ΠΕΡΙΛHΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Contrahist 5 mg, επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 5 mg διϋδροχλωρική
λεβοσετιριζίνη (ισoδύναμη με 4,2 mg λεβοσετιριζίνης).
Έκδοχo με γνωστή δράση:
Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 68,2 mg μονοϋδρική
λακτόζη.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλέπε παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο.
Τα δισκία είναι λευκά, ωοειδή, με λεπτό υμένιο (μήκους 8 mm, πλάτους 4,5
χιλιοστά), με λογότυπο «^11» στη μία όψη.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Συμπτωματική θεραπεία της αλλεργικής ρινίτιδας (συμπεριλαμβανομένης της
εμμένουσας αλλεργικής ρινιτίδας) και της κνίδωσης.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Το επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο πρέπει να λαμβάνεται από το στόμα,
να καταπίνεται ολόκληρο με κάποιο υγρό και μπορεί να λαμβάνεται με ή χωρίς
τροφή. Συνιστάται η ημερήσια δόση να λαμβάνεται σε μία λήψη.
Για παιδιά ηλικίας 2 μέχρι 6 χρονών δεν είναι δυνατή η ρύθμιση της
δοσολογίας με τη μορφή του επικαλυμμένου με λεπτό υμένιο δισκίου.
Συνιστάται η χρήση παιδιατρικής μορφής της λεβοσετιριζίνης.
Λόγω έλλειψης δεδομένων σε αυτό τον πληθυσμό, η χορήγηση λεβοσετιριζίνης
σε παιδιά και νήπια
ηλικίας κάτω των 2 ετών, δε συνιστάται.
Παιδιά ηλικίας 6 μέχρι 12 ετών:
Η ημερήσια συνιστώμενη δόση είναι 5 mg (1 επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο
δισκίο).
Ενήλικες και έφηβοι 12 ετών και άνω:
Η ημερήσια συνιστώμενη δόση είναι 5 mg (1 επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο
δισκίο).
1
Ηλικιωμένοι:
Συνιστάται προσαρμογή της δόσης σε ηλικιωμένους ασθενείς με μέτρια έως
βαριά νεφρική ανεπάρκεια (βλέπε παρακάτω Ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια).
Ενήλικοι ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια:
Τα διαστήματα μεταξύ δύο δόσεων πρέπει να εξατομικεύονται ανάλογα με τη
νεφρική λειτουργία. Συμβουλευθείτε τον παρακάτω πίνακα και προσαρμόστε τη
δόση όπως συνιστάται. Για να χρησιμοποιήσετε αυτό το δοσολογικό πίνακα,
χρειάζεται να υπολογισθεί η κάθαρση κρεατινίνης (CLcr) του ασθενούς σε
ml/min. Η CLcr (ml/min) υπολογίζεται από την κρεατινίνη ορού (mg/dl) με τον
ακόλουθο τύπο:
CLcr =
[140-ηλικία (έτη)] x βάρος
(kg)
(x 0,85 για γυναίκες)
72 x κρεατινίνη ορού (mg/dl)
Προσαρμογές δοσολογίας για ασθενείς με ανεπάρκεια νεφρικής λειτουργίας:
Παιδιατρικοί ασθενείς που πάσχουν από νεφρική ανεπάρκεια
Για παιδιατρικούς ασθενείς που πάσχουν από νεφρική ανεπάρκεια η δόση
πρέπει να εξατομικεύεται ανάλογα με τη νεφρική κάθαρση του καθε ασθενούς
και το βάρος του σώματός του. Δεν υπάρχουν ειδικά δεδομένα για τα παιδιά με
νεφρική ανεπάρκεια.
Ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια:
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης σε ασθενείς μόνο με ηπατική
ανεπάρκεια. Συνιστάται προσαρμογή της δόσης σε ασθενείς με ηπατική
ανεπάρκεια και νεφρική ανεπάρκεια (βλέπε παραπάνω Ασθενείς με νεφρική
ανεπάρκεια).
Διάρκεια χρήσης:
Η εποχιακή αλλεργική ρινιτίδα (συμπτώματα <4μέρες/εβδομάδα ή για λιγότερο
από 4 εβδομάδες) πρέπει να αντιμετωπίζεται ανάλογα με την ασθένεια και το
ιστορικό της. Το φάρμακο μπορεί να διακοπεί όταν τα συμπτώματα έχουν
εξαφανιστεί και μπορεί να ξαναρχίσει όταν επανεμφανιστούν τα συμπτώματα.
Στην περίπτωση εμμένουσας αλλεργικής ρινιτίδας (συμπτώματα
>4μέρες/εβδομάδα ή για περισσότερο από 4 εβδομάδες), μπορεί να προταθεί
συνεχής θεραπεία στον ασθενή κατά τη διάρκεια της έκθεσης σε αλλεργιογόνα.
Υπάρχει επί του παρόντος κλινική εμπειρία για 5 mg λεβοσετιριζίνη σε μορφή
επικαλυμμένου με λεπτό υμένιο δισκίου σε περίοδο θεραπείας μέχρι 6 μηνών.
Για τη χρόνια κνίδωση και χρόνια αλλεργική ρινιτίδα, υπάρχει κλινική εμπειρία
μέχρι ενός έτους για τη ρακεμική μορφή.
4.3 Αντενδείξεις
Ομάδα Κάθαρση κρεατινίνης
(ml/min)
Δόση και συχνότητα
Φυσιολογική
λειτουργία
80
1 δισκίο ημερησίως
Ήπια ανεπάρκεια
50 – 79
1 δισκίο ημερησίως
Μέτρια ανεπάρκεια
30 – 49
1 δισκίο κάθε 2 ημέρες
Βαριά ανεπάρκεια
< 30
1 δισκίο κάθε 3 ημέρες
Τελικό στάδιο
νεφροπάθειας –
Ασθενείς σε
αιμοκάθαρση
< 10
Αντενδείκνυται
2
Υπερευαισθησία στη λεβοσετιριζίνη, σε άλλα παράγωγα της πιπεραζίνης
(piperazine) ή σε κάποιο από τα έκδοχα που αναγράφονται στην παράγραφο 6.1.
Ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη,
έλλειψη ενζύμου Lapp λακτάσης ή δυσαπορρόφηση γλυκόζης - γαλακτόζης δεν
πρέπει να λαμβάνουν το φάρμακο αυτό.
Ασθενείς με βαριά νεφρική ανεπάρκεια και κάθαρση κρεατινίνης μικρότερη από
10 ml/min.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά χρήση
Δεν συνιστάται χρήση του επικαλυμμένου με λεπτό υμένιο δισκίου σε παιδιά
ηλικίας κάτω των 6 ετών, εφόσον τα επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία δεν
επιτρέπουν προσαρμογή της δόσης. Συνιστάται χρήση παιδιατρικής μορφής της
λεβοσετιριζίνης.
Αν και είναι διαθέσιμα μερικά κλινικά στοιχεία σε παιδιά ηλικίας 6 μηνών έως
12 ετών ( βλέπε παρ. 4.8, 5.1 και 5.2), τα δεδομένα δεν είναι επαρκή για να
υποστηρίξουν τη χορήγηση λεβοσετιριζίνης σε βρέφη και νήπια ηλικίας κάτω
των 2 ετών.
Συνιστάται προσοχή στη λήψη οινοπνεύματος (βλέπε Αλληλεπιδράσεις).
Συνιστάται προσοχή σε ασθενείς με προδιαθεσικούς παράγοντες για
κατακράτηση ούρων (π.χ. τραυματισμός νωτιαίου μυελού, υπερπλασία του
προστάτη) καθώς η λεβοσετιριζίνη είναι δυνατόν να αυξήσει τον κίνδυνο
κατακράτησης ούρων.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες αλληλεπίδρασης της λεβοσετιριζίνης με
άλλα φάρμακα (περιλαμβανομένων και των φαρμάκων που επάγουν το
CYP3A4). Μελέτες με τη ρακεμική μορφή σετιριζίνης έδειξαν ότι δεν προέκυψαν
κλινικώς σημαντικές ανεπιθύμητες αλληλεπιδράσεις (με αντιπυρίνη,
ψευδοεφεδρίνη, σιμετιδίνη, κετοκοναζόλη, ερυθρομυκίνη, αζιθρομυκίνη,
γλιπιζίδη και διαζεπάμη). Παρατηρήθηκε μια μικρή (16%) ελάττωση της
κάθαρσης της σετιριζίνης σε μελέτη πολλαπλών δόσεων με θεοφυλλίνη (400 mg
μία φορά την ημέρα), ενώ η αποβολή της θεοφυλλίνης δεν μεταβλήθηκε από την
ταυτόχρονη χορήρηγηση της σετιριζίνης.
Σε πολλαπλές μελέτες με ριτοναβίρη (600 mg δύο φορές ημερησίως) και
σετιριζίνη (10 mg μια φορά ημερησίως), η έκθεση στη σετιριζίνη αυξήθηκε κατά
40% περίπου, ενώ η έκθεση στη ριτοναβίρη κατά τη συγχορήγηση σετιριζίνης
ήταν ελαφρώς παραλλαγμένη (-11 %).
Ο βαθμός απορρόφησης της λεβοσετιριζίνης δεν ελαττώνεται από την τροφή,
μολονότι ελαττώνεται η ταχύτητα απορρόφησης.
Σε ευαίσθητους ασθενείς, η ταυτόχρονη χορήγηση σετιριζίνης ή
λεβοσετιριζίνης και οινοπνεύματος ή άλλων κατασταλτικών του ΚΝΣ μπορεί να
επιδράσει στο κεντρικό νευρικό σύστημα, μολονότι έχει παρατηρηθεί ότι η
ρακεμική μορφή σετιριζίνης δεν ενισχύει τη δράση του οινοπνεύματος.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα κλινικά δεδομένα έκθεσης εγκύων στη λεβοσετιριζίνη.
3
Μελέτες σε πειραματόζωα δεν έδειξαν άμεσες ή έμμεσες δυσμενείς επιπτώσεις
στην κύηση, την ανάπτυξη του εμβρύου/κυήματος, τον τοκετό ή την
μεταγενετική ανάπτυξη του νεογνού . Η χορήγηση της λεβοσετιριζίνης σε
εγκύους ή σε γυναίκες στη διάρκεια της γαλουχίας πρέπει να γίνεται με
προσοχή.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Συγκριτικές κλινικές μελέτες δεν αποκάλυψαν στοιχεία ότι η λεβοσετιριζίνη
στη συνιστώμενη δοσολογία επηρεάζει τη διανοητική εγρήγορση, την ικανότητα
αντίδρασης ή την ικανότητα οδήγησης.
Ωστόσο μερικοί ασθενείς ενδεχομένως να εμφανίσουν υπνηλία, κόπωση και
αδυναμία όταν λαμβάνουν λεβοσετιριζίνη.
Επομένως, ασθενείς οι οποίοι προτίθενται να οδηγούν, να απασχοληθούν σε
δυνητικά επικίνδυνες δραστηριότητες ή να χειρισθούν μηχανήματα πρέπει να
λαμβάνουν υπόψη την ανταπόκρισή τους στο φάρμακο.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Κλινικές μελέτες
Σε κλινικές μελέτες επί γυναικών και ανδρών ηλικίας 12 μέχρι 71 ετών, το
15,1% των ασθενών της ομάδας που έλαβε λεβοσετιριζίνη 5 mg είχαν
τουλάχιστον μία ανεπιθύμητη ενέργεια, σε σύγκριση με το 11,3% στην ομάδα
του εικονικού φαρμάκου. Το 91,6% αυτών των ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν
ήπιας μέχρι μέτριας βαρύτητας.
Σε θεραπευτικές δοκιμές με λεβοσετιριζίνη, το ποσοστό ασθενών που
αποσύρθηκαν λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν 1,0% (9/935) στην ομάδας
που έλαβε τη λεβοσετιριζίνη 5 mg, και 1,8% (14/771) στην ομάδα του
εικονικού φαρμάκου.
Οι κλινικές θεραπευτικές δοκιμές με λεβοσετιριζίνη περιέλαβαν 935 άτομα που
εξετέθησαν στο φάρμακο στη συνιστώμενη δόση των 5 mg ημερησίως. Από το
σύνολο των παρατηρήσεων, η ακόλουθη συχνότητα ανεπιθύμητων ενεργειών
αναφέρθηκε σε ποσοστό 1% ή μεγαλύτερο (συχνές: ≥1/100, <1/10) στην ομάδα
της λεβοσετιριζίνης 5 mg ή του εικονικού φαρμάκου:
Προτιμώμενος
όρος
(WHO ART)
Εικονικ
ό
φάρμακ
ο
(n = 771)
Levocetirizine 5 mg
(n = 935)
Κεφαλαλγία 25 (3,2%) 24 (2,6%)
Υπνηλία
11 (1,4%) 49 (5,2%)
Ξηροστομία 12 (1,6%) 24 (2,6%)
Κόπωση
9 (1,2%) 23 (2,5%)
Παρατηρήθηκαν ακόμα όχι συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες
(όχι συχνές ≥1/1.000,
<1/100) όπως αδυναμία ή κοιλιακά άλγη.
Η συχνότητα των κατασταλτικών ανεπιθύμητων ενεργειών όπως υπνηλία,
κόπωση και αδυναμία ήταν αθροιστικά συχνότερη (8,1%) στην ομάδα της
λεβοσετιριζίνης 5 mg από ότι του εικονικού φαρμάκου (3,1%).
4
Παιδιατρικός πληθυσμός
Σε δύο ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο μελέτες, σε παιδιατρικούς ασθενείς,
ηλικίας 6-11 μηνών και ηλικίας 1 έτους έως κάτω των 6 ετών, 159 άτομα
εκτέθηκαν στη λεβοσετιριζίνη σε δόση 1,25 mg ημερησίως για 2 εβδομάδες
και 1,25 mg δυο φορές ημερησίως, αντίστοιχα. Η ακόλουθη συχνότητα των
ανεπιθύμητων ενεργειών αναφέρθηκε σε ποσοστό 1% ή μεγαλύτερο με τη
λεβοσετιριζίνη ή το εικονικό φάρμακο:
Κατηγορία
Οργανικού
Συστήματος και
Προτιμώμενος όρος
Εικονικό φάρμακο
(n=83)
Levocetirizine
(n=159)
Διαταραχές του
γαστρεντερικού
συστήματος
Διάρροια
0
3(1,9%)
Έμετος 1(1,2%) 1(0,6%)
Δυσκοιλιότητα
0
2(1,3%)
Υπερέκκριση σιέλου 1(1,2%) 0
Γενικές διαταραχές
και διαταραχές της
οδού χορήγησης
Δίψα 1(1,2%)
0
Πείνα 1(1,2%)
0
Κόπωση 1(1,2%)
0
Διαταραχές του
μεταβολισμού και
της θρέψης
Ανορεξία 1(1,2%) 0
Διαταραχές του
νευρικού
συστήματος
Υπνηλία 2(2,4%) 3(1,9%)
Ψυχοκινητική
υπερδραστηριότητα
1(1,2%)
0
Ψυχιατρικές
διαταραχές
Διαταραχή ύπνου
0
2(1,3%)
Μετρίου βαθμού
αϋπνία
1(1,2%)
0
Διαταραχές του
αναπνευστικού
συστήματος, του
θώρακα και του
μεσοθωρακίου
Επίσταξη 1(1,2%) 0
Διαταραχές του
δέρματος και του
υποδόριου ιστού
Κνησμός 1(1,2%)
0
Σε παιδιά ηλικίας 6-12 ετών, διπλές τυφλές ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο
μελέτες πραγματοποιήθηκαν, όπου 243 παιδιά έλαβαν 5mg λεβοσετιριζίνης
ημερησίως για διάφορα χρονικά διαστήματα που κυμαίνονταν από λιγότερο
5
από μία εβδομάδα έως 13 εβδομάδες. Η ακόλουθη συχνότητα των
ανεπιθύμητων ενεργειών αναφέρθηκε σε ποσοστό 1% ή μεγαλύτερο, με τη
λεβοσετιριζίνη ή το εικονικό φάρμακο.
Προτιμώμενο
ςόρος
Εικονικόφάρ
μακο
(n = 240)
Levocetirizine 5 mg
(n = 243)
Κεφαλαλγία 5 (2,1%) 2 (0,8%)
Υπνηλία 1 (0,4%) 7 (2,9%)
Όπως αναφέρεται στις παραγράφους 4.2 και 4.4, παρακαλούμε να σημειώσετε
ότι, ακόμη και αν τα κλινικά δεδομένα που παρουσιάζονται σε αυτή την
ενότητα είναι διαθέσιμα για παιδιά ηλικίας 6 μηνών έως 12 ετών, δεν έχουμε
επαρκή στοιχεία για να υποστηριχθεί η χορήγηση του προϊόντος σε βρέφη και
νήπια ηλικίας κάτω των 2 ετών.
Εμπειρία μετά την κυκλοφορία
Οι Ανεπιθύμητες ενέργειες από την εμπειρία μετά την κυκλοφορία του
φαρμάκου είναι ανά Κατηγορία οργανικού συστήματος και ανά συχνότητα. Η
συχνότητα ορίζεται ως εξής:
πολύ συχνές ( 1/10), συχνές (≥ 1/100 έως <1/10), όχι συχνές (1/1.000
έως <1/100), σπάνιες (1/10.000 έως <1/1000), πολύ σπάνιες (<1/10.000),
μη γνωστές εν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος:
Μη γνωστές: υπερευαισθησία, συμπεριλαμβανομένης της αναφυλαξίας
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης:
Μη γνωστές: αυξημένη όρεξη
Ψυχιατρικές διαταραχές:
Μη γνωστές: επιθετικότητα, διέγερση, ψευδαισθήσεις, κατάθλιψη,
αϋπνία, αυτοκτονικός ιδεασμός
Διαταραχές του νευρικού συστήματος συστήματος:
Μη γνωστές: σπασμοί, παραισθησία, ζάλη, απώλεια συνείδησης,
τρόμος, δυσγευσία
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου:
Μη γνωστές: ίλιγγος
Οφθαλμικές διαταραχές:
Μη γνωστές: διαταραχές όρασης, θολή όραση
Καρδιακές διαταραχές:
Μη γνωστές: αίσθημα παλμών, ταχυκαρδία
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του
μεσοθωρακίου:
Μη γνωστές: δύσπνοια
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος:
Μη γνωστές: ναυτία, έμετος
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων:
Μη γνωστές: ηπατίτις
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών:
Μη γνωστές: δυσουρία, κατακράτηση ούρων
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού:
Μη γνωστές: αγγειονευρωτικό οίδημα, σταθερό φαρμακευτικό
εξάνθημα, κνησμός, εξάνθημα, κνίδωση
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος, του συνδετικού ιστού και
των οστών:
6
Μη γνωστές: μυαλγία
Γενικές διαταραχές και διαταραχές της οδού χορήγησης
Μη γνωστές: οίδημα
Παρακλινικές εξετάσεις:
Μη γνωστές: αύξηση σωματικού βάρους, μη φυσιολογικές ηπατικές
δοκιμασίες
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη
χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμάκου είναι σημαντική. Επιτρέπει τη
συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους/κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες της υγείας να αναφέρουν
οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του εθνικού
συστήματος αναφοράς:
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων, Μεσογείων 284, 15562, Χολαργός, Αθήνα,
Τηλ: 213 2040380/337, Φαξ: 210 6549585, ιστότοπος: www.eof.gr.
4.9 Υπερδοσολογία
α) Συμπτώματα
Τα συμπτώματα υπερδοσολογίας περιλαμβάνουν υπνηλία στους ενηλίκoυς,
ενώ στα παιδιά αρχικά διέγερση και νευρικότητα, με επακόλουθη υπνηλία.
β) Αντιμετώπιση υπερδοσολογίας
Δεν υπάρχει γνωστό ειδικό αντίδοτο για τη λεβοσετιριζίνη.
Εάν γίνει υπέρβαση δόσης, συνιστάται συμπτωματική ή υποστηρικτική
αγωγή. Πλύση στομάχου ενδείκνυται εφόσον το φάρμακο ελήφθη προ ολίγου.
Η λεβοσετιριζίνη δεν απομακρύνεται αποτελεσματικά με αιμοκάθαρση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: αντιισταμινικό για συστηματική χρήση,
παράγωγο της πιπεραζίνης, κωδικός ATC: R06A E09.
Η λεβοσετιριζίνη, το (R) εναντιομερές της σετιριζίνης, είναι ένας ισχυρός και
εκλεκτικός ανταγωνιστής των περιφερικών Η1 υποδοχέων.
Μελέτες σύνδεσης έδειξαν ότι η λεβοσετιριζίνη έχει μεγάλη συγγένεια με τους
ανθρώπινους Η1 υποδοχείς (Ki = 3,2 nmol/l). Η λεβοσετιριζίνη έχει δύο φορές
μεγαλύτερη συγγένεια από τη σετιριζίνη (Ki = 6,3 nmol/l). Η λεβοσετιριζίνη
αποσυνδέεται από τους Η1 υποδοχείς με χρόνο ημίσειας ζωής 115 ± 38 min.
Μετά από εφάπαξ χορήγηση, η λεβοσετιριζίνη εμφανίζει δέσμευση των
υποδοχέων κατά 90% στις 4 ώρες και 57% στις 24 ώρες.
Φαρμακοδυναμικές μελέτες σε υγιείς εθελοντές δείχνουν ότι η λεβοσετιριζίνη,
στο μισό της δόσης της σετιριζίνης, έχει συγκρίσιμη δράση, τόσο στο δέρμα όσο
και στη ρινική κοιλότητα.
Η φαρμακοδυναμική δραστικότητα της λεβοσετιριζίνης έχει μελετηθεί σε
τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες:
7
Σε μια μελέτη που συγκρίνει τα αποτελέσματα της λεβοσετιριζίνης 5mg, της
δεσλοραταδίνης 5mg, και εικονικού φαρμάκου σε πομφό και ερύθημα
προκαλούμενα από ισταμίνη, η θεραπεία με λεβοσετιριζίνη είχε ως αποτέλεσμα
σημαντική μείωση του σχηματισμού πομφού και του ερυθήματος, που ήταν
υψηλότερη κατά τις πρώτες 12 ώρες και διήρκεσε 24 ώρες, (p<0,001) σε σχέση
με το εικονικό φάρμακο και τη δεσλοραταδίνη.
Η έναρξη της δράσης της λεβοσετιριζίνης 5 mg στον έλεγχο των συμπτωμάτων
που προκαλούνται από γύρη έχει παρατηρηθεί σε 1 ώρα μετά από λήψη του
φαρμάκου σε ελεγχόμενες δοκιμές με εικονικό φάρμακο σε μοντέλο θαλάμου
πρόκλησης με αλλεργιογόνο.
Οι
in
vitro
μελέτες (θάλαμος Boyden και τεχνικές κυτταρικής στιβάδος) έδειξαν
ότι η λεβοσετιριζίνη αναστέλλει την διεγειρόμενη από την ηωταξίνη
διενδοθηλιακή μετανάστευση των ηωσινοφίλων, μέσω δερματικών όσο και
πνευμονικών κυττάρων. Πειραματική φαρμακοδυναμική μελέτη in νίνο (τεχνική
θαλάμου του δέρματος) έδειξε τρία κύρια ανασταλτικά φαινόμενα με δόση
λεβοσετιριζίνης 5mg τις πρώτες 6 ώρες της προκαλούμενης από γύρη
αντίδρασης, σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο, σε 14 ενήλικες ασθενείς:
αναστολή της έκλυσης VCAM-1, ρύθμιση της αγγειακής διαπερατότητας και
μείωση της προσέλκυσης ηωσινοφίλων.
Η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια της λεβοσετιριζίνης έχουν αποδειχθεί
σε πολλές διπλά-τυφλές ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο κλινικές μελέτες, σε
ενήλικες ασθενείς πάσχοντες από εποχιακή, χρόνια ή εμμένουσα αλλεργική
ρινίτιδα. Η λεβοσετιριζίνη έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει σημαντικά τα
συμπτώματα της αλλεργικής ρινιτίδας, συμπεριλαμβανομένης της ρινικής
απόφραξης σε κάποιες μελέτες.
Μια κλινική μελέτη διάρκειας 6 μηνών σε 551 ενήλικους ασθενείς (εκ των
οποίων οι 276 έλαβαν λεβοσετιριζίνη) πάσχοντες από εμμένουσα αλλεργική
ρινίτιδα (συμπτώματα που διαρκούν 4 ημέρες την εβδομάδα και για
τουλάχιστον 4 συνεχόμενες εβδομάδες) και ευαισθητοποιημένους στα ακάρεα
της οικιακής σκόνης και τη γύρη αγρωστωδών έδειξε ότι η λεβοσετιριζίνη 5 mg
είναι κλινικά και στατιστικά περισσότερο ισχυρή από το εικονικό φάρμακο
στην ανακούφιση από το σύνολο των συμπτωμάτων αλλεργικής ρινίτιδας
καθ'όλη τη διάρκεια της μελέτης, χωρίς ανάπτυξη ταχυφυλαξίας. Καθ’ όλη τη
διάρκεια της μελέτης, η λεβοσετιριζίνη βελτίωσε σημαντικά την ποιότητα ζωής
των ασθενών.
Η παιδιατρική ασφάλεια και αποτελεσματικότητα των δισκίων λεβοσετιριζίνης
έχουν μελετηθεί σε δύο κλινικές μελέτες ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο, που
περιελάμβαναν ασθενείς ηλικίας 6 έως 12 ετών με εποχιακή και χρόνια
αλλεργική ρινιτίδα, αντίστοιχα. Και στις δύο μελέτες η λεβοσετιριζίνη
βελτίωσε σημαντικά τα συμπτώματα και βελτίωσε την ποιότητα ζωής.
Σε παιδιά ηλικίας κάτω των 6 ετών, η κλινική ασφάλεια έχει αποδειχθεί από
πολλές βραχείας ή μακράς διαρκείας μελέτες:
- μια κλινική μελέτη στην οποία 29 παιδιά ηλικίας 2-6 ετών με αλλεργική
ρινίτιδα έλαβαν λεβοσετιριζίνη 1,25 mg δύο φορές την ημέρα για 4
εβδομάδες.
- μια κλινική μελέτη στην οποία 114 παιδιά ηλικίας 1-5 ετών με αλλεργική
ρινίτιδα ή χρόνια ιδιοπαθή κνίδωση έλαβαν λεβοσετιριζίνη 1,25 mg δύο
φορές την ημέρα για 2 εβδομάδες.
8
- μια κλινική μελέτη στην οποία 45 παιδιά ηλικίας 6-11 μηνών με
αλλεργική ρινίτιδα ή χρόνια ιδιοπαθή κνίδωση έλαβαν λεβοσετιριζίνη
1,25 mg μία φορά την ημέρα για 2 εβδομάδες.
- μια μακράς διαρκείας (18 μηνών ) κλινική μελέτη σε 255 ατοπικούς
ασθενείς υπό θεραπεία με λεβοσετιριζίνη ηλικίας 12-24 μηνών όταν
εντάχθηκαν στην μελέτη.
Το προφίλ ασφαλείας ήταν παρόμοιο με αυτό που παρατηρήθηκε σε μελέτες
βραχείας διαρκείας σε παιδιά ηλικίας 1-5 ετών.
Σε κλινική μελέτη ελεγχόμενη με εικονικό φαρμάκου στη οποία έλαβαν μέρος
166 ασθενείς με χρόνια ιδιοπαθή κνίδωση, 85 ασθενείς έλαβαν εικονικό
φάρμακο και 81 ασθενείς λεβοσετιριζίνη 5mg ημερησίως για πάνω από έξι
εβδομάδες. Η θεραπεία με λεβοσετιριζίνη επέφερε σημαντική μείωση βαρύτητας
κνησμού από την πρώτη εβδομάδα και για όλη τη διάρκεια της θεραπείας σε
σύγκριση με το εικονικό φάρμακο. H λεβοσετιριζίνη επίσης οδήγησε σε
μεγαλύτερη βελτίωση της σχετιζόμενης με την υγεία ποιότητας ζωής, όπως
αξιολογείται από το Δείκτη Ποιότητας Ζωής στη Δερματολογία (Dermatology
Life Quality Index) σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο.
Η χρόνια ιδιοπαθής κνίδωση μελετήθηκε ως μοντέλο για καταστάσεις
κνίδωσης. Εφόσον η απελευθέρωση ισταμίνης είναι αιτιολογικός παράγοντας
σε κνιδωτικές ασθένειες, η λεβοσετιριζίνη αναμένεται να είναι αποτελεσματική
παρέχοντας ανακούφιση από τα συμπτώματα και σε άλλες κνιδωτικές εκτός
από τη χρόνια ιδιοπαθή κνίδωση.
Σχέση φαρμακοκινητικής/φαρμακοδυναμικής:
Η δράση της λεβοσετιριζίνης επί των προκαλούμενων από ισταμίνη
δερμοαντιδράσεων ήταν ανεξάρτητη από τις συγκεντρώσεις στο πλάσμα.
ΗΚΓ καταγραφές δεν έδειξαν σχετικές επιδράσεις της λεβοσετιριζίνης στο
διάστημα QT.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Η φαρμακοκινητική της λεβοσετιριζίνης είναι γραμμική, δεν είναι δοσο- και
χρονο-εξαρτώμενη, με μικρή μεταβλητότητα μεταξύ ατόμων. Η
φαρμακοκινητική εικόνα είναι η ίδια, είτε χορηγείται μόνο ως εναντιομερές είτε
ως σετιριζίνη. Κατά τη διεργασία της απορρόφησης και της αποβολής δεν
γίνεται στερεοσκοπική αντιστροφή του μορίου.
Απορρόφηση:
Η λεβοσετιριζίνη απορροφάται ταχέως και σε μεγάλο βαθμό έπειτα από
χορήγηση από το στόμα. Ανώτατες συγκεντρώσεις στο πλάσμα επιτυγχάνονται
0,9 ώρες μετά τη χορήγηση. Σταθεροποιημένη κατάσταση επιτυγχάνεται μετά
από δύο μέρες. Οι τυπικές ανώτατες συγκεντρώσεις είναι 270 ng/ml και 308
ng/ml μετά από εφάπαξ και επαναλαμβανόμενη χορήγηση δόσης 5 mg μία φορά
την ημέρα, αντίστοιχα. Το ποσοστό απορρόφησης είναι ανεξάρτητο από τη δόση
και δεν μεταβάλλεται από την τροφή, αλλά οι ανώτατες συγκεντρώσεις
μειώνονται και επιτυγχάνονται βραδύτερα.
Κατανομή:
Δεν υπάρχουν δεδομένα κατανομής της λεβοσετιριζίνης στον άνθρωπο, ούτε
σχετικά με τη διέλευση της λεβοσετιριζίνης διαμέσου του αιματοεγκεφαλικού
φραγμού. Σε σκύλους και αρουραίους, τα υψηλότερα επίπεδα στους ιστούς
βρέθηκαν στο ήπαρ και στους νεφρούς, ενώ τα χαμηλότερα στο ΚΝΣ.
9
Η λεβοσετιριζίνη συνδέεται με τις πρωτεΐνες του πλάσματος σε ποσοστό 90%.
Η κατανομή της λεβοσετιριζίνης είναι περιορισμένη, καθώς ο όγκος κατανομής
είναι 0,4 l/kg.
Βιομετασχηματισμός:
Ο βαθμός μεταβολισμού της λεβοσετιριζίνης στον άνθρωπο είναι μικρότερος
του 14% της δόσης και επομένως οι διαφορές που οφείλονται σε γενετική
πολυμορφία ή σε ταυτόχρονη λήψη αναστολέων ενζύμων αναμένεται να είναι
αμελητέες. Οι μεταβολικές οδοί περιλαμβάνουν αρωματική οξείδωση, Ν- και Ο-
απαλκυλίωση και σύζευξη με ταυρίνη. Οι οδοί απαλκυλίωσης
πραγματοποιούνται κυρίως μέσω CYP 3A4, ενώ στην αρωματική οξείδωση
μεσολαβούν πολλές και/ή μη αναγνωρισμένες ισόμορφες του CYP. Η
λεβοσετιριζίνη δεν επηρεάζει τις δραστηριότητες των ισοενζύμων 1A2, 2C9,
2C19, 2D6, 2E1 και 3A4 του CYP σε συγκεντρώσεις πολύ μεγαλύτερες από τις
ανώτατες συγκεντρώσεις που επιτυγχάνονται έπειτα από δόση 5mg από το
στόμα.
Λόγω του χαμηλού μεταβολισμού της και της απουσίας δυναμικού μεταβολικής
αναστολής, η αλληλεπίδραση της λεβοσετιριζίνης με άλλες ουσίες και
αντιστρόφως, δεν είναι πιθανή.
Αποβολή:
Στους ενήλικες ο χρόνος ημίσειας ζωής στο πλάσμα είναι 7,9 ± 1,9 ώρες.
Η μέση φαινομενική ολική κάθαρση του σώματος είναι 0,63 ml/min/kg. Η κύρια
οδός απέκκρισης της λεβοσετιριζίνης και των μεταβολιτών της είναι μέσω των
ούρων, αντιπροσωπεύοντας κατά μέσον όρο το 85,4% της δόσης Η απέκκριση
δια των κοπράνων αντιπροσωπεύει μόλις το 12,9% της δόσης. Η λεβοσετιριζίνη
απεκκρίνεται τόσο με σπειραματική διήθηση όσο και με ενεργητική απέκκριση
από τα νεφρικά σωληνάρια.
Νεφρική ανεπάρκεια:
Η φαινομενική κάθαρση της λεβοσετιριζίνης από τον οργανισμό συσχετίζεται
με την κάθαρση της κρεατινίνης. Επομένως συνιστάται προσαρμογή των
διαστημάτων μεταξύ δόσεων της λεβοσετιριζίνης, με βάση την κάθαρση
κρεατινίνης σε ασθενείς με μέτρια και βαριά νεφρική ανεπάρκεια. Σε ασθενείς
με ανουρία και τελικό στάδιο νεφροπάθειας, η ολική κάθαρση κρεατινίνης,
ελαττώνεται περίπου κατά 80% σε σύγκριση με φυσιολογικά άτομα. Η
ποσότητα της λεβοσετιριζίνης που αποβλήθηκε στη διάρκεια μιας 4ωρης
τυπικής συνεδρίας αιμοκάθαρσης ήταν <10%.
Παιδιατρικός πληθυσμός:
Τα στοιχεία από μια παιδιατρική φαρμακοκινητική μελέτη όπου χορηγήθηκε από
το στόμα εφάπαξ δόση 5 mg λεβοσετιριζίνης σε 14 παιδιά ηλικίας 6 έως 11
ετών, με σωματικό βάρος μεταξύ 20 και 40 kg, δείχνουν πως οι τιμές των Cmax
και AUC είναι περίπου διπλάσιες εκείνων που είχαν αναφερθεί σε υγιείς
ενήλικες σε μια διασταυρούμενη-μελέτη σύγκρισης. Η μέση Cmax ήταν 450ng/mL,
σε μέσο χρόνο 1,2 ώρες, σε κανονικοποιημένο βάρος, ο συνολικός χρόνος
αποβολής ήταν 30% μεγαλύτερος και η ημιπερίοδος αποβολής ήταν 24%
μικρότερη στον παιδιατρικό πληθυσμό απ’ ότι στους ενήλικες. Δεν διεξήχθησαν
φαρμακοκινητικές μελέτες αποκλειστικά για παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας
κάτω των 6 ετών. Μια αναδρομική φαρμακοκινητική ανάλυση πληθυσμού
διεξήχθη σε 324 άτομα (181 παιδιά ηλικίας 1-5 ετών, 18 παιδιά ηλικίας 6-11
ετών και 124 ενήλικες 18-55 ετών) που έλαβαν εφάπαξ ή πολλαπλές δόσεις
λεβοσετιριζίνης που κυμαίνονταν από 1,25 έως 30 mg. Τα στοιχεία που
προέκυψαν από αυτή την ανάλυση υπέδειξαν πως η χορήγηση 1,25 mg μια φορά
10
την ημέρα σε παιδιά ηλικίας 6 μηνών έως 5 ετών αναμένεται να οδηγεί σε
συγκεντρώσεις στο πλάσμα παρόμοιες με αυτές σε ενήλικες που λαμβάνουν 5
mg μια φορά την ημέρα.
Γηριατρικοί ασθενείς:
Περιορισμένα φαρμακοκινητικά στοιχεία είναι διαθέσιμα για ηλικιωμένα
άτομα. Μετά από επαναλαμβανόμενη χορήγηση 30 mg λεβοσετιριζίνης μια φορά
την ημέρα επί 6 ημέρες σε 9 ηλικιωμένα άτομα (ηλικίας 65-74 ετών), ο
συνολικός ρυθμός αποβολής ήταν περίπου 33% χαμηλότερος από εκείνον σε
νεότερους ενήλικες. Η διάθεση της ρακεμικής σετιριζίνης φαίνεται να
εξαρτάται από την νεφρική λειτουργία παρά από την ηλικία. Αυτό το εύρημα
μπορεί επίσης να εφαρμοστεί και για τη λεβοσετιριζίνη, καθώς τόσο η
λεβοσετοριζίνη όσο και η σετιριζίνη απεκκρίνονται κατά κύριο λόγο στα ούρα.
Συνεπώς, η δόσης της λεβοσετιριζίνης πρέπει να ρυθμιστεί σύμφωνα με τη
νεφρική λειτουργία στους ηλικιωμένους ασθενείς.
Φύλο:
Φαρμακοκινητικά αποτελέσματα για 77 ασθενείς (40 άνδρες, 37 γυναίκες)
αξιολογήθηκαν για πιθανή συσχέτιση με το φύλο. Ο χρόνος ημίσειας ζωής ήταν
ελαφρά μικρότερος στις γυναίκες (7,08 1,72 ώρες) απ’ ότι στους άνδρες (8,62
1,84 ώρες). Η σταθμισμένη με βάρος σώματος αποβολή μετά από του
στόματος χορήγηση στις γυναίκες (0,67 0,16 mL/min/Kg) δείχνει ωστόσο να
είναι συγκρίσιμη με αυτή των ανδρών (0,59 0,12 mL/min/Kg). Οι ίδιες
ημερήσιες δόσεις και μεσοδιαστήματα μπορεί να εφαρμοστούν σε άνδρες και
γυναίκες με φυσιολογική νεφρική λειτουργία.
Φυλή:
Η επίδραση της φυλής στη λεβοσετιριζίνη δεν έχει μελετηθεί. Καθώς η
λεβοσετιριζίνη απεκκρίνεται κυρίως μέσω των νεφρών, και δεν υπάρχουν
σημαντικές φυλετικές διαφορές στην κάθαρση κρεατινίνης, τα
φαρμακοκινητικά χαρακτηριστικά της λεβοσετιριζίνης δεν αναμένεται να είναι
διαφορετικά μεταξύ των φυλών. Δεν έχει παρατηρηθεί καμία διαφορά που να
σχετίζεται με τη φυλή, στην φαρμακοκινητική της ρακεμικής σετιζίνης.
Ηπατική ανεπάρκεια:
Η φαρμακοκινητική της λεβοσετιριζίνης σε άτομα με ηπατική ανεπάρκεια δεν
έχει ελεγχθεί. Σε ασθενείς με χρόνια ηπατική νόσο ( ηπατοκυτταρική,
χολοστατική και χολική κίρρωση) που είχαν λάβει εφάπαξ δόση 10 ή 20 mg
ρακεμικής σετιριζίνης, είχαν 50% αύξηση στο χρόνο ημίσειας ζωής και 40%
μείωση στην αποβολή σε σύγκριση με υγιή άτομα.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα μη κλινικά δεδομένα δεν αποκαλύπτουν ιδιαίτερο κίνδυνο για τον άνθρωπο με
βάση τις συμβατικές μελέτες φαρμακολογικής ασφάλειας, τοξικότητας
επαναλαμβανόμενων δόσεων, τοξικότητας στην αναπαραγωγική ικανότητα,
γονοτοξικότητας ή καρκινογένεσης.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Πυρήνας:
Μικροκρυσταλλική κυτταρίνη (τύπος 102)
Μονοϋδρική λάκτοζη
11
Στεατικό μαγνήσιο
Επικάλυψη:
Υπρομελλόζη 6cP
Διοξείδιο του τιτανίου (E 171)
Πολυαιθυλενογλυκόλη 400
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
2 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Δεν υπάρχουν ειδικές οδηγίες διατήρησης για το προϊόν αυτό.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Blister από φύλλο αλουμινίου/ΟPA/φύλλο αλουμινίου/PVC
Συσκευασίες των: 7, 10, 14, 15, 21, 28, 30, 50, 56, 60, 90, 98 και 100
επικαλυμμένων με λεπτό υμένιο δισκίων.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Καμία ειδική υποχρέωση.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
PHARMA Q A.E.
Eφέσου 6, Νέα Σμύρνη, 17121, Αθήνα
8. ΑΡΙΘΜΟΣ (ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
27010/4-4-2013
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣHΣ TΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
4-4-2013
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
12