ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
(SPC)
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Ibandronic Acid/Alet 50 mg Επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 50 mg ιβανδρονικού οξέος (ως μονοϋδρικό,
μονονατριούχο άλας ιβανδρονικού οξέος).
Έκδοχα:
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
Τα δισκία Ibandronic Acid/Alet περιέχουν λακτόζη και δεν πρέπει να χορηγούνται σε ασθενείς
με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη, ανεπάρκειας λακτάσης Lapp ή
δυσαπορρόφησης γλυκόζης-γαλακτόζης.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία.
Χρώματος λευκού επιμήκους σχήματος επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Ibandronic Acid/Alet ενδείκνυται για την πρόληψη σκελετικών συμβαμάτων (παθολογικών
καταγμάτων, οστικών επιπλοκών που απαιτούν ακτινοθεραπεία ή χειρουργική επέμβαση) σε
ασθενείς με καρκίνο μαστού και οστικές μεταστάσεις.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Η έναρξη της αγωγής με Ibandronic Acid/Alet πρέπει να πραγματοποιείται μόνον από ιατρούς
έμπειρους στην αντιμετώπιση του καρκίνου.
Δοσολογία
Η συνιστώμενη δόση είναι ένα επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο 50 mg την ημέρα.
Ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας (βλ. παράγραφο 5.2)
Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας σε ασθενείς με ήπια νεφρική δυσλειτουργία
(CLcr ≥50 και < 80mL/min).
Για τους ασθενείς με μέτρια νεφρική δυσλειτουργία (CLcr ≥30 και < 50mL/min) συνιστάται
προσαρμογή της δοσολογίας σε ένα επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο των 50mg κάθε
δεύτερη μέρα (βλ. παράγραφο 5.2).
Για τους ασθενείς με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (CLcr <30 mL/min) η συνιστώμενη δόση
είναι ένα επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο των 50mg άπαξ εβδομαδιαίως. Βλέπε
δοσολογικές οδηγίες, ανωτέρω.
Ηλικιωμένες
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα των επικαλυμμένων με λεπτό υμένιο δισκίων ιβανδρονικού
οξέος σε παιδιά και εφήβους κάτω των 18 ετών δεν έχει τεκμηριωθεί. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα
δεδομένα.
Τρόπος χορήγησης
Για από στόματος χρήση.
Τα επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία ιβανδρονικού οξέος πρέπει να λαμβάνονται μετά από
ολονύκτια νηστεία (τουλάχιστον 6 ωρών) και πριν την πρώτη ημερήσια λήψη τροφής ή υγρού.
Παρομοίως, τα φαρμακευτικά προϊόντα και τα συμπληρώματα (συμπεριλαμβανομένου του
ασβεστίου) πρέπει να αποφεύγονται πριν τη λήψη των παραπάνω δισκίων. Η νηστεία πρέπει να
συνεχίζεται για τουλάχιστον 30 λεπτά μετά τη λήψη του δισκίου. Νερό βρύσης μπορεί να
λαμβάνεται οποιαδήποτε χρονική στιγμή κατά τη διάρκεια της θεραπείας με τα επικαλυμμένα με
λεπτό υμένιο δισκία ιβανδρονικού οξέος.
Τα δισκία πρέπει να καταπίνονται ολόκληρα με ένα γεμάτο ποτήρι νερό βρύσης (180 έως
240 ml) ενώ η ασθενής κάθεται ή στέκεται σε όρθια θέση.
Οι ασθενείς δεν πρέπει να ξαπλώσουν για 60 λεπτά μετά τη λήψη των επικαλυμμένων με
λεπτό υμένιο δισκίων ιβανδρονικού οξέος.
Οι ασθενείς δεν πρέπει να μασούν, να πιπιλίζουν ή να θρυμματίζουν το δισκίο λόγω της
δυνατότητας πρόκλησης στοματοφαρυγγικής εξέλκωσης.
Το νερό βρύσης είναι το μόνο υγρό που πρέπει να λαμβάνεται με τα επικαλυμμένα με
λεπτό υμένιο δισκία ιβανδρονικού οξέος. Παρακαλούμε σημειώστε ότι, ορισμένα
μεταλλικά νερά μπορεί να έχουν υψηλότερη συγκέντρωση ασβεστίου και γι’ αυτό δεν
πρέπει να χρησιμοποιούνται.
4.3 Αντενδείξεις
- Υπερευαισθησία στο ιβανδρονικό οξύ ή σε κάποιο από τα έκδοχα
- Υπασβεστιαιμία
- Ανωμαλίες του οισοφάγου, οι οποίες καθυστερούν την οισοφαγική κένωση όπως
στένωση ή αχαλασία
- Aνικανότητα ενός ατόμου να στέκεται ή να κάθεται σε όρθια θέση για τουλάχιστον 60
λεπτά
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Ασθενείς με διαταραχές των οστών και του μεταβολισμού των ανόργανων στοιχείων
Η υπασβεστιαιμία και οι άλλες διαταραχές των οστών και του μεταβολισμού των ανόργανων
στοιχείων πρέπει να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά πριν την έναρξη της θεραπείας με
ιβανδρονικό οξύ. Η επαρκής πρόσληψη ασβεστίου και βιταμίνης D είναι σημαντική για όλους
τους ασθενείς. Οι ασθενείς πρέπει να λαμβάνουν συμπληρωματικώς ασβέστιο και/ή βιταμίνη D
εάν η πρόσληψη μέσω της τροφής είναι ανεπαρκής.
Ερεθισμός του γαστρεντερικού συστήματος
Τα από του στόματος χορηγούμενα διφωσφονικά μπορεί να προκαλέσουν τοπικό ερεθισμό στο
βλεννογόνο του ανώτερου γαστρεντερικού συστήματος. Εξαιτίας αυτών των ενδεχόμενων
ερεθιστικών δράσεων και της πιθανότητας επιδείνωσης της υποκείμενης νόσου πρέπει να δίνεται
προσοχή όταν τα επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία ιβανδρονικού οξέος χορηγούνται σε
ασθενείς με ενεργά προβλήματα του ανώτερου γαστρεντερικού συστήματος (π.χ. γνωστός
οισοφάγος Barrett, δυσφαγία, άλλες οισοφαγικές νόσοι, γαστρίτιδα, δωδεκαδακτυλίτιδα ή έλκη).
Ανεπιθύμητες ενέργειες όπως οισοφαγίτιδα, οισοφαγικά έλκη και οισοφαγικές διαβρώσεις, σε
μερικές περιπτώσεις σοβαρές και χρήζουσες εισαγωγή σε νοσοκομείο, σπανίως με αιμορραγία ή
ακολουθούμενες από οισοφαγική στένωση ή διάτρηση έχουν αναφερθεί σε ασθενείς που
υποβάλλονται σε θεραπεία με από του στόματος χορηγούμενα διφωσφονικά. Ο κίνδυνος
σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών στον οισοφάγο εμφανίζεται μεγαλύτερος σε ασθενείς που δε
συμμορφώνονται με τις δοσολογικές οδηγίες και/ή συνεχίζουν να λαμβάνουν από του στόματος
διφωσφονικά μετά την εκδήλωση συμπτωμάτων που υποδηλώνουν ερεθισμό του οισοφάγου. Οι
ασθενείς πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και να μπορούν να συμμορφώνονται με τις
δοσολογικές οδηγίες (βλ.παράγραφο 4.2).
Οι ιατροί πρέπει να επαγρυπνούν για σημεία ή συμπτώματα που αποτελούν ένδειξη πιθανής
αντίδρασης από τον οισοφάγο και οι ασθενείς πρέπει να καθοδηγούνται ώστε να διακόψουν τη
λήψη των δισκίων ιβανδρονικού οξέος και να ζητήσουν ιατρική συμβουλή εάν αναπτύξουν
δυσφαγία, οδυνοφαγία, οπισθοστερνικό άλγος ή πρωτοεμφανιζόμενο ή επιδεινούμενο προκάρδιο
άλγος.
Παρόλο που δεν παρατηρήθηκε αυξημένος κίνδυνος σε ελεγχόμενες κλινικές δοκιμές, έχουν
υπάρξει αναφορές μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου, γαστρικών και δωδεκαδακτυλικών
ελκών με τη χρήση από του στόματος διφωσφονικών, κάποια σοβαρά και με επιπλοκές.
Επειδή τα ΜΣΑΦ συσχετίζονται με ερεθισμό του γαστρεντερικού, πρέπει να δίνεται προσοχή
κατά την ταυτόχρονη από στόματος χορήγηση με τα δισκία ιβανδρονικού οξέος.
Οστεονέκρωση της γνάθου
Έχει αναφερθεί οστεονέκρωση της γνάθου, γενικώς σχετιζόμενη με εξαγωγή οδόντος και/ή
τοπική λοίμωξη (συμπεριλαμβανομένης της οστεομυελίτιδας), σε ασθενείς με καρκίνο οι οποίοι
λάμβαναν θεραπευτικά σχήματα που συμπεριλάμβαναν κυρίως ενδοφλεβίως χορηγούμενα
διφωσφονικά. Πολλοί από αυτούς τους ασθενείς λάμβαναν επίσης χημειοθεραπεία και
κορτικοστεροειδή. Η οστεονέκρωση της γνάθου έχει επίσης αναφερθεί σε ασθενείς με
οστεοπόρωση που λάμβαναν από στόματος διφωσφονικά.
Θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο μίας εξέτασης των οδόντων με κατάλληλη
προληπτική οδοντιατρική πρακτική, πριν από τη θεραπεία με διφωσφονικά σε ασθενείς με
παράγοντες κινδύνου (π.χ. καρκίνος, χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία, κορτικοστεροειδή, πτωχή
στοματική υγιεινή).
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας, αυτοί οι ασθενείς πρέπει να αποφεύγουν, εάν είναι δυνατόν, τις
επεμβατικές οδοντιατρικές διαδικασίες. Για τους ασθενείς οι οποίοι αναπτύσσουν οστεονέκρωση
της γνάθου κατά τη διάρκεια θεραπείας με διφωσφονικά, η οδοντιατρική χειρουργική επέμβαση
μπορεί να επιδεινώσει την κατάσταση. Για ασθενείς οι οποίοι χρήζουν οδοντιατρικών
διαδικασιών δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία τα οποία να υποδεικνύουν εάν η διακοπή της
θεραπείας με διφωσφονικά μειώνει τον κίνδυνο για οστεονέκρωση της γνάθου. Η κλινική κρίση
του θεράποντος ιατρού πρέπει να καθοδηγεί το σχέδιο χειρισμού κάθε ασθενούς με βάση την
εξατομικευμένη αξιολόγηση οφέλους/κινδύνου.
Άτυπα κατάγματα του μηριαίου οστού
Άτυπα υποτροχαντήρια κατάγματα και κατάγματα της διάφυσης του μηριαίου έχουν αναφερθεί
με θεραπεία με διφωσφονικά, κυρίως σε ασθενείς που λαμβάνουν μακροχρόνια θεραπεία για την
οστεοπόρωση. Αυτά τα εγκάρσια ή μικρά λοξά κατάγματα μπορούν να συμβούν οπουδήποτε
κατά μήκος του μηριαίου οστού, από ακριβώς κάτω από τον ελάσσονα τροχαντήρα μέχρι και
ακριβώς επάνω από το υπερκονδύλιο κύρτωμα. Αυτά τα κατάγματα συμβαίνουν μετά από μικρό
ή καθόλου τραυματισμό και μερικοί ασθενείς βιώνουν πόνο στο μηρό ή στη βουβωνική χώρα,
που συνδέεται συχνά με απεικονιστικά ευρήματα των καταγμάτων κόπωσης, εβδομάδες ή και
μήνες πριν παρουσιάσουν πλήρες κάταγμα μηριαίου. Τα κατάγματα είναι συχνά
αμφοτερόπλευρα, ως εκ τούτου το αντίπλευρο μηριαίο οστούν πρέπει να εξεταστεί σε ασθενείς
που έλαβαν διφωσφονικά και που έχουν υποστεί κάταγμα του μηριαίου άξονα. Πτωχή επούλωση
των καταγμάτων αυτών έχει επίσης αναφερθεί. Η διακοπή των διφωσφονικών σε ασθενείς που
υπάρχει υποψία ότι έχουν άτυπο κάταγμα μηριαίου θα πρέπει να εκτιμηθεί εν αναμονή της
αξιολόγησης του ασθενούς, με βάση την εξατομικευμένη αξιολόγηση του κινδύνου οφέλους.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με διφωσφονικά οι ασθενείς πρέπει να ευαισθητοποιούνται ώστε
να αναφέρουν οποιοδήποτε πόνο στο μηρό, στο ισχίο ή στη βουβωνική χώρα και κάθε ασθενής
που παρουσιάζει αυτά τα συμπτώματα πρέπει να αξιολογείται για ατελές κάταγμα του μηριαίου.
Νεφρική λειτουργία
Οι κλινικές μελέτες δεν έδειξαν οποιαδήποτε ένδειξη επιδείνωσης της νεφρικής λειτουργίας με
μακροχρόνια θεραπεία με δισκία ιβανδρονικού οξέος. Ωστόσο, σε ασθενείς στους οποίους
χορηγείται ιβανδρονικό οξύ, συνιστάται όπως παρακολουθούνται, σύμφωνα με την
εξατομικευμένη κλινική αξιολόγηση, η νεφρική λειτουργία, το ασβέστιο, τα φωσφωνικά και το
μαγνήσιο του ορού.
Σπάνια κληρονομικά προβλήματα
Τα επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία ιβανδρονικού οξέος περιέχουν λακτόζη και δεν πρέπει
να χορηγούνται σε ασθενείς με τα σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη,
ανεπάρκειας λακτάσης Lapp ή δυσαπορρόφησης γλυκόζης-γαλακτόζης.
Προσοχή συνίσταται σε ασθενείς με γνωστή υπερευαισθησία σε άλλα δισφωνικά.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Μελέτες αλληλεπιδράσεων έχουν πραγματοποιηθεί μόνο σε ενήλικες.
Αλληλεπιδράσεις φαρμάκου-τροφών
Θεωρείται πιθανό τα προϊόντα που περιέχουν ασβέστιο και άλλα πολυσθενή κατιόντα (όπως
αργίλιο, μαγνήσιο, σίδηρο), συμπεριλαμβανομένου του γάλακτος και των τροφών, να
παρεμβαίνουν στην απορρόφηση των δισκίων ιβανδρονικού οξέος. Ως εκ τούτου, με τέτοια
προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των τροφών, η χορήγηση πρέπει να αναβάλλεται για
τουλάχιστον 30 λεπτά μετά την από στόματος λήψη.
Η βιοδιαθεσιμότητα μειώθηκε κατά περίπου 75% όταν τα δισκία ιβανδρονικού οξέος
χορηγούνταν 2 ώρες μετά από ένα συνηθισμένο γεύμα. Ως εκ τούτου, συνιστάται όπως τα δισκία
λαμβάνονται μετά από ολονύκτια νηστεία (τουλάχιστον 6 ωρών) και η νηστεία να συνεχίζεται
για τουλάχιστον 30 λεπτά μετά τη λήψη της δόσης (βλέπε παράγραφο 4.2).
Φαρμακευτικές αλληλεπιδράσεις
Δεν παρατηρήθηκε καμία αλληλεπίδραση κατά τη συγχορήγηση μελφαλάνης/πρεδνιζολόνης σε
ασθενείς με πολλαπλούν μυέλωμα.
Σε άλλες μελέτες αλληλεπίδρασης επί μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών έχει καταδειχθεί η
απουσία οποιασδήποτε δυνατότητας αλληλεπίδρασης με την ταμοξιφαίνη ή τη θεραπεία
ορμονικής υποκατάστασης (οιστρογόνα).
Σε υγιείς άρρενες εθελοντές και σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, η ενδοφλεβίως χορηγούμενη
ρανιτιδίνη επέφερε αύξηση της βιοδιαθεσιμότητας του ιβανδρονικού οξέος κατά 20% περίπου (η
οποία ευρίσκεται εντός της φυσιολογικής μεταβλητότητας της βιοδιαθεσιμότητας του
ιβανδρονικού οξέος), πιθανώς λόγω μείωσης της γαστρικής οξύτητας. Ωστόσο, δεν θεωρείται
απαραίτητη η προσαρμογή της δόσης κατά τη συγχορήγηση ιβανδρονικού οξέος με H
2
ανταγωνιστές ή άλλες δραστικές ουσίες που αυξάνουν το γαστρικό pH.
Όσον αφορά στην κατανομή, οι κλινικώς σημαντικές φαρμακευτικές αλληλεπιδράσεις δεν
θεωρούνται πιθανές. Το ιβανδρονικό οξύ απομακρύνεται μόνο μέσω νεφρικής αποβολής και δεν
υφίσταται καμία βιομετατροπή. Η οδός απέκκρισης δείχνει πως δεν περιλαμβάνει γνωστά οξεϊκά
ή βασικά συστήματα μεταφοράς που συμμετέχουν στην απέκκριση άλλων δραστικών ουσιών.
Επιπλέον, το ιβανδρονικό οξύ δεν αναστέλλει τα μείζονα ηπατικά ισοένζυμα του P450 στους
ανθρώπους και δεν επάγει το σύστημα του ηπατικού κυτοχρώματος P450 σε επίμυς. Στις
θεραπευτικές συγκεντρώσεις, η σύνδεση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι χαμηλή και ως εκ
τούτου η εκτόπιση άλλων δραστικών ουσιών από το ιβανδρονικό οξύ δεν θεωρείται πιθανή.
Συνιστάται προσοχή κατά τη χορήγηση διφωσφονικών με αμινογλυκοσίδες, καθώς και οι δύο
παράγοντες μπορούν να ελαττώσουν τα επίπεδα του ασβεστίου του ορού για παρατεταμένα
διαστήματα. Επίσης, πρέπει να δίδεται προσοχή σε πιθανή παρουσία ταυτόχρονης
υπομαγνησιαιμίας.
Σε κλινικές μελέτες, τα δισκία ιβανδρονικού οξέος χορηγήθηκαν ταυτόχρονα με ευρέως
χρησιμοποιούμενα αντινεοπλασματικά, διουρητικά, αντιβιοτικά και αναλγητικά χωρίς να
παρατηρηθούν εμφανείς κλινικές αλληλεπιδράσεις.
4.6 Kύηση και γαλουχία
Κύηση
Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία από τη χρήση του ιβανδρονικού οξέος σε έγκυες γυναίκες.
Μελέτες σε επίμυς κατέδειξαν τοξικότητα στην αναπαραγωγική ικανότητα (βλέπε παράγραφο
5.3). Ο ενδεχόμενος κίνδυνος για τον άνθρωπο είναι άγνωστος. Ως εκ τούτου, τα επικαλυμμένα
με λεπτό υμένιο δισκία ιβανδρονικού οξέος δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά την κύηση.
Γαλουχία
Δεν είναι γνωστό εάν το ιβανδρονικό οξύ απεκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα. Μελέτες, μετά από
ενδοφλέβια χορήγηση σε θηλάζοντες επίμυς, κατέδειξαν παρουσία χαμηλών επιπέδων
ιβανδρονικού οξέος στο γάλα. Τα επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία ιβανδρινικού οξέως δεν
πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά τη γαλουχία.
Γονιμότητα
Δεν υπάρχουν δεδομένα για την επίδραση του ιβανδρονικού οξέος στους ανθρώπους. Σε
αναπαραγωγικές μελέτες σε αρουραίους με από του στόματος χορήγηση το ιβανδρονικό οξύ
μείωσε τη γονιμότητα. Σε μελέτες με αρουραίους με ενδοφλέβια χορήγηση, το ιβανδρονικό οξύ
μείωσε τη γονιμότητα σε υψηλές ημερήσιες δόσεις (βλ. παράγραφο 5.3).
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν πραγματοποιήθηκαν μελέτες σχετικά με τις επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και
χειρισμού μηχανών.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Το προφίλ ασφάλειας των δισκίων ιβανδρονικού οξέος προκύπτει από ελεγχόμενες κλινικές
δοκιμές στην εγκεκριμένη ένδειξη με την από στόματος χορήγηση ιβανδρονικού οξέος στη
συνιστώμενη δόση, και από την εμπειρία μετά την κυκλοφορία.
Στη συγκεντρωτική βάση δεδομένων από τις δύο πιλοτικές δοκιμές φάσης III (286 ασθενείς υπό
ιβανδρονικό οξύ 50 mg), το ποσοστό των ασθενών που εμφάνισαν κάποια ανεπιθύμητη ενέργεια
με δυνητική ή πιθανή σχέση με το ιβανδρονικό οξύ, ανήλθε σε 27%.
Οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις κατατάσσονται, υπό τον τίτλο της συχνότητας, ξεκινώντας από τη
συχνότερη, χρησιμοποιώντας την ακόλουθη σύμβαση: πολύ συχνές ( ≥ 10%), συχνές (≥ 1% και
<10%), όχι συχνές ( ≥ 0,1% και <1%), σπάνιες (≥ 0,01% και <0,1%), πολύ σπάνιες ( ≤ 0,01%).
Στον Πίνακα 1 παρατίθενται οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις του φαρμάκου.
Πίνακας 1: Ανεπιθύμητες αντιδράσεις του Φαρμάκου που αναφέρθηκαν με την από του
Στόματος Χορήγηση των δισκίων ιβανδρονικού οξέος
Κατηγορία/Οργανικό
Σύστημα
Πολύ
συχνές
Συχνές Όχι συχνές Σπάνιες Πολύ σπάνιες
Διαταραχές του
αιμοποιητικού και του
λεμφικού συστήματος
Αναιμία
Διαταραχές του
μεταβολισμού και της
θρέψης
Υπασβεστιαιμία
Διαταραχές νευρικού
συστήματος
Παραισθησία,
δυσγευσία
(αλλοίωση γεύσης)
Οφθαλμολογικές
διαταραχές
Φλεγμονή
οφθαλμών **Ɨ
Διαταραχές του
γαστρικού συστήματος
Οισοφαγίτιδα,
κοιλιακό άλγος,
δυσπεψία,
ναυτία
Αιμορραγία, έλκος
του
δωδεκαδακτύλου,
γαστρίτιδα,
δυσφαγία, κοιλιακό
άλγος, ξηροστομία
Διαταραχές του
δέρματος και του
υποδόριου ιστού
Κνίδωση
Διαταραχές του
μυοσκελετικού
συστήματος και του
συνδετικού ιστού
Άτυπα
υποτροχαντήρια
κατάγματα και
κατάγματα της
διάφυσης του
μηριαίου
Ɨ
(ανεπιθύμητη
ενέργεια της
κατηγορίας των
διφωσφονικών)
Οστεονέκρωση
της γνάθου **Ɨ
Διαταραχές των νεφρών
και των ουροφόρων
οδών
Αζωθαιμία
(ουραιμία)
Γενικές διαταραχές της
οδού χορήγησης
Εξασθένηση Θωρακικό άλγος,
γριππώδης
συνδρομή, αίσθημα
κακουχίας, άλγος
Παρακλινικές εξετάσεις Παραθορμόνη
αίματος αυξημένη
** Βλ. περαιτέρω πληροφορίες παρακάτω
Προσδιορίστηκαν κατά την εμπειρία μετά την κυκλοφορίαƗ
Οστεονέκρωση της γνάθου
Οστεονέκρωση της γνάθου, έχει αναφερθεί σε ασθενείς οι οποίοι λάμβαναν θεραπεία με
διφωσφονικά. Η πλειονότητα των αναφορών αφορούν ασθενείς με καρκίνο, αλλά τέτοιες
περιπτώσεις έχουν επίσης αναφερθεί σε ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία για οστεοπόρωση. Η
οστεονέκρωση της γνάθου συσχετίζεται γενικά με εξαγωγή όδοντος και / ή τοπική λοίμωξη
(συμπεριλαμβανομένης της οστεομυελίτιδας). Η διάγνωση του καρκίνου, η χημειοθεραπεία, η
ακτινοθεραπεία, τα κορτικοστεροειδή και η πτωχή στοματική υγιεινή επίσης θεωρούνται ως
παράγοντες κινδύνου.(βλέπε παράγραφο 4.4).
Οφθαλμική φλεγμονή
Περιστατικά οφθαλμικής φλεγμονής, όπως η ραγοειδίτιδα , η επισκληρίτιδα και η σκληριτιδα
έχουν αναφερθεί με δισφωνικά, συμπεριλαμβανομένου του ιβανδρονικού οξέος. Σε ορισμένες
περιπτώσεις, τα συμβάντα αυτά δεν υποχώρησαν μέχρι την διακοπή των δισφωσφονικών.
4.9 Υπερδοσολογία
Δεν υπάρχουν ειδικές πληροφορίες για την αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας με δισκία
ιβανδρονικού οξέος.
Ωστόσο, η από στόματος υπερδοσολογία μπορεί να προκαλέσει συμβάματα από τον ανώτερο
γαστρεντερικό σωλήνα, όπως στομαχικές διαταραχές, στομαχικό καύσο, οισοφαγίτιδα,
γαστρίτιδα ή έλκος. Πρέπει να χορηγείται γάλα ή αντιόξινα με σκοπό τη δέσμευση του
ιβανδρονικό οξέος. Εξαιτίας του κινδύνου ερεθισμού του οισοφάγου, δεν πρέπει να προκαλείται
έμετος και η ασθενής πρέπει να παραμένει σε όρθια θέση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Φάρμακα για την θεραπεία παθήσεων των οστών,
διφωσφονικό, κωδικός ATC: Μ05ΒΑ06.
Το ιβανδρονικό οξύ ανήκει στην ομάδα των διφωσφονικών ενώσεων, οι οποίες δρουν ειδικά στα
οστά. Η εκλεκτική δράση τους στον οστίτη ιστό βασίζεται στην υψηλή συγγένεια των
διφωσφονικών προς τα ανόργανα άλατα των οστών. Τα διφωσφονικά δρουν αναστέλλοντας την
οστεοκλαστική δραστηριότητα, αν και ο ακριβής μηχανισμός δράσης τους δεν είναι ακόμη
σαφής.
In vivo, το ιβανδρονικό οξύ προλαμβάνει την πειραματικά προκαλούμενη καταστροφή των
οστών από τη διακοπή της λειτουργίας των γονάδων, ρετινοειδή, όγκους ή εκχυλίσματα όγκων.
Η αναστολή της ενδογενούς οστικής απορρόφησης έχει επίσης τεκμηριωθεί μέσω κινητικών
μελετών με
45
Ca και με την απελευθέρωση ραδιενεργού τετρακυκλίνης, ενσωματωθείσης
προηγουμένως στο σκελετό.
Σε δόσεις σημαντικά υψηλότερες από τις φαρμακολογικά δραστικές, το ιβανδρονικό οξύ δεν είχε
καμία επίδραση στην εναπόθεση ασβεστίου στα οστά.
Η οστική απορρόφηση που οφείλεται σε κακοήθη νόσο χαρακτηρίζεται από υπερβολική οστική
απορρόφηση που δεν αντιρροπείται από τον αντίστοιχο σχηματισμό οστών. Το ιβανδρονικό οξύ
αναστέλλει εκλεκτικά την οστεοκλαστική δραστηριότητα, περιορίζοντας την οστική
απορρόφηση και περιορίζοντας κατ’αυτόν τον τρόπο τις επιπλοκές της κακοήθους νόσου από το
σκελετό.
Οι κλινικές μελέτες σε ασθενείς με καρκίνο μαστού και οστικές μεταστάσεις κατέδειξαν την
ύπαρξη μίας δοσοεξαρτώμενης ανασταλτικής δράσης επί της οστεόλυσης, η οποία εκφράζεται
από δείκτες της οστικής απορρόφησης και μίας δοσοεξαρτώμενης δράσης στα σκελετικά
συμβάματα.
Η πρόληψη σκελετικών συμβαμάτων σε ασθενείς με καρκίνο μαστού και οστικές μεταστάσεις,
με επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία ιβανδρονικού οξέος, αξιολογήθηκε σε δύο
τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο, δοκιμές φάσης III, διάρκειας 96 εβδομάδων.
Οι γυναίκες ασθενείς με καρκίνο μαστού και ακτινολογικώς επιβεβαιωμένες οστικές μεταστάσεις
τυχαιοποιήθηκαν ώστε να λάβουν εικονικό φάρμακο (277 ασθενείς) ή 50 mg δισκία
ιβανδρονικού οξέος (287 ασθενείς). Τα αποτελέσματα από τις δοκιμές αυτές συνοψίζονται
παρακάτω.
Κύριοι στόχοι αποτελεσματικότητας
Ο κύριος στόχος των δοκιμών ήταν ο δείκτης σκελετικής νοσηρότητας εντός μίας περιόδου
(skeletal morbidity period rate, SMPR). Αυτός ήταν ένας σύνθετος στόχος που απαρτίζετο από τα
ακόλουθα, σχετιζόμενα με το σκελετό, συμβάματα (skeletal related events, SREs) ως επί μέρους
στόχους:
- ακτινοθεραπεία σε οστό για τη θεραπεία καταγμάτων/επαπειλούμενων καταγμάτων
- χειρουργική επέμβαση σε οστό για τη θεραπεία καταγμάτων
- κατάγματα σπονδυλικής στήλης
- κατάγματα εκτός σπονδυλικής στήλης.
Η ανάλυση του SMPR ήταν προσαρμοσμένη ως προς το χρόνο και θεωρήθηκε ότι ένα ή
περισσότερα συμβάματα που παρατηρούνταν σε μία περίοδο 12 εβδομάδων θα μπορούσαν,
δυνητικά, να σχετίζονται. Ως εκ τούτου, για τους σκοπούς της ανάλυσης, τα πολλαπλά
συμβάματα καταμετρούνταν μόνο μία φορά σε οποιαδήποτε δεδομένη περίοδο 12 εβδομάδων.
Τα συγκεντρωτικά στοιχεία από τις μελέτες αυτές κατέδειξαν σημαντικό πλεονέκτημα για τα
δισκία ιβανδρονικού οξέος 50 mg από στόματος έναντι του εικονικού φαρμάκου, όσον αφορά
στη μείωση των SREs μετρηθέντων με τον SMPR (p=0,041). Για τις ασθενείς που ελάμβαναν
δισκία ιβανδρονικού οξέος 50 mg παρατηρήθηκε επίσης μείωση 38% στον κίνδυνο για ανάπτυξη
κάποιου SRE έναντι του εικονικού φαρμάκου (σχετικός κίνδυνος 0,62, p = 0,003). Τα στοιχεία
αποτελεσματικότητας συνοψίζονται στον Πίνακα 2.
Πίνακας 2: Στοιχεία αποτελεσματικότητας (ασθενείς με καρκίνο μαστού με μεταστατική
οστική νόσο)
Όλα τα σχετιζόμενα με το σκελετό συμβάματα (SREs)
Εικονικό φάρμακο
(n=277)
Δισκία ιβανδρονικού οξέος
50 mg (n=287)
p-τιμή
SMPR
(ανά ασθενή-έτος)
1,15 0,99 p=0,041
Σχετικός κίνδυνος SRE - 0,62 p=0,003
Δευτερεύοντες στόχοι αποτελεσματικότητας
Κατεδείχθη στατιστικώς σημαντική βελτίωση όσον αφορά στη βαθμολογία οστικού πόνου για τα
δισκία ιβανδρονικού οξέος 50 mg συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο. Η μείωση του πόνου σε
σχέση με τις τιμές πριν την έναρξη της θεραπείας ήταν σταθερή καθ’ όλη τη διάρκεια της
μελέτης και συνοδευόταν από σημαντικά μειωμένη χρήση αναλγητικών συγκριτικά με το
εικονικό φάρμακο. Η επιδείνωση της Ποιότητας Ζωής και του δείκτη ικανότητας ΠΟΥ (WHO)
ήταν σημαντικά μικρότερη στις ασθενείς υπό ιβανδρονικό οξύ συγκριτικά με το εικονικό
φάρμακο. Οι συγκεντρώσεις του δείκτη οστικής απορρόφησης CTx στα ούρα (τελοπεπτίδιο
τελικού C που απελευθερώνεται από κολλαγόνο τύπου Ι) μειώθηκαν σημαντικά στην ομάδα υπό
ιβανδρονικού οξέος συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο. Η μείωση αυτή των επιπέδων του CTx
στα ούρα συσχετίστηκε σημαντικά με τον κύριο στόχο αποτελεσματικότητας SMPR (Kendall-
tau-b (p<0,001)). Στον Πίνακα 3 παρουσιάζεται περίληψη, υπό μορφή πίνακα, αυτών των
δευτερευόντων στοιχείων αποτελεσματικότητας.
Πίνακας 3: Δευτερεύοντα στοιχεία αποτελεσματικότητας (ασθενείς με καρκίνο μαστού με
μεταστατική οστική νόσο)
Εικονικό φάρμακο
n=277
Δισκία ιβανδρονικού
οξέος 50 mg
n=287
p-τιμή
Οστικός πόνος* 0,20 -0,10 p=0,001
Χρήση αναλγητικών * 0,85 0,60 p=0,019
Ποιότητα ζωής* -26,8 -8,3 p=0,032
Δείκτης ικανότητας ΠΟΥ* 0,54 0,33 p=0,008
CTx ούρων** 10,95 -77,32 p=0,001
* Μέση μεταβολή από την τιμή πριν την έναρξη της αγωγής έως την τελευταία αξιολόγηση.
** Διάμεση μεταβολή από την τιμή πριν την έναρξη της αγωγής έως την τελευταία αξιολόγηση.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του Ibandronic Acid/Alet σε παιδιά και εφήβους κάτω
των 18 ετών δεν έχει τεκμηριωθεί. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Η απορρόφηση του ιβανδρονικού οξέος στον ανώτερο γαστρεντερικό σωλήνα είναι ταχεία μετά
την από στόματος χορήγηση. Οι μέγιστες συγκεντρώσεις που παρατηρούνται στο πλάσμα
επιτυγχάνονται εντός 0,5 έως 2 ωρών (διάμεσος 1 ώρα) κατά τη νηστεία και η απόλυτη
βιοδιαθεσιμότητα ήταν 0,6% περίπου. Ο βαθμός απορρόφησης περιορίζεται κατά τη λήψη με
τροφή ή υγρά (εκτός από νερό βρύσης). Η βιοδιαθεσιμότητα μειώνεται κατά 90% περίπου όταν
τα δισκία ιβανδρονικού οξέος χορηγούνται με ένα συνηθισμένο πρόγευμα, συγκριτικά με τη
βιοδιαθεσιμότητα που παρατηρείται σε νηστικά άτομα. Όταν λαμβάνεται 30 λεπτά πριν από
κάποιο γεύμα, η μείωση της βιοδιαθεσιμότητας είναι περίπου 30%. Δεν παρατηρείται σημαντική
μείωση της βιοδιαθεσιμότητας όταν το ιβανδρονικό οξύ λαμβάνεται 60 λεπτά πριν από κάποιο
γεύμα.
Η βιοδιαθεσιμότητα μειώθηκε κατά περίπου 75% όταν τα δισκία ιβανδρονικού οξέος
χορηγούνταν 2 ώρες μετά από ένα συνηθισμένο γεύμα. Ως εκ τούτου, συνιστάται όπως τα δισκία
λαμβάνονται μετά από ολονύκτια νηστεία (τουλάχιστον 6 ωρών) και η νηστεία να συνεχίζεται
για τουλάχιστον 30 λεπτά μετά τη λήψη της δόσης (βλέπε Παράγραφο 4.2).
Κατανομή
Μετά την αρχική συστηματική έκθεση, το ιβανδρονικό οξύ συνδέεται ταχέως με τα οστά ή
απεκκρίνεται στα ούρα. Στους ανθρώπους, ο φαινομενικός τελικός όγκος κατανομής είναι
τουλάχιστον 90 l και η ποσότητα της δόσης που φθάνει στα οστά υπολογίζεται σε 40-50% της
δόσης που ευρίσκεται στην κυκλοφορία. Η σύνδεση με τις πρωτεΐνες του ανθρώπινου πλάσματος
είναι 87% περίπου στις θεραπευτικές συγκεντρώσεις και έτσι η φαρμακευτική αλληλεπίδραση
λόγω εκτόπισης θεωρείται απίθανη.
Μεταβολισμός
Δεν υπάρχουν ενδείξεις μεταβολισμού του ιβανδρονικού οξέος σε πειραματόζωα ή σε
ανθρώπους.
Αποβολή
Το απορροφηθέν κλάσμα του ιβανδρονικού οξέος απομακρύνεται από την κυκλοφορία μέσω
οστικής απορρόφησης (υπολογίζεται σε 40-50%) και το υπόλοιπο απομακρύνεται αναλλοίωτο
από τους νεφρούς. Το μη απορροφηθέν κλάσμα του ιβανδρονικού οξέος απομακρύνεται
αναλλοίωτο στα κόπρανα.
Το εύρος των παρατηρούμενων φαινομενικών χρόνων ημίσειας ζωής είναι μεγάλο και εξαρτάται
από τη δόση και την ευαισθησία της μεθόδου προσδιορισμού, αλλά ο φαινομενικός τελικός
χρόνος ημίσειας ζωής κυμαίνεται γενικώς μεταξύ 10-60 ωρών. Ωστόσο, τα αρχικά επίπεδα στο
πλάσμα μειώνονται ταχέως, φθάνοντας το 10% των μέγιστων τιμών εντός 3 και 8 ωρών μετά την
ενδοφλέβια ή την από στόματος χορήγηση αντίστοιχα.
Η ολική κάθαρση του ιβανδρονικού οξέος είναι χαμηλή, με μέσες τιμές κυμαινόμενες μεταξύ 84-
160 ml/min. Η νεφρική κάθαρση (περίπου 60 ml/min σε υγιείς μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες)
αντιστοιχεί σε 50-60% της ολικής κάθαρσης και σχετίζεται με την κάθαρση κρεατινίνης. Η
διαφορά μεταξύ φαινομενικής ολικής και νεφρικής κάθαρσης θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει την
απορρόφηση από τα οστά.
Φαρμακοκινητικές ιδιότητες σε ειδικούς πληθυσμούς
Φύλο
Η βιοδιαθεσιμότητα και οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες του ιβανδρονικού οξέος είναι παρόμοιες
σε άνδρες και γυναίκες.
Φυλή
Όσον αφορά στην κατανομή του ιβανδρονικού οξέος, δεν υπάρχουν ενδείξεις κλινικώς
σημαντικών διαφορών μεταξύ Ασιατών και Καυκάσιων. Τα διαθέσιμα στοιχεία για ασθενείς
Αφρικανικής καταγωγής είναι λίγα.
Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία
Η έκθεση ασθενών με διάφορους βαθμούς νεφρικής δυσλειτουργίας στο ιβανδρονικό οξύ
σχετίζεται με την κάθαρση κρεατινίνης (CLcr). Άτομα με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (CLcr
< 30 ml/min) που ελάμβαναν από στόματος καθημερινά 10 mg ιβανδρονικού οξέος επί 21
ημέρες, παρουσίασαν, συγκριτικά με άτομα με φυσιολογική νεφρική λειτουργία, 2-3 φορές
υψηλότερες συγκεντρώσεις στο πλάσμα (CLcr ≥80 ml/min). Στα άτομα με σοβαρή νεφρική
δυσλειτουργία, η ολική κάθαρση του ιβανδρονικού οξέος μειώθηκε στα 44 ml/min συγκρινόμενη
με 129 ml/min σε άτομα με φυσιολογική νεφρική λειτουργία. Δεν είναι απαραίτητη η
προσαρμογή της δόσης για τους ασθενείς με ήπια νεφρική δυσλειτουργία (CLcr ≥50 και <80
ml/min). Για τους ασθενείς με μέτρια νεφρική δυσλειτουργία (CLcr ≥30 και <50 ml/min) ή
σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (CLcr <30 ml/min) συνιστάται προσαρμογή της δόσης (βλέπε
Παράγραφο 4.2).
Ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία
Δεν υπάρχουν φαρμακοκινητικά δεδομένα για το ιβανδρονικό οξύ σε ασθενείς με ηπατική
δυσλειτουργία. Το ήπαρ δεν διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην κάθαρση του ιβανδρονικού
οξέος δεδομένου ότι δεν μεταβολίζεται, αλλά απομακρύνεται μέσω νεφρικής απέκκρισης και
απορρόφησης από τα οστά. Ως εκ τούτου, δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης σε ασθενείς με
ηπατική δυσλειτουργία. Περαιτέρω, δεδομένου ότι στις θεραπευτικές συγκεντρώσεις, η σύνδεση
με τις πρωτεΐνες είναι 87% περίπου, η πρόκληση κλινικώς σημαντικών αυξήσεων των ελεύθερων
συγκεντρώσεων στο πλάσμα εξαιτίας της υποπρωτεϊναιμίας της σοβαρής ηπατικής
δυσλειτουργίας, δεν θεωρείται πιθανή.
Ηλικιωμένοι
Σε μία ανάλυση πολλαπλών μεταβλητών, η ηλικία δεν βρέθηκε να αποτελεί ανεξάρτητο
παράγοντα για οποιαδήποτε από τις φαρμακοκινητικές παραμέτρους που μελετήθηκαν. Ο μόνος
παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η μείωση της νεφρικής λειτουργίας με την
πάροδο της ηλικίας (βλέπε κεφάλαιο για τη νεφρική δυσλειτουργία).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Δεν υπάρχουν δεδομένα για τη χρήση του Ibandronic Αcid/Alet σε ασθενείς κάτω των 18 ετών.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Επιπτώσεις σε μη κλινικές μελέτες παρατηρήθηκαν μόνο σε έκθεση στο φάρμακο που
θεωρήθηκε ότι ήταν αρκετά πάνω από το ανώτατο όριο έκθεσης του ανθρώπου, παρουσιάζοντας
μικρή σχέση με την κλινική χρήση. Όπως με άλλα διφωσφονικά, ο νεφρός ταυτοποιήθηκε ως το
κύριο όργανο-στόχος της συστηματικής τοξικότητας.
Μεταλλαξιογόνος δράση/Καρκινογόνος δράση:
Δεν παρατηρήθηκε ένδειξη καρκινογόνου δράσης. Οι δοκιμασίες γονιδιοτοξικότητας δεν
απεκάλυψαν ενδείξεις γενετικής δραστικότητας για το ιβανδρονικό οξύ.
Τοξικότητα στην αναπαραγωγή
Δεν παρατηρήθηκαν ενδείξεις άμεσης τοξικής ή τερατογόνου δράσης του ιβανδρονικού οξέος
στο έμβρυο, σε επίμυες και κουνέλια που τους χορηγούνταν ενδοφλεβίως ή από στόματος η
ουσία. Σε αναπαραγωγικές μελέτες σε αρουραίους με από του στόματος χορήγηση η επίδραση
στη γονιμότητα αφορούσε αυξημένες προεμφυτευτικές απώλειες σε επίπεδα δόσεων του 1
mg/Kg/ημερησίως και μεγαλύτερα. Σε αναπαραγωγικές μελέτες σε αρουραίους με ενδοφλέβια
χορήγηση, το ιβανδρονικό οξύ μείωσε την ποσότητα του σπέρματος σε δόσεις 0,3 και 1
mg/kg/ημερησίως και μείωσε τη γονιμότητα σε αρσενικούς σε δόση 1 mg/kg/ημερησίως και σε
θυληκούς σε δόση 1,2 mg/kg/ημερησίως. Σε μελέτες αναπαραγωγικής τοξικότητας στον επίμυ,
οι ανεπιθύμητες ενέργειες του ιβανδρονικού οξέος ήταν εκείνες που αναμένονται για αυτήν τη
φαρμακευτική κατηγορία (διφωσφονικά). Σ’ αυτές περιλαμβάνονται μείωση των θέσεων
εμφύτευσης, παρεμπόδιση του φυσιολογικού τοκετού (δυστοκία), αυξημένος αριθμός μεταβολών
των σπλάγχνων (σύνδρομο νεφρικής πυέλου, ουρητήρα) και ανωμαλίες των οδόντων στην πρώτη
γενιά (F
1
) επίμυων.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Πυρήνας δισκίου :
Microcrystalline cellulose
Lactose monohydrate
Microcrystalline silicified cellulose
Crospovidone
Copovidone
Sodium stearyl fumarate
Επικάλυψη δισκίου :
Opadry white 02H28525, που αποτελείται από:
- HPMC 2910/Hypromellose 5 cP (E464)
- Titanium dioxide (E171)
- Propylene glycol
- Talc
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
24 μήνες
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Δεν υπάρχουν είδικες οδηγίες διατήρησης για το προΐόν αυτό
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Τα Ibandronic Acid/Alet 50 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία διατίθενται σε κυψέλες
(αλουμινίου) που περιέχουν 28 δισκία.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Κάθε μη χρησιμοποιηθέν προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με τις
κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
ALET PHARMACEUTICALS A.B.E.E.
Λεωφόρος Αθηνών 31-33, Αθήνα
Ελλάδα ΤΚ 10447
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ