ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Oxycodone Orion 10 mg/ml διάλυμα για ένεση ή έγχυση
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
1 ml διαλύματος για ένεση/έγχυση περιέχει 10 mg οξυκωδόνης υδροχλωρικής που ισοδυναμεί με
9 mg οξυκωδόνης.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Διάλυμα για ένεση ή έγχυση
Διαυγές, άχρωμο διάλυμα.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Έντονο άλγος, που μπορεί να αντιμετωπιστεί επαρκώς μόνο με οπιοειδή αναλγητικά.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Η δόση πρέπει να ρυθμίζεται ανάλογα με την ένταση του πόνου, τη γενική κατάσταση του ασθενή και
την προηγούμενη ή ταυτόχρονη θεραπευτική αγωγή.
Ενήλικες άνω των 18 ετών
Συνιστώνται οι ακόλουθες δόσεις έναρξης. Μπορεί να απαιτείται μία σταδιακή αύξηση της δόσης εάν
η αναλγησία δεν επαρκεί ή αν ο πόνος επιδεινώνεται.
Ενδοφλέβια (Ένεση bolus): Αραιώνετε σε συγκέντρωση 1 mg/ml σε φυσιολογικό ορό 9 mg/ml
(0,9%), διάλυμα γλυκόζης 50 mg/ml (5%) ή σε ύδωρ για ενέσιμα. Χορηγείτε μία δόση bolus του 1 έως
10 mg αργά για 1-2 λεπτά. Οι δόσεις δεν πρέπει να χορηγούνται πιο συχνά από κάθε 4 ώρες.
Ενδοφλέβια (Έγχυση): Αραιώνετε σε συγκέντρωση 1 mg/ml σε φυσιολογικό ορό 9 mg/ml (0,9%),
διάλυμα γλυκόζης 50 mg/ml (5%) ή σε ύδωρ για ενέσιμα. Συνιστάται δόση έναρξης των 2 mg/h.
Ενδοφλέβια (Κατ’ επίκληση αναλγησία, Patient Controlled Analgesia, PCA): Αραιώνετε σε
συγκέντρωση 1 mg/ml σε φυσιολογικό ορό 9 mg/ml (0,9%), διάλυμα γλυκόζης 50 mg/ml (5%) ή σε
ύδωρ για ενέσιμα. Πρέπει να χορηγούνται δόσεις bolus των 0,03 mg/kg με ελάχιστο ενδιάμεσο
χρονικό διάστημα 5 λεπτών.
Υποδόρια (Ένεση bolus): Χρησιμοποιείτε συγκέντρωση 10 mg/ml. Συνιστάται δόση έναρξης των
5 mg, η οποία επαναλαμβάνεται κάθε 4 ώρες όταν κρίνεται απαραίτητο.
Υποδόρια (Έγχυση): Όταν απαιτείται αραιώνετε σε συγκέντρωση 1 mg/ml σε φυσιολογικό ορό
9 mg/ml (0,9%), διάλυμα γλυκόζης 50 mg/ml (5%) ή σε ύδωρ για ενέσιμα. Σε ασθενείς οι οποίοι
ουδέποτε έλαβαν οπιοειδή συνιστάται δόση έναρξης 7,5 mg και η δόση μπορεί να αυξηθεί σταδιακά
1
σύμφωνα με τον έλεγχο των συμπτωμάτων. Σε ασθενείς με καρκίνο οι οποίοι μεταφέρονται από την
από του στόματος χορηγούμενη οξυκωδόνη μπορεί να απαιτούνται υψηλότερες δόσεις, βλ. παρακάτω.
Ενδομυϊκά (Ένεση bolus): Χρησιμοποιείτε συγκέντρωση 10 mg/ml. Δόση bolus των 5-10 mg (0,07-
0,13 mg/kg) χορηγείται ενδομυϊκά σε μεσοδιαστήματα των 3-4 ωρών. Εάν είναι απαραίτητη η
χορήγηση bolus δόσεων πιο συχνά, πρέπει να εξετάζεται η περίπτωση της ενδοφλέβιας έγχυσης ή της
αντλίας έγχυσης αντιμετώπισης πόνου.
Η υποδόρια ένεση bolus ή έγχυση ή η ενδομυϊκή ένεση bolus πρέπει να χρησιμοποιούνται ως
εναλλακτικές μέθοδοι χορήγησης, όταν η από του στόματος χορήγηση ή η ενδοφλέβια χορήγηση δεν
είναι δυνατές.
Μεταφορά από την από του στόματος χορηγούμενη οξυκωδόνη σε παρεντερική:
Η δόση πρέπει να βασίζεται στην ακόλουθη αναλογία: 2 mg από του στόματος οξυκωδόνη
ισοδυναμουν με 1 mg παρεντερικής οξυκωδόνης. Πρέπει να δοθεί έμφαση στο ότι αυτό είναι μόνο μία
οδηγία για τον προσδιορισμό της δόσης. Εξαιτίας της μεταβλητότητας που εμφανίζεται μεταξύ των
ασθενών η δόση πρέπει να καθορίζεται εξατομικευμένα.
Μεταφορά από παρεντερική μορφίνη σε οξυκωδόνη:
Η δόση πρέπει να βασίζεται στην ακόλουθη αναλογία: 1 mg παρεντερικής μορφίνης ισοδυναμεί με
1 mg παρεντερικής οξυκωδόνης. Πρέπει να δοθεί έμφαση στο ότι αυτό είναι μόνο μία οδηγία για τον
προσδιορισμό της δόσης. Εξαιτίας της μεταβλητότητας που εμφανίζεται μεταξύ των ασθενών η δόση
πρέπει να καθορίζεται εξατομικευμένα.
Το Oxycodone Orion διάλυμα για ένεση ή έγχυση μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τροφή και ποτό. Για
τη χρήση οινοπνεύματος κατά τη διάρκεια της θεραπείας, βλ. παράγραφο 4.5.
Ειδικοί πληθυσμοί
Ηλικιωμένοι ασθενείς
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή. Πρέπει να χορηγείται η χαμηλότερη
δόση με προσεκτική τιτλοποίηση για τον έλεγχο του πόνου.
Ασθενείς με νεφρική ή ηπατική δυσλειτουργία
Οι ασθενείς με ήπια ηπατική και/ή νεφρική δυσλειτουργία πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή. Η
δόση έναρξης πρέπει να ακολουθεί μια συντηρητική προσέγγιση. Η συνιστώμενη δόση έναρξης για
τους ενήλικες πρέπει να μειώνεται κατά 50% και κάθε ασθενής πρέπει να τιτλοποιείται για τον
επαρκή έλεγχο του πόνου ανάλογα με την κλινική του κατάσταση. Το Oxycodone Orion διάλυμα για
ένεση ή έγχυση δεν συνιστάται για χρήση σε ασθενείς με μέτρια έως σοβαρή νεφρική και/ή ηπατική
δυσλειτουργία, εκτός και εάν η κλινική ανάγκη για αναλγησία υπερσταθμίζει τους πιθανούς
κινδύνους.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της οξυκωδόνης σε παιδιά ηλικίας κάτω των 18 ετών δεν
έχουν ακόμη τεκμηριωθεί. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα.
Τρόπος χορήγησης
Υποδόρια ένεση ή έγχυση.
Ενδοφλέβια ένεση ή έγχυση.
Ενδομυϊκή ένεση.
Για οδηγίες σχετικά με την αραίωση του φαρμακευτικού προϊόντος πριν από τη χορήγηση, βλ.
παράγραφο 6.6.
Διάρκεια θεραπείας
Η οξυκωδόνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από όσο χρειάζεται.
2
Διακοπή της θεραπείας
Όταν ένας ασθενής δεν χρειάζεται πλέον θεραπεία με οξυκωδόνη, μπορεί να είναι προτιμότερο να
μειωθεί η δόση σταδιακά προκειμένου να αποφευχθούν συμπτώματα απόσυρσης.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην
παράγραφο 6.1.
Λίμναση εκκρίσεων
Σοβαρή αναπνευστική καταστολή με υποξία
Σπασμοί
Κώμα
Οξύ κοιλιακό άλγος
Σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία
Άγχος υπό επίδραση οινοπνεύματος ή ηρεμιστικών
Παραλυτικός ειλεός
Υπερκαπνία
Πνευμονική καρδία
Σοβαρό βρογχικό άσθμα
Σοβαρή χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Εθιστικό φάρμακο. Πρέπει να δίδεται η ύψιστη προσοχή όταν συνταγογραφείται το φάρμακο αυτό. Ο
βασικός κίνδυνος από υπερβολική δόση οπιοειδούς είναι η αναπνευστική καταστολή.
Πρέπει να δίδεται προσοχή όταν χορηγείται οξυκωδόνη σε καταβεβλημένους ηλικιωμένους ασθενείς,
ασθενείς με σοβαρά διαταραγμένη πνευμονική λειτουργία, διαταραγμένη ηπατική ή νεφρική
λειτουργία, ασθενείς με μυξοίδημα, υποθυρεοειδισμό, νόσο του Addison, τοξική ψύχωση, υπερτροφία
του προστάτη, φλοιοεπινεφριδιακή ανεπάρκεια, αλκοολισμό, τρομώδες παραλήρημα, νόσους των
χοληφόρων, σπασμούς της χοληδόχου κύστης ή του ουρητήρα, παγκρεατίτιδα, φλεγμονώδεις νόσους
του εντέρου, υπόταση, υποογκαιμία, κάκωση της κεφαλής (λόγω του κινδύνου αυξημένης
ενδοκρανιακής πίεσης) ή ασθενείς που λαμβάνουν αναστολείς της μονοαμινοοξειδάσης (ΜΑΟ).
Όπως συμβαίνει με όλα τα οπιοειδή σκευάσματα, τα προϊόντα οξυκωδόνης πρέπει να
χρησιμοποιούνται με προσοχή μετά από χειρουργική επέμβαση στην κοιλιακή χώρα καθώς τα
οπιοειδή είναι γνωστό ότι επηρεάζουν την κινητικότητα του εντέρου και δεν πρέπει να
χρησιμοποιούνται έως ότου ο γιατρός βεβαιωθεί για τη φυσιολογική λειτουργία του εντέρου. Η
θεραπεία πρέπει να διακόπτεται άμεσα σε περίπτωση υποψίας ειλεού κατά τη χρήση του διαλύματος
για ένεση Oxycodone Orion 10 mg/ml.
Η οξυκωδόνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε ιδιοπαθείς ή ψυχοπαθολογικές καταστάσεις πόνου.
Το φαρμακευτικό αυτό προϊόν μπορεί να καταστείλει το αντανακλαστικό του βήχα.
Ο ασθενής μπορεί να αναπτύξει ανοχή στο φάρμακο με τη χρόνια χρήση και να απαιτεί σταδιακά
υψηλότερες δόσεις για να διατηρεί τον έλεγχο του πόνου. Η παρατεταμένη χρήση του προϊόντος
αυτού μπορεί να οδηγήσει σε φυσική εξάρτηση και μπορεί να εμφανιστεί στερητικό σύνδρομο κατά
την απότομη διακοπή της θεραπείας. Όταν ένας ασθενής δεν απαιτεί πλέον τη θεραπεία με
οξυκωδόνη, μπορεί να ενδείκνυται να μειώνει σταδιακά τη δόση για να αποτρέψει τα συμπτώματα της
στέρησης. Τα συμπτώματα στέρησης μπορεί να περιλαμβάνουν χασμουρητό, μυδρίαση, δακρύρροια,
ρινόρροια, τρόμο, υπεριδρωσία, άγχος, διέγερση, σπασμούς και αϋπνία.
Απότομη διακοπή της θεραπείας μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα απόσυρσης όπως ανησυχία,
δακρύρροια και καταρροή, εφίδρωση και ταραγμένο ύπνο εντός 24 ωρών. Τα συμπτώματα μπορεί να
επιδεινωθούν τις επόμενες 3 ημέρες.
Όπως συμβαίνει με όλα τα οπιοειδή, δεν μπορεί να αποκλειστεί ανάπτυξη ανοχής στο Oxycodone
3
Orion. Πρακτικά έχει αποδειχθεί ότι η ανάπτυξη ανοχής σπάνια αποτελεί πρόβλημα στη θεραπεία του
έντονου πόνου.
Υπεραλγησία που δεν ανταποκρίνεται σε περαιτέρω αύξηση της δόσης της οξυκωδόνης μπορεί να
συμβεί πολύ σπάνια, ιδιαίτερα σε υψηλές δόσεις. Μπορεί να απαιτηθεί μείωση της δόση της
οξυκωδόνης ή μετάβαση σε ένα εναλλακτικό οπιοειδές.
Το Oxycodone Orion έχει αντίστοιχο προφίλ κατάχρησης με αυτό άλλων ισχυρών οπιοειδών. Όπως
και με άλλα οπιοειδή το Oxycodone Orion μπορεί να αναζητείται και να καταχράται από ανθρώπους
με κρυφή ή φανερή εξάρτηση. Για το λόγο αυτό το φαρμακευτικό προϊόν πρέπει να χρησιμοποιείται
με ιδιαίτερη προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό αλκοολισμού ή κατάχρηση ουσιών.
Η κατάχρηση των από του στόματος μορφών για παρεντερική χορήγηση αναμένεται να προκαλέσει
σοβαρές πιθανώς θανατηφόρες ανεπιθύμητες ενέργειες.
Η ταυτόχρονη χρήση οινοπνεύματος και Oxycodone Orion μπορεί να αυξήσει τις ανεπιθύμητες
ενέργειες του Oxycodone Orion, συνεπώς η ταυτόχρονη χρήση πρέπει να αποφεύγεται.
Το Oxycodone Orion πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή προ- ή διεγχειρητικά και εντός των
πρώτων 12-24 ωρών μετεγχειρητικά.
Το Oxycodone Orion περιέχει λιγότερο από 1 mmol (23 mg) νατρίου ανά δόση, δηλαδή είναι
ουσιαστικά «ελεύθερο νατρίου».
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Άλλες δραστικές ουσίες, οι οποίες επιδρούν στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα (ΚΝΣ) (για παράδειγμα
άλλα οπιοειδή, ηρεμιστικά, υπνωτικά, αντικαταθλιπτικά, καταπραϋντικά, φαινοθειαζίνες και
νευροληπτικά) ενισχύουν την κατευναστική επίδραση της οξυκωδόνης στο ΚΝΣ.
Το οινόπνευμα μπορεί να ενισχύσει τις φαρμακοδυναμικές επιδράσεις του Oxycodone Orion, η
ταυτόχρονη χρήση πρέπει να αποφεύγεται.
Τα αντιχολινεργικά (π.χ. νευροληπτικά, αντιισταμινικά, αντιεμετικά, αντιπαρκινσονικά φάρμακα)
μπορούν να ενισχύσουν τις αντιχολινεργικές επιδράσεις της οξυκωδόνης (όπως η δυσκοιλιότητα, η
ξηροστομία ή οι διαταραχές ούρησης).
Οι αναστολείς της μονοαμινοοξειδάσης (ΜΑΟ) είναι γνωστό ότι αλληλεπιδρούν με τα ναρκωτικά
αναλγητικά, προκαλώντας διέγερση του ΚΝΣ ή κατάθλιψη με υπερτασική ή υποτασική κρίση.
Το Oxycodone Orion πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή εάν ο ασθενής λαμβάνει ή έχει λάβει
αναστολείς της μονοαμινοοξειδάσης (ΜΑΟ) κατά τις δύο τελευταίες εβδομάδες (βλ. παράγραφο 4.4).
Η οξυκωδόνη μεταβολίζεται κυρίως από το CYP3A4, με συμβολή του CYP2D6. Οι δραστηριότητες
αυτών των μεταβολικών οδών μπορεί να αναστέλλονται ή να επάγονται από διάφορα
συγχορηγούμενα φάρμακα ή διαιτητικά στοιχεία.
Οι αναστολείς του CYP3Α4, όπως τα μακρολιδικά αντιβιοτικά (π.χ. κλαριθρομυκίνη, ερυθρομυκίνη
και τελιθρομυκίνη), τα αζολο-αντιμυκητιασικά (π.χ. κετοκοναζόλη, βορικοναζόλη, ιτρακοναζόλη και
ποσακοναζόλη), οι αναστολείς της πρωτεάσης (π.χ. βοσεπρεβίρη, ριτοναβίρη, ινδιναβίρη, νελφιναβίρη
και σακιναβίρη), η σιμετιδίνη και ο χυμός γκρέιπφρουτ μπορεί να προκαλέσουν μειωμένη κάθαρση
της οξυκωδόνης που μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των συγκεντρώσεων της οξυκωδόνης στο
πλάσμα. Επομένως η δόση της οξυκωδόνης μπορεί να χρειαστεί να ρυθμιστεί αναλόγως.
Μερικά συγκεκριμένα παραδείγματα παρέχονται παρακάτω:
Η ιτρακοναζόλη, ένας ισχυρός αναστολέας του CYP3A4, χορηγούμενη από του στόματος σε
δόση 200 mg για 5 ημέρες, αύξησε την ΑUC της από του στόματος χορηγούμενης
4
οξυκωδόνης. Κατά μέσο όρο, η ΑUC ήταν περίπου 2,4 φορές υψηλότερη (εύρος 1,5 – 3,4).
Η βορικοναζόλη, ένας αναστολέας του CYP3A4, χορηγούμενη σε δόση 200 mg δύο φορές
ημερησίως για 4 ημέρες (400 mg χορηγήθηκαν ως πρώτες δύο δόσεις), αύξησε την ΑUC της
από του στόματος χορηγούμενης οξυκωδόνης. Κατά μέσο όρο, η ΑUC ήταν περίπου 3,6
φορές υψηλότερη (εύρος 2,7 – 5,6).
Η τελιθρομυκίνη, ένας αναστολέας του CYP3A4, χορηγούμενη από του στόματος σε δόση
800 mg για 4 ημέρες, αύξησε την ΑUC της από του στόματος χορηγούμενης οξυκωδόνης.
Κατά μέσο όρο, η ΑUC ήταν περίπου 1,8 φορές υψηλότερη (εύρος 1,3 – 2,3).
Ο χυμός γκρέιπφρουτ, ένας αναστολέας του CYP3A4, χορηγούμενος ως 200 ml τρεις φορές
ημερησίως για 5 ημέρες, αύξησε την ΑUC της από του στόματος χορηγούμενης οξυκωδόνης.
Κατά μέσο όρο, η ΑUC ήταν περίπου 1,7 φορές υψηλότερη (εύρος 1,1 – 2,1).
Οι επαγωγείς του CYP3A4, όπως η ριφαμπικίνη, η καρβαμαζεπίνη, η φαινυτοΐνη και το βαλσαμόχορτο
(St John’s Wort) μπορούν να επάγουν τον μεταβολισμό της οξυκωδόνης και να προκαλέσουν
αυξημένη κάθαρση της οξυκωδόνης που μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των συγκεντρώσεων της
οξυκωδόνης στο πλάσμα. Η δόση της οξυκωδόνης μπορεί να χρειαστεί να ρυθμιστεί αναλόγως.
Μερικά συγκεκριμένα παραδείγματα παρέχονται παρακάτω:
Το βαλσαμόχορτο (St John’s Wort), ένας επαγωγέας του CYP3A4, χορηγούμενο ως 300 mg
τρεις φορές ημερησίως για 15 ημέρες, μείωσε την ΑUC της από του στόματος χορηγούμενης
οξυκωδόνης. Κατά μέσο όρο, η ΑUC ήταν περίπου 50% χαμηλότερη (εύρος 37 – 57%).
Η ριφαμπικίνη, ένας επαγωγέας του CYP3A4, χορηγούμενη ως 600 mg μία φορά ημερησίως
για 7 ημέρες, μείωσε την ΑUC της από του στόματος χορηγούμενης οξυκωδόνης. Κατά μέσο
όρο, η ΑUC ήταν περίπου 86% χαμηλότερη.
Φάρμακα τα οποία αναστέλλουν τη δράση του CYP2D6, όπως η παροξετίνη και η κινιδίνη, μπορεί να
προκαλέσουν μειωμένη κάθαρση της οξυκωδόνης η οποία μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των
συγκεντρώσεων της οξυκωδόνης στο πλάσμα.
Έχουν παρατηρηθεί κλινικά σχετικές μεταβολές στο Διεθνή Δείκτη Ομαλοποίησης (Δείκτης INR) και
προς τις δύο κατευθύνσεις σε μεμονωμένα άτομα όταν συγχορηγούνται κουμαρινικά αντιπηκτικά με
οξυκωδόνη.
Δεν υπάρχουν μελέτες που θα διερευνούν την επίδραση της οξυκωδόνης στο μεταβολισμό άλλων
φαρμάκων που καταλύεται από τα ισοένζυμα του κυτοχρώματος P450 (CYP).
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Η χρήση αυτού του φαρμακευτικού προϊόντος πρέπει να αποφεύγεται στο μέτρο του δυνατού σε
ασθενείς που είναι έγκυες ή θηλάζουν.
Εγκυμοσύνη
Υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα από τη χρήση της οξυκωδόνης σε έγκυες γυναίκες. Η οξυκωδόνη
διαπερνά τον πλακούντα. Συμπτώματα στέρησης μπορεί να παρατηρηθούν σε νεογνά μητέρων που
υποβάλλονται σε θεραπεία με οξυκωδόνη. Βρέφη που γεννήθηκαν από μητέρες που έχουν λάβει
οπιοειδή κατά τις τελευταίες 3 με 4 εβδομάδες πριν από τον τοκετό πρέπει να παρακολουθούνται για
αναπνευστική καταστολή. Μελέτες με οξυκωδόνη σε ζώα δεν αποκάλυψαν καμία τερατογόνο ή
εμβρυοτοξική επίδραση. Η οξυκοδώνη πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης
μόνο εάν τα οφέλη υπερτερούν των πιθανών κινδύνων για το αγέννητο μωρό ή το νεογνό.
Θηλασμός
Η οξυκωδόνη μπορεί να εκκρίνεται στο μητρικό γάλα και μπορεί να προκαλέσει αναπνευστική
5
καταστολή στο νεογέννητο. Συνεπώς, η οξυκωδόνη, δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε θηλάζουσες
μητέρες.
Γονιμότητα
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για τη γονιμότητα.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Το Oxycodone Orion έχει επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών. Αποδυναμώνει
τις αντιδράσεις του ασθενή ιδιαίτερα κατά την έναρξη της θεραπείας και όταν αυξάνεται η δόση.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες είναι η δυσκοιλιότητα και η ναυτία, οι οποίες εμφανίζονται και
οι δύο στο 25%-30% των ασθενών, στους οποίους χορηγείται η οξυκωδόνη από του στόματος. Εάν η
ναυτία ή ο έμετος είναι ενοχλητικά, η οξυκωδόνη μπορεί να συνδυαστεί με ένα αντιεμετικό. Όπως και
όταν χρησιμοποιείται οποιοδήποτε άλλο ισχυρό οπιοειδές, οι ασθενείς πιθανότατα θα εμφανίσουν
δυσκοιλιότητα, η οποία μπορεί να αντιμετωπισθεί με ένα κατάλληλο καθαρτικό. Εάν οι ανεπιθύμητες
ενέργειες που αφορούν στη χρήση των οπιοειδών είναι παρατεταμένες, ο ασθενής πρέπει να
εξετάζεται για να αποκλειστούν εναλλακτικές αιτίες.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που προκαλούνται από καθαρούς αγωνιστές οπιοειδών (εξαιρουμένης της
δυσκοιλιότητας) περιορίζονται φυσιολογικά, όταν η θεραπεία συνεχίζεται. Η συμμόρφωση μπορεί να
βελτιωθεί προβλέποντας τις ανεπιθύμητες ενέργειες και χρησιμοποιώντας την κατάλληλη θεραπευτική
αγωγή. Όπως και με άλλα οπιοειδή, η πιο σοβαρή ανεπιθύμητη ενέργεια είναι η αναπνευστική
καταστολή (βλ. παράγραφο 4.9). Εμφανίζεται πιο συχνά σε ηλικιωμένους και εξασθενημένους
ασθενείς και σε ασθενείς, οι οποίοι δεν ανέχονται τα οπιοειδή.
Η εξάρτηση και η ανοχή συνήθως δεν προκαλούν προβλήματα, όταν το προϊόν χρησιμοποιείται για τη
θεραπεία του έντονου πόνου.
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι πιθανές. Εντός κάθε κατηγορίας συχνότητας, οι
ανεπιθύμητες ενέργειες παρατίθενται κατά φθίνουσα σειρά σοβαρότητας.
Πολύ συχνές (≥1/10)
Συχνές (≥1/100 έως <1/10)
Όχι συχνές (≥1/1.000 έως <1/100)
Σπάνιες (≥1/10.000 έως <1/1.000)
Πολύ σπάνιες (<1/10.000)
Μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα)
Πολύ συχνές Συχνές Όχι συχνές Σπάνιες Πολύ
σπάνιε
ς
Μη γνωστές
Διαταραχές του
ανοσοποιητικού
συστήματος
Υπερευαισθησί
α
Αλλεργική
αντίδραση,
αναφυλακτοειδή
ς αντίδραση,
αναφυλακτική
αντίδραση
Διαταραχές του
μεταβολισμού
και της θρέψης
Μειωμένη
όρεξη
Αφυδάτωση
Ψυχιατρικές
διαταραχές
Άγχος,
συγχυτική
κατάσταση,
νευρικότητα,
κατάθλιψη,
Διέγερση,
παραισθήσεις,
αμνησία,
αίσθημα
αστάθειας,
Επιθετικότητα
6
Πολύ συχνές Συχνές Όχι συχνές Σπάνιες Πολύ
σπάνιε
ς
Μη γνωστές
σκέψη μη
φυσιολογική,
αϋπνία
ευφορία,
φαρμακευτική
εξάρτηση (βλ.
παράγραφο 4.4)
Διαταραχές
νευρικού
συστήματος
Ζάλη,
υπνηλία,
κεφαλαλγία
Τρόμος Σπασμοί,
ακούσιες μυϊκές
συσπάσεις,
υπερτονία,
υπαισθησία,
παραισθησία,
διαταραχή του
λόγου, συγκοπή,
ίλιγγος
Υπεραλγησία
Οφθαλμικές
διαταραχές
Οπτική
διαταραχή,
μύση
Καρδιακές
διαταραχές
Αίσθημα
παλμών (στα
πλαίσια του
συνδρόμου
απόσυρσης)
Αγγειακές
διαταραχές
Ορθοστατική
υπόταση
Αγγειοδιαστολή,
υπόταση
Διαταραχές του
αναπνευστικού
συστήματος,
του θώρακα και
του
μεσοθωρακίου
Δύσπνοια Αναπνευστική
καταστολή,
βρογχόσπασμος
Διαταραχές του
γαστρεντερικού
συστήματος
Δυσκοιλιότητα
, ναυτία,
έμετος
Κοιλιακό
άλγος,
ανορεξία,
διάρροια,
δυσπεψία,
ξηροστομία
Μεταβολή στην
αίσθηση της
γεύσης,
γαστρεντερική
διαταραχή,
μετεωρισμός,
δυσφαγία,
ειλεός, ερυγή
Τερηδόνα
Διαταραχές του
ήπατος και των
χοληφόρων
Κωλικός των
χοληφόρων,
αυξημένα
ηπατικά ένζυμα
Χολόσταση
Διαταραχές του
δέρματος και
του υποδόριου
ιστού
Κνησμός Εξάνθημα,
υπερίδρωση
Κνίδωση,
ξηρότητα του
δέρματος
Διαταραχές των
νεφρών και των
ουροφόρων
οδών
Ανουρία,
σπασμός
ουρήθρας,
κατακράτηση
ούρων
Διαταραχές του
αναπαραγωγικο
ύ συστήματος
και του μαστού
Αμηνόρροια,
μειωμένη
γενετήσια ορμή,
ανικανότητα
Γενικές Οίδημα, Περιφερικό
7
Πολύ συχνές Συχνές Όχι συχνές Σπάνιες Πολύ
σπάνιε
ς
Μη γνωστές
διαταραχές και
καταστάσεις
της οδού
χορήγησης
λιποθυμία,
εφίδρωση,
ρίγη,
ασθενικές
καταστάσεις
οίδημα, δίψα,
σύνδρομο από
απόσυρση
φαρμάκου,
αίσθημα
κακουχίας,
ανοχή σε
φάρμακο
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας
του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης
οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της
υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες
μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς που αναγράφεται στο Παράρτημα V.
4.9 Υπερδοσολογία
Η οξεία υπερδοσολογία με οξυκωδόνη μπορεί να εκδηλώνεται με αναπνευστική καταστολή, υπνηλία
εξελισσόμενη σε λήθαργο ή κώμα, υποτονία, μύση, βραδυκαρδία, υπόταση, και θάνατο.
Θεραπεία της υπερδοσολογίας
Πρωταρχική προσοχή πρέπει να δίδεται προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αεραγωγοί παραμένουν
ανοιχτοί και να συσταθεί υποβοηθούμενος ή ελεγχόμενος αερισμός του ασθενή. Ο αερισμός και η
κυκλοφορία πρέπει να διατηρούνται και να υποβοηθούνται.
Σε σοβαρές περιπτώσεις πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο χορήγησης 0,8 mg ναλοξόνης
ενδοφλεβίως. Η δόση επαναλαμβάνεται σε διαστήματα 2-3 λεπτών. Μπορεί επίσης να χορηγηθεί στον
ασθενή μία έγχυση που περιέχει 2 mg ναλοξόνης σε 500 ml φυσιολογικού ορού ή σε 50 mg/ml
γλυκόζης (5%) (0,004 mg/ml).
Ο ρυθμός έγχυσης πρέπει να σχετίζεται με τις προηγούμενα χορηγηθείσες δόσεις bolus, και πρέπει να
καθορίζεται σύμφωνα με την ανταπόκριση του ασθενή.
Ο ρυθμός της επίδρασης της ναλοξόνης είναι 1-2 λεπτά όταν χορηγείται ενδοφλεβίως, 2-5 λεπτά όταν
χορηγείται υποδορίως ή ενδομυϊκά. Η διάρκεια της δράσης εξαρτάται από τη δόση και τον τρόπο
χορήγησης, και είναι μεγαλύτερη μετά από ενδομυϊκή χορήγηση συγκριτικά με την ενδοφλέβια
χορήγηση. Στους ενήλικες ο χρόνος ημιζωής T
1/2
που
έχει αναφερθεί είναι 60-90 λεπτά.
Επειδή ωστόσο η διάρκεια της δράσης της ναλοξόνης είναι συγκριτικά μικρή, ο ασθενής πρέπει να
παρακολουθείται προσεκτικά, μέχρι να αποκατασταθεί αξιόπιστα η αυθόρμητη αναπνοή. Στη
συνέχεια συνιστάται η συνέχιση της παρακολούθησης για 24-48 ώρες εξαιτίας πιθανής υποτροπής.
Σε περίπτωση ήσσονος υπερδοσολογίας χορηγείστε 0,2 mg ναλοξόνης ενδοφλεβίως και στη συνέχεια
0,1 mg κάθε 2 λεπτά εάν απαιτείται.
Η ναλοξόνη δεν πρέπει να χορηγείται εάν ο ασθενής δεν έχει κλινικά σημαντική αναπνευστική ή
κυκλοφορική καταστολή που να έχει προκληθεί από υπερδοσολογία οξυκωδόνης.
Η ναλοξόνη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε άτομα που είναι γνωστό, ή υπάρχει υποψία ότι έχουν
φυσική εξάρτηση στην οξυκωδόνη. Σε τέτοιες περιπτώσεις, μία απότομη ή ολική αντιστροφή της
επίδρασης των οποιοειδών μπορεί να ενισχύσει τον πόνο και να προκαλέσει οξύ σύνδρομο
απόσυρσης.
8
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: φυσικά αλκαλοειδή του οπίου, κωδικός ATC: Ν02ΑΑ05
Η οξυκωδόνη είναι ένας καθαρός αγωνιστής των οπιοειδών χωρίς ανταγωνιστικές ιδιότητες. Η δράση
της οξυκωδόνης ρυθμίζεται κυρίως από τους μι οπιοειδείς υποδοχείς, αλλά η δραστική ουσία φαίνεται
να έχει συγγένεια για τους δέλτα και κάπα οπιοειδείς υποδοχείς. Η οξυκωδόνη έχει παρόμοια δράση
με τη μορφίνη.
Η θεραπευτική δράση είναι κυρίως αναλγητική, αγχολυτική, αντιβηχική και ηρεμιστική.
Τα οπιοειδή μπορεί να επηρεάσουν τον άξονα Υποθαλάμου-Υπόφυσης-Επινεφριδίων ή του άξονα
Υποθαλάμου-Υπόφυσης-Γονάδων. Οι πιθανές μεταβολές περιλαμβάνουν αύξηση στην προλακτίνη
ορού και μειώσεις στην κορτιζόλη και την τεστοστερόνη του πλάσματος. Οι μεταβολές αυτές στην
ισορροπία των ορμονών μπορεί να προκαλέσουν κλινικά συμπτώματα.
Μελέτες in vitro και σε ζώα παρουσιάζουν διάφορες επιδράσεις των φυσικών οπιοειδών, όπως είναι η
μορφίνη, στα συστατικά του ανοσοποιητικού συστήματος. Η κλινική σημασία αυτών των ευρημάτων
δεν είναι γνωστή. Δεν είναι γνωστό, εάν η οξυκωδόνη, ένα ημισυνθετικό οπιοειδές, έχει ανοσολογικές
επιδράσεις παρόμοιες με αυτές της μορφίνης.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Μελέτες φαρμακοκινητικής σε υγιή άτομα έχουν δείξει ισοδύναμη βιοδιαθεσιμότητα της οξυκωδόνης
από ένεση Oxycodone Orion χορηγούμενης ενδοφλεβίως ή υποδορίως, ως εφάπαξ δόση bolus ή ως
συνεχόμενη έγχυση για περισσότερες από 8 ώρες.
Κατανομή
Μετά την απορρόφηση, η οξυκωδόνη κατανέμεται σε ολόκληρο τον οργανισμό. Περίπου το 45%
προσδένεται στις πρωτεΐνες του πλάσματος. Ο χρόνος ημιζωής της απομάκρυνσης της οξυκωδόνης
είναι περίπου 3 ώρες. Ο φαινομενικός όγκος της κατανομής της οξυκωδόνης είναι 2,5±0,8 l/kg μετά
από ενδοφλέβια χορήγηση.
Η οξυκωδόνη διαπερνά τον πλακούντα και μπορεί να βρεθεί στο μητρικό γάλα.
Μεταβολισμός
Η οξυκωδόνη μεταβολίζεται στο ήπαρ σε νοροξυκωδόνη μέσω της Ν-απομεθυλίωσης και σε
οξυμορφόνη μέσω της Ο-απομεθυλίωσης. Η νοροξυκωδόνη μεταβολίζεται περαιτέρω σε
νοροξυμορφόνη, η οποία υφίσταται γλυκουρονίωση. Η νοροξυκωδόνη και η νοροξυμορφόνη
σχηματίζονται κυρίως μέσω των CYP3A4 ενζύμων και η οξυμορφόνη μέσω του CYP2D6. Έχει
δειχθεί ότι το 45±21% της δόσης της οξυκωδόνης εκκρίνεται στα ούρα με τη μορφή μεταβολιτών που
σχηματίζονται από το CYP3A4 μέσω Ν-απομεθυλίωσης ενώ το 11±6% της δόσης μεταβολίζεται από
το CYP2D6 μέσω Ο-απομεθυλίωσης. Μελέτες αλληλεπίδρασης in vitro με νοροξυμορφόνη, στις
οποίες χρησιμοποιήθηκαν μικροσωμάτια ανθρώπινου ήπατος, δεν έδειξαν ότι η ουσία αναστέλλει
σημαντικά τη δραστικότητα του CYP2D6 ή του CYP3A4. Αυτό υποδεικνύει ότι η νοροξυμορφόνη
δεν είναι πιθανό να επιδράσει στο μεταβολισμό άλλων φαρμάκων που μεταβολίζονται από το
CYP2D6 ή το CYP3A4. Η νοροξυμορφόνη έχει αποδειχθεί ότι προσδένεται στους μι οπιοειδείς
υποδοχείς. Η οξυμορφόνη έχει δειχθεί ότι είναι δραστική, αλλά η αναλγητική δράση των μεταβολιτών
θεωρείται κλινικά ασήμαντη.
Αποβολή
Η οξυκωδόνη και οι μεταβολίτες της εκκρίνονται και στα ούρα και στα κόπρανα.
Οι συγκεντρώσεις της οξυκωδόνης στο πλάσμα επηρεάζονται ελάχιστα από την ηλικία, όντας 15%
υψηλότερες στους ηλικιωμένους (>65 ετών) συγκριτικά με τα νεαρά άτομα.
9
Οι γυναίκες έχουν κατά μέσο όρο έως και 25% υψηλότερες συγκεντρώσεις οξυκωδόνης στο πλάσμα
συγκριτικά με τους άντρες μετά από προσαρμογή ως προς το σωματικό βάρος.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Όπως άλλα οπιοειδή, η οξυκωδόνη αποδείχθηκε ότι είναι γονοτοξική σε κάποιες in vitro μελέτες (για
παράδειγμα στη δοκιμασία σε λέμφωμα ποντικού). Δεν έχει τεκμηριωθεί η γονοτοξική επίδραση σε
δοκιμασίες μετάλλαξης βακτηρίων ή σε in vivo δοκιμασία μικροπυρήνων σε ποντικούς.
Δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα ως προς την τοξικότητα της οξυκωδόνης στην αναπαραγωγική
ικανότητα και δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για τις επιδράσεις στη γονιμότητα και τη
μεταγεννητική περίοδο μετά από ενδομήτρια έκθεση.
Δεν έχουν διεξαχθεί μακροχρόνιες μελέτες καρκινογένεσης.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Κιτρικό οξύ μονοϋδρικό
Κιτρικό νάτριο
Χλωριούχο νάτριο
Υδροχλωρικό οξύ (για τη ρύθμιση του pH)
Υδροξείδιο του νατρίου (για τη ρύθμιση του pH)
Ύδωρ για ενέσιμα
6.2 Ασυμβατότητες
Εάν το προϊόν Oxycodone Orion χορηγηθεί ταυτόχρονα με κυκλιζίνη, και εάν η συγκέντρωση της
κυκλιζίνης στο αναμειγμένο προϊόν συνδυασμού είναι μεγαλύτερη από 3 mg/ml, το διάλυμα είναι
ασταθές και μπορεί να δημιουργηθεί ίζημα. Το διάλυμα συνδυασμού δεν πρέπει να αραιώνεται με
φυσιολογικό ορό 9 mg/ml (0,9%) λόγω της αστάθειας του διαλύματος, το οποίο μπορεί να εμφανίσει
ίζημα.
Η προχλωροπεραζίνη είναι χημικά ασύμβατη με την ένεση Oxycodone Orion.
6.3 Διάρκεια ζωής
1 ml, 2 ml: 3 χρόνια.
10 ml: 2 χρόνια.
Μετά το άνοιγμα χρησιμοποιείστε άμεσα. Κάθε μη χρησιμοποιηθείσα ποσότητα πρέπει να
απορρίπτεται.
Από μικροβιολογική άποψη το προϊόν πρέπει να χρησιμοποιείται άμεσα. Εάν δεν χρησιμοποιηθεί
άμεσα, ο χρόνος φύλαξης και οι συνθήκες κατά τη χρήση είναι ευθύνη του χρήστη.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν απαιτεί ιδιαίτερες συνθήκες θερμοκρασίας για τη φύλαξή του.
Φυλάσσετε στην αρχική συσκευασία για να προστατεύεται από το φως.
Για τις συνθήκες φύλαξης του ανοιγμένου φαρμακευτικού προϊόντος, βλ. παράγραφο 6.3.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
10
1 ml, 2 ml ή 10 ml σε γυάλινες φύσιγγες συσκευασμένες σε χάρτινο κουτί που περιέχει 5 φύσιγγες.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Εάν απαιτείται, αραιώστε σε φυσιολογικό ορό 9 mg/ml (0,9%) ή διάλυμα γλυκόζης 50 mg/ml (5%) ή
ύδωρ για ενέσιμα.
Εάν η ένεση Oxycodone Orion χρησιμοποιείται ταυτόχρονα με κυκλιζίνη, το αναμειγμένο διάλυμα
αραιώνεται με ύδωρ για ενέσιμα. Δεν πρέπει να χρησιμοποιείται διάλυμα χλωριούχου νατρίου
9 mg/ml (0,9%). Εάν η συγκέντρωση της κυκλιζίνης στο συνδυασμό είναι μικρότερη από 3 mg/ml, το
μείγμα είναι φυσικά και χημικά σταθερό για 24 ώρες σε θερμοκρασία δωματίου. Εάν η συγκέντρωση
της κυκλιζίνης στο μείγμα είναι μεγαλύτερη από 3 mg/ml, το διάλυμα είναι ασταθές και μπορεί να
εμφανίσει ίζημα.
Η ένεση Oxycodone Orion, αδιάλυτη ή αραιωμένη σε φυσιολογικό ορό 9 mg/ml (0,9%), διάλυμα
γλυκόζης 50 mg/ml (5%) ή σε ύδωρ για ενέσιμα είναι φυσικά και χημικά σταθερή για πάνω από 24
ώρες σε θερμοκρασία δωματίου, όταν έρχεται σε επαφή με σύριγγες από πολυπροπυλένιο ή
πολυκαρβονικό, σωληνάρια από πολυαιθυλένιο ή πολυβινυλοχλωρίδιο (PVC) ή σάκους έγχυσης από
πολυβινυλοχλωρίδιο (PVC) ή αιθυλενο-βινυλο-οξικό εστέρα (EVA), πολυολεφίνη/πολυαμίδιο,
χαμηλής πυκνότητας πολυαιθυλένιο και πολυπροπυλένιο.
Το ενέσιμο διάλυμα, αδιάλυτο ή αραιωμένο δεν χρειάζεται να προστατεύεται από το φως, εάν
χρησιμοποιείται με το διάλυμα για έγχυση και με τους συνδυασμούς εξοπλισμού που
χρησιμοποιήθηκαν σε αυτές τις μελέτες.
Ακατάλληλος χειρισμός του αδιάλυτου διαλύματος μετά το άνοιγμα της αρχικής φύσιγγας, ή των
αραιωμένων διαλυμάτων μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη στειρότητα του προϊόντος.
Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να απορρίπτεται σύμφωνα με τις
κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Orion Corporation
Orionintie 1
FI-02200 Espoo
Φινλανδία
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
37820/30-5-2012
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
30-5-2012
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
11