Οι συμμετέχοντες στη μελέτη επιλέχθηκαν τυχαία για το εικονικό φάρμακο
(n=8901) ή τη ροσουβαστατίνη 20 mg μία φορά ημερησίως (n=8901) και ήταν
υπό παρακολούθηση για μία μέση διάρκεια 2 χρόνων.
Η συγκέντρωση της LDL χοληστερόλης μειώθηκε κατά 45% (p<0,001) στην
ομάδα της ροσουβαστατίνης σε σύγκριση με την ομάδα του εικονικού
φαρμάκου.
Σε μία post-hoc ανάλυση μίας υποομάδας υψηλού κινδύνου με αρχική τιμή
κινδύνου κατά Framingham >20% (1558 άτομα) υπήρξε σημαντική μείωση στο
σύνθετο τελικό σημείο καρδιαγγειακού θανάτου, εγκεφαλικού επεισοδίου και
εμφράγματος του μυοκαρδίου (p=0,028) στη θεραπεία με ροσουβαστατίνη
έναντι του εικονικού φαρμάκου. Η απόλυτη μείωση κινδύνου στο ποσοστό
συμβαμάτων ανά 1000 ασθενείς-χρόνο ήταν 8,8. Η συνολική θνησιμότητα ήταν
αμετάβλητη στην ομάδα υψηλού κινδύνου (p=0,193).
Σε μία post-hoc ανάλυση μιας υποομάδας υψηλού κινδύνου (συνολικά 9302
άτομα) με αρχική τιμή κινδύνου SCORE ≥5% (υπολογίστηκε να
συμπεριληφθούν άτομα άνω των 65 ετών) υπήρχε σημαντική μείωση στο
σύνθετο τελικό σημείο καρδιαγγειακού θανάτου, εγκεφαλικού επεισοδίου και
εμφράγματος του μυοκαρδίου (p=0,0003) στη θεραπεία με ροσουβαστατίνη
έναντι του εικονικού φαρμάκου. Η απόλυτη μείωση κινδύνου στο ποσοστό
συμβαμάτων ήταν 5,1 ανά 1000 ασθενείς-χρόνο. Η συνολική θνησιμότητα ήταν
αμετάβλητη στην ομάδα υψηλού κινδύνου (p=0,076).
Στην μελέτη JUPITER υπήρξαν 6,6% ασθενείς της ομάδας της ροσουβαστατίνης
και 6,2% της ομάδας του εικονικού φαρμάκου που σταμάτησαν τη θεραπεία στη
μελέτη λόγω κάποιου ανεπιθύμητου συμβάματος. Τα πιο συχνά ανεπιθύμητα
συμβάματα που οδήγησαν στη διακοπή της θεραπείας ήταν: μυαλγία (0,3%
ροσουβαστατίνη, 0,2% εικονικό φάρμακο), κοιλιακό άλγος (0,03%
ροσουβαστατίνη, 0,02% εικονικό φάρμακο) και εξάνθημα (0,02%
ροσουβαστατίνη, 0,03% εικονικό φάρμακο). Τα πιο συχνά ανεπιθύμητα
συμβάματα σε ποσοστό μεγαλύτερο ή ίσο με το εικονικό φάρμακο ήταν:
ουρολοίμωξη (8,7% ροσουβαστατίνη, 8,6% εικονικό φάρμακο), ρινοφαρυγγίτιδα
(7,6% ροσουβαστατίνη, 7,2% εικονικό φάρμακο), οσφυαλγία (7,6%
ροσουβαστατίνη, 6,9% εικονικό φάρμακο) και μυαλγία (7,6% ροσουβαστατίνη,
6,6% εικονικό φάρμακο).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Σε μία διπλά-τυφλή, τυχαιοποιημένη, πολυκεντρική, ελεγχόμενη με εικονικό
φάρμακο, 12 εβδομάδων μελέτη (n=176, 97 άρρενες και 79 θήλεις)
ακολουθούμενη από μία 40 εβδομάδων (n=173, 96 άρρενες και 77 θήλεις),
ανοιχτή, φάση τιτλοποίησης της δόσης ροσουβαστατίνης, ασθενείς ηλικίας 10-
17 ετών (Tanner stage II-V, θήλεις τουλάχιστον 1 χρόνο μετά την εμμηναρχή) με
ετερόζυγη οικογενή υπερχοληστερολαιμία λάμβαναν ροσουβαστατίνη 5, 10 ή 20
mg ή εικονικό φάρμακο ημερησίως για 12 εβδομάδες και στη συνέχεια όλοι
λάμβαναν ροσουβαστατίνη ημερησίως για 40 εβδομάδες. Κατά την εισαγωγή
στη μελέτη, περίπου το 30% των ασθενών ήταν 10-13 ετών και περίπου το 17%,
18%, 40% και 25% ήταν Tanner stage ΙΙ, ΙΙΙ, IV και V, αντιστοίχως.
Η LDL-C μειώθηκε κατά 38,8%, 44,6% και 50,0% με ροσουβαστατίνη 5, 10 και
20 mg, αντιστοίχως, σε σύγκριση με το 0,7% με το εικονικό φάρμακο.