητων
ενεργειών ήταν ήπιες έως μέτριες.
Σε θεραπευτικές δοκιμές, το ποσοστό εγκατάλειψης λόγω ανεπιθύμητων
ενεργειών ήταν 1,0% (9 / 935), με λεβοσετιριζίνη και 1,8% (14/771) με το
εικονικό φάρμακο.
Σε κλινικές θεραπευτικές δοκιμές με λεβοσετιριζίνη περιελήφθησαν 935
άτομα που εκτέθηκαν στη συνιστώμενη δόση των 5 mg ημερησίως. Από
αυτά τα άτομα, αναφέρθηκαν οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες με
λεβοσετιριζίνη 5 mg ή εικονικό φάρμακο, σε ποσοστό 1% ή μεγαλύτερο
(συχνές:> 1 / 100, <1 / 10):
Προτιμώμενη
ορολογία (WHOART)
Εικονικό φάρμακο
(n = 771)
Λεβοσετιριζίνη 5
mg
(n = 935)
Πονοκέφαλος 25 (3.2%) 24 (2.6%)
Υπνηλία 11 (1.4%) 49 (5.2%)
Ξηροστομία 12 (1.6%) 24 (2.6%)
Κούραση 9 (1.2%) 23 (2.5%)
Περαιτέρω ασυνήθιστες ανεπιθύμητες ενέργειες (όχι συχνές> 1 / 1000,
<1 / 100), όπως η αδυναμία ή ο κοιλιακός πόνος, παρατηρήθηκαν.
Η πιθανότητα εμφάνισης κατασταλτικών ανεπιθύμητων ενεργειών όπως
η υπνηλία, η κόπωση και η αδυναμία ήταν συνολικά πιο συχνή (8,1%), με
λεβοσετιριζίνη από ότι με εικονικό φάρμακο (3,1%).
Εκτός από τις ανεπιθύμητες ενέργειες που καταγράφηκαν κατά τη
διάρκεια κλινικών μελετών και αναφέρονται παραπάνω, πολύ σπάνιες
περιπτώσεις των παρακάτω ανεπιθύμητων ενεργειών έχουν αναφερθεί
κατά περίοδο μετά την κυκλοφορία του.
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος:
Όχι γνωστές: υπερευαισθησία συμπεριλαμβανομένης της
αναφυλαξίας.
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης:
Όχι γνωστές: αυξημένη όρεξη
Ψυχιατρικές διαταραχές:
Όχι γνωστές: επιθετικότητα, διέγερση, ψευδαισθήσεις, κατάθλιψη,
αϋπνία, αυτοκτονικός ιδεασμός.
Διαταραχές του νευρικού συστήματος:
Όχι γνωστές: σπασμοί, παραισθησία, ζάλη, συγκοπή, τρόμος,
δυσγευσία.
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου:
Όχι γνωστές: ίλιγγος
Οφθαλμικές διαταραχές:
Όχι γνωστές: διαταραχές της όρασης, θολή όραση.
Καρδιακές διαταραχές:
Όχι γνωστές: αίσθημα παλμών, ταχυκαρδία.
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του
μεσοθωρακίου:
Όχι γνωστές: δύσπνοια.
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος:
Όχι γνωστές: ναυτία, έμετος.
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων:
Όχι γνωστές: ηπατίτιδα.
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών:
Όχι γνωστές: δυσουρία, κατακράτηση ούρων
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού:
Όχι γνωστές: αγγειονευρωτικό οίδημα, σταθερό φαρμακευτικό
εξάνθημα, κνησμός, εξάνθημα, κνίδωση.
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος, του συνδετικού ιστού και
των οστών:
Όχι γνωστές: μυαλγία.
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης:
Όχι γνωστές: οίδημα
Έρευνες:
Όχι γνωστές: αυξημένο σωματικό βάρος, μη φυσιολογικές εξετάσεις
της ηπατικής λειτουργίας.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη
χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι
σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-
κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους
επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν
οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του
εθνικού συστήματος αναφοράς:
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων
Μεσογείων 284
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: + 30 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος: http :// www . eof . gr
4.9 Υπερδοσολογία
Συμπτώματα
Τα συμπτώματα υπερδοσολογίας μπορεί να περιλαμβάνουν υπνηλία
στους ενήλικες και αρχικά διέγερση και ανησυχία, που ακολουθείται από
υπνηλία σε παιδιά.
Διαχείριση υπερδοσολογίας
Δεν υπάρχει γνωστό ειδικό αντίδοτο για τη λεβοσετιριζίνη.
Σε περίπτωση υπερδοσολογίας, συνιστάται συμπτωματική ή
υποστηρικτική θεραπεία. Αν η πρόσληψη είναι πρόσφατη, θα πρέπει να
πραγματοποιείται πλύση στομάχου. μΗ λεβοσετιριζίνη δεν απο ακρύνεται
μ μ μ .αποτελεσ ατικά ε αι οκάθαρση
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: αντιισταμινικά για συστηματική χρήση,
παράγωγα πιπεραζίνης, κωδικός ATC: R06AE09.
Η λεβοσετιριζίνη, το (R) εναντιομερές της σετιριζίνης, είναι ένας
ισχυρός και εκλεκτικός ανταγωνιστής των περιφερικών H1 υποδοχέων.
Μελέτες πρόσδεσης έδειξαν ότι η λεβοσετιριζίνη έχει υψηλή συγγένεια
με τους ανθρώπινους-H1 υποδοχείς (Ki = 3,2 nmol / L). Η λεβοσετιριζίνη
έχει συγγένεια 2 φορές υψηλότερη από εκείνη της σετιριζίνης (Ki = 6,3
nmol / L). Η λεβοσετιριζίνη αποσυνδέεται από τους Η1-υποδοχείς, με
χρόνο ημιζωής 115 ± 38 min.
Μετά τη χορήγηση εφάπαξ, η λεβοσετιριζίνη παρουσιάζει ποσοστό
πρόσδεσης στους υποδοχείς της κατά 90% σε 4 ώρες και 57% σε 24 ώρες.
Φαρμακοδυναμικές μελέτες σε υγιείς εθελοντές δείχνουν ότι, στη μισή
δόση, η λεβοσετιριζίνη έχει συγκρίσιμη δραστικότητα με τη σετιριζίνη,
τόσο στο δέρμα όσο και στη μύτη.
Η φαρμακοδυναμική δραστικότητα της λεβοσετιριζίνης έχει μελετηθεί σε
τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές:
Σε μια μελέτη που συνέκρινε τα αποτελέσματα της λεβοσετιριζίνης, της
δεσλοραταδίνης, και εικονικού φαρμάκου σε πομφό και ερύθημα που
προκαλούνται από ισταμίνη, η θεραπεία με λεβοσετιριζίνη είχε ως
αποτέλεσμα τη σημαντικότερη μείωση του σχηματισμού πομφού και
ερυθήματος, που ήταν υψηλότερη τις πρώτες 12 ώρες και διήρκεσε 24
ώρες, (p <0,001) σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο και τη
δεσλοραταδίνη.
Η έναρξη της δράσης της λεβοσετιριζίνης για τον έλεγχο των
συμπτωμάτων που προκαλούνται από τη γύρη έχει παρατηρηθεί σε 1 ώρα
από τη λήψη του φαρμάκου σε μελέτες ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο
κατά το πρότυπο του θαλάμου πρόκλησης αλλεργιογόνου αντίδρασης.
Ιn vitro μελέτες (θάλαμος Boyden και τεχνικές κυτταρικών στρωμάτων)
δείχνουν ότι η λεβοσετιριζίνη αναστέλλει την επαγόμενη από ηωταξίνη
διενδοθηλιακή μετανάστευση των ηωσινοφίλων τόσο μέσω των
κυττάρων του δέρματος όσο και των πνευμόνων. Μία in vivo πειραματική
μελέτη φαρμακοδυναμικής (τεχνική θαλάμου του δέρματος) έδειξε τρεις
κύριες ανασταλτικές δράσεις της λεβοσετιριζίνης κατά τις πρώτες 6
ώρες της αντίδρασης που προκαλείται από τη γύρη, σε σύγκριση με το
εικονικό φάρμακο σε 14 ενήλικες ασθενείς: αναστολή της αποδέσμευσης
VCAM-1, τροποποίηση της αγγειακής διαπερατότητας και μείωση της
πρόσληψης των ηωσινοφίλων.
Η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια της λεβοσετιριζίνης έχει
αποδειχθεί σε διάφορες διπλές τυφλές, ελεγχόμενες με εικονικό
φάρμακο, κλινικές δοκιμές που διεξήχθησαν σε ενήλικες ασθενείς που
πάσχουν από εποχική αλλεργική ρινίτιδα, χρόνια αλλεργική ρινίτιδα, ή
επίμονη αλλεργική ρινίτιδα. Η λεβοσετιριζίνη έχει αποδειχθεί ότι
βελτιώνει σημαντικά τα συμπτώματα της αλλεργικής ρινίτιδας,
συμπεριλαμβανομένης της ρινικής απόφραξης, σε ορισμένες μελέτες.
Μία 6-μηνη κλινική μελέτη σε 551 ενήλικες ασθενείς (που περιελάμβανε
276 ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με λεβοσετιριζίνη), που πάσχουν από
επίμονη αλλεργική ρινίτιδα (με εμφανή συμπτώματα για 4 ημέρες την
εβδομάδα, για τουλάχιστον 4 συνεχόμενες εβδομάδες) και είναι
ευαισθητοποιημένοι στα ακάρεα της οικιακής σκόνης και της γύρης του
γρασιδιού απέδειξε ότι η λεβοσετιριζίνη ήταν κλινικά και στατιστικά
σημαντικά πιο ισχυρή από το εικονικό φάρμακο, στην κλίμακα της
ανακούφισης από το σύνολο των συμπτωμάτων της αλλεργικής
ρινίτιδας, καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης, χωρίς ανάπτυξη
ταχυφυλαξίας. Καθ όλη τη διάρκεια της μελέτης, η λεβοσετιριζίνη
βελτίωσε σημαντικά την ποιότητα ζωής των ασθενών.
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα των δισκίων λεβοσετιριζίνης στα
παιδιά έχει μελετηθεί σε δύο ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο κλινικές
δοκιμές, που περιελάμβαναν ασθενείς ηλικίας 6 έως 12 ετών που
πάσχουν από εποχική και χρόνια αλλεργική ρινίτιδα, αντίστοιχα. Και
στις δύο δοκιμές, η λεβοσετιριζίνη βελτίωσε σημαντικά τα συμπτώματα
και αύξησε την ποιότητα ζωής.
Σε παιδιά ηλικίας κάτω των 6 χρόνων, η κλινική ασφάλεια έχει
τεκμηριωθεί από πολλές μικρής ή μεγάλης διάρκειας θεραπευτικές
μελέτες:
- μια κλινική δοκιμή στην οποία 29 παιδιά 2-6 ετών με αλλεργική
ρινίτιδα έλαβαν θεραπεία με λεβοσετιριζίνη 1,25 mg δύο φορές
ημερησίως για 4 εβδομάδες
- μια κλινική δοκιμή στην οποία 114 παιδιά 1-5 ετών με αλλεργική
ρινίτιδα ή χρόνια ιδιοπαθή κνίδωση υποβλήθηκαν σε θεραπεία με
λεβοσετιριζίνη 1,25 mg δύο φορές ημερησίως για 2 εβδομάδες
- μια κλινική δοκιμή στην οποία 45 παιδιά 6 έως 11 μηνών με
αλλεργική ρινίτιδα ή χρόνια ιδιοπαθή κνίδωση έλαβαν θεραπεία με
λεβοσετιριζίνη 1,25 mg μια φορά την ημέρα για 2 εβδομάδες
- μία μακράς διάρκειας (18 μήνες) κλινική δοκιμή σε 255 υποκείμενα
ηλικίας κατά την ένταξη 12 έως 24 μηνών που έλαβαν ατοπική
θεραπεία με λεβοσετιριζίνη
Το προφίλ ασφάλειας ήταν παρόμοιο με εκείνο που παρατηρήθηκε στις
βραχυπρόθεσμες μελέτες που διεξήχθησαν σε παιδιά 1-5 ετών.
Σε μία ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο κλινική μελέτη που
περιελάμβανε 166 ασθενείς που πάσχουν από χρόνια ιδιοπαθή κνίδωση,
85 ασθενείς υποβλήθηκαν σε θεραπεία με εικονικό φάρμακο και 81
ασθενείς με λεβοσετιριζίνη 5mg άπαξ ημερησίως για 6 εβδομάδες. Η
θεραπεία με λεβοσετιριζίνη οδήγησε σε σημαντική μείωση της
σοβαρότητας του κνησμού κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας και
κατά τη συνολική διάρκεια της θεραπείας σε σύγκριση με το εικονικό
φάρμακο. Η λεβοσετιριζίνη οδήγησε επίσης σε μια μεγαλύτερη βελτίωση
της ποιότητας ζωής σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο όπως
αξιολογήθηκε με τον δερματολογικό δείκτη ποιότητας ζωής.
Η χρόνια ιδιοπαθής κνίδωση μελετήθηκε ως πρότυπο για κνιδωτικές
καταστάσεις. Δεδομένου ότι η απελευθέρωση ισταμίνης είναι ένας
αιτιώδης παράγοντας σε κνιδωτικές νόσους, η λεβοσετιριζίνη
αναμένεται να είναι αποτελεσματική στην παροχή συμπτωματικής
ανακούφισης και για άλλες κνιδωτικές καταστάσεις, επιπλέον της
χρόνιας ιδιοπαθούς κνίδωσης.
Φαρμακοκινητική / φαρμακοδυναμική σχέση:
Η δράση στις επαγόμενες από την ισταμίνη δερματικές αντιδράσεις ήταν
ανεξάρτητη από τις συγκεντρώσεις του πλάσματος.
Τα Ηλεκτροκαρδιογραφήματα δεν έδειξαν σχετικές επιδράσεις της
λεβοσετιριζίνης στο διάστημα QT.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Η φαρμακοκινητική της λεβοσετιριζίνης είναι γραμμική ανεξάρτητη από
τη δόση και το χρόνο, με χαμηλή μεταβλητότητα. Το φαρμακοκινητικό
προφίλ είναι το ίδιο όταν χορηγείται ως το μοναδικό εναντιομερές ή
όταν χορηγείται ως σετιριζίνη. Δεν συμβαίνει χειρόμορφη αναστροφή
κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της απορρόφησης και της απέκκρισης.
Απορρόφηση
:
Η λεβοσετιριζίνη απορροφάται ταχέως και εκτενώς μετά την από του
στόματος χορήγηση. Οι μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα
επιτυγχάνονται 0,9 ώρες μετά τη χορήγηση. Σταθερή κατάσταση
επιτυγχάνεται μετά από δύο ημέρες. Οι μέγιστες συγκεντρώσεις είναι
συνήθως 270 ng / ml και 308 ng / ml έπειτα από εφάπαξ και επανειλημμένη
από του στόματος χορήγηση δόσης 5 mg, αντίστοιχα. Ο βαθμός
απορρόφησης είναι ανεξάρτητος από τη δόση και δεν επηρεάζεται από τη
λήψη τροφής, αλλά η μέγιστη συγκέντρωση μειώνεται και καθυστερεί.
Κατανομή:
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα κατανομής στους ιστούς για τον
άνθρωπο, ούτε όσον αφορά τη διέλευση της λεβοσετιριζίνης μέσω του
αιματοεγκεφαλικού φραγμού. Στους αρουραίους και τους σκύλους, τα
υψηλότερα επίπεδα σε ιστούς βρέθηκαν στο συκώτι και τα νεφρά, ενώ τα
χαμηλότερα στο ΚΝΣ.
Η λεβοσετιριζίνη είναι κατά 90% συνδεδεμένη με τις πρωτεΐνες του
πλάσματος. Η κατανομή της λεβοσετιριζίνης είναι περιορισμένη, καθώς
ο όγκος κατανομής της είναι 0,4 l/kg.
Βιομετατροπή:
Ο βαθμός μεταβολισμού της λεβοσετιριζίνης στον άνθρωπο είναι
λιγότερο από το 14% της δόσης και συνεπώς, οι διαφορές που
προκύπτουν από γενετικό πολυμορφισμό ή την ταυτόχρονη λήψη
αναστολέων του ενζύμου της αγγειοτασίνης αναμένεται να είναι
αμελητέες. Οι μεταβολικές οδοί περιλαμβάνουν την αρωματική οξείδωση,
την Ν- και Ο- απαλκυλίωση και τη σύζευξη με ταυρίνη. Η απαλκυλίωση
γίνεται κυρίως με τη μεσολάβηση του CYP3A4, ενώ στην αρωματική
οξείδωση εμπλέκονται πολλές και / ή είναι αγνώστων στοιχείων CYP
ισομορφές. Η λεβοσετιριζίνη δεν είχε καμία επίδραση στη δραστικότητα
των ισοενζύμων CYP 1A2, 2C9, 2C19, 2D6, 2E1 και 3A4 σε
συγκεντρώσεις αρκετά υψηλότερες από τις συγκεντρώσεις που
επιτυγχάνονται μετά από δόση 5 mg από το στόμα.
Λόγω του χαμηλού μεταβολισμού της και της απουσίας του μεταβολικού
δυναμικού αναστολής, η αλληλεπίδραση της λεβοσετιριζίνης με άλλες
ουσίες, ή αντίστροφα, είναι απίθανη.
Απέκκριση:
Ο χρόνος ημιζωής στο πλάσμα, στους ενήλικες είναι 7,9 ± 1,9 ώρες. Η
μέση φαινομενική ολική κάθαρση σώματος είναι 0,63 ml / min / kg. Η
κύρια οδός απέκκρισης της λεβοσετιριζίνης και των μεταβολιτών της
είναι μέσω των ούρων, που αντιπροσωπεύουν κατά μέσο όρο το 85,4%
της δόσης. Απέκκριση μέσω των κοπράνων αντιπροσωπεύει μόνο το
12,9% της δόσης. Η λεβοσετιριζίνη απεκκρίνεται τόσο μέσω
σπειραματικής διήθησης όσο και ενεργού σωληναριακής απέκκρισης.
Νεφρική ανεπάρκεια:
Η φαινομενική κάθαρση της λεβοσετιριζίνης σχετίζεται με την κάθαρση
κρεατινίνης. Συνεπώς, συνιστάται η προσαρμογή των μεσοδιαστημάτων
δοσολογίας της λεβοσετιριζίνης, με βάση την κάθαρση της κρεατινίνης
σε ασθενείς με μέτρια και σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία. Σε άτομα με
ανουρία τελικού σταδίου νεφρικής νόσου, η συνολική κάθαρση είναι
μειωμένη κατά περίπου 80% σε σύγκριση με φυσιολογικά άτομα. Η
ποσότητα της λεβοσετιριζίνης που αφαιρέθηκε κατά μια τυπική
διαδικασία αιμοδιάλυσης 4 ωρών, ήταν <10%.
Παιδιατρικός Πληθυσμός
Τα στοιχεία από μια παιδιατρική φαρμακοκινητική μελέτη με στοματική
χορήγηση μιας απλής δόσης 5 mg λεβοσετιριζίνης σε 14 παιδιά ηλικίας 6 έως 11
ετών με σωματικό βάρος που κυμαίνεται μεταξύ 20 και 40 kg δείχνουν ότι οι
τιμές C
max
και AUC είναι περίπου διπλάσιες από εκείνες που αναφέρονται για
τους υγιείς ενήλικες σε μια σύγκριση διασταυρούμενης μελέτης. Η μέση τιμή
C
max
ήταν 450 ng/ml, που εμφανίζεται σε έναν μέσο χρόνο 1,2 ωρών, με
κανονικοποίηση του βάρους, η ολική κάθαρση στο σώμα ήταν κατά 30%
μεγαλύτερη, και η ημιζωή αποβολής ήταν κατά 24% βραχύτερη σε αυτόν τον
παιδιατρικό πληθυσμό σε σύγκριση με τους ενήλικες. Δεν έχουν διεξαχθεί
αποκλειστικές φαρμακοκινητικές μελέτες σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας
κάτω των 6 ετών. Μια αναδρομική φαρμακοκινητική ανάλυση πληθυσμού
διεξήχθηκε σε 324 άτομα (181 παιδιά ηλικίας 1 έως 5 ετών, 18 παιδιά ηλικίας 6
έως 11 ετών και 124 ενήλικες ηλικίας 18 έως 55 ετών), που έλαβαν μια ή
πολλαπλές δόσεις λεβοσετιριζίνης, οι οποίες κυμαίνονται από 1,25 mg έως 30
mg. Τα στοιχεία που παρήχθησαν από αυτή την ανάλυση υποδεικνύουν ότι η
χορήγηση 1,25 mg μια φορά την ημέρα σε παιδιά ηλικίας 6 μηνών έως 5 ετών
αναμένεται να οδηγήσουν σε συγκεντρώσεις στο πλάσμα παρόμοιες με εκείνες
των ενηλίκων που λαμβάνουν 5 mg μια φορά την ημέρα.
Γηριατρικοί Ασθενείς
Περιορισμένα φαρμακοκινητικά στοιχεία είναι διαθέσιμα για τους
ηλικιωμένους. Μετά από μια στοματική χορήγηση μια φορά την ημέρα 30 mg
λεβοσετιριζίνης για 6 ημέρες σε 9 ηλικιωμένους (ηλικίας 65-74 ετών) η ολική
κάθαρση στο σώμα ήταν περίπου 33% χαμηλότερη σε σύγκριση με εκείνη στους
νεαρότερους ενήλικές. Η διάθεση της ρακεμικής σετιριζίνης δείχτηκε ότι
εξαρτάται από την νεφρική λειτουργία περισσότερο, παρά με την ηλικία. Αυτό
το εύρημα μπορεί να εφαρμοστεί επίσης και για την λεβοσετιριζίνη, καθώς η
λεβοσετιριζίνη και η σετιριζίνη απεκκρίνονται και οι δύο κυρίως από τα ούρα.
Επομένως, η δόση της λεβοσετιριζίνης θα πρέπει να προσαρμοστεί στους
ηλικιωμένους ασθενείς ανάλογα με την νεφρική λειτουργία.
Φύλο
Τα φαρμακοκινητικά αποτελέσματα για 77 ασθενείς (40 άνδρες, 37 γυναίκες)
εκτιμήθηκαν για την πιθανή επίδραση του φύλου. Η ημιζωή ήταν ελαφρώς
βραχύτερη στις γυναίκες (7,08 ± 1,72 ώρες) σε σύγκριση με τους άνδρες (8,62
± 1,84 ώρες) όμως, η προσαρμοσμένη στο σωματικό βάρος στοματική κάθαρση
στις γυναίκες (0,67 ± 0,16 ml/min/kg) φαίνεται συγκρίσιμη με εκείνη στους
άνδρες (0,59 ± 0,12 ml/min/kg). Οι ίδιες ημερήσιες δόσεις και τα διαστήματα
δόσεων μπορούν να εφαρμοστούν για τους άνδρες και τις γυναίκες με
φυσιολογική νεφρική λειτουργία.
Φυλή
Δεν έχει μελετηθεί η επίδραση της φυλής στην λεβοσετιριζίνη. Καθώς η
λεβοσετιριζίνη απεκκρίνεται κυρίαρχα από τους νεφρούς, και δεν υπάρχουν
σημαντικές φυλετικές διαφορές στην κάθαρση της κρεατινίνης, τα
φαρμακοκινητικά χαρακτηριστική της λεβοσετιριζίνης δεν αναμένεται να είναι
διαφορετικά στις διαφορετικές φυλές. Έχουν παρατηρηθεί διαφορές που δεν
οφείλονται στην φυλή ως προς την κινητική της ρακεμικής σετιριζίνης.
Ηπατική ανεπάρκεια
Η φαρμακοκινητική της λεβοσετιριζίνης σε άτομα με ηπατική ανεπάρκεια δεν
έχει εξεταστεί. Οι ασθενείς με χρόνιες ηπατικές νόσους (ηπατοκυτταρική,
χολοστατική και χολική κίρρωση) που έλαβαν 10 ή 20 mg της ρακεμικής
ένωσης σετιριζίνης ως μια απλή δόση είχε μια 50% αύξηση της ημιζωής
μαζί με μια 40% μείωση της κάθαρσης σε σύγκριση με τα υγιή υποκείμενα.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα μη κλινικά δεδομένα δεν αποκαλύπτουν ιδιαίτερο κίνδυνο για τον
άνθρωπο με βάση τις συμβατικές μελέτες φαρμακολογικής ασφάλειας,
τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων, γονοτοξικότητας,
ενδεχόμενης καρκινογόνου δράσης, τοξικότητας στην αναπαραγωγική
ικανότητα.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Πυρήνας δισκίου:
Λακτόζη μονοϋδρική
Κυτταρίνη μικροκρυσταλλική
Διοξείδιο του πυριτίου κολλοειδές άνυδρο
Στεατικό μαγνήσιο
Η επικάλυψη του δισκίου:
Λακτόζη μονοϋδρική
Υπρομελλόζη 6cP
Διοξείδιο του τιτανίου (E171)
Πολυαιθυλενογλυκόλη 3000
Τριακετίνη
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
3 χρόνια.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν απαιτεί ιδιαίτερες συνθήκες φύλαξης.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Κυψέλη (PVC/PVDC/Alu) με 7 ή 10 δισκία, σε ένα κουτί.
Μεγέθη συσκευασίας: 7, 10, 14, 20, 28, 30, 50, 60, 90, 98 και 100
επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία.
Κυψέλη (OPA-Alu-PVC/Alu) με 7 ή 10 δισκία, σε ένα κουτί.
Μεγέθη συσκευασίας: 7, 10, 14, 20, 28, 30, 50, 60, 90, 98 και 100
επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία.
Μπορεί να μη κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
μ .Κα ία ειδική υποχρέωση
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
SIEGER PHARMA A.E.
106, μ 19009, Λεωφόρος Μαραθώνος Πικέρ ι Αττική
8. ΑΡΙΘΜΟΣ (ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
8591/11-2-2013, 70240/12/14-3-2014
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ
ΑΔΕΙΑΣ
Ημερομηνία πρώτης έγκρισης: 11 Φεβρουαρίου 2013
Ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης:
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
15 Ιουλίου 2015