οξυκωδόνης. Κατά μέσο όρο, η ΑUC ήταν περίπου 2,4 φορές υψηλότερη (εύρος 1,5 – 3,4).
Η βορικοναζόλη, ένας αναστολέας του CYP3A4, χορηγούμενη σε δόση 200 mg δύο φορές
ημερησίως για 4 ημέρες (400 mg χορηγήθηκαν ως πρώτες δύο δόσεις), αύξησε την ΑUC της
από του στόματος χορηγούμενης οξυκωδόνης. Κατά μέσο όρο, η ΑUC ήταν περίπου 3,6
φορές υψηλότερη (εύρος 2,7 – 5,6).
Η τελιθρομυκίνη, ένας αναστολέας του CYP3A4, χορηγούμενη από του στόματος σε δόση
800 mg για 4 ημέρες, αύξησε την ΑUC της από του στόματος χορηγούμενης οξυκωδόνης.
Κατά μέσο όρο, η ΑUC ήταν περίπου 1,8 φορές υψηλότερη (εύρος 1,3 – 2,3).
Ο χυμός γκρέιπφρουτ, ένας αναστολέας του CYP3A4, χορηγούμενος ως 200 ml τρεις φορές
ημερησίως για 5 ημέρες, αύξησε την ΑUC της από του στόματος χορηγούμενης οξυκωδόνης.
Κατά μέσο όρο, η ΑUC ήταν περίπου 1,7 φορές υψηλότερη (εύρος 1,1 – 2,1).
Οι επαγωγείς του CYP3A4, όπως η ριφαμπικίνη, η καρβαμαζεπίνη, η φαινυτοΐνη και το βαλσαμόχορτο
(St John’s Wort) μπορούν να επάγουν τον μεταβολισμό της οξυκωδόνης και να προκαλέσουν
αυξημένη κάθαρση της οξυκωδόνης που μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των συγκεντρώσεων της
οξυκωδόνης στο πλάσμα. Η δόση της οξυκωδόνης μπορεί να χρειαστεί να ρυθμιστεί αναλόγως.
Μερικά συγκεκριμένα παραδείγματα παρέχονται παρακάτω:
Το βαλσαμόχορτο (St John’s Wort), ένας επαγωγέας του CYP3A4, χορηγούμενο ως 300 mg
τρεις φορές ημερησίως για 15 ημέρες, μείωσε την ΑUC της από του στόματος χορηγούμενης
οξυκωδόνης. Κατά μέσο όρο, η ΑUC ήταν περίπου 50% χαμηλότερη (εύρος 37 – 57%).
Η ριφαμπικίνη, ένας επαγωγέας του CYP3A4, χορηγούμενη ως 600 mg μία φορά ημερησίως
για 7 ημέρες, μείωσε την ΑUC της από του στόματος χορηγούμενης οξυκωδόνης. Κατά μέσο
όρο, η ΑUC ήταν περίπου 86% χαμηλότερη.
Φάρμακα τα οποία αναστέλλουν τη δράση του CYP2D6, όπως η παροξετίνη και η κινιδίνη, μπορεί να
προκαλέσουν μειωμένη κάθαρση της οξυκωδόνης η οποία μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των
συγκεντρώσεων της οξυκωδόνης στο πλάσμα.
Έχουν παρατηρηθεί κλινικά σχετικές μεταβολές στο Διεθνή Δείκτη Ομαλοποίησης (Δείκτης INR) και
προς τις δύο κατευθύνσεις σε μεμονωμένα άτομα όταν συγχορηγούνται κουμαρινικά αντιπηκτικά με
οξυκωδόνη.
Δεν υπάρχουν μελέτες που θα διερευνούν την επίδραση της οξυκωδόνης στο μεταβολισμό άλλων
φαρμάκων που καταλύεται από τα ισοένζυμα του κυτοχρώματος P450 (CYP).
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Η χρήση αυτού του φαρμακευτικού προϊόντος πρέπει να αποφεύγεται στο μέτρο του δυνατού σε
ασθενείς που είναι έγκυες ή θηλάζουν.
Εγκυμοσύνη
Υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα από τη χρήση της οξυκωδόνης σε έγκυες γυναίκες. Η οξυκωδόνη
διαπερνά τον πλακούντα. Συμπτώματα στέρησης μπορεί να παρατηρηθούν σε νεογνά μητέρων που
υποβάλλονται σε θεραπεία με οξυκωδόνη. Βρέφη που γεννήθηκαν από μητέρες που έχουν λάβει
οπιοειδή κατά τις τελευταίες 3 με 4 εβδομάδες πριν από τον τοκετό πρέπει να παρακολουθούνται για
αναπνευστική καταστολή. Μελέτες με οξυκωδόνη σε ζώα δεν αποκάλυψαν καμία τερατογόνο ή
εμβρυοτοξική επίδραση. Η οξυκοδώνη πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης
μόνο εάν τα οφέλη υπερτερούν των πιθανών κινδύνων για το αγέννητο μωρό ή το νεογνό.
Θηλασμός
Η οξυκωδόνη μπορεί να εκκρίνεται στο μητρικό γάλα και μπορεί να προκαλέσει αναπνευστική
5