ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
ALFUDEX 10 mg δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης.
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε δισκίο περιέχει 10 mg αλφουζοσίνη υδροχλωρική.
Έκδοχο με γνωστές δράσεις: λακτόζη
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Δισκίο παρατεταμένης αποδέσμευσης.
Λευκά έως υπόλευκα, στρογγυλά, μη επικαλυμμένα, αμφίκυρτα δισκία με
επίπεδες άκρες που φέρουν χαραγμένη την ένδειξη ‘RY 10 στη μία πλευρά.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Θεραπεία μέτριων έως σοβαρών λειτουργικών συμπτωμάτων της καλοήθους
υπερπλασίας του προστάτη (ΚΥΠ).
Ως συμπληρωματική αγωγή σε συνδυασμό με καθετηριασμό σε οξεία επίσχεση
ούρων σχετιζόμενη με ΚΥΠ.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Ενήλικες:
Καλοήθης υπερπλασία του προστάτη: Η συνιστώμενη δόση είναι ένα δισκίο
παρατεταμένης αποδέσμευσης των 10 mg ημερησίως.
Οξεία επίσχεση ούρων: Ένα δισκίο παρατεταμένης αποδέσμευσης των 10 mg
ημερησίως, μετά το γεύμα, να λαμβάνεται από την πρώτη ημέρα του
καθετηριασμού. Η αποτελεσματικότητα στη μακροχρόνια θεραπεία της οξείας
επίσχεσης ούρων δεν έχει τεκμηριωθεί.
Ηλικιωμένοι (ηλικίας άνω των 65 ετών)
Η συνιστώμενη δόση είναι ίδια με αυτή στους ενήλικες. Μελέτες
φαρμακοκινητικής και κλινικής ασφάλειας κατέδειξαν ότι η προσαρμογή της
δόσης δεν είναι απαραίτητη στην περίπτωση των ηλικιωμένων ασθενών.
Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία
Βάσει μελετών φαρμακοκινητικής και κλινικής ασφάλειας, ασθενείς με νεφρική
δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης ≥ 30 ml/min) μπορούν να λαμβάνουν τη
συνήθη δόση.
Τα δισκία αλφουζοσίνης των 10 mg δεν πρέπει να δίνονται σε ασθενείς με
σοβαρά διαταραγμένη νεφρική λειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης < 30 ml/min),
δεδομένου ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα κλινικής ασφάλειας για αυτή
την ομάδα ασθενών (βλ. παράγραφο 4.4).
Ηπατική ανεπάρκεια
2
Η αλφουζοσίνη χορηγούμενη ως δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης των
10 mg αντενδείκνυται σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια. Σκευάσματα που
περιέχουν χαμηλή δόση υδροχλωρικής αλφουζοσίνης μπορεί να
χρησιμοποιηθούν σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια ηπατική ανεπάρκεια,
σύμφωνα με τις οδηγίες στις πληροφορίες του αντίστοιχου προϊόντος.
Παιδιατρικός πληθυσμός:
Η αποτελεσματικότητα της αλφουζοσίνης σε παιδιά ηλικίας 2 έως 16 ετών δεν
έχει αποδειχθεί (βλέπε παράγραφο 5.1). Ως εκ τούτου, η αλφουζοσίνη δεν
ενδείκνυται για χρήση σε παιδιατρικό πληθυσμό.
Τρόπος χορήγησης
Από του στόματος χρήση.
Το δισκίο παρατεταμένης αποδέσμευσης πρέπει να λαμβάνεται ολόκληρο με μια
επαρκή ποσότητα υγρού (π.χ. ένα ποτήρι νερό). Τα δισκία παρατεταμένης
αποδέσμευσης δεν πρέπει να συνθλίβονται, να μασώνται ή να διαχωρίζονται
(βλ. παράγραφο 4.4).
Η πρώτη δόση πρέπει να λαμβάνεται πριν την κατάκλιση. Το δισκίο
παρατεταμένης αποδέσμευσης των 10 mg πρέπει να λαμβάνεται αμέσως μετά το
ίδιο γεύμα κάθε ημέρας.
4.3 Αντενδείξεις
- Υπερευαισθησία στην αλφουζοσίνη, άλλες κιναζολίνες (π.χ. τεραζοσίνη,
δοξαζοσίνη) ή σε κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην
παράγραφο 6.1
- Ιστορικό ορθοστατικής υπότασης
- Ηπατική ανεπάρκεια
- Συνδυασμός με άλλους αποκλειστές των άλφα 1 αδρενεργικών
υποδοχέων
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Καθώς δεν υπάρχουν διαθέσιμα κλινικά δεδομένα για την ασφάλεια σε
ασθενείς με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης < 30ml/min),
το ALFUDEX 10 mg δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης δεν πρέπει να
χορηγείται σε αυτήν την ομάδα ασθενών.
Ο ασθενής πρέπει να εξετάζεται πριν την έναρξη της θεραπείας με
αλφουζοσίνη, προκειμένου να αποκλειστεί η παρουσία άλλων παθήσεων,
οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν συμπτώματα παρόμοια με αυτά της
ΚΥΠ.
Το ALFUDEX 10 mg δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης πρέπει να
χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς υπό θεραπεία με αντιυπερτασικά ή
νιτρικά. Σε ορισμένους ασθενείς μπορεί να αναπτυχθεί ορθοστατική
υπόταση, εντός ολίγων ωρών από τη χορήγηση με ή χωρίς συμπτώματα
(ζάλη, κόπωση, εφίδρωση). Αυτά τα αποτελέσματα είναι παροδικά,
εμφανίζονται κατά την έναρξη της θεραπείας και συνήθως δεν απαιτείται
διακοπή της θεραπείας. Ο ασθενής πρέπει να προειδοποιείται ότι τα
συμπτώματα αυτά είναι πιθανό να εμφανιστούν. Στις περιπτώσεις αυτές,
ο ασθενής πρέπει να αναπαυτεί ξαπλώνοντας ανάσκελα, μέχρις ότου τα
συμπτώματα εξαφανιστούν τελείως.
3
Μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου στην αγορά, έχει αναφερθεί
σημαντική πτώση της αρτηριακής πίεσης σε ασθενείς με προϋπάρχοντες
παράγοντες κινδύνου (όπως υποκείμενες καρδιακές παθήσεις ή/και
ταυτόχρονη θεραπεία με αντιυπερτασικά).
Συνιστάται προσοχή, εάν η αλφουζοσίνη χορηγείται σε ασθενείς που
είχαν αντιδράσει σε άλλους αποκλειστές των άλφα-1 υποδοχέων με
σοβαρή υπόταση.
Σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο η συγκεκριμένη θεραπεία πρέπει να
συνεχίζεται, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η ταυτόχρονη χορήγηση
νιτρικών και αλφουζοσίνης μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης
υπότασης. Εάν η στηθάγχη υποτροπιάσει, η θεραπεία με αλφουζοσίνη
πρέπει να διακοπεί.
Όπως με όλους τους αποκλειστές των άλφα-1 υποδοχέων, η αλφουζοσίνη
πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με οξεία καρδιακή
ανεπάρκεια.
Η αλφουζοσίνη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς υπό
θεραπεία με αντιυπερτασικά. Η θεραπεία πρέπει να ξεκινά σταδιακά σε
ασθενείς, οι οποίοι είναι υπερευαίσθητοι σε άλλους αποκλειστές των
άλφα-1 υποδοχέων. Η αρτηριακή πίεση πρέπει να παρακολουθείται
τακτικά, ειδικότερα κατά την έναρξη της θεραπείας.
Οι ασθενείς με συγγενή παράταση του διαστήματος QTc, με γνωστό
ιστορικό επίκτητης παράτασης του διαστήματος QTc ή όσοι παίρνουν
φάρμακα που είναι γνωστό ότι αυξάνουν το διάστημα QTc πρέπει να
αξιολογούνται πριν και κατά τη διάρκεια της χορήγησης αλφουζοσίνης.
Κατά τη διάρκεια εγχείρησης καταρράκτη, σε κάποιους ασθενείς οι
οποίοι λαμβάνουν ή έλαβαν παλιότερα θεραπεία με ταμσουλοζίνη,
παρατηρήθηκε το «Διεγχειρητικό Σύνδρομο Ατροφίας του Διαστολέα της
Ίριδας» (IFIS, μια παραλλαγή του συνδρόμου μικρής κόρης του
οφθαλμού). Έχουν επίσης ληφθεί μεμονωμένες αναφορές με άλλους
άλφα-1 αποκλειστές και η πιθανότητα κάποιας δράσης της κατηγορίας δε
μπορεί να αποκλειστεί. Δεδομένου ότι το IFIS μπορεί να οδηγήσει σε
αυξημένες διαδικαστικές επιπλοκές κατά τη διάρκεια της επέμβασης
καταρράκτη, πρέπει πριν την επέμβαση να γνωστοποιηθεί στο χειρουργό
οφθαλμίατρο παρούσα ή παλαιότερη χρήση άλφα-1 αποκλειστών.
Οι ασθενείς πρέπει να προειδοποιούνται ότι το δισκίο πρέπει να
λαμβάνεται ολόκληρο. Άλλες μέθοδοι χορήγησης όπως η σύνθλιψη, η
μάσηση ή η κονιοποίηση των δισκίων πρέπει να απαγορεύονται. Οι
ενέργειες αυτές μπορεί να οδηγήσουν σε ακατάλληλη αποδέσμευση και
απορρόφηση του φαρμάκου, με κίνδυνο πρώιμων ανεπιθύμητων
ενεργειών.
Αυτό το προϊόν περιέχει λακτόζη. Ασθενείς με σπάνια κληρονομικές
παθήσεις, όπως δυσανεξία στη γαλακτόζη, ανεπάρκεια Lapp λακτάσης ή
δυσαπορρόφηση γλυκόζης-γαλακτόζης, δεν πρέπει να χρησιμοποιούν αυτό
το φαρμακευτικό προϊόν.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
4
Συνδυασμοί που αντενδείκνυνται
- Παράγοντες αποκλεισμού των άλφα-1 υποδοχέων (βλέπε παράγραφο 4.3)
Συνδυασμοί που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη
- Αντιυπερτασικά φάρμακα (βλέπε παράγραφο 4.4)
- Σκευάσματα νιτρικών (βλέπε παράγραφο 4.4)
- Ισχυροί αναστολείς του CYP3A4 (κετοκοναζόλη, ιτρακοναζόλη,
αναστολέα πρωτεάσων (ριτοναβίρη), κλαριθρομυκίνη, ερυθρομυκίνη,
τελιθρομυκίνη και νεφαζοδόνη)
Αύξηση της συγκέντρωσης της αλφουζοσίνης στο πλάσμα και αύξηση του
κινδύνου ανεπιθύμητων ενεργειών.
Κετοκοναζόλη: Επαναλαμβανόμενες δόσεις 200 mg κετοκοναζολης, για 7 ημέρες
οδήγησε σε αύξηση της C
max
κατά 2,1 φορές και σε αύξηση της έκθεσης στην
αλφουζοσίνη κατά 2,5 φορές, όταν αυτή χορηγήθηκε ως εφάπαξ δόση υπό
συνθήκες σίτισης (γεύμα με υψηλά λιπαρά). Άλλες παράμετροι όπως t
max
και t1/2
δεν μεταβλήθηκαν.
Η χορήγηση γενικών αναισθητικών σε ασθενείς υπό θεραπεία με αλφουζοσίνη
μπορεί να οδηγήσει σε έντονη υπόταση. Συνιστάται να διακόπτεται η λήψη των
δισκίων 24 ώρες πριν την επέμβαση.
Άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Σε υγιείς εθελοντές, δεν έχουν παρατηρηθεί φαρμακοδυναμικές ή
φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στην αλφουζοσίνη και στα
ακόλουθα φάρμακα: βαρφαρίνη, διγοξίνη, υδροχλωροθειαζίδη, και ατενολόλη.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Λόγω του τύπου της ένδειξης, αυτή η παράγραφος δεν εφαρμόζεται.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για την επίδραση στην οδήγηση οχημάτων.
Μπορεί να παρουσιαστούν ανεπιθύμητες ενέργειες όπως ίλιγγος, αδυναμία,
ζάλη και εξασθένιση, ιδιαίτερα κατά την έναρξη της θεραπείας. Το γεγονός
αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την οδήγηση οχημάτων ή το χειρισμό
μηχανών.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Η πιο συχνά αναφερόμενη ενέργεια είναι η ζάλη, η οποία παρουσιάζεται
περίπου στο 5% των υπό θεραπεία ασθενών.
Οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις που θεωρούνται τουλάχιστον πιθανώς
σχετιζόμενες με τη θεραπεία, παρατίθενται παρακάτω σύμφωνα με την
κατηγορία οργάνου συστήματος και την απόλυτη συχνότητα εμφάνισης. Οι
συχνότητες εμφάνισης ορίζονται ως πολύ συχνές (
1/10), συχνές (>1/100 έως
<1/10), όχι συχνές (>1/1.000 έως <1/100), σπάνιες (>1/10.000 έως <1/1.000),
πολύ σπάνιες (<1/10.000), μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα
διαθέσιμα δεδομένα)
5
Κατηγορία
οργάνου
συστήματος
Συχνότητα εμφάνισης
Συχνές Όχι συχνές Πολύ σπάνιες Μη γνωστές
Διαταραχές
του αίματος
και του
λεμφικού
συστήματος
Ουδετεροπενία
, θρομβοπενία
Διαταραχές
του
ανοσοποιητικο
ύ συστήματος
Αγγειονευρωτι
κό οίδημα
Διαταραχές
του νευρικού
συστήματος
Λιποθυμία/Ζάλη,
κεφαλαλγία
Ίλιγγος, υπνηλία
Οφθαλμικές
διαταραχές
Όραση ανώμαλη
Διεγχειρητικό
Σύνδρομο
Ατροφίας του
Διαστολέα της
Ίριδας
Καρδιακές
διαταραχές
Ταχυκαρδία,
αίσθημα παλμών,
θωρακικά άλγη
Στηθάγχη σε
ασθενείς με
διαταραχές
της
προστεφανιαί
ας αρτηρίας
(βλ.
παράγραφο
4.4)
Κολπική
μαρμαρυγή
Αγγειακές
διαταραχές
Ορθοστατική
υπόταση (βλέπε
παράγραφο 4.4)
(αρχικά, κυρίως με
υπερβολικά υψηλή
δόση ή εάν η
αγωγή ξεκινά
ξανά μετά από μια
σύντομη διακοπή
της θεραπείας),
συγκοπή (αρχικά,
κυρίως με
υπερβολικά υψηλή
δόση ή εάν η
αγωγή ξεκινά
ξανά μετά από μια
σύντομη διακοπή
της θεραπείας)
Διαταραχές
του
αναπνευστικο
ύ συστήματος,
του θώρακα
και του
μεσοθωράκιου
Ρινίτιδα
6
Διαταραχές
του
γαστρεντερικο
ύ
Ναυτία, κοιλιακό
άλγος, δυσπεψία
Έμετος, διάρροια,
ξηροστομία
Διαταραχές
του ήπατος
και των
χοληφόρων
Ηπατοτοξικότ
ητα
Ηπατοκυτταρικ
ή βλάβη,
χολοστατική
ηπατική νόσος
Διαταραχές
του δέρματος
και του
υποδόριου
ιστού
Δερματικά
εξανθήματα,
κνησμός,
εξάνθημα,
κνίδωση
Διαταραχές
των νεφρών
και των
ουροφόρων
οδών
Ακράτεια ούρων
Διαταραχές
του
αναπαραγωγι
κού
συστήματος
και του
μαστού
Πριαπισμός
Γενικές
διαταραχές
και
καταστάσεις
της οδού
χορήγησης
Εξασθένιση
Οίδημα (βλέπε
παράγραφο 4.4),
αδιαθεσία,
αίσθημα
κακουχίας,
εξάψεις
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες στον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων, Μεσογείων 284 GR-15562
Χολαργός, Αθήνα, Τηλ: + 30 21 32040380/337, Φαξ: + 30 21 06549585,
Ιστότοπος: http :// www . eof . gr.
4.9 Υπερδοσολογία
Σε περίπτωση υπερδοσολογίας, ο ασθενής πρέπει να εισαχθεί σε νοσοκομείο, να
διατηρηθεί σε ύπτια θέση και να του δοθεί η συνήθης υποστηρικτική θεραπεία
για την υπόταση. Σε περίπτωση σημαντικής υπερδοσολογίας, το κατάλληλο
αντίδοτο είναι ένα αγγειοσυσπαστικό, το οποίο δρα άμεσα στις λείες μυϊκές
ίνες των αιμοφόρων αγγείων, όπως η νορεπινεφρίνη.
Πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο διενέργειας πλύσης στομάχου και/ή
χορήγησης φαρμακευτικού άνθρακα. Η αλφουζοσίνη δεν απομακρύνεται εύκολα
μέσω αιμοκάθαρσης, λόγω του υψηλού βαθμού σύνδεσης με τις πρωτεΐνες.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
7
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: ανταγωνιστές των α-αδρενεργικών
υποδοχέων, κωδικός ATC: G04C A01 Alfuzosin
Η αλφουζοσίνη, η οποία είναι ένα ρακεμικό μίγμα, είναι ένα από του στόματος
δραστικό παράγωγο της κιναζολίνης που δεσμεύει εκλεκτικά τους
μετασυναπτικούς άλφα-1-υποδοχείς. Μελέτες
in vitro
έδειξαν ότι ουσία δρα
εκλεκτικά επί των άλφα-1-υποδοχέων στο τρίγωνο της ουροδόχου κύστης, της
ουρήθρας και του προστατικού αδένα. Τα κλινικά συμπτώματα της καλοήθους
υπερπλασίας του προστάτη δε σχετίζονται μόνο με το μέγεθος του προστάτη
αλλά και με τις συμπαθομιμητικές νευρικές ώσεις, οι οποίες μέσω της
διέγερσης των μετασυναπτικών άλφα-υποδοχέων αυξάνουν την τάση των λείων
μυϊκών ινών των κατώτερων ουροφόρων οδών. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας
με αλφουζοσίνη, οι λείες μυϊκές ίνες χαλαρώνουν, ως αποτέλεσμα του οποίου η
ροή των ούρων βελτιώνεται.
Η κλινική απόδειξη της εκλεκτικής δράσης στο ουροποιητικό σύστημα
αποδεικνύεται από την κλινική αποτελεσματικότητα και το καλό προφίλ
ασφάλειας σε άνδρες υπό θεραπεία με αλφουζοσίνη, συμπεριλαμβανομένων των
ηλικιωμένων ασθενών και των ασθενών με υπέρταση. Η αλφουζοσίνη μπορεί να
έχει ως αποτέλεσμα μέτριες αντιυπερτασικές δράσεις.
Στους άνδρες, η αλφουζοσίνη βελτιώνει την αποβολή των ούρων, μειώνοντας
τον τόνο της ουρήθρας και την αντίσταση αποβολής των ούρων από την
ουροδόχο κύστη, διευκολύνοντας έτσι την κένωση της ουροδόχου κύστης.
Σε ασθενείς υπό θεραπεία με αλφουζοσίνη παρατηρήθηκε χαμηλότερη
συχνότητα εμφάνισης οξείας κατακράτησης ούρων συγκριτικά με τους ασθενείς
που δεν έλαβαν θεραπεία.
Σε μελέτες ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο σε ασθενείς με καλοήθη
υπερπλασία του προστάτη, η αλφουζοσίνη:
- αύξησε σημαντικά τη μέγιστη ταχύτητα ροής ούρων (Q
max
) σε ασθενείς με
Q
max
< 15 ml/ sec κατά μέσο όρο 30%. Αυτή η βελτίωση παρατηρήθηκε από
την πρώτη δόση,
- μείωσε σημαντικά την πίεση του εξωστήρα μυός και αύξησε τον όγκο,
προκαλώντας έντονη επιθυμία για ούρηση,
- μείωσε σημαντικά τον υπολειπόμενο όγκο των ούρων.
Η αποτελεσματικότητα στο μέγιστο ρυθμό ροής παρατηρείται έως και 24 ώρες
μετά τη λήψη.
Αυτές οι ουροδυναμικές δράσεις έχουν ως αποτέλεσμα τη βελτίωση των
συμπτωμάτων των κατώτερων ουροφόρων οδών (LUTS), δηλαδή των
συμπτωμάτων που σχετίζονται με την κατακράτηση (ερεθιστικά) και την
κένωση (αποφρακτικά) των ούρων, η οποία καταδεικνύεται σαφώς.
Στον ασθενή υπό θεραπεία με αλφουζοσίνη παρατηρείται χαμηλότερη
συχνότητα εμφάνισης οξείας επίσχεσης ούρων σε σύγκριση με τον ασθενή που
δεν λαμβάνει θεραπεία. Τα 10 mg αλφουζοσίνης έχει καταδειχθεί ότι αυξάνουν
την πιθανότητα αυθόρμητης ούρησης σε ασθενείς που εμφανίζουν πρώτο
επεισόδιο οξείας επίσχεσης ούρων σχετιζόμενης με ΚΥΠ. Σε μια διπλά τυφλή,
ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο κλινική μελέτη σε 357 ασθενείς, το ποσοστό
επιτυχίας αυθόρμητης ούρησης μετά την αφαίρεση του καθετήρα ήταν 61,9%
στην ομάδα της αλφουζοσίνης και 47,9% στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου
8
(p=0.012). Αυτή η σχετική αύξηση κατά 29% στο ποσοστό επιτυχίας αυθόρμητης
ούρησης είναι κλινικά σημαντική, καθώς μεγαλύτερο ποσοστό ασθενών μπορεί
να πάρει εξητήριο, χωρίς καθετήρα.
Στην ομάδα υψηλού κινδύνου (αποβαλλόμενη ποσότητα ούρων > 1.000 ml) η
σχετική αύξηση του ποσοστού επιτυχίας αυθόρμητης ούρησης στην ομάδα της
αλφουζοσίνης έναντι της ομάδας του εικονικού φαρμάκου, ήταν ακόμα
υψηλότερη από την κλινικά σημαντική διαφορά επί του συνόλου των
δεδομένων.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η αλφουζοσίνη δεν ενδείκνυται για χρήση σε παιδιατρικό πληθυσμό (βλέπε
παράγραφο 4.2)
Η αποτελεσματικότητα της υδροχλωρικής αλφουζοσίνης δεν αποδείχθηκε σε
δύο μελέτες που διεξήχθησαν σε 197 ασθενείς ηλικίας 2 έως 16 ετών με
αυξημένη εξωστήρια πίεση διαφυγής ούρων (LPP ≥ 40 cm H2O) νευρολογικής
προέλευσης. Οι ασθενείς έλαβαν θεραπεία με υδροχλωρική αλφουζοσίνη 0,1 mg
/ kg / ημέρα ή 0,2 mg / kg / ημέρα χρησιμοποιώντας προσαρμοσμένα παιδιατρικά
φαρμακευτικά σκευάσματα.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Η αλφουζοσίνη ακολουθεί γραμμική φαρμακοκινητική εντός του εύρους της
θεραπευτικής δοσολογίας. Το κινητικό προφίλ χαρακτηρίζεται από μεγάλες
διακυμάνσεις μεταξύ των ατόμων στις συγκεντρώσεις πλάσματος. Η
απορρόφηση αυξάνεται, όταν το φάρμακο χορηγείται μετά από κάποιο γεύμα.
Απορρόφηση
Μετά την πρώτη δόση (έπειτα από κάποιο γεύμα) η μέση μέγιστη συγκέντρωση
στο πλάσμα ήταν 7,72 ng/ml και η AUC
inf
127 ng h/ml (μετά από κάποιο
γεύμα) και ο t
max
ήταν 6,69 ώρες (μετά από κάποιο γεύμα). Υπό συνθήκες
σταθεροποιημένης κατάστασης (μετά από κάποιο γεύμα), η μέση AUC κατά το
δοσολογικό διάστημα (AUC
T
) ήταν 145 ng h/ml, η μέση C
max
10,6 ng/ml και η
C
min
ήταν 3,23 ng/ml.
Κατανομή
Η σύνδεση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος ανέρχεται περίπου στο 90%. Ο
όγκος κατανομής της αλφουζοσίνης σε υγιή άτομα είναι 2,5 l/kg. Έχει δειχθεί
ότι η ουσία κατανέμεται περισσότερο στον προστάτη από ότι στο πλάσμα.
Απομάκρυνση
Ο φαινόμενος χρόνος ημίσειας ζωής απομάκρυνσης είναι περίπου 8 ώρες. Η
αλφουζοσίνη μεταβολίζεται σε μεγάλο βαθμό στο ήπαρ (διάφορες οδοί), οι
μεταβολίτες απομακρύνονται από τους νεφρούς και πιθανώς επίσης μέσω της
χολής, 75-91% της από του στόματος δόσης αποβάλλεται στα κόπρανα, 35%
είναι υπό αμετάβλητη μορφή και το υπόλοιπο ως μεταβολίτες, γεγονός το οποίο
υποδηλώνει ότι λαμβάνει χώρα απομάκρυνση από τη χολή σε ορισμένο βαθμό.
Περίπου το 10% της δόσης απεκκρίνεται υπό αμετάβλητη μορφή στα ούρα.
Κανένας από τους μεταβολίτες δεν είναι φαρμακολογικά ενεργός.
Νεφρική ή ηπατική διαταραχή
Ο όγκος κατανομής και η κάθαρση αυξάνονται επί μειωμένης νεφρικής
λειτουργίας, πιθανώς λόγω του μειωμένου βαθμού σύνδεσης με τις πρωτεΐνες.
Εντούτοις, ο χρόνος ημίσειας ζωής παραμένει αμετάβλητος. Αυτή η μεταβολή
στο φαρμακοκινητικό προφίλ δε θεωρείται κλινικά σημαντική. Συνεπώς, το
γεγονός αυτό δεν καθιστά αναγκαία την προσαρμογή της δοσολογίας σε
9
ασθενείς με ήπια έως μέτρια νεφρική ανεπάρκεια (βλ. παραγράφους 4.2 και 4.4).
Ο χρόνος ημίσειας ζωής παρατείνεται σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική
ανεπάρκεια. Η μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα διπλασιάζεται και η
βιοδιαθεσιμότητα αυξάνεται συγκριτικά με τους νέους, υγιείς εθελοντές. Τα
δισκία αλφουζοσίνης παρατεταμένης αποδέσμευσης των 10 mg αντενδείκνυται
σε ηπατική ανεπάρκεια (βλ. παράγραφο 4.3).
Ηλικιωμένοι
Η μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα (C
max
) και η βιοδιαθεσιμότητα (AUC) δεν
αυξάνονται σε ηλικιωμένους ασθενείς συγκριτικά με υγιείς, μέσης ηλικίας
εθελοντές. Ο χρόνος ημίσειας ζωής (t
½
) παραμένει αμετάβλητος.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα προ-κλινικά δεδομένα δεν αποκαλύπτουν ιδιαίτερο κίνδυνο για τον άνθρωπο
με βάση τις συμβατικές μελέτες γονοτοξικότητας, ενδεχόμενης καρκινογόνου
δράσης ή τοξικότητας στην αναπαραγωγική ικανότητα των αρρένων. In vitro, η
αλφουζοσίνη παράτεινε τη διάρκεια ενδεχόμενης δράσης και τη διάρκεια του
διαστήματος QT σε κλινικά σχετική συγκέντρωση.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Λακτόζη άνυδρη
Κολλοειδές άνυδρο οξείδιο του πυριτίου
Ποβιδόνη
Τάλκης
Μαγνήσιο στεατικό
Υπρομελλόζη
Υδροξυπροπυλοκυτταρίνη
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
2 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Δεν υπάρχουν ειδικές οδηγίες διατήρησης για το προϊόν αυτό.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Κυψέλη από PVC-αλουμίνιο
Μεγέθη συσκευασίας: 10, 30 και 90 δισκία.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
10
Καμία ειδική υποχρέωση.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
OPUS MATERIA ΕΠΕ
Παλαιολόγου 33, 17564, Π. Φάληρο, Αθήνα
Τηλέφωνο: 210 -9408420
Αριθμός Fax: 210-9412333
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
12981/22-09-2015
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Ημερομηνία πρώτης έγκρισης: 48655/08/5-3-2009
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
11