Η λεβοσετιριζίνη συνδέεται με τις πρωτεΐνες του πλάσματος σε ποσοστό 90%.
Η κατανομή της λεβοσετιριζίνης είναι περιορισμένη, καθώς ο όγκος κατανομής
είναι 0,4 l/kg.
Βιομετασχηματισμός:
Ο βαθμός μεταβολισμού της λεβοσετιριζίνης στον άνθρωπο είναι μικρότερος
του 14% της δόσης και επομένως οι διαφορές που οφείλονται σε γενετική
πολυμορφία ή σε ταυτόχρονη λήψη αναστολέων ενζύμων αναμένεται να είναι
αμελητέες. Οι μεταβολικές οδοί περιλαμβάνουν αρωματική οξείδωση, Ν- και Ο-
απαλκυλίωση και σύζευξη με ταυρίνη. Οι οδοί απαλκυλίωσης
πραγματοποιούνται κυρίως μέσω CYP 3A4, ενώ στην αρωματική οξείδωση
μεσολαβούν πολλές και/ή μη αναγνωρισμένες ισόμορφες του CYP. Η
λεβοσετιριζίνη δεν επηρεάζει τις δραστηριότητες των ισοενζύμων 1A2, 2C9,
2C19, 2D6, 2E1 και 3A4 του CYP σε συγκεντρώσεις πολύ μεγαλύτερες από τις
ανώτατες συγκεντρώσεις που επιτυγχάνονται έπειτα από δόση 5mg από το
στόμα.
Λόγω του χαμηλού μεταβολισμού της και της απουσίας δυναμικού μεταβολικής
αναστολής, η αλληλεπίδραση της λεβοσετιριζίνης με άλλες ουσίες και
αντιστρόφως, δεν είναι πιθανή.
Αποβολή:
Στους ενήλικες ο χρόνος ημίσειας ζωής στο πλάσμα είναι 7,9 ± 1,9 ώρες.
Η μέση φαινομενική ολική κάθαρση του σώματος είναι 0,63 ml/min/kg. Η κύρια
οδός απέκκρισης της λεβοσετιριζίνης και των μεταβολιτών της είναι μέσω των
ούρων, αντιπροσωπεύοντας κατά μέσον όρο το 85,4% της δόσης Η απέκκριση
δια των κοπράνων αντιπροσωπεύει μόλις το 12,9% της δόσης. Η λεβοσετιριζίνη
απεκκρίνεται τόσο με σπειραματική διήθηση όσο και με ενεργητική απέκκριση
από τα νεφρικά σωληνάρια.
Νεφρική ανεπάρκεια:
Η φαινομενική κάθαρση της λεβοσετιριζίνης από τον οργανισμό συσχετίζεται
με την κάθαρση της κρεατινίνης. Επομένως συνιστάται προσαρμογή των
διαστημάτων μεταξύ δόσεων της λεβοσετιριζίνης, με βάση την κάθαρση
κρεατινίνης σε ασθενείς με μέτρια και βαριά νεφρική ανεπάρκεια. Σε ασθενείς
με ανουρία και τελικό στάδιο νεφροπάθειας, η ολική κάθαρση κρεατινίνης,
ελαττώνεται περίπου κατά 80% σε σύγκριση με φυσιολογικά άτομα. Η
ποσότητα της λεβοσετιριζίνης που αποβλήθηκε στη διάρκεια μιας 4ωρης
τυπικής συνεδρίας αιμοκάθαρσης ήταν <10%.
Παιδιατρικός πληθυσμός:
Τα στοιχεία από μια παιδιατρική φαρμακοκινητική μελέτη όπου χορηγήθηκε από
το στόμα εφάπαξ δόση 5 mg λεβοσετιριζίνης σε 14 παιδιά ηλικίας 6 έως 11
ετών, με σωματικό βάρος μεταξύ 20 και 40 kg, δείχνουν πως οι τιμές των Cmax
και AUC είναι περίπου διπλάσιες εκείνων που είχαν αναφερθεί σε υγιείς
ενήλικες σε μια διασταυρούμενη-μελέτη σύγκρισης. Η μέση Cmax ήταν 450ng/mL,
σε μέσο χρόνο 1,2 ώρες, σε κανονικοποιημένο βάρος, ο συνολικός χρόνος
αποβολής ήταν 30% μεγαλύτερος και η ημιπερίοδος αποβολής ήταν 24%
μικρότερη στον παιδιατρικό πληθυσμό απ’ ότι στους ενήλικες. Δεν διεξήχθησαν
φαρμακοκινητικές μελέτες αποκλειστικά για παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας
κάτω των 6 ετών. Μια αναδρομική φαρμακοκινητική ανάλυση πληθυσμού
διεξήχθη σε 324 άτομα (181 παιδιά ηλικίας 1-5 ετών, 18 παιδιά ηλικίας 6-11
ετών και 124 ενήλικες 18-55 ετών) που έλαβαν εφάπαξ ή πολλαπλές δόσεις
λεβοσετιριζίνης που κυμαίνονταν από 1,25 έως 30 mg. Τα στοιχεία που
προέκυψαν από αυτή την ανάλυση υπέδειξαν πως η χορήγηση 1,25 mg μια φορά