ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
σελίδα 1 από 19
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Carboplatin Kabi 10 mg/ml πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση.
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
1 ml πυκνού διαλύματος για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση περιέχει 10 mg
καρβοπλατίνης.
Κάθε φιαλίδιο των 5 ml περιέχει 50 mg καρβοπλατίνης.
Κάθε φιαλίδιο των 15 ml περιέχει 150 mg καρβοπλατίνης.
Κάθε φιαλίδιο των 45 ml vial περιέχει 450 mg καρβοπλατίνης.
Κάθε φιαλίδιο των 60 ml vial περιέχει 600 mg καρβοπλατίνης.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση.
Ένα διαυγές, άχρωμο διάλυμα απαλλαγμένο ορατών σωματιδίων.
pH- 5.0 έως 7.0
Ωσμωτικότητα: 200 – 300 2mOsm/kg
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Η καρβοπλατίνη ενδείκνυται για την θεραπεία του:
1. προχωρημένου καρκινώματος των ωοθηκών επιθηλιακής προελεύσεως στην:
- Θεραπεία πρώτης γραμμής
- Θεραπεία δεύτερης γραμμής, όταν οι άλλες θεραπείες έχουν αποτύχει
2. μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονος
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία και Χορήγηση:
Η καρβοπλατίνη πρέπει να χορηγείται μόνον δια την ενδοφλέβιας οδού. Η
συνιστώμενη δοσολογία της καρβοπλατίνης σε ενήλικες ασθενείς που δεν έχουν
λάβει στο παρελθόν θεραπεία και με φυσιολογική νεφρική λειτουργία, δηλ. κάθαρση
κρεατινίνης > 60 ml/min είναι 400 mg/m²ως ως μικρής διάρκειας σύντομη εφ’ άπαξ
ενδοφλέβια δόση χορηγούμενη με έγχυση 15 έως 60 λεπτών.
- Εναλλακτικά, η εξίσωση Calvert που δίδεται παρακάτω μπορεί να χρησιμοποιηθεί
για τον καθορισμό της δοσολογίας:
Δόση (mg) = στοχευόμενη AUC (mg/ml x min) x [GFR ml/min + 25]
σελίδα 2 από 19
Δόση (mg) = στοχευόμενη AUC (mg/ml x min) x [GFR ml/min + 25]
Στοχευόμενη AUC Προγραμματισμένη
Χημειοθεραπεία
Κατάσταση Θεραπείας Ασθενή
5-7 mg/ml.min Καρβοπλατίνη ως
μονοθεραπεία
Χωρίς προηγούμενη θεραπεία
4-6 mg/ml.min Καρβοπλατίνη
μονοθεραπεία
Με προηγούμενη θεραπεία
4-6 mg/ml.min Καρβοπλατίνη σε
συνδυασμό με
κυκλοφωσφαμίδη
Χωρίς προηγούμενη θεραπεία
Σημείωση: Με την εξίσωση Calvert, η συνολική δόση της καρβοπλατίνης
υπολογίζεται σε mg, όχι σε mg/m². Η εξίσωση Calvert δεν πρέπει να χρησιμοποιείται
σε ασθενείς που έχουν λάβει στο παρελθόν εκτεταμένη θεραπεία **.
**Ασθενείς που έχουν λάβει εκτεταμένη θεραπεία στον παρελθόν θεωρούνται εκείνοι
που έχουν λάβει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:
- Μιτομυκίνη C
- Νιτροζουρία
- Συνδυασμένη θεραπεία με δοξορουβικίνη/κυκλοφωσφαμίδη/σισπλατίνη,
- Συνδυασμένη θεραπεία με 5 η περισσότερους παράγοντες
- Ακτινοθεραπεία ≥ 4500 rad, επικεντρωμένη σε πεδίο ακτινοβολήσεως 20 x 20
cm ή σε περισσότερα από ένα πεδίο θεραπείας.
Η θεραπεία με καρβοπλατίνη πρέπει να διακόπτεται σε περίπτωση ενός μη
ανταποκρινόμενου όγκου, εξέλιξης της νόσου και/ή εμφάνιση ή όχι μη-ανεκτών
ανεπιθύμητων ενεργειών.
Η θεραπεία δεν πρέπει να επαναλαμβάνεται πριν την πάροδο 4 εβδομάδων μετά την
προηγούμενη θεραπεία με καρβοπλατίνη και/ή μέχρι ο αριθμός ουδετερόφιλων να
είναι τουλάχιστον 2,000 κύτταρα/mm³ και ο αριθμός αιμοπεταλίων να είναι
τουλάχιστον 100,000 κύτταρα/mm³.
Μείωση της αρχικής δοσολογίας κατά 20-25% συνιστάται σε εκείνους τους ασθενείς
με παράγοντες κινδύνου όπως προηγούμενη μυελοκατασταλτική θεραπεία και
χαμηλή κατάσταση απόδοσης (ECOG-Zubrod 2-4 ή Karnofsky κάτω του 80).
Συνιστάται ο προσδιορισμός του αιματολογικού ελαχίστου με εβδομαδιαίες
αιματολογικές μετρήσεις κατά την διάρκεια των αρχικών κύκλων θεραπείας με
καρβοπλατίνη για μελλοντική ρύθμιση της δοσολογίας.
Πρέπει να τηρούνται μέτρα ασφαλείας για επικίνδυνες ουσίες για την προετοιμασία
και την χορήγηση. Η προετοιμασία πρέπει να πραγματοποιείται από προσωπικό
εκπαιδευμένο στην ασφαλή χρήση φορώντας προστατευτικά γάντια, μάσκα
προσώπου και προστατευτικά ρούχα.
Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία:
Ασθενείς με τιμές κάθαρσης κρεατινίνης κάτω των 60 ml/min διατρέχουν μεγαλύτερο
κίνδυνο να εμφανίσουν σοβαρή μυελοκαταστολή.
σελίδα 3 από 19
Η συχνότητα της σοβαρής λευκοπενίας, ουδετεροπενίας ή θρομβοπενίας διατηρήθηκε
σε επίπεδα περίπου 25% με τις ακόλουθες δοσολογικές συστάσεις:
Αρχικές Τιμές Κάθαρση Κρεατινίνης Αρχική Δόση (Ημέρα 1)
41-59 ml/min 250 mg/m
2
I.V.
16-40 ml/min 200 mg/m
2
I.V.
Τα υπάρχοντα δεδομένα σχετικά με την χρήση της ενέσιμης καρβοπλατίνης σε
ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης 15 ml/min ή μικρότερη είναι ανεπαρκή για να
επιτραπεί η σύσταση για θεραπεία.
Όλες οι παραπάνω δοσολογικές συστάσεις εφαρμόζονται στην αρχικό κύκλο
θεραπείας. Οι επακόλουθες δοσολογίες πρέπει να προσαρμόζονται σύμφωνα με την
ανοχή του ασθενή και στο αποδεκτό επίπεδο μυελοκαταστολής.
Η βέλτιστη χρήση της καρβοπλατίνης σε ασθενείς που παρουσιάζουν νεφρική
δυσλειτουργία απαιτεί επαρκείς δοσολογικές προσαρμογές και συχνή
παρακολούθηση τόσο των ελαχίστων αιματολογικών τιμών όσο και της νεφρικής
λειτουργίας.
Συνδυασμένη θεραπεία:
Η βέλτιστη χρήση της καρβοπλατίνης σε συνδυασμό με άλλους
μυελοκατασταλτικούς παράγοντες απαιτεί προσαρμογή της δοσολογίας σύμφωνα με
το σχήμα και το χρονοδιάγραμμα που πρέπει να εφαρμοσθεί.
Ηλικιωμένοι ασθενείς:
Σε ασθενείς ηλικίας άνω των 65 ετών, η προσαρμογή της δόσης της καρβοπλατίνης
στην γενική κατάσταση και την νεφρική λειτουργία είναι απαραίτητη κατά την
διάρκεια της πρώτης και των επόμενων θεραπευτικών συνεδρειών.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Οι διαθέσιμες πληροφορίες είναι ανεπαρκείς για να συσταθεί δοσολογία σε
παιδιατρικό πληθυσμό.
Μέθοδος χορήγησης
Πρέπει να λαμβάνονται προφυλάξεις πριν τον χειρισμό ή την χορήγηση του
φαρμακευτικού προϊόντος.
Για οδηγίες σχετικά με την αραίωση του φαρμακευτικού προϊόντος πριν από την
χορήγηση, βλ. παράγραφο 6.6.
Πρέπει να τηρούνται τα μέτρα ασφαλείας για επικίνδυνες ουσίες κατά την
προετοιμασία και χορήγηση. Η προετοιμασία πρέπει να πραγματοποιείται από
προσωπικό που έχει εκπαιδευτεί στην ασφαλή χρήση ενώ θα φοράει προστατευτικά
γάντια, μάσκα προσώπου και προστατευτικά ρούχα.
4.3 Αντενδείξεις
σελίδα 4 από 19
Η καρβοπλατίνη αντενδείκνυται σε ασθενείς:
- με υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε άλλες ουσίες που περιέχουν
λευκόχρυσο
- που θηλάζουν
- με σοβαρή μυελοκαταστολή
- με αιμορραγικούς όγκους
- με προϋπάρχουσα σοβαρή νεφρική βλάβη (κάθαρση κρεατινίνης ≤ 30 ml/ml),
εκτός εάν κατά την κρίση του γιατρού και του ασθενή, τα πιθανά οφέλη της
θεραπείας αντισταθμίζουν τους κινδύνους.
- με ταυτόχρονη χρήση εμβολίου για τον κίτρινο πυρετό (βλ. παράγραφο 4.5.)
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Προειδοποιήσεις:
Η καρβοπλατίνη πρέπει να χορηγείται από άτομα υπό την επίβλεψη ενός
εκπαιδευμένου ιατρού με εμπειρία στην χορήγηση αντικαρκινικών θεραπειών.
Πρέπει να πραγματοποιούνται τακτικά αιματολογικές μετρήσεις καθώς και έλεγχοι
της νεφρικής και της ηπατικής λειτουργίας και το φάρμακο πρέπει να διακόπτεται εάν
παρατηρηθεί μη-φυσιολογική καταστολή του μυελού των οστών ή μη-φυσιολογική
νεφρική ή ηπατική λειτουργία.
Οι εγκαταστάσεις διάγνωσης και θεραπείας πρέπει να είναι άμεσα διαθέσιμες για την
διαχείριση της θεραπείας και των πιθανών επιπλοκών.
Αιματολογική τοξικότητα
Οι συνεδρίες έγχυσης καρβοπλατίνης δεν πρέπει να επαναλαμβάνονται συχνότερα
από μηνιαίως υπό κανονικές συνθήκες.
Η λευκοπενία, ουδετεροπενία και θρομβοκυττοπενία είναι δοσοεξαρτώμενες και
δοσοπεριοριστικές. Οι περιφερικές αιματολογικές μετρήσεις πρέπει να
παρακολουθούνται συχνά κατά την διάρκεια της θεραπείας με ενέσιμη καρβοπλατίνη
και σε περίπτωση τοξικότητας, μέχρι να επιτευχθεί η ανάρρωση. Η διάμεση μέρα για
τις ελάχιστες τιμές είναι η ημέρα 21 στους ασθενείς που λαμβάνουν καρβοπλατίνη σε
μονοθεραπεία και η ημέρα 15 στους ασθενείς που λαμβάνουν καρβοπλατίνη σε
συνδυασμό με άλλους χημειοθεραπευτικούς παράγοντες.
Γενικά, οι εφάπαξ διαλείπουσες συνεδρίες ενέσιμης καρβοπλατίνης δεν πρέπει να
επαναλαμβάνονται μέχρι οι μετρήσεις λευκοκυτάρρων, ουδετερόφιλων και
αιμοπεταλίων να έχουν επανέλθει στο φυσιολογικό. Η θεραπεία δεν πρέπει να
επαναλαμβάνεται έως 4 εβδομάδες μετά την προηγούμενη θεραπεία ενέσιμης
καρβοπλατίνης και/ή μέχρι ο αριθμός ουδετερόφιλων να είναι τουλάχιστον 2.000
κύτταρα/mm
3
και ο αριθμός αιμοπεταλίων να είναι τουλάχιστον 100.000
κύτταρα/mm
3
.
Η αναιμία είναι συχνή και αθροιστική και πολύ σπάνια απαιτείται μετάγγιση.
Η σοβαρότητα της μυελοκαταστολής αυξάνεται σε ασθενείς με προηγούμενη
θεραπεία (ειδικά με την σισπλατίνη) και/ή δυσλειτουργία της νεφρικής λειτουργίας.
Οι αρχικές δοσολογίες των ενέσεων με καρβοπλατίνη σε αυτές τις ομάδες των
σελίδα 5 από 19
ασθενών θα πρέπει να ελαττώνονται κατάλληλα (δείτε ενότητα 4.2) και οι επιδράσεις
θα πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά μέσω συχνών μετρήσεων του αίματος
μεταξύ των θεραπειών.
Η συνδυαστική θεραπεία με ενέσιμη καρβοπλατίνη μαζί με άλλες
μυελοκατασταλτικές μορφές θεραπείας πρέπει να σχεδιάζεται πολύ προσεκτικά σε
σχέση με τις δοσολογίες και το χρονικό διάστημα έτσι ώστε να ελαχιστοποιούνται οι
πρόσθετες επιδράσεις.
Μπορεί να χρειαστεί υποστηρικτική θεραπεία μεταγγίσεων σε ασθενείς που πάσχουν
από σοβαρή μυελοκαταστολή.
Ηπατική και/ή νεφρική ανεπάρκεια
Ηπατική και/ή νεφρική δυσλειτουργία μπορεί να συμβεί με την καρβοπλατίνη. Πολύ
υψηλές δόσεις καρβοπλατίνης (≥ 5 φορές της συνιστώμενης δόσης μονοθεραπείας)
είχαν σαν αποτέλεσμα σοβαρές ανωμαλίες στην ηπατική και/ή νεφρική λειτουργία. Η
μείωση της δόσης ή η διακοπή της θεραπείας απαιτείται όταν υφίσταται μέτρια έως
σοβαρή μεταβολή στον έλεγχο της νεφρικής ή ηπατικής λειτουργίας (βλ. παράγραφο
4.8).
Σε ασθενείς με ανεπάρκεια νεφρικής λειτουργίας, η επίδραση της καρβοπλατίνης στο
αιμοποιητικό σύστημα είναι εντονότερη και επενεργεί για περισσότερο χρόνο από ότι
σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία. Σε αυτήν την ομάδα κινδύνου, η
θεραπεία με καρβοπλατίνη πρέπει να πραγματοποιείται με ιδιαίτερη προσοχή (βλ.
παράγραφο 4.2 Δοσολογία και μέθοδος χορήγησης και 4.4. αιματολογική
τοξικότητα).
Η ανεπάρκεια της νεφρικής λειτουργίας είναι πιο πιθανή σε ασθενείς που είχαν
υποστεί στο παρελθόν νεφροτοξικότητα ως αποτέλεσμα της θεραπείας με σισπλατίνη.
Αλλεργικές αντιδράσεις
Όπως με άλλα φάρμακα που έχουν βάση τον λευκόχρυσο, αλλεργικές αντιδράσεις
που παρουσιάζονται πιο συχνά κατά την διάρκεια της χορήγησης μπορεί να
εμφανιστούν και να χρειαστεί η διακοπή της έγχυσης και να ακολουθηθεί κατάλληλη
συμπτωματική θεραπεία. Διασταυρούμενες αντιδράσεις, μερικές φορές θανατηφόρες,
έχουν αναφερθεί με όλες τις ενώσεις λευκοχρύσου (βλ. παράγραφο 4.3 και
παράγραφο 4.8).
Οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά για πιθανές αλλεργικές
αντιδράσεις
Η εμφάνιση και η σοβαρότητα και η της τοξικότητας είναι πιθανό να είναι
μεγαλύτερη σε ασθενείς που έλαβαν εκτεταμένη προηγούμενη θεραπεία για την νόσο
τους, έχουν χαμηλή κατάσταση ικανότητας και είναι προχωρημένης ηλικίας. Οι
παράμετροι της νεφρικής λειτουργίας πρέπει να αξιολογούνται πριν από, κατά την
διάρκεια και μετά την θεραπεία με καρβοπλατίνη.
Νευροτοξικότητα
Αν και η περιφερική νευρολογική τοξικότητα είναι γενικά συχνή και ήπια, η οποία
περιορίζεται σε παραισθησία και μείωση των οστεοτενόντιων αντανακλαστικών, η
σελίδα 6 από 19
συχνότητα της αυξάνεται σε ασθενείς ηλικίας άνω των 65 ετών και/ή σε ασθενείς που
είχαν λάβει προηγούμενα θεραπεία με σισπλατίνη. Παρακολούθηση και νευρολογικοί
έλεγχοι πρέπει να πραγματοποιούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Διαταραχές της όρασης, συμπεριλαμβανομένης της απώλειας όρασης, έχουν
αναφερθεί μετά τη χρήση από ένεση καρβοπλατίνης σε δόσεις υψηλότερες από τις
συνιστώμενες σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία. Η όραση φαίνεται να
επανέρχεται πλήρως ή σε σημαντικό βαθμό εντός εβδομάδων από την διακοπή αυτών
των υψηλών δόσεων.
Ωτοτοξικότητα
Ακουστικές βλάβες έχουν αναφερθεί κατά την διάρκεια θεραπείας με καρβοπλατίνη.
Η ωτοτοξικότητα μπορεί να είναι πιο έντονη σε παιδιά. Περιστατικά απώλειας ακοής
με όψιμη έναρξη έχει αναφερθεί σε παιδιατρικούς ασθενείς. Συνιστάται μακροχρόνια
ακουομετρική παρακολούθηση σε αυτούς τους ασθενείς.
Γηριατρική χρήση
Σε μελέτες που περιλάμβαναν συνδυαστική θεραπεία καρβοπλατίνης και
κυκλοφωσφαμίδη, ηλικιωμένοι ασθενείς που είχαν λάβει θεραπεία με καρβοπλατίνη
ήταν περισσότερο πιθανό να εμφανίσουν σοβαρή θρομβοπενία από ότι νεότεροι
ασθενείς. Για το λόγο ότι η νεφρική λειτουργία είναι μειωμένη στους ηλικιωμένους, η
νεφρική λειτουργία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν προσδιορίζεται η δοσολογία
(βλ. παράγραφο 4.2).
Εμβόλια ζώντων μικροοργανισμών
Η χορήγηση εμβολίων ζώντων ή εξασθενημένων-ζώντων μικροοργανισμών σε
ασθενείς με ανοσοκαταστολή λόγω χημειοθεραπευτικών παραγόντων
συμπεριλαμβανομένης της καρβοπλατίνης, μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα σοβαρές ή
θανατηφόρες λοιμώξεις. Ο εμβολιασμός με εμβόλια ζώντων ή εξασθενημένων
μικροοργανισμών πρέπει να αποφεύγεται σε ασθενείς που λαμβάνουν καρβοπλατίνη.
Ο εμβολιασμός με εμβόλια θανατωμένων ή αδρανοποιημένων μικροοργανισμών
μπορεί να πραγματοποιηθεί, ωστόσο, η ανταπόκριση σε αυτά τα εμβόλια μπορεί να
είναι μειωμένη.
Κατά την διάρκεια της προετοιμασίας και της χορήγησης της καρβοπλατίνης δεν
πρέπει να χρησιμοποιείται εξοπλισμός που περιέχει αλουμίνιο (βλ. παράγραφο 6.2).
Το αλουμίνιο αλληλεπιδρά με την ενέσιμη καρβοπλατίνη προκαλώντας την
δημιουργία ιζήματος και/ή απώλεια δραστικότητας.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Όταν συνδυάζεται η καρβοπλατίνη με άλλες μυελοκατασταλτικές ουσίες ή
ακτινοθεραπεία, η μυελοκατασταλτική επίδραση της καρβοπλατίνης και/ή οι άλλες
ουσίες μπορεί να είναι πιο έντονη.
Οι ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα θεραπεία με άλλους νεφροτοξικούς
παράγοντες είναι πιθανό να έχουν πιο σοβαρή και παρατεταμένη μυελοτοξικότητα
λόγω μειωμένης νεφρικής κάθαρσης της καρβοπλατίνης.
σελίδα 7 από 19
Ταυτόχρονη χρήση που αντενδείκνυται
Με το εμβόλιο για τον κίτρινο πυρετό: κίνδυνος γενικευμένης θανατηφόρου
νόσου του εμβολίου (βλ. παράγραφο 4.3.).
Ταυτόχρονη χρήση που δεν συνιστάται (βλ. παράγραφο 4.4)
Εμβόλια εξασθενημένων-ζώντων μικροοργανισμών (εκτός του κίτρινου
πυρετού): κίνδυνος συστηματικής, πιθανώς θανατηφόρου, νόσου. Ο κίνδυνος
αυτός αυξάνεται σε ασθενείς που είναι ήδη ανοσοκατεσταλμένοι από την
υποκείμενη νόσο. Χρησιμοποιείστε ένα εμβόλιο απενεργοποιημένων
μικροοργανισμών όπου αυτό υπάρχει (πολυομυελίτιδα).
Φαινυτοΐνη, φωσφαινυτοΐνη: κίνδυνος παρόξυνσης των σπασμών ως αποτέλεσμα
της μείωσης της απορρόφησης της φαινυτοΐνης από το πεπτικό σύστημα λόγω
του κυτταροτοξικού φαρμάκου ή κίνδυνος ενίσχυσης της τοξικότητας ή απώλειας
της αποτελεσματικότητας του κυτταροτοξικού φαρμάκου λόγω αυξημένου
μεταβολισμού στο ήπαρ από την φαινυτοΐνη.
Ταυτόχρονη θεραπεία με νεφροτοξικά φάρμακα ή ωτοτοξικά φάρμακα όπως
αμινογλυκοσίδη, βανκομυκίνη, καπρεομυκίνη και διουρητικά δεν συνιστάται,
καθώς αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη ή επιδεινωθήσα τοξικότητα λόγω
των μεταβολών που προκαλούνται από την καρβοπλατίνη στην νεφρική κάθαρση
αυτών των ουσιών.
Ταυτόχρονη χρήση που πρέπει να εξετάζεται
Χηλικοί παράγοντες – μειωμένη δράση της καρβοπλατίνης
Κυκλοσπορίνη (και κατ’επέκταση τακρόλιμους και σιρόλιμους): Υπερβολική
ανοσοκαταστολή με κίνδυνο λεμφοϋπερπλασίας.
Αμινογλυκοσίδες: Η ταυτόχρονη χρήση καρβοπλατίνης με αντιβιοτικά
αμινογλυκοσίδων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη λόγω της συσσωρευτικής
νεφροτοξικότητας και ωτοτοξικότητας, ιδιαίτερα σε ασθενή με σοβαρή νεφρική
ανεπάρκεια.
Διουρητικά της αγκύλης: Η ταυτόχρονη χρήση της καρβοπλατίνης με διουρητικά
της καμπύλης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη λόγω της συσσωρευτικής
νεφροτοξικότητας και ωτοτοξικότητας.
Λόγω της αύξησης του κινδύνου θρόμβωσης στην περίπτωση νεοπλασματικών
ασθενειών, η χρήση αντιπηκτικής θεραπείας είναι συχνή. Η υψηλή ενδοατομική
μεταβλητότητα της πηκτικότητας κατά τη διάρκεια των ασθενειών, καθώς και η
διαφαινόμενη τελικά αλληλεπίδραση μεταξύ των από του στόματος
χορηγούμενων αντιπηκτικών και της αντικαρκινικής χημειοθεραπείας, απαιτούν,
εάν αποφασισθεί την θεραπεία του ασθενούς με ανταγωνιστές της βιταμίνης-
Κ,να αυξηθεί η συχνότητα του ελέγχου παρακολούθησης του Διεθνούς
Κανονικοποημένου Λόγου INR. Συνιστάται προσοχή και πιο συχνή
παρακολούθηση του INR κατά την ταυτόχρονη θεραπεία βαρφαρίνης με
καρβοπλατίνη, καθώς έχει αναφερθεί αυξημένος INR.
Η καρβοπλατίνη μπορεί να αλληλεπιδράσει με το αλουμίνιο και να δημιουργήσει ένα
μαύρο ίζημα. Βελόνες, σύριγγες, καθετήρες ή συσκευές ενδοφλέβιας έγχυσης που
έχουν μέρη από αλουμίνιο και τα οποία μπορεί να έρθουν σε επαφή με την
σελίδα 8 από 19
καρβοπλατίνη δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για την προετοιμασία ή την χορήγηση
του φαρμάκου.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Η ένεση καρβοπλατίνης μπορεί να προκαλέσει βλάβη στο έμβρυο όταν χορηγηθεί σε
έγκυες. Η ένεση καρβοπλατίνης έχει δειχθεί ότι είναι εμβρυοτοξική και τερατογόνος
σε αρουραίους που έλαβαν το φάρμακο κατά το στάδιο της οργανογένεσης (βλ.
παράγραφο 5.3.). Δεν έχουν πραγματοποιηθεί ελεγχόμενες μελέτες σε έγκυες
γυναίκες.
Η ασφαλής χρήση της καρβοπλατίνης κατά την διάρκεια της κύησης δεν έχει
αποδειχθεί. Οι μελέτες σε πειραματόζωα έδειξαν αναπαραγωγική τοξικότητα. Η
καρβοπλατίνη έδειξε ότι είναι μια εμβρυοτοξική και τερατογόνος σε αρουραίους και
μεταλλαξιογόνος in vivo και in vitro.
Γαλουχία:
Δεν είναι γνωστό εάν η ενέσιμη καρβοπλατίνη εκκρίνεται στο μητρικό γάλα.
Εάν η θεραπεία είναι απαραίτητη κατά την διάρκεια της περιόδου γαλουχίας, η
γαλουχία πρέπει να διακοπεί.
Γονιμότητα
Μπορεί να παρουσιαστεί καταστολή των γονάδων με αποτέλεσμα την αμμηνόρροια ή
την αζωοσπερμία σε ασθενείς που λαμβάνουν αντικαρκινική θεραπεία. Αυτές οι
επιδράσεις φαίνεται να σχετίζονται με την δόση και την διάρκεια της θεραπείας και
μπορεί να είναι μη-αντιστρεπτές. Η πρόβλεψη του βαθμού της δυσλειτουργίας των
όρχεων και των ωοθηκών περιπλέκεται από την κοινή χρήση συνδυασμών αρκετών
αντικαρκινικών το οποίο το κάνει δύσκολο να αξιολογηθούν οι επιδράσεις εκάστου
των παραγόντων.
Συνιστάται σε άνδρες που βρίσκονται σε σεξουαλικά ώριμη ηλικία και λαμβάνουν
θεραπεία με καρβοπλατίνη να μην τεκνοποιήσουν κατά την διάρκεια της θεραπείας
και έως 6 μήνες μετά και να ζητήσουν συμβουλή σχετικά την συντήρηση του
σπέρματος πριν από την έναρξη της θεραπείας λόγω της πιθανότητας μη-
αναστρέψιμης στειρότητας λόγω της θεραπείας με καρβοπλατίνη.
Γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία
Γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία θα πρέπει να συμβουλεύονται να αποφεύγουν την
εγκυμοσύνη. Η καρβοπλατίνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε έγκυες γυναίκες ή
γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία οι οποίες μπορεί να μείνουν έγκυες εκτός εάν το
ενδεχόμενο όφελος υπερβαίνει τον πιθανό κίνδυνο για το έμβρυο.
Εάν αυτό το φάρμακο χρησιμοποιηθεί κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, ή εάν η
ασθενής μείνει έγκυος καθώς θα παίρνει το φάρμακο αυτό, η ασθενής θα πρέπει να
ενημερωθεί για τον ενδεχόμενο κίνδυνο για το έμβρυο.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
σελίδα 9 από 19
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες για τις επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και
χειρισμού μηχανών . Ωστόσο η καρβοπλατίνη μπορεί να προκαλέσει ναυτία, έμετο,
ανωμαλίες στην όραση και ωτοτοξικότητα. Για το λόγο αυτό οι ασθενείς πρέπει να
προειδοποιούνται για την πιθανή επίδραση αυτών των καταστάσεων στην ικανότητα
οδήγησης και χειρισμού μηχανών.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών έχει βασιστεί σε συγκεντρωτική βάση
δεδομένων
1893 ασθενών που έλαβαν μονοθεραπεία με ενέσιμη καρβοπλατίνη και από την
εμπειρία μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου.
Η λίστα παρουσιάζεται ανά κατηγορία οργανικού συστήματος, τον ενδεδειγμένο όρο
κατά MedDRA, και την συχνότητα χρησιμοποιώντας τις ακόλουθες κατηγορίες:
Πολύ συχνές (≥1/10)
Συχνές (≥1/100, <1/10)
Ασυνήθεις (≥1/1,000, ≤1/100)
Σπάνιες (≥1/10,000, ≤1/1,000)
Πολύ σπάνιες (<1/10,000),
Άγνωστες (δεν μπορούν να εκτιμηθούν από τα διαθέσιμα δεδομένα).
Κατηγορία οργανικού συστήματος Συχνότητα Ορολογία MEdDRA
Νεοπλάσματα καλοήθη, κακοήθη και
μη-καθοριζόμενα (περιλαμβάνονται
κύστεις και πολύποδες)
Άγνωστες Σχετική με την θεραπεία
δευτεροπαθής κακοήθεια
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις Συχνές Λοιμώξεις*
Διαταραχές του αιμοποιητικού και
του λεμφικού συστήματος
Πολύ συχνές Θρομβοπενία,
ουδετεροπενία,
λευκοπενία, αναιμία
Συχνές Αιμορραγία
Άγνωστες Ανεπάρκεια μυελού των
οστών, εμπύρετη
ουδετεροπενία
Διαταραχές του ανοσοποιητικού
συστήματος
Συχνές Υπερευαισθησία,
αντίδραση
αναφυλακτοειδούς τύπου
Διαταραχές του μεταβολισμού και της
θρέψης
Άγνωστες Αφυδάτωση, ανορεξία,
υπονατριαιμία
Διαταραχές του νευρικού συστήματος Συχνές Περιφερική νευροπάθεια,
παραισθησία, μείωση των
οστεοτενόντιων
αντανακλαστικών,
διαταραχή αισθητικότητας
Άγνωστες Αγγειακό εγκεφαλικό
επεισόδιο*
Οφθαλμικές διαταραχές Συχνές Οπτική διαταραχή,
σπάνιες περιπτώσεις
σελίδα 10 από 19
απώλειας της όρασης
Διαταραχές του ωτός και του
λαβυρίνθου
Συχνές Ωτοτοξικότητα
Καρδιακές διαταραχές Συχνές Καρδιαγγειακές
διαταραχές*
Άγνωστες Καρδιακή ανεπάρκεια*
Αγγειακές διαταραχές Άγνωστες Εμβολή, υπέρταση,
υπόταση
Διαταραχές τουν αναπνευστικού
συστήματος, του θώρακα και του
μεσοθωρακίου
Συχνές Αναπνευστική διαταραχή,
διάμεση πνευμονοπάθεια,
βρογχόσπασμος
Διαταραχές του γαστρεντερικού
συστήματος
Πολύ συχνές Έμετος, βαυτία, κοιλιακό
άλγος
Συχνές Διάρροια, δυσκοιλιότητα,
διαταραχή βλεννογόνιου
υμένα
Άγνωστες Στοματίτιδα
Διαταραχές του δέρματος και του
υποδόριου ιστού
Συχνές Αλωπεκία, διαταραχή
δέρματος
Άγνωστες Κνίδωση, εξάνθημα,
ερύθημα, κνησμός
Διαταραχές του μυοσκελετικού
συστήματος και του συνδετικού ιστού
και των οστών
Συχνές Μυοσκελετική διαταραχή
Διαταραχές των νεφρών και των
ουροφόρων οδών
Συχνές Ουρογεννητική διαταραχή
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις
της οδού χορήγησης
Συχνές Εξασθένηση
Άγνωστες
Νέκρωση στο σημείο της
ένεσης, αντίδραση στο
σημείο της ένεσης,
εξαγγείωση στο σημείο της
ένεσης, ερύθημα στο
σημείο της ένεσης,
αίσθημα κακουχίας
Παρακλινικές εξετάσεις Πολύ συχνές
Μειωμένη νεφρική
απέκκριση της
κρεατινίνης, αυξημένα
επίπεδα ουρίας στο αίμα,
αυξημένα επίπεδα
αλκαλικής φωσφατάσης
στο αίμα, αυξημένα
επίπεδα aασπαρτικής
αμινοτρανσφεράσης μη-
φυσιολογικές τιμές
δοκιμασιών ελέγχου
ηπατικής λειτουργίας,
μειωμένα επίπεδα νατρίου
στο αίμα, μειωμένα
επίπεδα καλίου στο αίμα,
μειωμένα επίπεδα
ασβεστίου στο αίμα,
μειωμένα επίπεδα
σελίδα 11 από 19
μαγνησίου.
Συχνές Αυξημένα επίπεδα
χολερυθρίνης στο αίμα,
αυξημένα επίπεδα
κρεατινίνησς, αυξημένα
επίπεδα ουρικού οξέος στο
αίμα
* Θανατηφόρο σε <1%, θανατηφόρα καρδιαγγειακά επεισόδια σε <1% συμπεριλαμβανομένου του
συνδυασμού καρδιακής ανεπάρκειας, εμβολής και αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου
Νεοπλάσματα καλοήθη, κακοήθη και μη-καθορισμένα (περιλαμβάνονται κύστεις
και πολύποδες)
Δευτεροπαθείς κακοήθειες (συμπεριλαμβανομένης της προμυελοκυτταρικής
λευχαιμίας η οποία παρουσιάστηκε 6 χρόνια μετά την μονοθεραπεία με
καρβοπλατίνη και πριν από ακτινοθεραπεία) έχουν αναφερθεί μετά από χορήγηση
καρβοπλατίνης ως μοναδικού παράγοντα ή στην θεραπεία συνδυασμού (δεν
εδραιώθηκε αιτιολογική σχέση).
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Η μυελοκαταστολή είναι η δοσοεξαρτώμενη τοξικότητα της ενέσιμης καρβοπλατίνης.
Σε ασθενείς με φυσιολογικές αρχικές τιμές, η θρομβοπενία με αριθμό αιμοπεταλίων
κάτω των 50,000/mm παρουσιάζεται στο 25% των ασθενών, η ουδετεροπενία με
αριθμό ακοκκιοκυττάρων κάτω των 1,000/mm
3
στο 18% των ασθενών και
λευκοπενία με αριθμό λευκών αιμοσφαιρίων κάτω των 2,000/mm
3
στο 14% των
ασθενών. Οι ελάχιστες τιμές εμφανίζονται συνήθως την ημέρα21.
Η μυελοκαταστολή μπορεί να επιδεινωθεί με τον συνδυασμό ενέσιμης
καρβοπλατίνης με άλλες μυελοκατασταλτικές ουσίες ή μορφές θεραπείας.
Η μυελοτοξικότητα είναι πιο σοβαρή σε ασθενείς έχουν λάβει στο παρελθόν
θεραπεία, συγκεκριμένα σε ασθενείς που έλαβαν στο παρελθόν θεραπεία με
σισπλατίνη και σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία. Ασθενείς με χαμηλή
ανταπόκριση έχουν επίσης βιώσει αυξημένη λευκοπενία και θρομβοπενία. Αυτές οι
επιδράσεις αν και συνήθως αναστρέψιμες, οδήγησαν σε λοιμώξεις και αιμορραγικές
επιπλοκές αντίστοιχα στο 4% και το 5% των ασθενών στους οποίους χορηγήθηκε
ενέσιμη καρβοπλατίνη. Οι επιπλοκές αυτές οδήγησαν στο θάνατο λιγότερο από το
1% των ασθενών.
Αναιμία με τιμές αιμοσφαιρίνης κάτω των 8 g/dl παρατηρήθηκε στο 15% των
ασθενών με φυσιολογικές αρχικές τιμές. Η συχνότητα εμφάνισης αναιμίας είναι
αυξημένη με την αύξηση της έκθεσης στην ενέσιμη καρβοπλατίνη.
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Αλλεργικές αντιδράσεις
Αντιδράσεις αναφυλακτικού τύπου, μερικές φορές θανατηφόρες, μπορεί να παρουσιαστούν συχνότερα
εντός μερικών λεπτών μετά την ένεση του προϊόντος: οίδημα του προσώπου, δύσπνοια, ταχυκαρδία,
χαμηλή αρτηριακή πίεση, κνησμός, αναφυλακτικό σοκ, βρογχόσπασμο (βλ. παράγραφο 4.4).
σελίδα 12 από 19
Οι αντιδράσεις αυτές είναι παρόμοιες με εκείνες που παρατηρήθηκαν μετά την
χορήγηση άλλων ενώσεων λευκοχρύσου και πρέπει να αντιμετωπίζονται με
κατάλληλη υποστηρικτική θεραπεία.
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Ηλεκτρολύτες:
Μειώσεις των νατρίου, καλίου, ασβεστίου και μαγνησίου στο ορό εμφανίζονται στο 29%, 20%, 22%,
και 29% των ασθενών αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, περιστατικά πρώιμης υπονατριαιμίας έχουν
αναφερθεί. Οι απώλειες ηλεκτρολυτών είναι μικρές και στις περισσότερες περιπτώσεις εμφανίζονται
χωρίς κλινικά συμπτώματα.
Νευρολογικό:
Περιφερική νευροπάθεια κυρίως παραισθησίες και μειωμένα οστεοτενόντια
αντανακλαστικά) έχει εμφανισθεί στο 4% των ασθενών στους οποίους χορηγήθηκε
ενέσιμη καρβοπλατίνη. Ασθενείς άνω των 65 ετών και ασθενείς που είχαν λάβει στο
παρελθόν θεραπεία με σισπλατίνη, καθώς και εκείνοι που λαμβάνουν παρατεταμένη
θεραπεία με ενέσιμη καρβοπλατίνη, φαίνεται να βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο.
Κλινικά σημαντικές αισθητηριακές διαταραχές (δηλ. οπτικές διαταραχές και μεταβολές στην γεύση)
εμφανίστηκαν στο 1% των ασθενών.
Η συνολική συχνότητα των νευρολογικών ανεπιθύμητων ενεργειών φαίνεται να είναι αυξημένη σε
ασθενείς που λαμβάνουν ενέσιμη καρβοπλατίνη σε συνδυασμό. Αυτό μπορεί να συνδέεται με
μακρύτερη αθροιστική έκθεση.
Οφθαλμικές διαταραχές
Διαταραχές της όρασης και, σπάνια, απώλεια όρασης, που περιλαμβάνει παροδική απώλεια
όρασης, έχουν αναφερθεί από την θεραπεία με λευκόχρυσο. Αυτό συνήθως συσχετίζεται με
την θεραπεία υψηλής δόσης σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία. Οπτική νευρίτιδα έχει
αναφερθεί κατά την παρακολούθηση μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου.
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου
Ωτοτοξικότητα: Ακουστικές βλάβες πέραν του εύρους του λόγου με διαταραχές στο φάσμα υψηλής
συχνότητας (4,000-8,000 Hz) παρατηρήθηκαν σε μια σειρά ακουομετρικών ερευνών σε συχνότητα
15%. Πολύ σπάνιες περιπτώσεις υπακουσίας έχουν αναφερθεί.
Σε ασθενείς με προηγούμενη βλάβη στο ακουστικό όργανο λόγω της σισπλατίνης παρατηρείται,
μερικές φορές περαιτέρω επιδείνωση στην ακουστική λειτουργία κατά την διάρκεια της θεραπείας με
καρβοπλατίνη.
Σε υψηλότερες από τις συνιστώμενες δόσεις σε συνδυασμό με άλλους ωτοτοξικούς
παράγοντες, κλινικά σημαντική απώλεια ακοής έχει αναφερθεί ότι εμφανίζεται σε
παιδιατρικούς ασθενείς όταν χορηγήθηκε καρβοπλατίνη.
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωρακίου
Επιπρόσθετα της διάμεσης πνευμονοπάθειας, η πνευμονική
πρέπει να εξετάζεται στην περίπτωση που αποκλείεται η περίπτωση πνευμονικής
υπερευαισθησίας
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος
σελίδα 13 από 19
Έμετος παρουσιάζεται στο 65% των ασθενών, εκ των οποίων στο ένα τρίτο είναι σοβαρός.
Ναυτία εμφανίζεται σε ένα επιπλέον 15%. Ασθενείς που είχαν στο παρελθόν λάβει θεραπεία
(ιδιαιτέρως ασθενείς που στο παρελθόν είχαν λάβει σισπλατίνη) εμφανίζονται να είναι πιο
επιρρεπείς στον έμετο.
Η ναυτία και ο έμετος γενικά καθυστερούν 6 έως 12 ώρες μετά την χορήγηση της
καρβοπλατίνης,
Αυτά οι επιδράσεις συνήθως εξαφανίζονται μέσα σε 24 ώρες μετά την θεραπεία και είναι
γενικά ανταποκρινόμενες ή προλαμβανόμενες από την αντιεμετική αγωγή. Ο εμετός είναι πιο
πιθανός όταν η ένεση της καρβοπλατίνης χορηγηθεί σε συνδυασμό με άλλες εμετογενείς
ενώσεις.
Τα άλλα γαστροεντερικά παράπονα αντιστοιχούν σε πόνο σε 8% σε ασθενείς, διάρροια και
δυσκοιλιότητα σε 6% των ασθενών.
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Παρατηρήθηκε μεταβολή στην ηπατική λειτουργία σε ασθενείς με φυσιολογικές
αρχικές τιμές, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης της συνολικής χολερυθρίνης σε
5%, SGOT σε 15% και αλκαλική φωσφατάση σε 24% των ασθενών. Αυτές οι
τροποποιήσεις είναι γενικά ήπιες και αναστρέψιμες σε περίπου τους μισούς ασθενείς.
Σε μια περιορισμένη σειρά ασθενών που έλαβαν υψηλές δοσολογίες ένεσης
καρβοπλατίνης και αυτόλογο μεταμόσχευση του μυελού των οστών, σοβαρή αύξηση
των ελέγχων των λειτουργίων του ήπατος έχουν συμβεί.
Σπάνιες: Περιπτώσεις οξείας κεραυνοβόλου νέκρωσης ηπατικών κυττάρων παρουσιάστηκε
μετά από χορήγηση υψηλής δόσης καρβοπλατίνης.
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Όταν χορηγείται στις συνήθεις δόσεις, η ανάπτυξη μη-φυσιολογικής νεφρικής λειτουργίας
ήταν ασυνήθης, παρά το γεγονός ότι η ενέσιμη καρβοπλατίνη χορηγήθηκε χωρίς ενυδάτωση
μεγάλου όγκου και/ή εξαναγκασμένη διούρηση. Αύξηση της κρεατινίνης ορού παρατηρείται
στο 6% των ασθενών, αύξηση του αζώτου ουρίας αίματος στο 14% των ασθενών και του
ουρικού οξέος στο 5% των ασθενών. Αυτές είναι συνήθως ήπιες και αναστρέψιμες στους
περίπου μισούς ασθενείς. Η κάθαρση κρεατινίνης έχει αποδειχθεί ότι είναι το πιο ευαίσθητο
μέτρο νεφρικής λειτουργίας σε ασθενείς που λαμβάνουν ενέσιμη καρβοπλατίνη. Είκοσι επτά
τοις εκατό (27%) των ασθενών που έχουν αρχικές τιμές 60ml/min ή περισσότερο, βιώνουν
μια μείωση στην κάθαρση της κρεατινίνης κατά την διάρκεια της θεραπείας με ενέσιμη
καρβοπλατίνη.
Άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες:
Περιστασιακά έχουν παρατηρηθεί αλωπεκία, πυρετός και ρίγη, βλεννογονίτιδα,
αδυναμία, κακουχία καθώς και δυσγευσία.
Σε μεμονωμένες περιπτώσεις αιμολυτικό ουραιμικό σύνδρομο έχει αναφερθεί.
Έχουν αναφερθεί μεμονωμένες περιπτώσεις καρδιαγγειακών συμβαμάτων (καρδιακή
ανεπάρκεια, εμβολή) καθώς και μεμονωμένες περιπτώσεις αγγειακών εγκεφαλικών
επισοδίων.
Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις υπέρτασης.
σελίδα 14 από 19
Τοπικές αντιδράσεις:
Αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης (καύσος, άλγος, κοκκίνισμα, πρήξιμο, κνίδωση,
νέκρωση σχετικζόμενα με εξαγγείωση) έχουν αναφερθεί.
4.9 Υπερδοσολογία
Συμπτώματα υπερδοσολογίας
Η καρβοπλατίνη χορηγήθηκε σε μελέτες Φάσης Ι σε δοσολογία έως 1600 mg/m
2
ενδοφλεβίως ανά συνεδρία. Σε αυτήν την δοσολογία παρατηρήθηκαν, απειλητικές για
τη ζωή αιματολογικές ανεπιθύμητες ενέργειες με κοκκιοκυτταροπενία, θρομβοπενία
και αναιμία. Οι ελάχιστες τιμές των κοκκιοκυττάρων, θρομβοκυττάρων και
αιμοσφαιρίνης παρατηρήθηκαν μεταξύ των ημερών 9-25 (μέσο: ημέρες 12-17). Τα
κοκκιοκύτταρα έφτασαν σε τιμές ≥ 500/μl έπειτα από 8-14 ημέρες (μέσο: 11) και τα
θρομβοκύτταρα σε τιμές ≥ 25.000/μl έπειτα από 3-8 ημέρες (διάμεσο: 7).
Παρατηρήθηκαν επίσης οι ακόλουθες μη-αιματολογικές ανεπιθύμητες ενέργειες:
διαταραχές στην νεφρική λειτουργία με έως και 50% μείωση στον ρυθμό
σπειραματικής διήθησης, νευροπάθεια, ωτοτοξικότητα, απώλεια όρασης,
υπερχολερυθριναιμία, βλεννογονίτιδα, διάρροια, ναυτία και έμετος με κεφαλαλγία,
ερύθημα και σοβαρή λοίμωξη. Σε πλειοψηφία των περιπτώσεων οι διαταραχές στην
ακοή ήταν παροδικές και αναστρέψιμες.
Θεραπεία της υπερδοσολογίας
Δεν υπάρχει γνωστό αντίδοτο για την υπερδοσολογία της καρβοπλατίνης. Οι
αναμενόμενες επιπλοκές της υπερδοσολογίας συνδέονται με μυελοκαταστολή καθώς
επίσης με ηπατική, νεφρική και ακουστική δυσλειτουργίας Η μεταμόσχευση μυελού
των οστών και οι μεταγγίσεις (θρομβοκυττάρων, αίματος) μπορούν να είναι
αποτελεσματικές μέθοδοι διαχείρισης των αιματολογικών ανεπιθύμητων ενεργειών.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: άλλα αντινεοπλασματικά φάρμακα, ενώσεις
λευκοχρύσου, κωδικός ATC: LO1XA02.
Η καρβοπλατίνη είναι ένας αντινεοπλασματικός παράγοντας. Η δράση του έχει
επιδειχθεί έναντι αρκετών κυτταρικών σειρών ποντικών και ανθρώπου, .
Η καρβοπλατίνη έδειξε παρόμοια δραστικότητα με την σισπλατίνη έναντι μεγάλου
εύρους όγκων ανεξάρτητα από το σημείο εμφύτευτης.
Τεχνικές έκλουσης με αλκαλικά και μελέτες δέσμευσης του DNA έχουν δείξει τους
ποιοτικά παρόμοιους τρόπους δράσης της καρβοπλατίνης και σισπλατίνης. Η
καρβοπλατίνη όπως η σισπλατίνη προκαλεί αλλαγές στην υπερελικωμένη
διαμόρφωση του DNA, κάτι που είναι σύμφωνο με το «φαινόμενο βράχυνσης του
DNA».
σελίδα 15 από 19
Παιδιατρικοί ασθενείς: η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα στα παιδιά δεν έχει
αποδειχθεί (βλ. παράγραφο 4.2, 4.4 κι 5.2).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Μετά από χορήγηση καρβοπλατίνης στο άνθρωπο, υπάρχουν γραμμικές συσχετίσεις
ανάμεσα στην δόση και τις συγκεντρώσεις στο πλάσμα του ολικού και του ελεύθερου
υπερ-διηθήσιμου λευκοχρύσου. Η περιοχή κάτω από την καμπύλη της συγκέντρωσης
στο πλάσμα έναντι του χρόνου για τον ολικό λευκόχρυσο επίσης δείχνει την
γραμμική σχέση με την δόση όταν η κάθαρση κρεατινίνης είναι ≥ 60 ml/min.
Επαναλαμβανόμενες χορηγήσεις κατά την διάρκεια τεσσάρων συνεχόμενων ημερών
δεν προκάλεσαν συσσώρευση λευκοχρύσου στο πλάσμα. Μετά από χορήγηση
καρβοπλατίνης οι αναφερόμενες τιμές του τελικού χρόνου ημίσειας ζωής για την
απέκκριση του υπερ-διηθήσιμου λευκοχρύσου και καρβοπλατίνης στον άνθρωπο
είναι περίπου 6 ώρες και 1,5 ώρα αντίστοιχα. Κατά την αρχική φάση, το μεγαλύτερο
μέρος του υπερ-διηθήσιμου λευκοχρύσου υφίσταται ως καρβοπλατίνη. Ο τελικός
χρόνος ημίσειας ζωής για τον συνολικό λευκόχρυσο στο πλάσμα είναι 24 ώρες.
Περίπου το 87% του λευκοχρύσου στο πλάσμα δεσμεύεται με πρωτεΐνη μέσα σε 24
ώρες μετά την χορήγηση. Η καρβοπλατίνη απεκκρίνεται κυρίως στα ούρα, με
ανάκτηση περίπου 70% του χορηγηθέντος λευκοχρύσου μέσα σε 24 ώρες. Το
μεγαλύτερο μέρος του φαρμάκου εκκρίνεται στις πρώτες 6 ώρες. Η συνολική
σωματική και νεφρική κάθαρση του ελεύθερου υπερ-διηθήσιμου λευκοχρύσου
σχετίζεται με τον ρυθμό της σπειραματικής διήθησης αλλά όχι με τη σωληναριακή
απέκκριση.
Η κάθαρση της καρβοπλατίνης έχει αναφερθεί ότι διαφοροποιείται κατά 3- με 4
φορές στους παιδιατρικούς ασθενείς (βλ. παράγραφο 4.2 και 4.4). Όπως για τους
ενήλικες ασθενείς, τα δεδομένα από την βιβλιογραφία υποδεικνύουν ότι η νεφρική
λειτουργία μπορεί να συμβάλει στην μεταβολή της κάθαρσης της καρβοπλατίνης.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Η καρβοπλατίνη έχει δείξει να είναι εμβρυοτοξική και τερατογόνος στους
αρουραίους. Είναι μεταλλαξιογόνος in vivo και in vitro και αν και η καρκινογόνος
δυνατότητα της καρβοπλατίνης δεν έχει μελετηθεί, ουσίες με παρόμοιους
μηχανισμούς δράσης και μεταλλαξιογονικότητα έχουν αναφερθεί ότι είναι
καρκινογόνοι.
Μελέτες τοξικότητας έδειξαν ότι εξαγγειακή χορήγηση της καρβοπλατίνης προκαλεί
νέκρωση των ιστών.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Ύδωρ για ενέσιμα.
6.2 Ασυμβατότητες
σελίδα 16 από 19
Το φαρμακευτικό προϊόν αυτό δεν πρέπει να αναμιγνύεται με άλλο φαρμακευτικό
προϊόν εκτός από εκείνα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.6.
Η καρβοπλατίνη μπορεί να αλληλεπιδρά με το αλουμίνιο και να δημιουργεί ένα
μαύρο ίζημα. Βελόνες, σύριγγες, καθετήρες ή συστήματα ενδοφλέβιας χορήγησης με
μέρη από αλουμίνιο τα οποία μπορεί να έρθουν σε επαφή με την καρβοπλατίνη δεν
πρέπει να χρησιμοποιούνται για την προετοιμασία ή την χορήγηση της
καρβοπλατίνης.
6.3 Διάρκεια ζωής
Μη ανοιγμένος περιέκτης:
2 χρόνια
Μετά την αραίωση
Η χημική και φυσική σταθερότητα κατά την χρήση έχει αποδειχθεί μετά από αραίωση
σε Glucose 5% για 96 ώρες στους 2
ο
C έως 8
ο
C και στους 20
ο
C έως 25
ο
C.
Η χημική και φυσική σταθερότητα κατά την χρήση έχει αποδειχθεί μετά από αραίωση
σε Sodium Chloride 0.9% για 24 ώρες στους 2
ο
C έως 8
ο
C και για 8 ώρες στους 20
ο
C
έως 25
ο
C.
Από μικροβιολογικής άποψης ωστόσο, το προϊόν πρέπει να χρησιμοποιείται αμέσως.
Εάν δεν χρησιμοποιηθεί αμέσως, οι χρόνοι φύλαξης και οι συνθήκες πριν από την
χρήση είναι υπό την ευθύνη του χρήστη και κανονικά δεν θα πρέπει να ξεπερνά τις 24
ώρες στους 2º C με 8
ο
C, εκτός εάν η αραίωση έχει πραγματοποιηθεί υπό ελεγχόμενες
και επικυρωμένα άσηπτες συνθήκες.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Να φυλάσσεται σε θερμοκρασία μικρότερη των 25
ο
C. Το φιαλίδιο να φυλάσσεται
εντός της εξωτερικής συσκευασίας για να προστατεύεται από το φως.
Για τις συνθήκες φύλαξης του αραιωμένου φαρμακευτικού προϊόντος, βλ. παράγραφο
6.3.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
5 ml/15 ml/45 ml/60 ml πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος σε άχρωμο Ph
Eur. Τύπου Ι γυάλινο φιαλίδιο με ελαστικό πώμα τύπου flurotec με μπλέ /κόκκινο και
κίτρινο επίπωμα αλουμινίου τύπου flip–off για κάθε συσκευασία. Κάθε φιαλίδιο
μπορεί να έχει ένα εξωτερικό περίβλημα και μπορεί ή όχι να είναι συσκευασμένο σε
πλαστικό περιέκτη.
Μέγεθος συσκευασίας:
1 φιαλίδιο
1. ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΕΓΚΡΙΘΗΘΗΚΑΝ ΜΕ ΤΗΝ
ΑΜΟΙΒΑΙΑ/ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ.
1 x 5 ml φιαλίδιο
σελίδα 17 από 19
1 x 15 ml φιαλίδιο
1 x 45 ml φιαλίδιο
1 x 60 ml φιαλίδιο
2. ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΘΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΑΓΟΡΑ
1 x 15 ml φιαλίδιο
1 x 45 ml φιαλίδιο
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Το προϊόν αυτό προορίζεται για μία μόνον χρήση. Οποιοδήποτε διάλυμα για έγχυση
παραμείνει αχρησιμοποίητο πρέπει να απορρίπτεται.
Οδηγίες για την αραίωση
Το προϊόν πρέπει να αραιώνεται πριν από την έγχυση με ενέσιμη Glucose 5% ή
ενέσιμο Sodium Chloride 0.9 %, σε συγκεντρώσεις τόσο χαμηλές όσο 0.5 mg/ml (500
micrograms/ml).
Το διάλυμα πρέπει να ελέγχεται οπτικά για σωματίδια και αποχρωματισμό πριν από
την χορήγηση. Το διάλυμα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνον εάν το διάλυμα είναι
διαυγές και ελεύθερο σωματιδίων.
Οδηγίες για τον ασφαλή χειρισμό αντι-νεοπλασματικών παραγόντων:
1. Η προετοιμασία της καρβοπλατίνης για την χορήγηση πρέπει να
πραγματοποιείται μόνον από επαγγελματίες που έχουν εκπαιδευτεί στον ασφαλή
χειρισμό χημειοθεραπευτικών παραγόντων.
2. Αυτό πρέπει να γίνεται σε καθορισμένο χώρο.
3. Πρέπει να φοριούνται κατάλληλα προστατευτικά γάντια, μάσκα προσώπου
και προστατευτικά ενδύματα.
4. Πρέπει να λαμβάνονται προφυλάξεις για την αποφυγή εκ λάθους επαφής του
φαρμάκου με τα μάτια. Στην περίπτωση επαφής με τα μάτια, ξεπλύνετε με νερό
και/ή φυσιολογικό ορό.
5. Το κυτταροτοξικό παρασκεύασμα δεν πρέπει να το χειρίζεται προσωπικό που
εγκυμονεί.
6. Πρέπει να λαμβάνεται η κατάλληλη φροντίδα κατά την απόρριψη των
αντικειμένων (σύριγγες, βελόνες, κ.λ.π.) που χρησιμοποιήθηκαν για την
ανασύσταση των κυτταροτοξικών φαρμάκων. Περίσσεια υλικών και απόβλητα
του οργανισμού είναι δυνατό να απορρίπτονται τοποθετώντας τα σε σάκους
πολυαιθυλενίου διπλής σφράγισης και με αποτέφρωση σε θερμοκρασία 1,000 °C.
7. Η επιφάνεια εργασίας πρέπει να καλύπτεται με πλαστικοποιημένο από την μία
επιφάνεια απορροφητικό χαρτί μιας χρήσης.
8. Χρησιμοποιήστε προσαρμοστές Luer-Lock σε όλες τις σύριγγες και συσκευές.
Συνιστώνται σύριγγες μεγάλου διαμετρήματος για να ελαχιστοποιείται η πίεση
και η πιθανή δημιουργία αερολυμάτων. Το τελευταίο μπορεί να μειωθεί επίσης με
την χρήση βελόνας εξαερισμού.
Απόρριψη
σελίδα 18 από 19
Οποιοδήποτε φαρμακευτικό προϊόν που παραμένει ή υλικό απόρριψης πρέπει να
απορρίπτεται σύμφωνα με τις κατά τόπους σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Fresenius Kabi Oncology Plc.
Lion Court, Farnham Road, Bordon,
Hampshire, GU350NF
United Kingdom
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
<{ΗΗ/MM/ΕΕΕΕ}><{ΗΗμήναςΕΕΕΕ}>
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
{MM/ΕΕΕΕ}
σελίδα 19 από 19