Ο γλυκαιμικός έλεγχος, σε κατάσταση νηστείας και μεταγευματικά,
βελτιώνεται σε ασθενείς με τύπου 2 σακχαρώδη διαβήτη. Ο βελτιωμένος
γλυκαιμικός έλεγχος συσχετίζεται με μία μείωση των συγκεντρώσεων της
ινσουλίνης στο πλάσμα, σε κατάσταση νηστείας και μετά από τη λήψη
γεύματος. Μια κλινική μελέτη της πιογλιταζόνης έναντι της γλικλαζίδης σε
μονοθεραπεία, έλαβε παράταση στα δύο έτη, με σκοπό την αξιολόγηση του
χρόνου αποτυχίας στη ρύθμιση του διαβήτη (σαν αποτυχία στη ρύθμιση
ορίζεται η εμφάνιση τιμής HbA
1c
≥ 8.0 % μετά από έξι μήνες θεραπευτικής
αγωγής). Η ανάλυση Kaplan-Meier έδειξε ότι εμφανίσθηκε αποτυχία στη
ρύθμιση του διαβήτη σε συντομότερο χρονικό διάστημα κατά τη
μονοθεραπεία με γλικλαζίδη συγκριτικά με τη μονοθεραπεία με
πιογλιταζόνη. Μετά τα δύο έτη, η γλυκαιμική ρύθμιση (οριζόμενη ως
HbA
1c
< 8.0 %) διατηρήθηκε στο 69% των ασθενών που έλαβαν πιογλιταζόνη
συγκριτικά με το 50% των ασθενών που έλαβαν γλικλαζίδη. Σε άλλη
μελέτη, διάρκειας 2 ετών, συνδυασμένης θεραπευτικής αγωγής
πιογλιταζόνης με προσθήκη μετφορμίνης έναντι γλικλαζίδης με προσθήκη
μετφορμίνης, η γλυκαιμική ρύθμιση, υπολογιζόμενη ως η μέση μεταβολή από
την αρχική τιμή της HbA
1c
, ήταν παρόμοια μεταξύ των δύο ομάδων, μετά
από ένα έτος θεραπείας. Το ποσοστό επιδείνωσης της HbA
1c
κατά τη
διάρκεια του δεύτερου έτους ήταν μικρότερο στην ομάδα της πιογλιταζόνης
συγκριτικά με την ομάδα της γλικλαζίδης.
Σε μελέτη ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο (placebo), ασθενείς που παρά
την τρίμηνη περίοδο βελτιστοποίησης της αγωγής με ινσουλίνη είχαν
ανεπαρκή γλυκαιμικό έλεγχο, τυχαιοποιήθηκαν σε πιογλιταζόνη ή εικονικό
φάρμακο (placebo) για 12 μήνες. Οι ασθενείς λαμβάνοντας πιογλιταζόνη
είχαν μια μέση μείωση HbA
1c
0,45% έναντι εκείνων που συνέχισαν να
λαμβάνουν μόνο ινσουλίνη, καθώς επίσης και μείωση της δόσης της
ινσουλίνης στην ομάδα που λάμβανε πιογλιταζόνη.
Η ανάλυση HOMA δείχνει ότι η πιογλιταζόνη βελτιώνει τη λειτουργία των
β-κυττάρων καθώς και αυξάνει την ευαισθησία στην ινσουλίνη. Κλινικές
μελέτες διάρκειας δύο ετών έδειξαν τη διατήρηση αυτών των επιδράσεων.
Σε κλινικές μελέτες διάρκειας ενός έτους, η πιογλιταζόνη έδειξε σταθερή
μείωση, στατιστικά σημαντική, του κλάσματος αλβουμίνης/κρεατινίνης
συγκριτικά με την αρχική τιμή.
Η επίδραση της πιογλιταζόνης (45mg σε μονοθεραπεία έναντι εικονικού
φαρμάκου-placebo) μελετήθηκε σε μία μικρή μελέτη διάρκειας 18-
εβδομάδων, σε ασθενείς με τύπου 2 σακχαρώδη διαβήτη. Η πιογλιταζόνη
συσχετίσθηκε με σημαντική αύξηση του σωματικού βάρους των ασθενών. Η
εναπόθεση λίπους στη σπλαχνική περιοχή μειώθηκε σημαντικά ενώ
παρατηρήθηκε αύξηση της εναπόθεσης λίπους στην υποδόρια (εξω-κοιλιακή)
περιοχή. Παρόμοιες μεταβολές στην κατανομή λίπους σώματος από την
πιογλιταζόνη, συνοδεύονται με ενίσχυση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη.
Στις περισσότερες κλινικές μελέτες έχουν αναφερθεί ελαττωμένα επίπεδα
ολικών τριγλυκεριδίων και ελεύθερων λιπαρών οξέων και αυξημένα
επίπεδα HDL-χοληστερόλης, συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο (placebo),
με μικρές, αλλά όχι κλινικά σημαντικές αυξήσεις των επιπέδων της LDL-
χοληστερόλης.
16