Φλουκοναζόλη
Η ταυτόχρονη χορήγηση φλουκοναζόλης 200 mg ημερησίως και κλαριθρομυκίνης 500 mg δύο φορές
ημερησίως σε 21υγιείς εθελοντές οδήγησε σε αυξήσεις στη μέση ελάχιστη συγκέντρωση
κλαριθρομυκίνης σε σταθεροποιημένη κατάσταση (C
min
) και στην επιφάνεια κάτω από την καμπύλη
(AUC) κατά 33% και 18% αντίστοιχα. Οι συγκεντρώσεις του δραστικού μεταβολίτη
14-OH-κλαριθρομυκίνη σε σταθεροποιημένη κατάσταση δεν επηρεάστηκαν σημαντικά από την
ταυτόχρονη χορήγηση φλουκοναζόλης. Δεν είναι απαραίτητη η προσαρμογή της δόσης
κλαριθρομυκίνης.
Ριτοναβίρη
Μία φαρμακοκινητική μελέτη κατέδειξε ότι η ταυτόχρονη χορήγηση ριτοναβίρης 200 mg κάθε οκτώ
ώρες και κλαριθρομυκίνης 500 mg κάθε 12 ώρες είχε ως αποτέλεσμα αξιοσημείωτη αναστολή του
μεταβολισμού της κλαριθρομυκίνης. Η C
max
της κλαριθρομυκίνης αυξήθηκε κατά 31%, η C
min
αυξήθηκε κατά 182% και η AUC αυξήθηκε κατά 77% με ταυτόχρονη χορήγηση ριτοναβίρης.
Παρατηρήθηκε ουσιαστικά πλήρης αναστολή του σχηματισμού 14-OH-κλαριθρομυκίνης. Λόγω του
μεγάλου θεραπευτικού δείκτη της κλαριθρομυκίνης, η μείωση της δοσολογίας δεν πρέπει να είναι
απαραίτητη σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία. Ωστόσο, σε ασθενείς με νεφρική
δυσλειτουργία πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι ακόλουθες προσαρμογές δοσολογίας: Για ασθενείς
με κάθαρση κρεατινίνης CL
CR
30 έως 60 mL/min, η δόση της κλαριθρομυκίνης πρέπει να μειωθεί
κατά 50%. Για ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης CL
CR
< 30 mL/min, η δόση της κλαριθρομυκίνης
πρέπει να μειωθεί κατά 75%. Δόσεις κλαριθρομυκίνης μεγαλύτερες από 1 g/ημέρα δεν πρέπει να
συγχορηγούνται με ριτοναβίρη.
Παρόμοιες προσαρμογές της δόσης πρέπει να εξετάζονται ως ενδεχόμενο σε ασθενείς με μειωμένη
νεφρική λειτουργία, όταν η ριτοναβίρη χρησιμοποιείται ως ενισχυτής της φαρμακοκινητικής με
άλλους αναστολής HIV πρωτεάσης, συμπεριλαμβανομένων της αταζαναβίρης και της σακουϊναβίρης
(βλέπε παράγραφο παρακάτω, Αμφίδρομες αλληλεπιδράσεις φαρμάκων)
Επίδραση της Κλαριθρομυκίνης σε Άλλα Φαρμακευτικά Προϊόντα
Αλληλεπιδράσεις που βασίζονται στο CYP3A
Η συγχορήγηση της κλαριθρομυκίνης, που είναι γνωστό ότι αναστέλλει το CYP3A, και ενός
φαρμάκου, που μεταβολίζεται πρωτίστως από το CYP3A, ενδέχεται να σχετίζεται με αυξήσεις των
συγκεντρώσεων των φαρμάκων, που μπορεί να αυξήσουν ή να παρατείνουν αμφότερες τις
θεραπευτικές και ανεπιθύμητες δράσεις του συγχορηγούμενου φαρμάκου. Η κλαριθρομυκίνη πρέπει
να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με άλλα φάρμακα που είναι
γνωστό ότι είναι υποστρώματα του ενζύμου CYP3A, ιδιαίτερα εάν το υπόστρωμα του CYP3A έχει
στενό θεραπευτικό εύρος (π.χ. καρβαμαζεπίνη) και/ή το υπόστρωμα μεταβολίζεται εκτεταμένα από
αυτό το ένζυμο.
Οι προσαρμογές της δοσολογίας πρέπει να εξετάζονται ως ενδεχόμενο και, όταν είναι εφικτό, οι
συγκεντρώσεις των φαρμάκων, που μεταβολίζονται πρωτίστως από το CYP3A, στον ορό να
παρακολουθούνται στενά στους ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα κλαριθρομυκίνη.
Τα ακόλουθα φάρμακα ή τάξεις φαρμάκων είναι γνωστά ή ύποπτα μεταβολισμού από το ίδιο
ισοένζυμο του CYP3A: αλπραζολάμη, αστεμιζόλη, καρβαμαζεπίνη, σιλοσταζόλη, σιζαπρίδη,
κυκλοσπορίνη, δισοπυραμίδη, αλκαλοειδή της ερυσιβώδους ολύρας, λοβαστατίνη,
μεθυλπρεδνιζολόνη, μιδαζολάμη, ομεπραζόλη, από στόματος αντιπηκτικά (π.χ. βαρφαρίνη), πιμοζίδη,
κινιδίνη, ριφαμπουτίνη, σιλδεναφίλη, σιμβαστατίνη, σιρόλιμους, τακρόλιμους, τερφεναδίνη,
τριαζολάμη και βινβλαστίνη. Φάρμακα που αλληλεπιδρούν με παρόμοιους μηχανισμούς μέσω άλλων
ισοενζύμων του κυτοχρώματος Ρ450 περιλαμβάνουν τη φαινυτοΐνη, τη θεοφυλλίνη και το βαλπροϊκό.
Αντιαρρυθμικά
Έχουν υπάρξει αναφορές μετά την κυκλοφορία κοιλιακής ταχυκαρδίας δίκην ριπιδίου, η οποία
εμφανίζεται με την ταυτόχρονη χρήση κλαριθρομυκίνης και κινιδίνης ή δισοπυραμίδης. Τα
ηλεκτροκαρδιογραφήματα πρέπει να παρακολουθούνται για παράταση του διαστήματος QTc, κατά τη
διάρκεια της συγχορήγησης κλαριθρομυκίνης με αυτά τα φάρμακα. Τα επίπεδα της κινιδίνης και της
δισοπυραμίδης στον ορό πρέπει να παρακολουθούνται κατά τη διάρκεια της θεραπείας με
κλαριθρομυκίνη.
7