(1) Βλ. παράγραφο 4.4.
(2) Μπορεί να εμφανισθεί υπνηλία, συνήθως κατά τις δύο πρώτες εβδομάδες της θεραπείας,
που γενικά υποχωρεί με τη συνέχιση της χορήγησης της κουετιαπίνης.
(3) Aσυμπτωματική αύξηση (μεταβολή από το φυσιολογικό έως > 3X ULN σε οποιοδήποτε
χρόνο) των επιπέδων των τρανσαμινασών του ορού (ΑLT, AST) ή των επιπέδων της γ-GT,
έχει παρατηρηθεί σε ορισμένους ασθενείς στους οποίους χορηγήθηκε κουετιαπίνη. Αυτές
οι αυξήσεις ήταν συνήθως αναστρέψιμες με τη συνέχιση της θεραπείας με κουετιαπίνη.
(4) Όπως με άλλα αντιψυχωσικά που αποκλείουν τους α1-αδρενεργικούς υποδοχείς, η
κουετιαπίνη μπορεί γενικά να προκαλέσει ορθοστατική υπόταση σε συνδυασμό με ζάλη,
ταχυκαρδία και σε ορισμένους ασθενείς συγκοπή, ιδιαίτερα κατά την έναρξη της
θεραπείας (βλ. παράγραφο 4.4).
(5) Ο υπολογισμός της συχνότητας αυτών των ανεπιθύμητων ενεργειών βασίστηκε μόνο
στα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν μετά την κυκλοφορία των δισκίων κουετιαπίνης.
(6) Γλυκόζη στο αίμα μετά από νηστεία ≥126 mg/dL (≥7,0 mmol/L) ή γλυκόζη στο αίμα χωρίς
νηστεία ≥200 mg/dL (≥11,1 mmol/L) τουλάχιστον σε μία περίπτωση
(7) Αύξηση στην αναλογία της δυσφαγίας με κουετιαπίνη έναντι του εικονικού φαρμάκου
παρατηρήθηκε στις κλινικές μελέτες σε διπολική κατάθλιψη.
(8) Βάσει >7% αύξησης του σωματικού βάρους από την έναρξη. Εμφανίζεται στους
ενήλικες κυρίως κατά την διάρκεια των πρώτων εβδομάδων της θεραπείας.
(9) Σε οξείες κλινικές μελέτες μονοθεραπείας ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο, οι οποίες
αξιολόγησαν τα συμπτώματα διακοπής, τα ακόλουθα συμπτώματα στέρησης
παρατηρήθηκαν πιο συχνά: αϋπνία, ναυτία, κεφαλαλγία, διάρροια, έμετος, ζάλη και
ευερεθιστότητα. Η συχνότητα εμφάνισης αυτών των αντιδράσεων μειώθηκε σημαντικά
1 εβδομάδα μετά την διακοπή.
(10) Τριγλυκερίδια ≥200 mg/dL (≥2,258 mmol/L) (ασθενείς≥18 ετών) ή ≥150 mg/dL
(≥1,694 mmol/L) ασθενείς<18 ετών) τουλάχιστον σε μία περίπτωση
(11) Χοληστερόλη ≥240 mg/dL (≥6,2064 mmol/L) (ασθενείς≥18 ετών) ή ≥200 mg/dL
(≥5,172 mmol/L) ασθενείς<18 ετών) τουλάχιστον σε μία περίπτωση. Έχει πολύ συχνά
παρατηρηθεί αύξηση της LDL χοληστερόλης ≥30 mg/dL (≥0,769 mmol/L). Η μέση μεταβολή
ανάμεσα στους ασθενείς που παρουσίασαν αυτή την αύξηση ήταν 41,7 mg/dL (≥1,07
mmol/L).
(12) Βλέπε κείμενο παρακάτω
(13) Αιμοπετάλια ≤100 x 10
9
/L τουλάχιστον σε μία περίπτωση
(14) Βάσει αναφορών ανεπιθύμητων ενεργειών σε κλινικές μελέτες όπου η αύξηση
της φωσφοκινάσης της κρεατινίνης στο αίμα δεν σχετίζεται με κακόηθες νευροληπτικό
σύνδρομο
(15) Επίπεδα προλακτίνης (ασθενείς > των 18 ετών): >20 μg/L (>869,56 pmol/L)
άρρενες; >30 μg/L (>1304,34 pmol/L) γυναίκες σε οποιαδήποτε στιγμή.
(16) Μπορεί να οδηγήσει σε πτώσεις.
(17) HDL χοληστερόλη: <40 mg/dL (1,025 mmol/L) άνδρες ;<50 mg/dL (1,282 mmol/L)
γυναίκες σε οποιαδήποτε στιγμή
(18) Συχνότητα εμφάνισης ασθενών που είχαν μεταβολή του QTc από <450 msec σε
≥450 msec με αύξηση ≥30 msec. Σε μελέτες κουετιαπίνης ελεγχόμενες με εικονικό
φάρμακο η μέση μεταβολή και η συχνότητα εμφάνισης των ασθενών που είχαν μεταβολή
σε κλινικά σημαντικό επίπεδο είναι παρόμοια ανάμεσα στην κουετιαπίνη και το
εικονικό φάρμακο.
(19) Μετατροπή από >132 mmol/L σε ≤132 mmol/L, τουλάχιστον σε μία περίπτωση
(20) Περιπτώσεις αυτοκτονικού ιδεασμού και αυτοκτονικής συμπεριφοράς έχουν
αναφερθεί κατά τη διάρκεια θεραπείας με κουετιαπίνη
ή αμέσως μετά τη διακοπή της
θεραπείας (βλ. παραγράφους 4.4 και 5.1).
(21) Βλ. παράγραφο 5.1
(22) Μειωμένη αιμοσφαιρίνη ≤13 g/dL (8.07 mmol/L) στους άντρες, στα ≤12 g/dL (7.45
mmol/L) στις γυναίκες εμφανίστηκε τουλάχιστον μία φορά στο 11% των ασθενών
κουετιαπίνης σε όλες τις μελέτες, συμπεριλαμβανομένων των παρατάσεων με ανοικτή
επισήμανση. Για αυτούς τους ασθενείς, η μέση μέγιστη μείωση της αιμοσφαιρίνης ανά
πάσα στιγμή ήταν –1.50 g/dL.
(23) Αυτές οι αναφορές συχνά συμβαίνουν στα πλαίσια ταχυκαρδίας, ζάλης,
ορθοστατικής υπότασης και/ή υποκείμενης καρδιακής/αναπνευστικής νόσου
(24) Με βάση τις μεταβολές από τη φυσιολογική αρχική τιμή σε δυνητικά κλινικά
σημαντική τιμή οποιαδήποτε χρονική στιγμή μετά την έναρξη σε όλες τις μελέτες. Οι
μεταβολές στην ολική T
4
, στην ελεύθερη T
4
, στην ολική T
3
και στην ελεύθερη T
3
ορίζονται
ως <0.8 x LLN (pmol/L) και η μεταβολή του TSH είναι > 5 mIU/L ανά πάσα στιγμή.