ενέργειες σε ποσοστό μεγαλύτερο ή ίσο με το εικονικό φάρμακο ήταν:
ουρολοίμωξη (8,7% ροσουβαστατίνη, 8,6% εικονικό φάρμακο), ρινοφαρυγγίτιδα
(7,6% ροσουβαστατίνη, 7,2% εικονικό φάρμακο), οσφυαλγία (7,6%
ροσουβαστατίνη, 6,9% εικονικό φάρμακο) και μυαλγία (7,6% ροσουβαστατίνη,
6,6% εικονικό φάρμακο).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Σε μία διπλά-τυφλή, τυχαιοποιημένη, πολυκεντρική, ελεγχόμενη με εικονικό
φάρμακο μελέτη διάρκειας 12 εβδομάδων (n=176, 97 άνδρες και 79 γυναίκες)
ακολουθούμενη από μία ανοικτής επισήμανσης φάση τιτλοποίησης της δόσης
της ροσουβαστατίνης διάρκειας 40 εβδομάδων (n=173, 96 άνδρες και 77
γυναίκες), ασθενείς ηλικίας 10-17 ετών (στάδιο Tanner II-V, γυναίκες
τουλάχιστον 1 έτος μετά την εμμηναρχή) με ετερόζυγο οικογενή
υπερχοληστερολαιμία λάμβαναν ροσουβαστατίνη 5, 10 ή 20 mg ή εικονικό
φάρμακο μια φορά ημερησίως για 12 εβδομάδες και στη συνέχεια λάμβαναν
όλοι ροσουβαστατίνη μια φορά ημερησίως για 40 εβδομάδες. Κατά την ένταξη
στη μελέτη, το 30% περίπου των ασθενών ήταν 10-13 ετών και το 17%, 18%,
40% και 25% περίπου των ασθενών ήταν στο στάδιο εφηβικής ανάπτυξης κατά
Tanner ΙΙ, ΙΙΙ, IV και V, αντίστοιχα.
Η ροσουβαστατίνη 5, 10 και 20 mg μείωσε την LDL-χοληστερόλη κατά 38,3%, 44,6%,
και 50,0%, αντίστοιχα, συγκριτικά με 0,7% για το εικονικό φάρμακο.
Κατά τη λήξη της φάσης ανοικτής επισήμανσης, διάρκειας 40 εβδομάδων,
τιτλοποίησης της δόσης έως την επίτευξη του στόχου, με χορήγηση έως και τη
μέγιστη δόση των 20 mg μια φορά ημερησίως, 70 από τους 173 ασθενείς (40,5%)
πέτυχαν το στόχο της LDL-C κάτω των 2,8 mmol/l.
Μετά από 52 εβδομάδες θεραπείας της μελέτης, δεν ανιχνεύθηκε καμία επίδραση
στην ανάπτυξη, το βάρος, το ΔΜΣ ή τη σεξουαλική ωρίμανση (βλ. παράγραφο 4.4).
Η μελέτη αυτή (n=176) δεν ήταν κατάλληλη για τη σύγκριση σπάνιων
ανεπιθύμητων ενεργειών του φαρμάκου.
Η ροσουβαστατίνη μελετήθηκε επίσης σε μια 2-ετή ανοικτή, μελέτη
τιτλοποίησης-προςστόχο σε 198 παιδιά με ετερόζυγη οικογενή
υπερχοληστερολαιμία, ηλικίας 6 έως 17 ετών (88 άνδρες και 110 γυναίκες,
στάδιο Tanner <II-V). Η αρχική δόση για όλους τους ασθενείς ήταν 5 mg
ροσουβαστατίνη άπαξ ημερησίως. Οι ασθενείς ηλικίας 6-9 ετών (n = 64) θα
μπορούσε να τιτλοδοτήσει μέχρι τη μέγιστη δόση των 10 mg μία φορά την
ημέρα και οι ασθενείς ηλικίας 10 έως 17 ετών (n = 134) μέχρι τη μέγιστη δόση
των 20 mg άπαξ ημερησίως.
Μετά από 24 μήνες θεραπείας με ροσουβαστατίνη, το LS μέση εκατοστιαία
μείωση από την αρχική τιμή της LDL-C ήταν -43% (Baseline: 236 mg / dL,
Μήνας 24: 133 mg / dL). Για κάθε ηλικιακή ομάδα, το LS μέση εκατοστιαία
μείωση από τις αρχικές τιμές της LDL-C ήταν -43% (Baseline: 234 mg / dL,
Μήνας 24: 124 mg / dL), -45% (Baseline: 234 mg / dL, 124 mg / dL), και -35%
(Baseline: 241 mg / dL, Μήνα 24: 153 mg / dL) στην 6 έως <10, 10 έως <14, και
14 έως <18 ηλικιακές ομάδες, αντίστοιχα.
Η ροσουβαστατίνη 5 mg, 10 mg, και 20 mg επίσης επέτυχε στατιστικά
σημαντικές μέσες μεταβολές από την βασική γραμμή για τα εξής δευτερογενή
λιπίδια και μεταβλητές λιποπρωτεϊνών: HDL-C, TC, μη-HDL-C και LDL-C / HDL-
C, TC / HDL -C, TG / HDL-C, της μη-HDL C / HDL-C, ΑροΒ, ΑροΒ / ΑροΑ1. Αυτές
οι αλλαγές ήταν το καθένα στην κατεύθυνση της βελτίωσης της αποκρίσεων
λιπιδίου και διατηρήθηκαν επί 2 χρόνια.
20