2
Οίδημα έχει αναφερθεί σε ποσοστό 6 – 9% των ασθενών οι
οποίο έλαβαν θεραπεία με πιογλιταζόνη, περισσότερο από
ένα έτος σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες. Τα ποσοστά
εμφάνισης οιδήματος για τις συγκριτικές ομάδες (της
σουλφονυλουρίας και της μετφορμίνης) ήταν 2 – 5%. Οι
αναφορές εμφάνισης οιδήματος ήταν γενικά ήπιες έως
μέτριες και συνήθως δεν απαιτούσαν τη διακοπή της αγωγής.
3
Σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες, η συχνότητα εμφάνισης
καρδιακής ανεπάρκειας με τη χορήγηση της πιογλιταζόνης,
ήταν ίδια με το εικονικό φάρμακο (placebo), της
μετφορμίνης και της σουλφονυλουρίας, αυξήθηκε όμως όταν
χρησιμοποιήθηκε σε συνδυασμένη θεραπεία με ινσουλίνη. Σε
μια μελέτη έκβασης, ασθενών με προϋπάρχουσα σοβαρή
μακροαγγειακή νόσο, η συχνότητα σοβαρής καρδιακής
ανεπάρκειας ήταν 1,6% υψηλότερη με πιογλιταζόνη απ’ ότι
με το εικονικό φάρμακο (placebo), όταν αυτά προστέθηκαν
σε θεραπεία που περιλάμβανε ινσουλίνη. Εντούτοις, αυτό δεν
οδήγησε σε αύξηση της θνησιμότητας στη μελέτη αυτή. Μετά
τη κυκλοφορία της πιογλιταζόνης, σπάνια έχουν
παρατηρηθεί αναφορές καρδιακής ανεπάρκειας, είναι όμως
πιο συχνές όταν η πιογλιταζόνη χρησιμοποιείται σε
συνδυασμό με ινσουλίνη ή σε ασθενείς με ιστορικό
καρδιακής ανεπάρκειας.
4
Συγκεντρωτική ανάλυση διεξήχθη στις αναφερθέντες
ανεπιθύμητες ενέργειες σχετικές με κατάγματα των οστών,
από τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες με συγκριτικά φάρμακα,
διπλά τυφλές μελέτες που περιλάμβαναν πάνω από 8100
ασθενείς στις ομάδες που λάμβαναν πιογλιταζόνη και 7400
ασθενείς στις ομάδες που λάμβαναν το συγκριτικό φάρμακο,
συνολικής διάρκειας θεραπείας έως και 3,5 έτη. Υψηλότερη
συχνότητα καταγμάτων παρατηρήθηκε σε γυναίκες που
λάμβαναν πιογλιταζόνη (2,6%) έναντι του συγκριτικού
φαρμάκου (1,7%). Δεν παρατηρήθηκε καμία αύξηση στα
ποσοστά καταγμάτων σε άντρες που έλαβαν πιογλιταζόνη
(1,3%) έναντι του συγκριτικού φαρμάκου (1,5%). Στην
μελέτη PROactive που διήρκησε 3,5 έτη, 44 γυναίκες
ασθενείς από ένα σύνολο 870 υπό αγωγή με πιογλιταζόνη
(5,1%) ανέφεραν κατάγματα, ενώ 23 γυναίκες ασθενείς
ανέφεραν κατάγματα από ένα σύνολο 905 υπό αγωγή με
συγκριτικό φάρμακο (2,5%). Δεν παρατηρήθηκε καμία αύξηση
στα ποσοστά καταγμάτων σε άντρες που έλαβαν
πιογλιταζόνη (1,7%) έναντι του συγκριτικού φαρμάκου
(2,1%).
5
Σε ελεγχόμενες με συγκριτικά φάρμακα κλινικές μελέτες, η
μέση αύξηση του σωματικού βάρους με την πιογλιταζόνη ως
μονοθεραπεία ήταν 2-3kg σε διάρκεια ενός έτους. Παρόμοια