Η επίδραση της πιογλιταζόνης (45 mg σε μονοθεραπεία έναντι εικονικού
φαρμάκου-placebo) μελετήθηκε σε μία μικρή μελέτη διάρκειας 18-εβδομάδων, σε
ασθενείς με τύπου 2 σακχαρώδη διαβήτη. Η πιογλιταζόνη συσχετίσθηκε με
σημαντική αύξηση του σωματικού βάρους των ασθενών. Η εναπόθεση λίπους
στη σπλαχνική περιοχή μειώθηκε σημαντικά ενώ παρατηρήθηκε αύξηση της
εναπόθεσης λίπους στην υποδόρια (εξω-κοιλιακή) περιοχή. Παρόμοιες μεταβολές
στην κατανομή λίπους σώματος από την πιογλιταζόνη, συνοδεύονται με
ενίσχυση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη.
Στις περισσότερες κλινικές μελέτες έχουν αναφερθεί ελαττωμένα επίπεδα
ολικών τριγλυκεριδίων και ελεύθερων λιπαρών οξέων και αυξημένα επίπεδα
HDL-χοληστερόλης, συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο (placebo), με μικρές, αλλά
όχι κλινικά σημαντικές αυξήσεις των επιπέδων της LDL- χοληστερόλης.
Σε κλινικές μελέτες διάρκειας δύο ετών, η πιογλιταζόνη μείωσε τα επίπεδα
ολικών τριγλυκεριδίων και ελευθέρων λιπαρών οξέων, στο πλάσμα και αύξησε
τα επίπεδα της HDL χοληστερόλης συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο (placebo),
τη μετφορμίνη ή τη γλικλαζίδη. Η πιογλιταζόνη δεν προκάλεσε στατιστικά
σημαντικές αυξήσεις στα επίπεδα της LDL χοληστερόλης συγκριτικά με το
εικονικό φάρμακο (placebo), ενώ μειώσεις παρατηρήθηκαν με τη μετφορμίνη και
τη γλικλαζίδη. Σε μελέτη, διάρκειας 20-εβδομάδων, στην οποία μειώθηκαν τα
επίπεδα τριγλυκεριδίων νηστείας, η πιογλιταζόνη μείωσε και την
μεταγευματική υπερτριγλυκεριδαιμία, επιδρώντας στην απορρόφηση και στην
ηπατική σύνθεση των τριγλυκεριδίων. Αυτά τα αποτελέσματα ήταν ανεξάρτητα
της επίδρασης της πιογλιταζόνης στη γλυκαιμία και διέφεραν στατιστικά
σημαντικά, από τα αντίστοιχα της γλιβενκλαμίδης.
Στην PROactive, μια κλινική μελέτη έκβασης καρδιαγγειακών συμβαμάτων, 5238
ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και προϋπάρχουσα σοβαρή
μακροαγγειακή νόσο τυχαιοποιήθηκαν σε πιογλιταζόνη ή εικονικό φάρμακο
(placebo) στην ήδη υπάρχουσα αντιδιαβητική και καρδιαγγειακή θεραπεία
διάρκειας το πολύ 3,5 έτη. Ο πληθυσμός της μελέτης είχε μέσο όρο ηλικίας τα 62
έτη. Ο μέσος όρος διάρκειας του διαβήτη ήταν 9,5 έτη. Περίπου το ένα τρίτο των
ασθενών ελάμβαναν ινσουλίνη σε συνδυασμό με μετφορμίνη και/ή
σουλφονυλουρία. Για να εισαχθούν οι ασθενείς στη μελέτη θα έπρεπε να είχαν
υποβληθεί/ ή υποστεί ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω: έμφραγμα του
μυοκαρδίου, εγκεφαλικό, διαδερμική καρδιακή παρέμβαση ή στεφανιαίο
αρτηριακό παρακαμπτήριο μόσχευμα, οξύ στεφανιαίο σύνδρομο, στεφανιαία
αρτηριακή νόσο ή περιφερική αρτηριακή αποφρακτική νόσο. Περίπου οι μισοί
από τους ασθενείς είχαν ένα προηγούμενο έμφραγμα του μυοκαρδίου και
περίπου 20% είχαν υποστεί εγκεφαλικό. Περίπου ο μισός πληθυσμός της μελέτης
είχε τουλάχιστον δύο από τα καρδιοαγγειακά κριτήρια εισαγωγής στη μελέτη.
Σχεδόν όλοι οι ασθενείς (95%) ελάμβαναν φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα για
καρδιοαγγειακή νόσο (βήτα αποκλειστές, αναστολείς μετατρεπτικού ενζύμου
(ACE), ανταγωνιστές αγγειοτενσίνης ΙΙ, αποκλειστές διαύλων ασβεστίου,
νιτρώδη, διουρητικά, ασπιρίνη, στατίνες, φιμπράτες).
14