ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ,
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ ΚΑΙ ΦΥΛΛΟ ΟΔΗΓΙΩΝ ΧΡΗΣΗΣ
1
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
2
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Fluconazole/Actavis 50 mg καψάκια, σκληρά
Fluconazole/Actavis 100 mg καψάκια, σκληρά
Fluconazole/Actavis 150 mg καψάκια, σκληρά
Fluconazole/Actavis 200 mg καψάκια, σκληρά
2. ΠΟΙΟΤΙΚΉ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΉ ΣΎΝΘΕΣΗ
Κάθε σκληρό καψάκιο περιέχει 50 mg φλουκοναζόλης.
Κάθε σκληρό καψάκιο περιέχει 100 mg φλουκοναζόλης.
Κάθε σκληρό καψάκιο περιέχει 150 mg φλουκοναζόλης.
Κάθε σκληρό καψάκιο περιέχει 200 mg φλουκοναζόλης.
Έκδοχο(α):
50 mg :
Κάθε σκληρό καψάκιο περιέχει 41 mg μονοϋδρικής λακτόζης.
100 mg:
Κάθε σκληρό καψάκιο περιέχει 82 mg μονοϋδρικής λακτόζης.
150 mg:
Κάθε σκληρό καψάκιο περιέχει 123 mg μονοϋδρικής λακτόζης.
200 mg:
Κάθε σκληρό καψάκιο περιέχει 164 mg μονοϋδρικής λακτόζης.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΉ ΜΟΡΦΉ
Καψάκιο, σκληρό.
Το Fluconazole/Actavis 50 mg είναι σκληρά καψάκια ζελατίνης μεγέθους «3» με
ανοιχτογάλαζο πώμα και λευκό σώμα, τα οποίο περιέχουν λευκή σκόνη.
Το Fluconazole/Actavis 100 mg είναι σκληρά καψάκια ζελατίνης μεγέθους «2» με
γαλάζιο πώμα και λευκό σώμα, τα οποία περιέχουν λευκή σκόνη.
Το Fluconazole/Actavis 150 mg είναι σκληρά καψάκια ζελατίνης μεγέθους «1» με
λευκό πώμα και λευκό σώμα, τα οποία περιέχουν λευκή σκόνη.
Το Fluconazole/Actavis 200 mg είναι σκληρά καψάκια ζελατίνης μεγέθους «0» με
μπλε πώμα και λευκό σώμα, τα οποία περιέχουν λευκή σκόνη.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Fluconazole/Actavis ενδείκνυται για τη θεραπεία των ακόλουθων λοιμώξεων που
προκαλούνται από μύκητες που είναι γνωστό ότι είναι ευαίσθητοι ή ότι είναι
πιθανότατα ευαίσθητοι στη φλουκοναζόλη:
- Οξεία και υποτροπιάζουσα κολπική καντιντίαση όταν η συστηματική θεραπεία
κρίνεται κατάλληλη.
- Τεκμηριωμένες μυκητιασικές λοιμώξεις του δέρματος, όπως δερματοφυτία του
σώματος / δερματοφυτία των μηροβουβωνικών πτυχών / δερματοφυτία του
άκρου ποδός (προκαλούνται από δερματόφυτα), ποικιλόχρους πιτυρίαση ή
καντιντίαση όταν η τοπική θεραπεία δεν έχει επιτύχει ή θεωρείται μη επαρκής.
Η φλουκοναζόλη θα πρέπει να χορηγείται μόνο για την αντιμετώπιση της
3
ποικιλόχρου πιτυρίασης όταν η λοίμωξη είναι ανθεκτική στη θεραπεία πρώτης
γραμμής ή όταν ο ασθενής είναι ανοσοκατεσταλμένος.
- Καντιντίαση των βλεννογόνων, συμπεριλαμβανομένων της στοματοφαρυγγικής,
της οισοφαγικής και της βλεννογονοδερματικής καντιντίασης, και μη διηθητική
βρογχοπνευμονική καντιντίαση.
- Καντιντουρία σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς.
- Συστηματική καντιντίαση (καντινταιμία, διάχυτη εν τω βάθει καντιντίαση,
περιτονίτιδα) σε μη ουδετεροπενικούς ασθενείς.
- Προφύλαξη από λοιμώξεις από
Candida
σε ασθενείς με ουδετεροπενία (π.χ.
οφειλόμενη σε AIDS ή σε μεταμόσχευση μυελού των οστών).
- Θεραπεία και θεραπεία συντήρησης για την πρόληψη της υποτροπής της
κρυπτοκοκκικής μηνιγγίτιδας σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς.
Παιδιατρική χρήση
Το Fluconazole/Actavis
δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για περιπτώσεις
δερματοφυτίας του τριχωτού της κεφαλής.
Όλες οι ενδείξεις δεν έχουν ισχύουν για παιδιατρικούς ασθενείς. Βλέπε λεπτομέρειες
στην παράγραφο 4.2.
Θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν η επίσημη καθοδήγηση σχετικά με την κατάλληλη
χρήση των αντιμυκητιασικών παραγόντων.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Η ημερήσια δόση φλουκοναζόλης εξαρτάται από τον τύπο και τη βαρύτητα της
μυκητιασικής λοίμωξης. Η θεραπεία των λοιμώξεων που απαιτεί πολλαπλή
δοσολογία θα πρέπει να συνεχίζεται έως ότου οι κλινικές παράμετροι ή τα
εργαστηριακά αποτελέσματα δείξουν ότι η ενεργός μυκητιασική λοίμωξη έχει
παρουσιάσει ύφεση. Μία ανεπαρκής θεραπευτική περίοδος μπορεί να οδηγήσει σε
υποτροπή της ενεργού λοίμωξης.
Ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου και την κλινική κατάσταση των ασθενών, μπορεί
να χρειαστεί ενδοφλέβια χορήγηση. Δεν είναι απαραίτητο να μεταβληθεί η ημερήσια
δόση φλουκοναζόλης κατά την αλλαγή της οδού χορήγησης από ενδοφλέβια σε από
του στόματος χορήγηση.
Ενήλικες:
Κολπική καντιντίαση:
150 mg ως μία και μόνη δόση.
Τεκμηριωμένες μυκητιασικές λοιμώξεις του δέρματος:
Δερματοφυτία του σώματος,
δερματοφυτία των μηροβουβωνικών πτυχών, δερματοφυτία του άκρου ποδός,
ποικιλόχρους πιτυρίαση: 150 mg άπαξ εβδομαδιαίως κάθε 4-6 εβδομάδες.
Καντιντίαση των βλεννογόνων:
Στοματοφαρυγγική καντιντίαση: Η συνήθης δόση
είναι 50-100 mg ημερησίως για 7 έως 14 ημέρες. Η διάρκεια της θεραπείας
εξαρτάται από την κλινική ανταπόκριση.
Οισοφαγική, βλεννογονοδερματική και μη διηθητική βρογχοπνευμονική καντιντίαση:
Η συνήθης δόση είναι 50 mg ημερησίως για 14 έως 30 ημέρες. Σε σοβαρές και
ιδιαίτερες υποτροπιάζουσες περιπτώσεις, η δόση μπορεί να αυξηθεί στα 100 mg.
4
Καντιντουρία σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς:
Η συνήθης δόση είναι 50 mg ημερησίως για 14 έως 30 ημέρες. Σε σοβαρές
περιπτώσεις, η ημερήσια δόση μπορεί να αυξηθεί στα 100 mg φλουκοναζόλης.
Συστηματική καντιντίαση:
Η δόση στην καντινταιμία και άλλες διηθητικές καντιντιασικές λοιμώξεις είναι από
400 έως 800 mg κατά την πρώτη ημέρα και 200 έως 400 mg ημερησίως στη συνέχεια.
Η δόση εξαρτάται από τον τύπο και τη βαρύτητα της λοίμωξης. Στις περισσότερες
περιπτώσεις μία δόση φόρτισης 800 mg κατά την πρώτη ημέρα ακολουθούμενη στη
συνέχεια από 400 mg ημερησίως μπορεί να είναι προτιμητέα. Η διάρκεια της
θεραπείας, συχνά έως και αρκετές εβδομάδες, προσδιορίζεται από την κλινική
ανταπόκριση.
Προφύλαξη από λοιμώξεις από candida σε ασθενείς με ουδετεροπενία:
400 mg άπαξ ημερησίως Η θεραπεία θα πρέπει να ξεκινά λίγες ημέρες πριν από την
εμφάνιση της ουδετεροπενίας και θα πρέπει να συνεχίζεται έως και 7 ημέρες μετά
την αύξηση του αριθμού ουδετεροφίλων σε >1 x 10
9
/l.
Θεραπεία και θεραπεία συντήρησης της κρυπτοκοκκικής μηνιγγίτιδας σε
ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς:
Αρχικά 400 mg κατά την πρώτη ημέρα ακολουθούμενα από 200 έως 400 mg άπαξ
ημερησίως. Η διάρκεια της θεραπείας για κρυπτοκοκκικές λοιμώξεις εξαρτάται από
την κλινική ανταπόκριση, αλλά συνήθως είναι τουλάχιστον 6 έως 8 εβδομάδες για
την κρυπτοκοκκική μηνιγγίτιδα.
Συνιστάται μία ημερησία δόση 200 mg προκειμένου να αποφεύγεται η υποτροπή της
κρυπτοκοκκικής μηνιγγίτιδας.
Η διάρκεια της θεραπείας συντήρησης σε ασθενείς με AIDS θα πρέπει να είναι
προσεκτικά αιτιολογημένη λόγω του υψηλού κινδύνου αντοχής στη φλουκοναζόλη.
Παιδιατρική χρήση
Οι κάψουλες είναι σαφώς μη κατάλληλες για παιδιά ηλικίας κάτω των 5-6 ετών, τα
οποία δεν μπορούν να καταπιούν την από του στόματος φαρμακευτική αγωγή.
Όπως και με παρόμοιες λοιμώξεις σε ενήλικες, η διάρκεια της θεραπείας βασίζεται
στην κλινική και τη μυκητολογική ανταπόκριση. Η φλουκοναζόλη χορηγείται ως μία
και μόνη ημερήσια δόση.
Για παιδιά με πλημμελή νεφρική λειτουργία, βλέπε δοσολογία σε «Ασθενείς
(ενήλικες και παιδιά) με πλημμελή νεφρική λειτουργία».
Παιδιά ηλικίας άνω των τεσσάρων εβδομάδων
Η συνιστώμενη δόση φλουκοναζόλης για τη μυκητιασική καντιντίαση είναι 3 mg/kg
ημερησίως. Μία δόση φόρτισης 6 mg/kg μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά την πρώτη
ημέρα για την επίτευξη των επιπέδων σταθερής κατάστασης πιο γρήγορα.
Για τη θεραπεία της συστηματικής καντιντίασης και των κρυπτοκοκκικών
λοιμώξεων, η συνιστώμενη δοσολογία είναι 6-12 mg/kg ημερησίως, ανάλογα με τη
βαρύτητα της νόσου.
Για την πρόληψη των μυκητιασικών λοιμώξεων σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς
που θεωρείται ότι διατρέχουν κίνδυνο ως επακόλουθο της ουδετεροπενίας μετά από
κυτταροτοξική χημειοθεραπεία ή ακτινοθεραπεία, η δόση θα πρέπει να είναι
3-12 mg/kg ημερησίως, ανάλογα με την έκταση και τη διάρκεια της προκληθείσας
ουδετεροπενίας (βλέπε δοσολογία για ενήλικες).
Δεν θα πρέπει να γίνεται υπέρβαση της μέγιστης δοσολογίας των 400 mg ημερησίως
σε παιδιά.
5
Παιδιά ηλικίας τεσσάρων εβδομάδων και κάτω
Τα νεογνά απεκκρίνουν τη φλουκοναζόλη αργά. Κατά τις πρώτες δύο εβδομάδες της
ζωής, θα πρέπει να χρησιμοποιείται η ίδια δοσολογία στη βάση mg/kg με εκείνη των
πιο μεγάλων παιδιών, αλλά θα πρέπει να χορηγείται κάθε 72 ώρες.
Κατά τη διάρκεια των εβδομάδων 3 και 4 της ζωής, η ίδια δόση θα πρέπει να
χορηγείται κάθε 48 ώρες. Υπάρχουν ελάχιστα δεδομένα ΦΚ που υποστηρίζουν αυτή
τη δοσολογία σε τελειόμηνα νεογέννητα βρέφη (βλ. παράγραφο 5.2).
Δεν θα πρέπει να υπάρξει υπέρβαση της μέγιστης δοσολογίας των 12 mg/kg κάθε 72
ώρες σε παιδιά κατά τις πρώτες δύο εβδομάδες της ζωής. Για παιδιά ηλικίας μεταξύ
3 και 4 εβδομάδων, δεν θα πρέπει να γίνεται υπέρβαση της δόσης των 12 mg/kg κάθε
48 ώρες.
Ηλικιωμένοι:
Οι ασθενείς χωρίς πλημμελή νεφρική λειτουργία συνήθως λαμβάνουν τη συνήθη
δοσολογία. Η δοσολογία σε ασθενείς με πλημμελή νεφρική λειτουργία (κάθαρση
κρεατινίνης <50 ml/min) δίνεται πιο κάτω.
Ασθενείς (ενήλικες και παιδιά) με πλημμελή νεφρική λειτουργία:
Η φλουκοναζόλη κατά κύριο λόγο απεκκρίνεται αμετάβλητη στα ούρα. Δεν
απαιτείται αλλαγή του σχήματος της μίας και μόνης δόσης. Οι ασθενείς με νεφρική
βλάβη στους οποίους χορηγούνται πολλαπλές δόσεις 50-400 mg θα πρέπει να δίνεται
η συνιστώμενη δόση για την ένδειξη της πρώτης ημέρας, μετά από την οποία η
ημερήσια δόση (ανάλογα με τη θεραπευτική ένδειξη) θα πρέπει να βασίζεται στον
ακόλουθο πίνακα:
Κάθαρση κρεατινίνης (ml/min) Ποσοστό συνιστώμενη
δόσης
> 50 100%
11-50 (χωρίς αιμοκάθαρση) 50%
Τακτική αιμοκάθαρση 100% μετά από κάθε
αιμοκάθαρση
Η φαρμακοκινητική της φλουκοναζόλης δεν έχει μελετηθεί σε παιδιά με νεφρική
ανεπάρκεια.
Τρόπος χορήγησης
Τα καψάκια θα πρέπει να καταπίνονται ολόκληρα με μία επαρκή ποσότητα υγρού
(π.χ. ένα ποτήρι νερό) και μπορούν να λαμβάνονται ανεξαρτήτως της πρόσληψης
τροφής.
4.3 Αντενδείξεις
- Υπερευαισθησία στη φλουκοναζόλη, σε άλλα παράγωγα αζόλης ή σε κάποιο από
τα έκδοχα.
- Συγχορήγηση με φάρμακα που είναι γνωστό ότι παρατείνουν το διάστημα QT
και μεταβολίζονται από το CYP3A4, όπως η σισαπρίδη, η αστεμιζόλη, η
τερφεναδίνη, η πιμοζίδη και η κινιδίνη (βλ. επίσης παραγράφους 4.4 και 4.5).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Οι τοπικές κατευθυντήριες οδηγίες για τη χρήση αντιμυκητιασικών θα πρέπει να
ακολουθούνται (βλ. παραγράφους 4.1 και 5.1).
6
Σε σπάνιες περιπτώσεις έχει αναφερθεί σοβαρή ηπατοτοξικότητα,
συμπεριλαμβανομένου του θανάτου, κατά κύριο λόγο σε ασθενείς που πάσχουν από
σοβαρά υποκείμενα νοσήματα. Δεν έχει παρατηρηθεί αιτιολογική σχέση μεταξύ της
ηπατοτοξικότητας και της συνολικής ημερήσιας δόσης της φλουκοναζόλης, της
διάρκειας της θεραπείας ή του φύλου ή της ηλικίας του ασθενούς.
Οι ασθενείς που εμφανίζουν παθολογικές τιμές ή σημαντικές αυξήσεις σε ήδη
υφιστάμενες παθολογικές τιμές στις εξετάσεις ηπατικής λειτουργίας κατά τη
διάρκεια της θεραπείας με φλουκοναζόλη θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά. Τα
οφέλη της θεραπείας θα πρέπει να σταθμίζονται έναντι των κινδύνων ανάπτυξης
σοβαρής ηπατικής βλάβης, εάν η θεραπεία συνεχίζεται σε ασθενείς των οποίων οι
τιμές των ηπατικών ενζύμων αυξάνονται κατά τη διάρκεια της θεραπείας με
φλουκοναζόλη.
Η θεραπεία με φλουκοναζόλη θα πρέπει να διακόπτεται, εάν υπάρχουν κλινικές
ενδείξεις ανάπτυξης ηπατικής νόσου που έχει προκληθεί από τη φλουκοναζόλη. Στις
περισσότερες περιπτώσεις, η ηπατική τοξικότητα ήταν αναστρέψιμη κατά τη διακοπή
της θεραπείας.
Ασθενείς έχουν σπανίως αναπτύξει απολεπιστικές δερματικές αντιδράσεις,
συμπεριλαμβανομένων του συνδρόμου Stevens-Johnson και της τοξικής επιδερμικής
νεκρόλυσης, κατά τη διάρκεια της θεραπείας με φλουκοναζόλη. Οι ασθενείς με AIDS
είναι πιο ευαίσθητοι στην ανάπτυξη σοβαρών δερματικών αντιδράσεων σε πολλά
φαρμακευτικά προϊόντα. Εάν αναπτυχθεί εξάνθημα σε έναν ασθενή που λαμβάνει
θεραπεία για μία επιπολής μυκητιασική λοίμωξη που θεωρείται ότι αποδίδεται στη
φλουκοναζόλη, η θεραπεία με φλουκοναζόλη θα πρέπει να διακόπτεται. Εάν ασθενείς
με διηθητικές/συστηματικές μυκητιασικές λοιμώξεις αναπτύξουν εξάνθημα, θα
πρέπει να παρακολουθούνται στενά και η θεραπεία με φλουκοναζόλη θα πρέπει να
διακόπτεται εάν αναπτυχθούν φλυκταινώδεις βλάβες ή πολύμορφο ερύθημα.
Όπως και με άλλες αζόλες, αναφυλακτικές αντιδράσεις έχουν αναπτυχθεί σε
σπάνιες περιπτώσεις (βλ. παράγραφο 4.8).
Ορισμένες αζόλες, συμπεριλαμβανομένης της φλουκοναζόλης, έχουν συσχετιστεί με
παράταση του διαστήματος QT. Σπάνιες περιπτώσεις παράτασης του QT και Torsade
de pointes έχουν παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια της θεραπείας με φλουκοναζόλη. Αν
και η σχέση της φλουκοναζόλης με την παράταση του QT δεν έχει τεκμηριωθεί
πλήρως, η φλουκοναζόλη θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με
δυνητικά προαρρυθμικές παθήσεις, όπως:
- Συγγενής ή τεκμηριωμένη επίκτητη παράταση του QT
- Μυοκαρδιοπάθεια, ιδιαιτέρως όταν υφίσταται καρδιακή ανεπάρκεια
- Φλεβοκομβική βραδυκαρδία
- Υφιστάμενες συμπτωματικές αρρυθμίες
- Διαταραχές των ηλεκτρολυτών, ιδιαιτέρως υποκαλιαιμία και υπομαγνησιαιμία
- Παράλληλη θεραπεία με φάρμακα που είναι γνωστό ότι παρατείνουν το
διάστημα QT αλλά δεν μεταβολίζονται από το CYP3A4 (βλ. παράγραφο 4.5).
Διαταραχές των ηλεκτρολυτών, όπως υποκαλιαιμία, υπομαγνησιαιμία και
υποασβεστιαιμία, θα πρέπει να διορθώνονται πριν από την έναρξη της θεραπείας με
φλουκοναζόλη.
Απαιτείται μείωση της δόσης της φλουκοναζόλης, εάν η κάθαρση της κρεατινίνης
είναι κάτω από 50 ml/min (βλ. παράγραφο 4.2).
7
Σε γυναίκες με δυνατότητα τεκνοποίησης, θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο
χρήσης κατάλληλων αντισυλληπτικών μεθόδων σε περίπτωση που ενδείκνυται η
χορήγηση μακροχρόνιας θεραπείας (βλ. παράγραφο 4.6).
Οι ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με δόσεις φλουκοναζόλης κάτω από 400 mg
την ημέρα και τερφεναδίνη, θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά (βλ. παράγραφο
4.3 και παράγραφο 4.5).
Η φλουκοναζόλη είναι ένας ισχυρός αναστολέας του ισοενζύμου 2C9 του
κυτοχρώματος P450 (CYP) και ένας μέτριος αναστολέας του CYP3A4. Οι ασθενείς
που λαμβάνουν παράλληλα θεραπεία με φλουκοναζόλη και φαρμακευτικά προϊόντα
με στενό θεραπευτικό δείκτη, π.χ. βαρφαρίνη και φαινυτοΐνη, που μεταβολίζονται
μέσω του CYP2C9 και του CYP3A4, θα πρέπει να παρακολουθούνται (βλ. παράγραφο
4.5).
Τα καψάκια Fluconazole/ActavisFluconazole/Actavis περιέχουν λακτόζη. Οι ασθενείς
με σπάνια κληρονομικά νοσήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη, ανεπάρκειας της Lapp
λακτάσης ή δυσαπορρόφησης της γλυκόζης-γαλακτόζης δεν θα πρέπει να λαμβάνουν
αυτό το φάρμακο.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Οι ακόλουθοι συνδυασμοί με τη φλουκοναζόλη αντενδείκνυνται:
Σισαπρίδη (υπόστρωμα CYP3A4)
Έχουν υπάρξει αναφορές καρδιακών συμβαμάτων, συμπεριλαμβανομένων torsades
de pointes, σε ασθενείς που λαμβάνουν φλουκοναζόλη παράλληλα με σισαπρίδη. Μία
ελεγχόμενη μελέτη βρήκε ότι η παράλληλη χορήγηση φλουκοναζόλης 200 mg μία
φορά την ημέρα και σισαπρίδης 20 mg τέσσερις φορές την ημέρα επέφερε σημαντική
αύξηση στα επίπεδα της σισαπρίδης στο πλάσμα και παράταση του διαστήματος
QTc. Η παράλληλη θεραπεία με φλουκοναζόλη και σισαπρίδη αντενδείκνυται.
Τερφεναδίνη (υπόστρωμα CYP3A4) με δόσεις φλουκοναζόλης 400 mg και άνω
Έχουν παρατηρηθεί σοβαρές καρδιακές δυσρρυθμίες που οφείλονταν σε παράταση
του διαστήματος QTc σε ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία με προϊόντα αζόλης
παράλληλα με τερφεναδίνη.
Μία μελέτη με χορήγηση 200 mg φλουκοναζόλης μία φορά την ημέρα και παράλληλη
θεραπεία με τερφεναδίνη δεν έδειξε οποιαδήποτε παράταση του διαστήματος QTc.
Μία άλλη μελέτη με χορήγηση 400 mg και 800 mg φλουκοναζόλης μία φορά την
ημέρα έδειξε ότι η χορήγηση φλουκοναζόλης 400 mg και άνω ημερησίως αύξησε
σημαντικά τα επίπεδα της τερφεναδίνης στο πλάσμα. Η παράλληλη θεραπεία
τερφεναδίνης και φλουκοναζόλης σε ημερήσιες δόσεις 400 mg και άνω
αντενδείκνυται.
Κατά τη θεραπεία με φλουκοναζόλη σε δόσεις κάτω των 400 mg ανά ημέρα ο
ασθενής θα πρέπει να παρακολουθείται στενά.
Αστεμιζόλη (υπόστρωμα CYP3A4)
Η παράλληλη χορήγηση φλουκοναζόλης και αστεμιζόλης μπορεί να μειώσει την
κάθαρση της αστεμιζόλης. Οι απορρέουσες αυξημένες συγκεντρώσεις αστεμιζόλης
στο πλάσμα μπορούν να οδηγήσουν σε παράταση του διαστήματος QT και σοβαρή
κοιλιακή αρρυθμία, torsades de pointes και καρδιακή προσβολή. Η παράλληλη
θεραπεία φλουκοναζόλης και αστεμιζόλης αντενδείκνυται λόγω της πιθανότητας
εμφάνισης σοβαρών, ακόμη και θανατηφόρων, καρδιακών συμβαμάτων.
8
Κινιδίνη (υπόστρωμα CYP3A4)
Η φλουκοναζόλη μπορεί να αναστείλει τον μεταβολισμό της κινιδίνης, με
αποτέλεσμα την αύξηση των συγκεντρώσεών της στο πλάσμα και κατά συνέπεια τον
κίνδυνο παράτασης του διαστήματος QT.
Πιμοζίδη (υπόστρωμα CYP3A4)
Αν και δεν έχει μελετηθεί
in vitro
ή
in vivo
, η παράλληλη χορήγηση φλουκοναζόλης και
πιμοζίδης μπορεί να οδηγήσει σε αναστολή του μεταβολισμού της πιμοζίδης. Οι
αυξημένες συγκεντρώσεις πιμοζίδης στο πλάσμα μπορούν να οδηγήσουν σε παράταση
του διαστήματος QT και σπανίως σε περιστατικά torsades de pointes. Η συγχορήγηση
φλουκοναζόλης και πιμοζίδης αντενδείκνυται.
Η παράλληλη χρήση των ακόλουθων άλλων φαρμακευτικών προϊόντων
δεν συνιστάται:
Ερυθρομυκίνη
Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος καρδιοτοξικότητας (παράταση του διαστήματος QT,
torsades de pointes) και συνεπώς αιφνίδιου θανάτου καρδιακής αιτιολογίας κατά
την παράλληλη χρήση φλουκοναζόλης και ερυθρομυκίνης. Ο συνδυασμός θα πρέπει
να αποφεύγεται.
Η παράλληλη χρήση των ακόλουθων άλλων φαρμακευτικών προϊόντων
απαιτεί τη λήψη μέτρων και ρύθμιση της δοσολογίας:
Φαρμακευτικά προϊόντα που επηρεάζουν τον μεταβολισμό της
φλουκοναζόλης
Υδροχλωροθειαζίδη
Σε μία μελέτη φαρμακοκινητικής αλληλεπίδρασης σε υγιείς εθελοντές, η
συγχορήγηση φλουκοναζόλης και πολλαπλών δόσεων υδροχλωροθειαζίδης αύξησε
τις συγκεντρώσεις της φλουκοναζόλης στο πλάσμα κατά 40%. Αυτό δεν καθιστά
αναγκαία μία μεταβολή του δοσολογικού σχήματος της φλουκοναζόλης σε ασθενείς
που λαμβάνουν παράλληλα διουρητικά, αν και ο γιατρός που κάνει τη
συνταγογράφηση θα πρέπει να το λάβει υπ’ όψιν του.
Ριφαμπικίνη (επαγωγέας CYP450)
Η παράλληλη λήψη φλουκοναζόλης και ριφαμπικίνης οδήγησε σε κατά 25% μειωμένη
AUC και σε κατά 20% βραχύτερο χρόνο ημίσειας ζωής της φλουκοναζόλης λόγω της
επαγωγής ηπατικών ενζύμων. Θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο αύξησης της
δοσολογίας σε ασθενείς που λαμβάνουν παράλληλα ριφαμπικίνη.
Διδανοσίνη
Αν και η παράλληλη λήψη διδανοσίνης και φλουκοναζόλης φαίνεται να έχει μικρή
επίδραση στη φαρμακοκινητική ή την αποτελεσματικότητα της διδανοσίνης, η
ανταπόκριση στη φλουκοναζόλη θα πρέπει να παρακολουθείται. Μπορεί να είναι
ευεργετική η χορήγηση φλουκοναζόλης πριν από τη διδανοσίνη.
Επίδραση της φλουκοναζόλης στον μεταβολισμό άλλων φαρμακευτικών
προϊόντων
Η φλουκοναζόλη είναι ισχυρός αναστολέας του ισοενζύμου 2C9 του κυτοχρώματος
P450 (CYP) και μέτριος αναστολέας του CYP3A4. Πέρα από τις
παρατηρηθείσες/τεκμηριωμένες αλληλεπιδράσεις που παρατίθενται πιο κάτω,
υπάρχει κίνδυνος αυξημένων συγκεντρώσεων στο πλάσμα άλλων φαρμακευτικών
προϊόντων που μεταβολίζονται από το CYP2C9 ή το CYP3A4 (π.χ. αλκαλοειδή της
9
ερυσιβώδους ολύρας, κινιδίνη) όταν συγχορηγούνται με φλουκοναζόλη. Κατά
συνέπεια θα πρέπει να δίνεται πάντοτε προσοχή κατά τη χρήση αυτών των
συνδυασμών, ενώ οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά.
Η ανασταλτική των ενζύμων δράση της φλουκοναζόλης μπορεί να επιμείνει για 4-5
ημέρες μετά τη διακοπή της θεραπείας με φλουκοναζόλη, λόγω του μεγάλου χρόνου
ημίσειας ζωής της φλουκοναζόλης.
Αλφεντανίλη (υπόστρωμα CYP3A4)
Σε μία μελέτη παρατηρήθηκε μείωση της κάθαρσης και του όγκου κατανομής, καθώς
και παράταση του t½, της αλφεντανίλης μετά από παράλληλη χορήγηση με
φλουκοναζόλη. Ένας πιθανός μηχανισμός δράσης είναι η αναστολή του CYP3A4 από
τη φλουκοναζόλη. Μπορεί να είναι απαραίτητη η ρύθμιση της δοσολογίας της
αλφεντανίλης.
Αμιτριπτυλίνη, νορτριπτυλίνη
Η φλουκοναζόλη αυξάνει τη δράση της αμιτριπτυλίνης και της νορτριπτυλίνης. Η S-
νορτριπτυλίνη ή/και η A-αμιτριπτυλίνη μπορούν να μετρηθούν κατά την έναρξη της
συνδυαστικής θεραπείας και μετά από μία εβδομάδα. Η δόση
αμιτριπτυλίνης/νορτριπτυλίνης θα πρέπει να ρυθμίζεται εάν είναι απαραίτητο.
Αντιπηκτικά (υπόστρωμα CYP2C9)
Σε μία μελέτη αλληλεπίδρασης, η φλουκοναζόλη αύξησε τον χρόνο προθρομβίνης (12%)
μετά τη χορήγηση βαρφαρίνης σε υγιείς άνδρες. Μετά την κυκλοφορία του προϊόντος
στην αγορά, όπως ισχύει και με άλλα αντιμυκητιασικά αζόλης, έχουν αναφερθεί
αιμορραγικά επεισόδια (εκχύμωση, επίσταξη, γαστρεντερική αιμορραγία, αιματουρία
και μέλαινα), σε συνδυασμό με αυξήσεις του χρόνου προθρομβίνης, σε ασθενείς που
λάμβαναν φλουκοναζόλη παράλληλα με βαρφαρίνη. Ο χρόνος προθρομβίνης σε
ασθενείς που λαμβάνουν κουμαρινικά αντιπηκτικά θα πρέπει να παρακολουθείται
προσεκτικά. Μπορεί να είναι απαραίτητη η ρύθμιση της δόσης της βαρφαρίνης.
Βενζοδιαζεπίνες (βραχείας δράσης) (υπόστρωμα CYP3A4)
Μετά από χορήγηση μιδαζολάμης από του στόματος, η φλουκοναζόλη είχε ως
αποτέλεσμα σημαντικές αυξήσεις των συγκεντρώσεων μιδαζολάμης και των
ψυχοκινητικών επιδράσεων. Αυτή η επίδραση στη μιδαζολάμη φαίνεται να είναι πιο
έντονη μετά από τη χορήγηση φλουκοναζόλης από του στόματος από ό,τι μετά από
την ενδοφλέβια χορήγηση φλουκοναζόλης. Εάν η παράλληλη θεραπεία με
βενζοδιαζεπίνες είναι απαραίτητη σε ασθενείς που αντιμετωπίζονται με
φλουκοναζόλη, θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο μείωσης της δοσολογίας των
βενζοδιαζεπινών, ενώ οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται καταλλήλως.
Η φλουκοναζόλη αυξάνει την AUC της τριαζολάμης (μία και μόνη δόση) κατά περίπου
50%, τη C
max
κατά 20-32% και τον κατά 25-50 %, λόγω της αναστολής του
μεταβολισμού της τριαζολάμης. Μπορεί να είναι απαραίτητη η ρύθμιση της δοσολογίας
της τριαζολάμης.
Ανταγωνιστές διαύλων ασβεστίου (υποστρώματα CYP3A4)
Ορισμένοι ανταγωνιστές διαύλων ασβεστίου που είναι παράγωγα της
διυδροπυριδίνης (νιφεδιπίνη, ισραδιπίνη, νικαρδιπίνη, αμλοδιπίνη και φελοδιπίνη)
μεταβολίζονται μέσω του CYP3A4. Σημαντικό περιφερικό οίδημα ή/και αυξημένα
επίπεδα ανταγωνιστών ασβεστίου στον ορό έχουν περιγραφεί στη βιβλιογραφία κατά
τη συγχορήγηση ιτρακοναζόλης και φελοδιπίνης, ισραδιπίνης ή νιφεδιπίνης. Μία
τέτοια αλληλεπίδραση θα μπορούσε επίσης να προκύψει με τη φλουκοναζόλη.
Καρβαμαζεπίνη
10
Η φλουκοναζόλη αναστέλλει τον βιομετασχηματισμό της καρβαμαζεπίνης, ενώ
παρατηρείται μία αύξηση της καρβαμαζεπίνης στον ορό κατά περίπου 30%. Υπάρχει
κίνδυνος ανάπτυξης τοξικότητας από την καρβαμαζεπίνη. Μπορεί να είναι
απαραίτητη η ρύθμιση της δόσης της καρβαμαζεπίνης, ανάλογα με τις μετρήσεις της
συγκέντρωσης / την επίδραση.
Σελεκοξίμπη (υπόστρωμα CYP2C9)
Σε μία κλινική μελέτη, η παράλληλη θεραπεία με φλουκοναζόλη 200 mg ημερησίως
και σελεκοξίμπη 200 mg είχε ως αποτέλεσμα αύξηση κατά 68% και 134% της C
max
και της AUC της σελεκοξίμπης, αντίστοιχα. Η αλληλεπίδραση πιστεύεται ότι
οφείλεται στην αναστολή του μεταβολισμού της σελεκοξίμπης μέσω του
κυτοχρώματος P450 2C9. Συνιστάται η μείωση της δόσης της σελεκοξίμπης κατά το
ήμισυ σε ασθενείς που λαμβάνουν παράλληλη θεραπεία με φλουκοναζόλη.
Κυκλοσπορίνη (υπόστρωμα CYP3A4)
Κλινικά σημαντικές αλληλεπιδράσεις με την κυκλοσπορίνη έχουν παρατηρηθεί σε
δόσεις φλουκοναζόλης 200 mg και άνω. Σε μία μελέτη φαρμακοκινητικής σε
ασθενείς που είχαν υποβληθεί σε μεταμόσχευση νεφρού και λάμβαναν φλουκοναζόλη
200 mg ημερησίως και κυκλοσπορίνη 2,7 mg/kg/ημέρα, υπήρξε μία αύξηση κατά 1,8
φορές της AUC και μία μείωση κατά 55% της κάθαρσης της κυκλοσπορίνης.
Συνιστάται η παρακολούθηση των συγκεντρώσεων της κυκλοσπορίνης στο πλάσμα
σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με φλουκοναζόλη.
Κυκλοφωσφαμίδη
Η συνδυαστική θεραπεία με κυκλοφωσφαμίδη και φλουκοναζόλη έχει ως αποτέλεσμα
την αύξηση των επιπέδων της χολερυθρίνης και της κρεατινίνης στον ορό. Ο
συνδυασμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί εάν δίνεται αυξημένη προσοχή στον κίνδυνο
αύξησης των επιπέδων της χολερυθρίνης και της κρεατινίνης στον ορό.
Φαιντανύλη
Η φλουκοναζόλη μπορεί να αυξήσει τη συγκέντρωση της φαιντανύλης και κατά
συνέπεια τον κίνδυνο δηλητηρίασης από οπιοειδή. Ο τρόπος δράσης πιστεύεται ότι
είναι η αναστολή του CYP3A4 από τη φλουκοναζόλη. Έχει αναφερθεί ένα
θανατηφόρο περιστατικό πιθανής αλληλεπίδρασης φαιντανύλης και φλουκοναζόλης.
Ο συγγραφέας έκρινε ότι ο ασθενής κατέληξε εξαιτίας δηλητηρίασης από
φαιντανύλη. Επί πλέον, σε μία τυχαιοποιημένη διασταυρούμενη μελέτη σε δώδεκα
υγιείς εθελοντές καταδείχθηκε ότι η φλουκοναζόλη καθυστέρησε σημαντικά την
απέκκριση της φαιντανύλης. Η αυξημένη συγκέντρωση φαιντανύλης μπορεί να
οδηγήσει σε αναπνευστική καταστολή. Μπορεί να είναι απαραίτητη η ρύθμιση της
δόσης της φαιντανύλης.
Αλοφαντρίνη (υπόστρωμα CYP3A4)
Φάρμακα που αναστέλλουν το CYP3A4 οδηγούν σε αναστολή του μεταβολισμού της
αλοφαντρίνης.
Αναστολείς της HMG - CoA αναγωγάσης (υποστρώματα CYP2C9 ή CYP3A4)
Ο κίνδυνος μυοπάθειας αυξάνεται όταν η φλουκοναζόλη χορηγείται παράλληλα με
αναστολείς HMG-CoA αναγωγάσης που μεταβολίζονται μέσω του CYP3A4, όπως η
ατορβαστατίνη και η σιμβαστατίνη, ή μέσω του CYP2C9, όπως η
φλουβαστατίνη. Μεμονωμένες αυξήσεις κατά έως και 200% στην περιοχή κάτω από
την καμπύλη (AUC) της φλουβαστατίνης μπορεί να προκύψουν ως αποτέλεσμα της
αλληλεπίδρασης μεταξύ φλουβαστατίνης και φλουκοναζόλης. Είναι επιβεβλημένη η
επίδειξη προσοχής εάν κριθεί απαραίτητη η συγχορήγηση φλουκοναζόλης και
αναστολέων της HMG-CoA αναγωγάσης. Ο συνδυασμός αυτός μπορεί να απαιτεί
μείωση της δόσης των αναστολέων της HMG-CoA αναγωγάσης. Οι ασθενείς θα
11
πρέπει να παρακολουθούνται για την εμφάνιση σημείων και συμπτωμάτων
μυοπάθειας ή ραβδομυόλυσης, ενώ θα πρέπει να παρακολουθούνται και τα επίπεδα
κρεατινικής κινάσης (CK). Η θεραπεία με HMG-CoA θα πρέπει να διακόπτεται εάν τα
επίπεδα CK δείξουν αξιοσημείωτη αύξηση ή εάν υπάρξει διάγνωση ή υποψία
μυοπάθειας ή ραβδομυόλυσης.
Λοσαρτάνη (υπόστρωμα CYP2C9)
Η φλουκοναζόλη αναστέλλει τον βιομετασχηματισμό της λοσαρτάνης στον δραστικό
μεταβολίτη της (E-3174), ο οποίος ευθύνεται για το μεγαλύτερο μέρος του
ανταγωνισμού των υποδοχέων της αγγειοτασίνης II που προκύπτει κατά τη διάρκεια
της θεραπείας με λοσαρτάνη. Η παράλληλη θεραπεία με φλουκοναζόλη θα μπορούσε
να οδηγήσει σε αυξημένες συγκεντρώσεις λοσαρτάνης και μειωμένες συγκεντρώσεις
του δραστικού μεταβολίτη της. Συνιστάται οι ασθενείς που λαμβάνουν τον
συνδυασμό αυτόν να παρακολουθούνται για τον συνεχιζόμενο έλεγχο της υπέρτασής
τους.
Μεθαδόνη
Η φλουκοναζόλη μπορεί να αυξήσει τη συγκέντρωση της μεθαδόνης στον ορό.
Μπορεί να είναι απαραίτητη η ρύθμιση της δόσης της μεθαδόνης.
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα
Η C
max
και η AUC της φλουρβιπροφαίνης αυξήθηκαν κατά 23% και 81%, αντίστοιχα,
κατά τη συγχορήγηση με φλουκοναζόλη σε σύγκριση με τη χορήγηση
φλουρβιπροφαίνης ως μονοθεραπείας. Παρομοίως, η C
max
και η AUC του
φαρμακολογικά δραστικού ισομερούς [S-(+)-ιβουπροφαίνη] αυξήθηκαν κατά 15% και
82%, αντίστοιχα, κατά τη συγχορήγηση φλουκοναζόλης με ιβουπροφαίνη (ρακεμικό
μίγμα) (400 mg) σε σύγκριση με τη χορήγηση ιβουπροφαίνης (ρακεμικό μίγμα) ως
μονοθεραπείας.
Αν και κάτι τέτοιο δεν έχει διερευνηθεί συγκεκριμένα, η φλουκοναζόλη έχει τη
δυνατότητα να αυξήσει τη συστηματική έκθεση άλλων ΜΣΑΦ που μεταβολίζονται
μέσω του CYP2C9 (π.χ. ναπροξένη, λορνοξικάμη, μελοξικάμη, δικλοφαινάκη).
Συνιστάται συχνή παρακολούθηση για την εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών και
τοξικότητας σχετιζόμενης με τα ΜΣΑΦ. Μπορεί να είναι απαραίτητη η ρύθμιση της
δοσολογίας των ΜΣΑΦ.
Από του στόματος αντισυλληπτικά
Έχουν πραγματοποιηθεί δύο μελέτες φαρμακοκινητικής με συνδυαστικά από του
στόματος αντισυλληπτικά με τη χρήση πολλαπλών δόσεων φλουκοναζόλης. Δεν
υπήρξαν σχετικές επιδράσεις στα επίπεδα οποιασδήποτε από τις δύο ορμόνες στη
μελέτη φλουκοναζόλης των 50 mg, ενώ στη μελέτη των 200 mg ημερησίως η AUC
της αιθινυλοιστραδιόλης και της λεβονοργεστρέλης αυξήθηκε κατά 40% και 24%,
αντίστοιχα. Κατά συνέπεια η χρήση πολλαπλών δόσεων φλουκοναζόλης σε αυτές τις
δόσεις είναι απίθανο να έχει επίδραση στην αποτελεσματικότητα του συνδυαστικού
από του στόματος αντισυλληπτικού.
Φαινυτοΐνη (υπόστρωμα CYP2C9)
Η φλουκοναζόλη αναστέλλει τον ηπατικό βιομετασχηματισμό της φαινυτοΐνης. Η
λήψη φλουκοναζόλης 200 mg παράλληλα με ενδοφλέβια λήψη φαινυτοΐνης 250 mg
αύξησε την AUC της φαινυτοΐνης κατά 75% και τη C
min
της φαινυτοΐνης κατά 128%.
Εάν είναι απαραίτητη η παράλληλη χορήγηση και των δύο αυτών ουσιών, η
συγκέντρωση της φαινυτοΐνης θα πρέπει να ελέγχεται και η δόση της φαινυτοΐνης να
ρυθμίζεται, προκειμένου να αποφεύγονται οι τοξικές συγκεντρώσεις.
Πρεδνιζόνη (υπόστρωμα CYP3A4)
12
Ένας λήπτης ηπατικού μοσχεύματος που λάμβανε πρεδνιζόνη ανέπτυξε οξεία
επινεφριδική ανεπάρκεια όταν διακόπηκε ένα τρίμηνο δοσολογικό σχήμα
φλουκοναζόλης. Η διακοπή της χορήγησης φλουκοναζόλης προκάλεσε πιθανότατα
αύξηση της δραστηριότητας του CYP3A4, η οποία οδήγησε σε αύξηση της
αποδόμησης της πρεδνιζόνης. Οι ασθενείς που λαμβάνουν μακροχρόνια θεραπεία με
φλουκοναζόλη και πρεδνιζόνη θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά για την
εμφάνιση σημείων επινεφριδικής ανεπάρκειας κατά τη διακοπή της χορήγησης της
φλουκοναζόλης.
Ριφαμπουτίνη (υπόστρωμα CYP3A4)
Η φλουκοναζόλη αυξάνει την AUC της ριφαμπουτίνης κατά έως και 80%, με
αποτέλεσμα την αύξηση των συγκεντρώσεων ριφαμπουτίνης στον ορό. Έχουν
υπάρξει αναφορές ραγοειδίτιδας σε ασθενείς στους οποίους γινόταν συγχορήγηση
φλουκοναζόλης και ριφαμπουτίνης. Κατά τη συνδυαστική θεραπεία, συνιστάται
αυξημένη προσοχή σε σχέση με τα συμπτώματα δηλητηρίασης από ριφαμπουτίνη.
Σακουιναβίρη
Η φλουκοναζόλη αυξάνει την AUC της σακουιναβίρης κατά περίπου 50% και τη C
max
κατά περίπου 55%, ενώ μειώνει την κάθαρση της σακουιναβίρης κατά περίπου 50%
λόγω της αναστολής του ηπατικού μετασχηματισμού της σακουιναβίρης μέσω του
CYP3A4 και της Pλυκοπρωτεΐνης στο έντερο.
Μπορεί να είναι απαραίτητη η ρύθμιση της δόσης της σακουιναβίρης με βάση την
επίδραση / τη μέτρηση της συγκέντρωσης.
Σουλφονυλουρία (υποστρώματα CYP2C9)
Η φλουκοναζόλη αυξάνει τις συγκεντρώσεις της γλιβενκλαμίδης, της γλικλαζίδης,
της γλιμεπιρίδης, της γλιπιζίδης, της χλωροπροπαμίδης και της τολβουταμίδης στο
πλάσμα, όταν χρησιμοποιείται παράλληλα με αυτές. Η φλουκοναζόλη και τα από του
στόματος χορηγούμενα παράγωγα σουλφονυλουρίας μπορούν να χρησιμοποιηθούν
παράλληλα σε διαβητικούς ασθενείς, αλλά θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν η
πιθανότητα ανάπτυξης υπογλυκαιμίας και να παρακολουθούνται στενά τα επίπεδα
της γλυκόζης στο αίμα.
Τακρόλιμους και σιρόλιμους (υποστρώματα CYP3A4)
Η παράλληλη λήψη φλουκοναζόλης και τακρόλιμους 0,15 mg/kg δύο φορές την
ημέρα αύξησε τη C
min
του τακρόλιμους κατά 1,4 και 3,1 φορές με δόσεις
φλουκοναζόλης 100 mg και 200 mg, αντίστοιχα. Νεφρική τοξικότητα έχει αναφερθεί
σε ασθενείς που λάμβαναν παράλληλα φλουκοναζόλη και τακρόλιμους. Η
φλουκοναζόλη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις του από του στόματος
χορηγούμενου τακρόλιμους στον ορό κατά έως και 5 φορές λόγω της αναστολής του
μετασχηματισμού του τακρόλιμους μέσω του CYP3A4 στο έντερο. Δεν
παρατηρούνται σημαντικές φαρμακοκινητικές μεταβολές εάν η χορήγηση του
τακρόλιμους γίνεται ενδοφλεβίως. Η από του στόματος χορηγούμενη δόση του
τακρόλιμους θα πρέπει να μειώνεται ανάλογα με τις μετρήσεις της συγκέντρωσης.
Αν και δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες αλληλεπίδρασης με τη φλουκοναζόλη και το
σιρόλιμους, θα πρέπει να αναμένεται μία παρόμοια αλληλεπίδραση με εκείνη του
τακρόλιμους. Οι ασθενείς που λαμβάνουν παράλληλα τακρόλιμους ή σιρόλιμους και
φλουκοναζόλη θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά ως προς τα επίπεδα του
τακρόλιμους/σιρόλιμους στο πλάσμα και την αντίστοιχη τοξικότητα.
Θεοφυλλίνη
Σε μία ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη αλληλεπίδρασης, η λήψη
φλουκοναζόλης 200 mg για 14 ημέρες είχε ως αποτέλεσμα μία μείωση κατά 18% της
μέσης κάθαρσης της θεοφυλλίνης στο πλάσμα. Οι ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία
με υψηλές δόσεις θεοφυλλίνης ή που για κάποιον άλλο λόγο διατρέχουν αυξημένο
13
κίνδυνο εμφάνισης τοξικότητας της θεοφυλλίνης θα πρέπει να παρατηρούνται
προσεκτικά για το ενδεχόμενο τοξικότητας της θεοφυλλίνης κατά τη διάρκεια της
θεραπείας με φλουκοναζόλη. Η θεραπεία θα πρέπει να ρυθμίζεται καταλλήλως εάν
εμφανιστούν σημεία τοξικότητας.
Αλκαλοειδή της βίνκα
Αν και κάτι τέτοιο δεν έχει διερευνηθεί, η φλουκοναζόλη μπορεί να αυξήσει τα
επίπεδα των αλκαλοειδών της βίνκα (π.χ. βινκριστίνη και βινβλαστίνη) στο πλάσμα
και να οδηγήσει σε νευροτοξικότητα, η οποία πιθανώς οφείλεται σε μία ανασταλτική
επίδραση στο CYP3A4.
Τριμετρεξάτη
Η φλουκοναζόλη μπορεί να αναστείλει τον μεταβολισμό της τριμετρεξάτης, με
αποτέλεσμα αυξημένες συγκεντρώσεις της τριμετρεξάτης στο πλάσμα. Εάν ο
συνδυασμός δεν μπορεί να αποφευχθεί, τα επίπεδα της τριμετρεξάτης στον ορό και η
αντίστοιχη τοξικότητα θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά.
Βιταμίνη Α
Με βάση μία αναφορά περιστατικού σε σχέση με έναν ασθενή που λάμβανε
συνδυαστική θεραπεία με all-trans-ρετινοϊκό οξύ (μία όξινη μορφή της βιταμίνης Α)
και φλουκοναζόλη, εμφανίστηκαν σχετιζόμενες με το ΚΝΣ ανεπιθύμητες επιδράσεις
με τη μορφή ιδιοπαθούς ενδοκρανιακής υπέρτασης, οι οποίες υποχώρησαν εντελώς
μετά τη διακοπή της θεραπείας με φλουκοναζόλη. Ο συνδυασμός αυτός μπορεί να
χρησιμοποιηθεί αλλά η επίπτωση σχετιζόμενων με το ΚΝΣ ανεπιθύμητων
επιδράσεων θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν.
Ζιδοβουδίνη
Η φλουκοναζόλη αυξάνει τη C
max
και την AUC της ζιδοβουδίνης κατά 85% και 75%,
αντίστοιχα, λόγω μίας μείωσης της από του στόματος κάθαρσης της ζιδοβουδίνης
κατά περίπου 45%. Ο χρόνος ημίσειας ζωής της ζιδοβουδίνης παρατάθηκε επίσης
κατά περίπου 128% με τη συγχορήγηση με φλουκοναζόλη. Οι ασθενείς που
λαμβάνουν αυτόν τον συνδυασμό θα πρέπει να παρακολουθούνται για την ανάπτυξη
σχετιζόμενων με τη ζιδοβουδίνη ανεπιθύμητων αντιδράσεων. Μπορεί να εξεταστεί
το ενδεχόμενο ρύθμισης της δόσης της ζιδοβουδίνης.
Φαρμακοδυναμικές αλληλεπιδράσεις
Φαρμακευτικά προϊόντα που παρατείνουν το διάστημα QT
Αναφορές περιστατικών υποδεικνύουν ότι η φλουκοναζόλη μπορεί να έχει τη
δυνατότητα να προκαλέσει παράταση του διαστήματος QT, η οποία οδηγεί σε σοβαρή
καρδιακή αρρυθμία. Οι ασθενείς που λαμβάνουν παράλληλη θεραπεία με
φλουκοναζόλη και άλλα φάρμακα που παρατείνουν το διάστημα QT θα πρέπει να
παρακολουθούνται προσεκτικά, καθώς δεν μπορεί να αποκλειστεί μία αθροιστική
επίδραση.
Αμφοτερικίνη Β
In vitro
και
in vivo
μελέτες σε πειραματόζωα έχουν καταδείξει ανταγωνισμό μεταξύ
της αμφοτερικίνης Β και των παραγώγων αζόλης. Ο μηχανισμός δράσης των
ιμιδαζολών είναι η αναστολή της σύνθεσης της εργοστερόλης στις κυτταρικές
μεμβράνες των μυκήτων. Η αμφοτερικίνη Β δρα μέσω πρόσδεσης στις στερόλες στην
κυτταρική μεμβράνη και μεταβολής της διαπερατότητας της μεμβράνης. Οι κλινικές
επιδράσεις αυτού του ανταγωνισμού είναι μέχρι σήμερα άγνωστες, ενώ μία
παρόμοια επίδραση μπορεί να προκύψει με το σύμπλοκο της αμφοτερικίνης Β με
χοληστερυλ-θειικό νάτριο.
14
Μελέτες αλληλεπίδρασης έχουν δείξει ότι δεν υπάρχει κλινικά σημαντική μεταβολή
στην απορρόφηση της φλουκοναζόλης κατά την από του στόματος χορήγησή της μαζί
με τροφή, σιμετιδίνη, αντιόξινα ή μετά από ακτινοθεραπεία σε ολόκληρο το σώμα
που σχετίζεται με μεταμόσχευση μυελού των οστών.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Δεν θα πρέπει να χορηγούνται οι συνήθεις δόσεις φλουκοναζόλης (<200 mg/ημέρα),
καθώς και βραχυχρόνια θεραπεία, κατά τη διάρκεια της κύησης, εκτός εάν τα οφέλη
υπερτερούν του κινδύνου για το έμβρυο.
Υψηλές δόσεις φλουκοναζόλης ή/και μακροχρόνια θεραπεία θα πρέπει να
χορηγούνται κατά τη διάρκεια της κύησης μόνο σε περίπτωση απειλητικών για τη
ζωή λοιμώξεων.
Δεδομένα από αρκετές εκατοντάδες εγκύους που λάμβαναν θεραπεία με τις συνήθεις
δόσεις (<200 mg/ημέρα) φλουκοναζόλης χορηγούμενες ως μονές ή πολλαπλές δόσεις
κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου, δεν υποδηλώνουν ανεπιθύμητες επιδράσεις
στο έμβρυο.
Πολλαπλές συγγενείς ανωμαλίες (συμπεριλαμβανομένων της βραχυκεφαλίας, της
δυσπλασίας των ώτων, γιγαντιαία μετωπιαία πηγή, κύρτωση μηριαίου και
συνοστέωση κερκίδας-βραχιόνιου) έχουν αναφερθεί σε βρέφη μητέρων που
λάμβαναν θεραπεία για τουλάχιστον 3 ή αρκετούς μήνες με υψηλές δόσεις (400-
800 mg/ημέρα) φλουκοναζόλης για κοκκιδιομυκητίαση. Η αιτιολογική σχέση μεταξύ
της φλουκοναζόλης και αυτών των συμβαμάτων δεν έχει τεκμηριωθεί.
Μελέτες σε πειραματόζωα έχουν δείξει τερατογόνες επιδράσεις (βλ. παράγραφο 5.3).
Θηλασμός
Η φλουκοναζόλη απεκκρίνεται στο ανθρώπινο μητρικό γάλα σε συγκεντρώσεις
μικρότερες από αυτές στο πλάσμα. Η γαλουχία μπορεί να συνεχιστεί μετά από μία
και μόνη δόση 200 mg φλουκοναζόλης και κάτω. Η γαλουχία θα πρέπει να
διακόπτεται κατά τη διάρκεια της θεραπείας με πολλαπλές ή/και υψηλότερες δόσεις
φλουκοναζόλης.
Γονιμότητα
Τα δεδομένα δεν υποδηλώνουν ανεπιθύμητες επιδράσεις στη γονιμότητα αρσενικών
ή θηλυκών. Έχει καταδειχθεί ότι η λήψη 50 mg φλουκοναζόλης ημερησίως για έως
και 28 ημέρες δεν επηρέασε τις συγκεντρώσεις τεστοστερόνης στο πλάσμα ανδρών ή
τις συγκεντρώσεις στεροειδών ορμονών σε γυναίκες με δυνατότητα τεκνοποίησης.
200 έως 400 mg φλουκοναζόλης την ημέρα δεν έχουν κλινική επίδραση στα επίπεδα
ενδογενών στεροειδών ή στη διεγειρόμενη από την ACTH ανταπόκριση σε υγιείς,
άνδρες εθελοντές.
Οι γόνιμες γυναίκες θα πρέπει να χρησιμοποιούν επαρκή αντισύλληψη κατά τη
διάρκεια της μακροχρόνιας θεραπείας με φλουκοναζόλη.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Η φλουκοναζόλη δεν έχει καμία ή έχει ασήμαντη επίδραση στην ικανότητα οδήγησης
και χειρισμού μηχανών. Ωστόσο, κατά την οδήγηση οχημάτων ή τον χειρισμό
μηχανών, θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν ότι περιστασιακά μπορεί να
εμφανιστούν ζάλη ή σπασμοί.
15
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι ανεπιθύμητες επιδράσεις αναφέρονται πιο κάτω ανά κατηγορία οργανικού
συστήματος και ανά κατηγορία συχνότητας εμφάνισης.
Οι ακόλουθες κατηγορίες συχνότητας χρησιμοποιούνται για την ταξινόμηση των
ανεπιθύμητων ενεργειών:
Πολύ συχνές (≥1/10)
Συνήθεις (≥ 1/100 έως < 1/10)
Μη συχνές (≥ 1/1.000 έως < 1/100)
Σπάνιες (≥ 1/10.000 έως < 1/1.000)
Πολύ σπάνιες (<1/10.000)
Άγνωστης συχνότητας (η συχνότητα δεν μπορεί να υπολογιστεί από τα διαθέσιμα
δεδομένα).
Κατηγορία οργανικού
συστήματος
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Διαταραχές του αιμοποιητικού
και του λεμφικού συστήματος
Μη συχνές (≥ 1/1.000 έως < 1/100)
Σπάνιες (≥ 1/10.000 έως < 1/1.000)
Αναιμία
Ακοκκιοκυττάρωση, λευκοπενία,
ουδετεροπενία, θρομβοκυτταροπενία.
Διαταραχές του ανοσοποιητικού
συστήματος
Σπάνιες (≥ 1/10.000 έως < 1/1.000)
Αναφυλαξία
Διαταραχές του μεταβολισμού
και της θρέψης
Μη συχνές (≥ 1/1.000 έως < 1/100)
Σπάνιες (≥ 1/10.000 έως < 1/1.000)
Ανορεξία, υποκαλιαιμία.
Υπερχοληστερολαιμία,
υπερτριγλυκεριδαιμία.
Ψυχιατρικές διαταραχές
Μη συχνές (≥ 1/1.000 έως < 1/100)
Αϋπνία.
Διαταραχές νευρικού
συστήματος
Συνήθεις (≥ 1/100 έως < 1/10)
Μη συχνές (≥ 1/1.000 έως < 1/100)
Κεφαλαλγία.
Ζάλη, σπασμοί, παραισθησία, τρόμος,
ίλιγγος, υπνηλία, διαταραχές της
γεύσης.
Καρδιακές διαταραχές
Σπάνιες (≥ 1/10.000 έως < 1/1.000)
Παράταση του διαστήματος QT,
Torsades de pointes (βλ. παράγραφο
4.4).
Γαστρεντερικές διαταραχές
Συνήθεις (≥ 1/100 έως < 1/10)
Μη συχνές (≥ 1/1.000 έως < 1/100)
Κοιλιακό άλγος, διάρροια, ναυτία,
έμετος.
Μετεωρισμός, δυσπεψία, ξηροστομία,
δυσκοιλιότητα.
16
Διαταραχές του ήπατος και των
χοληφόρων
Συνήθεις (≥ 1/100 έως < 1/10)
Μη συχνές (≥ 1/1.000 έως < 1/100)
Σπάνιες (≥ 1/10.000 έως < 1/1.000)
Αυξημένη αλκαλική φωσφατάση, AST
και ALT.
Ίκτερος, χολόσταση, ηπατοκυτταρική
βλάβη, αυξημένη χολερυθρίνη.
Ηπατοτοξικότητα (σπανίως
θανατηφόρος), ηπατική ανεπάρκεια,
ηπατίτιδα, ηπατοκυτταρική νέκρωση.
Διαταραχές του δέρματος και του
υποδόριου ιστού
Συνήθεις (≥ 1/100 έως < 1/10)
Μη συχνές (≥ 1/1.000 έως < 1/100)
Σπάνιες (≥ 1/10.000 έως < 1/1.000)
Εξάνθημα.
Κνησμός, κνίδωση, αυξημένη
εφίδρωση.
Αγγειοοίδημα, αλωπεκία, οίδημα
προσώπου, απολεπιστικές δερματικές
αντιδράσεις, συμπεριλαμβανομένων
του πολύμορφου ερυθήματος, του
συνδρόμου Stevens-Johnson και της
τοξικής επιδερμικής νεκρόλυσης.
Διαταραχές του μυοσκελετικού
συστήματος και του συνδετικού
ιστού
Μη συχνές (≥ 1/1.000 έως < 1/100)
Μυαλγία
Γενικές διαταραχές και
καταστάσεις της οδού χορήγησης
Μη συχνές (≥ 1/1.000 έως < 1/100)
Κόπωση, κακουχία, εξασθένηση,
πυρετός.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Το είδος και η επίπτωση των ανεπιθύμητων ενεργειών και των παθολογικών
εργαστηριακών τιμών που καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια της παιδιατρικής χρήσης
είναι συγκρίσιμα με εκείνα που παρατηρήθηκαν σε ενήλικες.
4.9 Υπερδοσολογία
Έχουν υπάρξει αναφορές υπερδοσολογίας με τη φλουκοναζόλη.
Συμπτώματα:
Σε μία μεμονωμένη περίπτωση, ένας 42χρονος ασθενής με AIDS ανέπτυξε
ψευδαισθήσεις και παρανοειδή συμπεριφορά μετά από τη λήψη 8200 mg
φλουκοναζόλης. Ο ασθενής νοσηλεύτηκε και ανάρρωσε εντός 48 ωρών.
Θεραπεία:
Συμπτωματική και υποστηρικτική θεραπεία και – εάν είναι απαραίτητο – γαστρική
πλύση. Η φλουκοναζόλη απεκκρίνεται κατά κύριο λόγο στα ούρα. Η προκλητή
17
διούρηση πιθανότατα θα αυξήσει τον ρυθμό απέκκρισης. Τρεις ώρες αιμοκάθαρσης
θα μειώσουν τα επίπεδα πλάσματος κατά περίπου 50%.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: αντιμυκητιασικά για συστηματική χρήση,
παράγωγα τριαζόλης. Κωδικός ATC: J02AC01
Η φλουκοναζόλη είναι ένα παράγωγο τριαζόλης με μυκητοστατική δράση, η οποία
αναστέλλει ειδικά τη σύνθεση της εργοστερόλης των μυκήτων, η οποία πιστεύεται
ότι οδηγεί σε ελλείμματα στην κυτταρική μεμβράνη. Η φλουκοναζόλη είναι
εξαιρετικά ειδική για τα μυκητιασικά ένζυμα του κυτοχρώματος P-450. Δόσεις
φλουκοναζόλης 50 mg ημερησίως για 28 ημέρες δεν έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζουν
τα επίπεδα τεστοστερόνης ορού στους άνδρες ή τη συγκέντρωση στεροειδών σε
γόνιμες γυναίκες.
Το φάσμα εφαρμογής περιλαμβάνει διάφορα παθογόνα, συμπεριλαμβανομένων των
Candida albicans
και των μη
Candida albicans
ειδών, των
Cryptococcus
ειδών και
των δερματόφυτων. Οι
Candida krusei
είναι ανθεκτικοί στη φλουκοναζόλη. Σαράντα
τοις εκατό των
Candida glabrata
είναι κατά κύριο λόγο ανθεκτικοί στη
φλουκοναζόλη. Οι λοιμώξεις που προκαλούνται από είδη
Aspergillus
δεν θα πρέπει
να αντιμετωπίζονται με φλουκοναζόλη.
Η αποτελεσματικότητα της φλουκοναζόλης στη δερματοφυτία του τριχωτού της
κεφαλής έχει μελετηθεί σε 2 τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες σε συνολικά 878
ασθενείς που συνέκριναν τη φλουκοναζόλη με τη γκριζεοφουλβίνη. Η φλουκοναζόλη
σε δόση 6 mg/kg/ημέρα για 6 εβδομάδες δεν ήταν ανώτερη της γκριζεοφουλβίνης σε
δόση 11 mg/kg/ημέρα για 6 εβδομάδες. Το συνολικό ποσοστό επιτυχίας κατά την
εβδομάδα 6 ήταν χαμηλό (φλουκοναζόλη 6 εβδομάδες: 18,3%, φλουκοναζόλη 3
εβδομάδες: 14,7%, γκριζεοφουλβίνη: 17,8%) σε όλες τις θεραπευτικές ομάδες. Αυτά
τα ευρήματα δεν συνάδουν με τη φυσική ιστορία της δερματοφυτίας του τριχωτού
της κεφαλής χωρίς θεραπεία.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες της φλουκοναζόλης είναι ταυτόσημες μετά από
ενδοφλέβια και από του στόματος χορήγηση.
Απορρόφηση:
Η φλουκοναζόλη απορροφάται καλά μετά από χορήγηση από το στόμα. Η απόλυτη
βιοδιαθεσιμότητα είναι πάνω από 90%. Η από του στόματος απορρόφηση δεν
επηρεάζεται από την ταυτόχρονη πρόσληψη τροφής. Η μέγιστη συγκέντρωση
πλάσματος νηστείας επιτυγχάνεται 0,5 – 1,5 ώρες μετά τη λήψη της δόσης. 90% των
επιπέδων σταθερής κατάστασης επιτυγχάνεται 4-5 ημέρες μετά την άπαξ ημερησίως
δοσολογία.
Η συγκέντρωση στο πλάσμα είναι αναλογική της δόσης:
Μετά από χορήγηση 200 mg φλουκοναζόλης, η C
max
είναι περίπου 4,6 mg/L και οι
συγκεντρώσεις στο πλάσμα σε σταθερή κατάσταση μετά από 15 ημέρες είναι
περίπου 10 mg/L.
18
Μετά από χορήγηση 400 mg φλουκοναζόλης, η C
max
είναι περίπου 9 mg/L και οι
συγκεντρώσεις στο πλάσμα σε σταθερή κατάσταση μετά από 15 ημέρες είναι
περίπου 18 mg/L.
Η χορήγηση διπλής δόσης κατά την ημέρα 1 έχει ως αποτέλεσμα συγκεντρώσεις
σταθερής κατάστασης στο πλάσμα περίπου 90% κατά την ημέρα 2.
Κατανομή:
Ο όγκος κατανομής αντιστοιχεί στη συνολική ποσότητα ύδατος στον οργανισμό. Η
σύνδεση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι χαμηλή (11-12%).
Η φλουκοναζόλη κατανέμεται στη συνολική ποσότητα ύδατος στο σώμα. Η
συγκέντρωση στα πτύελα αντιστοιχεί στη συγκέντρωση στο πλάσμα. Σε ασθενείς με
μυκητιασική μηνιγγίτιδα, η συγκέντρωση φλουκοναζόλης στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό
είναι περίπου 80% της αντίστοιχης συγκέντρωσης στο πλάσμα.
Υψηλότερα επίπεδα φλουκοναζόλης επιτυγχάνονται στην κερατίνη στιβάδα, την
επιδερμίδα-δερμίδα και στους εξωκρινείς ιδρωτοποιούς αδένες σε σύγκριση με τον
ορό. Η φλουκοναζόλη συσσωρεύεται στην κερατίνη στιβάδα. Μετά από δόση 150 mg
άπαξ εβδομαδιαίως, η συγκέντρωση της φλουκοναζόλης στην κερατίνη στιβάδα μετά
από 2 δόσεις ήταν 23,4 g/g κατά την ημέρα 7, ενώ 7 ημέρες μετά τη δεύτερη δόση
ήταν ακόμη 7,1 g/g.
Απέκκριση:
Η φλουκοναζόλη απεκκρίνεται κατά κύριο λόγο μέσω των νεφρών. Περίπου 80% της
χορηγούμενης δόσης θα απεκκριθεί μέσω των ούρων σε μία μη μεταβολισμένη μορφή.
Η απέκκριση της φλουκοναζόλης είναι αναλογική της κάθαρσης κρεατινίνης. Δεν
έχουν ανιχνευθεί κυκλοφορούντες μεταβολίτες.
Ο χρόνος ημίσειας ζωής στο πλάσμα είναι περίπου 30 ώρες, γεγονός το οποίο έχει
δημιουργήσει τη βάση για θεραπεία με μία και μόνη δόση σε περιπτώσεις κολπικής
καντιντίασης και μία και μόνη δόση άπαξ ημερησίως και άπαξ εβδομαδιαίως σε
περιπτώσεις άλλων ενδείξεων.
Έχει καταδειχθεί ότι η λήψη 50 mg φλουκοναζόλης ημερησίως για έως και 28 ημέρες
δεν επηρέασε τις συγκεντρώσεις τεστοστερόνης στο πλάσμα ανδρών ή τις
συγκεντρώσεις στεροειδών ορμονών σε γυναίκες με δυνατότητα τεκνοποίησης.
200 έως 400 mg φλουκοναζόλης την ημέρα δεν έχουν κλινική επίδραση στα επίπεδα
ενδογενών στεροειδών ή στη διεγειρόμενη από την ACTH ανταπόκριση σε υγιείς,
άνδρες εθελοντές.
Φαρμακοκινητική σε παιδιά:
Δεδομένα φαρμακοκινητικής αξιολογήθηκαν σε 113 παιδιατρικούς ασθενείς από 5
μελέτες. Δύο μελέτες μονών δόσεων, 2 μελέτες πολλαπλών δόσεων και μία μελέτη
σε πρόωρα νεογνά. Δεδομένα από 1 μελέτη δεν μπορούσαν να ερμηνευτούν λόγω
αλλαγών στη μορφή του φαρμάκου κατά τη διάρκεια της μελέτης. Επιπρόσθετα
δεδομένα διατέθηκαν από μία μελέτη παρηγορητικής χρήσης.
Μετά από χορήγηση 2 – 8 mg/kg φλουκοναζόλης σε παιδιά ηλικίας μεταξύ 9 μηνών
και 15 ετών, βρέθηκε μία AUC περίπου 38 µg.h/ml ανά μοναδιαία δόση 1 mg/kg. Ο
μέσος χρόνος ημίσειας ζωής απέκκρισης της φλουκοναζόλης στο πλάσμα
κυμαινόταν μεταξύ 15 και 18 ωρών και ο όγκος κατανομής ήταν περίπου 880 ml/kg
μετά από πολλαπλές δόσεις. Ένας μεγαλύτερος χρόνος ημίσειας ζωής απέκκρισης
της φλουκοναζόλης στο πλάσμα περίπου 24 ωρών βρέθηκε μετά από μία και μόνη
δόση. Αυτό συγκρίνεται με τον χρόνο ημίσειας ζωής απέκκρισης της φλουκοναζόλης
19
στο πλάσμα μετά από μία και μόνη χορήγηση 3 mg/kg i.v. σε παιδιά ηλικίας 11
ημερών έως 11 μηνών. Ο όγκος κατανομής σε αυτή την ηλικιακή ομάδα ήταν περίπου
950 ml/kg.
Η πείρα από τη χρήση φλουκοναζόλης σε νεογνά περιορίζεται σε φαρμακοκινητικές
μελέτες σε πρόωρα νεογέννητα. Η μέση ηλικία κατά την πρώτη δόση ήταν 24 ώρες
(εύρος 9-36 ώρες) και το μέσο σωματικό βάρος ήταν 0,9 kg (εύρος 0,75-1,10 kg) σε
12 πρόωρα νεογνά μέσης διάρκειας κύησης 28 εβδομάδων. Επτά ασθενείς
ολοκλήρωσαν το πρωτόκολλο. Κατά μέγιστο πέντε ενδοφλέβιες εγχύσεις 6 mg/kg
φλουκοναζόλης χορηγούνταν κάθε 72 ώρες. Ο μέσος χρόνος ημίσειας ζωής (ώρες)
ήταν 74 (εύρος 44-185) κατά την ημέρα 1 και μειώθηκε με την πάροδο του χρόνου σε
53 (εύρος 30-131) κατά την ημέρα 7 και σε 47 (εύρος 27-68) κατά την ημέρα 13. Η
περιοχή κάτω από την καμπύλη (microgram.h/ml) ήταν 271 (εύρος 173-385) κατά την
ημέρα 1 και αυξήθηκε σε 490 (εύρος 292-734) κατά την ημέρα 7, ενώ μειώθηκε σε
360 (εύρος 167-566) κατά την ημέρα 13. Ο μέσος όγκος κατανομής (ml/kg) ήταν 1183
(εύρος 1070-1470) κατά την ημέρα 1 και αυξήθηκε με την πάροδο του χρόνου σε 1184
(εύρος 510-2130) κατά την ημέρα 7 και σε 1328 (εύρος 1040-1680) κατά την ημέρα
13.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Προκλινικά δεδομένα από συμβατικές μελέτες σχετικά με τη γενική τοξικότητα /
τοξικότητα επαναλαμβανόμενων δόσεων, τη γονοτοξικότητα ή την καρκινογένεση
δεν υποδηλώνουν οποιονδήποτε ειδικό κίνδυνο για τους ανθρώπους που δεν έχει ήδη
αναφερθεί σε άλλες παραγράφους της ΠΧτΠ.
Σε μελέτες αναπαραγωγικής τοξικότητας σε αρουραίους, αναφέρθηκε μία
αυξανόμενη επίπτωση υδρονέφρωσης και διάτασης της νεφρικής πυέλου και η
εμβρυονική θνησιμότητα αυξήθηκε. Σημειώθηκε μία αύξηση των ανατομικών
παραλλαγών και της καθυστερημένης οστεοποίησης, καθώς επίσης και
παρατεταμένος τοκετός και δυστοκία. Σε μελέτες αναπαραγωγικής τοξικότητας σε
κουνέλια καταγράφηκαν αποβολές.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Περιεχόμενο καψακίου:
Μονοϋδρική λακτόζη
Άμυλο αραβοσίτου, προζελατινοποιημένο
Άνυδρο κολλοειδές πυρίτιο
Στεατικό μαγνήσιο
Κέλυφος καψακίου:
Fluconazole/Actavis 50 mg:
Ζελατίνη
Διοξείδιο του τιτανίου (E171)
Indigo Carmine (E132)
Fluconazole/Actavis 100 mg:
Ζελατίνη
Διοξείδιο του τιτανίου (E171)
Indigo Carmine (E132)
20
Fluconazole/Actavis 150 mg:
Ζελατίνη
Διοξείδιο του τιτανίου (E171)
Fluconazole/Actavis 200 mg:
Ζελατίνη
Διοξείδιο του τιτανίου (E171)
Indigo Carmine (E132)
Κίτρινο οξείδιο του σιδήρου (E172)
Μαύρο οξείδιο του σιδήρου (E172)
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
3 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Να μη φυλάσσεται σε θερμοκρασία άνω των 25°C.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Συσκευασία blister από PVC/PVDC/Αλουμίνιο.
Μεγέθη συσκευασιών:
1, 2, 4, 6, 7, 10, 12, 14, 20, 21, 28, 30, 50, 60, 90, 100
καψάκια
Συσκευασίες που εγκρίθηκαν κατά την αμοιβαία/αποκεντρωμένη διαδικασία: 1, 2, 4,
6, 7, 10, 12, 14, 20, 21, 28, 30, 50, 60, 90, 100 καψάκια
Συσκευασίες που θα κυκλοφορήσουν στην Ελληνική Αγορά: 1, 2, 4, 6, 7, 10, 12, 14,
20, 21, 28, 30, 50, 60, 90, 100 καψάκια
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Καμία ειδική υποχρέωση.
Κάθε προϊόν που δεν έχει χρησιμοποιηθεί ή υπόλειμμα πρέπει να απορριφθεί
σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Actavis Group PTC ehf.
Reykjavikurvegur 76-78
220 Hafnarfjordur
Ισλανδία
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Fluconazole/Actavis 50 mg : 20074/20-03-2012
Fluconazole/Actavis 100mg : 20075/20-03-2012
Fluconazole/Actavis 150mg : 20076/20-03-2012
21
Fluconazole/Actavis 200mg : 20077/20-03-2012
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Ημερομηνία πρώτης έγκρισης: 20 Μαρτίου 2012
Ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης: <{ΗΗ μήνας ΕΕΕΕ}>
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
<ΜΜ/ΕΕΕΕ>
<ΗΗ/ΜΜ/ΕΕΕΕ>
<{ΗΗ μήνας ΕΕΕΕ}>
22
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
23
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ
ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑ
{Χαρτοκυτίο για συσκευασίες τύπου blister}
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Fluconazole/Actavis 50 mg καψάκια, σκληρά
Fluconazole/Actavis 100 mg καψάκια, σκληρά
Fluconazole/Actavis 150 mg καψάκια, σκληρά
Fluconazole/Actavis 200 mg καψάκια, σκληρά
Φλουκοναζόλη
2. ΣΥΝΘΕΣΗ ΣΕ ΔΡΑΣΤΙΚΗ(ΕΣ) ΟΥΣΙΑ(ΕΣ)
Κάθε σκληρό καψάκιο περιέχει 50 mg φλουκοναζόλης
Κάθε σκληρό καψάκιο περιέχει 100 mg φλουκοναζόλης
Κάθε σκληρό καψάκιο περιέχει 150 mg φλουκοναζόλης
Κάθε σκληρό καψάκιο περιέχει 200 mg φλουκοναζόλης
3. ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΚΔΟΧΩΝ
Περιέχει λακτόζη. Ανατρέξτε στο φύλλο οδηγιών χρήσης για περισσότερες
πληροφορίες.
4. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
Καψάκια, σκληρά
1 καψάκιο, σκληρό
2 καψάκια, σκληρά
4 καψάκια, σκληρά
6 καψάκια, σκληρά
7 καψάκια, σκληρά
10 καψάκια, σκληρά
12 καψάκια, σκληρά
14 καψάκια, σκληρά
20 καψάκια, σκληρά
21 καψάκια, σκληρά
28 καψάκια, σκληρά
30 καψάκια, σκληρά
50 καψάκια, σκληρά
60 καψάκια, σκληρά
90 καψάκια, σκληρά
100 καψάκια, σκληρά
24
5. ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΙ ΟΔΟΣ(ΟΙ) ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ
Από του στόματος χορήγηση.
Τα καψάκια θα πρέπει να καταπίνονται ολόκληρα.
Διαβάστε το φύλλο οδηγιών πριν από τη χορήγηση.
6. ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΤΟ
ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΪΟΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΛΑΣΣΕΤΑΙ ΣΕ ΘΕΣΗ ΤΗΝ
ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΒΛΕΠΟΥΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Να φυλάσσεται σε θέση την οποία δεν βλέπουν και δεν προσεγγίζουν τα παιδιά.
7. ΑΛΛΗ(ΕΣ) ΕΙΔΙΚΗ(ΕΣ) ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ(ΕΙΣ), ΕΑΝ ΕΙΝΑΙ
ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ(ΕΣ)
8. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΛΗΞΗΣ
ΛΗΞΗ
9. ΕΙΔΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΦΥΛΑΞΗΣ
Να μη φυλάσσεται σε θερμοκρασία άνω των 25.
10. ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΩΝ ΜΗ
ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΕΝΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ Ή ΤΩΝ
ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΑΥΤΑ, ΕΦΟΣΟΝ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ
11. ΟΝΟΜΑ ΚΑΙ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΟΧΟΥ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Actavis Group PTC ehf.
Reykjavikurvegur 76-78
220 Hafnarfjordur
Ισλανδία
12. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Fluconazole/Actavis 50 mg : 20074/20-03-2012
Fluconazole/Actavis 100mg : 20075/20-03-2012
Fluconazole/Actavis 150mg : 20076/20-03-2012
Fluconazole/Actavis 200mg : 20077/20-03-2012
13. ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΑΡΤΙΔΑΣ
Παρτίδα
25
14. ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΘΕΣΗ
Φαρμακευτικό προϊόν για το οποίο απαιτείται ιατρική συνταγή.
15. ΟΔΗΓΙΕΣ ΧΡΗΣΗΣ
16. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΕ BRAILLE
Fluconazole/Actavis 50 mg καψάκια, σκληρά
Fluconazole/Actavis 100 mg καψάκια, σκληρά
Fluconazole/Actavis 150 mg καψάκια, σκληρά
Fluconazole/Actavis 200 mg καψάκια, σκληρά
26
ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ
ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΕΣ ΤΥΠΟΥ BLISTER Ή ΣΤΙΣ ΤΑΙΝΙΕΣ
{Συσκευασία τύπου blister}
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Fluconazole/Actavis 50 mg καψάκια, σκληρά
Fluconazole/Actavis 100 mg καψάκια, σκληρά
Fluconazole/Actavis 150 mg καψάκια, σκληρά
Fluconazole/Actavis 200 mg καψάκια, σκληρά
Φλουκοναζόλη
2. ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΚΑΤΟΧΟΥ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Actavis Group PTC ehf.
3. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΛΗΞΗΣ
ΛΗΞΗ
4. ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΑΡΤΙΔΑΣ
Παρτίδα
5. ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
27
ΦΥΛΛΟ ΟΔΗΓΙΩΝ ΧΡΗΣΗΣ: ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΗΣΤΗ
Fluconazole/Actavis 50 mg καψάκια, σκληρά
Fluconazole/Actavis 100 mg καψάκια, σκληρά
Fluconazole/Actavis 150 mg καψάκια, σκληρά
Fluconazole/Actavis 200 mg καψάκια, σκληρά
Φλουκοναζόλη
Διαβάστε προσεκτικά ολόκληρο το φύλλο οδηγιών χρήσης προτού
αρχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτό το φάρμακο.
- Φυλάξτε αυτό το φύλλο οδηγιών χρήσης. Ίσως χρειαστεί να το
διαβάσετε ξανά.
- Εάν έχετε περαιτέρω απορίες, ρωτήστε το γιατρό ή το φαρμακοποιό
σας.
- Η συνταγή για αυτό το φάρμακο χορηγήθηκε για σας. Δεν πρέπει να
δώσετε το φάρμακο σε άλλους. Μπορεί να τους προκαλέσει βλάβη, ακόμη και
όταν τα συμπτώματά τους είναι ίδια με τα δικά σας.
- Εάν κάποια ανεπιθύμητη ενέργεια γίνεται σοβαρή, ή εάν
παρατηρήσετε κάποια ανεπιθύμητη ενέργεια που δεν αναφέρεται στο παρόν
φύλλο οδηγιών, παρακαλείσθε να ενημερώσετε το γιατρό ή φαρμακοποιό σας.
Το παρόν φύλλο οδηγιών περιέχει:
1. Τι είναι το Fluconazole/Actavis και ποια είναι η χρήση του
2. Τι πρέπει να γνωρίζετε προτού πάρετε το Fluconazole/Actavis
3. Πώς να πάρετε το Fluconazole/Actavis
4. Πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες
5. Πώς να φυλάσσεται το Fluconazole/Actavis
6. Λοιπές πληροφορίες
1. ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ FLUCONAZOLE/ACTAVIS ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΕΊΝΑΙ Η ΧΡΉΣΗ ΤΟΥ
Το Fluconazole/Actavis ανήκει σε μία ομάδα φαρμάκων που ονομάζονται
αντιμυκητιασικοί παράγοντες και προορίζεται για τη θεραπεία διάφορων λοιμώξεων
από μύκητες ή ζύμες. Εμποδίζει τη δημιουργία ενός κανονικού κυτταρικού
τοιχώματος από τον μύκητα, οπότε η ανάπτυξη του μύκητα αναστέλλεται και η
λοίμωξη υποχωρεί. Το Fluconazole/Actavis επηρεάζει μόνο τους μύκητες που
προκαλούν νοσήματα και όχι τη φυσιολογική βακτηριακή χλωρίδα.
Το Fluconazole/Actavis χρησιμοποιείται για:
- Οξείες και υποτροπιάζουσες μυκητιασικές λοιμώξεις στον κόλπο.
- Μυκητιασικές λοιμώξεις του δέρματος (π.χ. στα γεννητικά όργανα, στα πόδια ή
σε άλλα μέρη του σώματος), των βλεννογόνων, του στόματος, της πεπτικής
οδού και των πνευμόνων.
- Μυκητιασική λοίμωξη στην ουροποιητική οδό ατόμων με μειωμένη ανοσολογική
ανταπόκριση.
- Συστηματικές μυκητιασικές λοιμώξεις (που εξαπλώνονται μέσω του αίματος).
- Πρόληψη των μυκητιασικών λοιμώξεων σε ασθενείς με ουδετεροπενία (χαμηλός
αριθμός ενός τύπου λευκών αιμοσφαιρίων), π.χ. σε ασθενείς με AIDS ή μετά
από μεταμόσχευση μυελού των οστών.
- Θεραπεία και θεραπεία συντήρησης σε ασθενείς που πάσχουν από έναν
ορισμένο τύπο μηνιγγίτιδας (που προκαλείται από βακτήρια κρυπτόκοκκου) και
έχουν μειωμένη ανοσολογική ανταπόκριση.
28
2. ΤΙ ΠΡΈΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΊΖΕΤΕ ΠΡΙΝ ΝΑ ΠΆΡΕΤΕ ΤΟ FLUCONAZOLE/ACTAVIS
Μην πάρετε το Fluconazole/Actavis
- σε περίπτωση αλλεργίας (υπερευαισθησίας) στη φλουκοναζόλη (η δραστική
ουσία), σε άλλες ουσίες από την ίδια ομάδα φαρμάκων (παράγωγα αζόλης) ή σε
οποιοδήποτε άλλο συστατικό του Fluconazole/Actavis.
- παράλληλα με φάρμακα που περιέχουν:
- σισαπρίδη (φάρμακο που διεγείρει τη λειτουργία του εντέρου)
- αστεμιζόλη (για αλλεργίες)
- πιμοζίδη (για ψυχιατρικές διαταραχές)
- κινιδίνη (για τη θεραπεία του ακανόνιστου καρδιακού ρυθμού)
- τερφεναδίνη (για αλλεργίες)
Προσέξτε ιδιαίτερα με το Fluconazole/Actavis
- σε περίπτωση που έχετε μειωμένη ηπατική λειτουργία. Η
φλουκοναζόλη μπορεί σε σπάνιες περιπτώσεις να προκαλέσει βλάβες στους
ιστούς του ήπατος. Αυτές συνήθως υποχωρούν έως την ολοκλήρωση της
θεραπείας.
- σε περίπτωση που αναπτύξετε σοβαρές δερματικές αντιδράσεις με
εξάνθημα, βαριάς μορφής απολέπιση ή δημιουργία φλυκταινών (φουσκάλες). Ο
γιατρός σας θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο διακοπής της θεραπείας.
- σε περίπτωση που παρουσιάζετε καρδιακά προβλήματα, όπως ο
ακανόνιστος καρδιακός ρυθμός, η μειωμένη καρδιακή λειτουργία, ο αργός
σφυγμός, ο διογκωμένος καρδιακός μυς και η καρδιακή ανεπάρκεια.
- σε περίπτωση που έχετε χαμηλά επίπεδα αλάτων στο αίμα σας (κάλιο,
ασβέστιο και μαγνήσιο).
- σε περίπτωση που έχετε μειωμένη νεφρική λειτουργία.
- σε περίπτωση που είστε γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία. Θα πρέπει
να χρησιμοποιείτε κάποια επαρκή αντισυλληπτική μέθοδο κατά τη διάρκεια της
μακροχρόνιας θεραπείας με το Fluconazole/Actavis.
- σε περίπτωση που λαμβάνετε θεραπεία με φλουκοναζόλη σε δόσεις
κάτω των 400 mg ημερησίως και παράλληλα λαμβάνετε θεραπεία με
τερφεναδίνη (για κάποια αλλεργία). Θα πρέπει να παρακολουθείστε στενά από
τον γιατρό σας.
- σε περίπτωση που λαμβάνετε παράλληλα θεραπεία με βαρφαρίνη
(αντιπηκτικό φάρμακο) ή φαινυτοΐνη (φάρμακο για τη θεραπεία της επιληψίας),
βλ. παράγραφο «Λήψη άλλων φαρμάκων».
Σταματήστε τη λήψη του Fluconazole/Actavis και επικοινωνήστε αμέσως με έναν
γιατρό εάν εμφανίσετε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα συμπτώματα:
- οίδημα (πρήξιμο) στο πρόσωπο, τη γλώσσα ή/και τον φάρυγγα
- δυσκολία στην κατάποση
- κνίδωση και δυσκολία στην αναπνοή.
Αυτά μπορεί να είναι συμπτώματα σοβαρής αλλεργικής αντίδρασης (αναφυλαξία).
Λήψη άλλων φαρμάκων
Παρακαλείσθε να ενημερώσετε τον γιατρό ή τον φαρμακοποιό σας εάν παίρνετε ή
έχετε πάρει πρόσφατα άλλα φάρμακα, ακόμα και αυτά που δεν σας έχουν χορηγηθεί
με συνταγή.
Μην πάρετε φλουκοναζόλη παράλληλα με τα ακόλουθα φάρμακα:
- Σισαπρίδη (φάρμακο που διεγείρει τη λειτουργία του εντέρου)
29
- Τερφεναδίνη (για αλλεργίες) εάν παίρνετε φλουκοναζόλη σε ημερήσιες δόσεις
400 mg και άνω.
- Αστεμιζόλη (για αλλεργίες)
- Κινιδίνη (για τη θεραπεία του ακανόνιστου καρδιακού ρυθμού)
- Πιμοζίδη (για ψυχιατρικές διαταραχές)
Άλλα φάρμακα που μπορεί να επηρεάζουν τον τρόπο δράσης της φλουκοναζόλης:
- Διδανοσίνη (φάρμακο για τον HIV)
- Υδροχλωροθειαζίδη (διουρητικό που χρησιμοποιείται π.χ. για τη μείωση της
αρτηριακής πίεσης)
- Ριφαμπικίνη (αντιβιοτικό)
- Ερυθρομυκίνη (αντιβιοτικό)
Άλλα φάρμακα των οποίων η δράση μπορεί να επηρεαστεί από τη φλουκοναζόλη:
- Αλφαιντανίλη, φαιντανύλη, μεθαδόνη (παρόμοια με τη μορφίνη, ισχυρά
παυσίπονα φάρμακα)
- Αμφοτερικίνη Β (φάρμακο για τη θεραπεία των μυκητιασικών λοιμώξεων)
- Αμιτριπτυλίνη, νορτριπτυλίνη (φάρμακα για την αντιμετώπιση της
κατάθλιψης)
- Ορισμένες βενζοδιαζεπίνες, όπως η μιδαζολάμη και η τριαζολάμη
(ηρεμιστικά)
- Ατορβαστατίνη, σιμβαστατίνη και φλουβαστατίνη (φάρμακα για τη
μείωση των επιπέδων της χοληστερόλης στο αίμα)
- Αποκλειστές διαύλων ασβεστίου (φάρμακα μεταξύ άλλων για τη στηθάγχη, την
υψηλή αρτηριακή πίεση και ορισμένους τύπους ακανόνιστου καρδιακού
ρυθμού), όπως η νιφεδιπίνη, η ισραδιπίνη, η νικαρδιπίνη, η αμλοδιπίνη
και η φελοδιπίνη
- Καρβαμαζεπίνη, φαινυτοΐνη (φάρμακα για την επιληψία)
- Σελεκοξίμπη (παυσίπονο φάρμακο)
- Κυκλοσπορίνη (φάρμακο που μειώνει την ανοσολογική ανταπόκριση)
- Αλκαλοειδή της ερυσιβώδους ολύρας (για τη θεραπεία π.χ. της ημικρανίας)
- Αλοφαντρίνη (ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της
ελονοσίας)
- Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, όπως η ιβουπροφαίνη, η
φλουρβιπροφαίνη, η ναπροξένη, η λορνοξικάμη, η μελοξικάμη και η
δικλοφενάκη (για την αντιμετώπιση του πόνου, του πυρετού και της
φλεγμονής)
- Kυκλοφωσφαμίδη (φάρμακο για τη θεραπεία ορισμένων τύπων καρκίνου)
- Λοσαρτάνη (φάρμακο για την υψηλή αρτηριακή πίεση)
- Αντισυλληπτικό χάπι, συνδυαστικού τύπου (αντισυλληπτικό χάπι που
περιέχει περισσότερες από μία ορμόνες)
- Πρεδνιζόνη (κορτικοστεροειδές)
- Ριφαμπουτίνη (χρησιμοποιείται για έναν συγκεκριμένο τύπο βακτηρίου που
προκαλεί π.χ. φυματίωση)
- Σακουιναβίρη, ζιδοβουδίνη (φάρμακο για τη θεραπεία του HIV)
- Σουλφονυλουρίες (φάρμακο για τη θεραπεία του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2)
όπως η γλιβενκλαμίδη, η γλικλαζίδη, η γλιμεπιρίδη, η γλιπιζίδη, η
χλωροπροπαμίδη και η τολβιταμίδη
- Τακρόλιμους, σιρόλιμους (προλαμβάνει την απόρριψη οργάνων μετά από
μεταμόσχευση)
- Θεοφυλλίνη (φάρμακο για την ασθματική βρογχίτιδα)
- Τριμετρεξάτη (επηρεάζει το ανοσοποιητικό σύστημα)
- Βιταμίνη Α
- Βινκριστίνη και βινβλαστίνη (αντικαρκινικά φάρμακα)
30
- Βαρφαρίνη (αντιπηκτικό φάρμακο)
Λήψη του Fluconazole/Actavis με τροφές και ποτά
Μπορείτε να παίρνετε το Fluconazole/Actavis με ή χωρίς τροφή και ποτό.
Κύηση, θηλασμός και γονιμότητα
Ζητήστε τη συμβουλή του γιατρού ή του φαρμακοποιού σας προτού πάρετε
οποιοδήποτε φάρμακο.
Κύηση:
Η φλουκοναζόλη δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της κύησης
παρά μόνο μετά από προσεκτική ιατρική εξέταση ή εάν υπάρχει άμεσος κίνδυνος για
τη ζωή.
Γονιμότητα:
Οι γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία θα πρέπει να χρησιμοποιούν μία αξιόπιστη
μορφή αντισύλληψης κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας θεραπείας με
φλουκοναζόλη.
Θηλασμός:
Η φλουκοναζόλη περνά στο μητρικό γάλα. Ο θηλασμός μπορεί να συνεχιστεί μετά
από μία και μόνη δόση 200 mg φλουκοναζόλης και κάτω. Σε περίπτωση υψηλότερων
ή επαναλαμβανόμενων δόσεων φλουκοναζόλης, ο θηλασμός θα πρέπει να
διακόπτεται.
Οδήγηση και χειρισμός μηχανών
Το Fluconazole/Actavis δεν αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά την ικανότητά σας να
οδηγείτε ή να χειρίζεστε μηχανές. Ωστόσο, η χρήση φλουκοναζόλης ενδέχεται να
προκαλέσει ανεπιθύμητες ενέργειες (ζάλη και σπασμοί) που θα μπορούσαν να
επηρεάσουν την ικανότητά σας να κινείστε με ασφάλεια στον δρόμο ή την ασφάλειά
σας στον χώρο της εργασίας σας.
Σημαντικές πληροφορίες σχετικά με ορισμένα συστατικά του
Fluconazole/Actavis
Το Fluconazole/Actavis περιέχει λακτόζη. Εάν σας έχει ενημερώσει ο γιατρός σας ότι
εμφανίζετε δυσανεξία σε ορισμένα σάκχαρα, επικοινωνήστε με τον γιατρό σας πριν
πάρετε αυτό το φαρμακευτικό προϊόν.
3. ΠΏΣ ΝΑ ΠΆΡΕΤΕ ΤΟ FLUCONAZOLE/ACTAVIS
Πάντοτε να παίρνετε το Fluconazole/Actavis αυστηρά σύμφωνα με τις οδηγίες του
γιατρού σας. Εάν έχετε αμφιβολίες, ρωτήστε τον γιατρό ή τον φαρμακοποιό σας.
Η ημερήσια δόση εξαρτάται από το τύπο και τη βαρύτητα της μυκητιασικής
λοίμωξης. Η συνήθης δόση κυμαίνεται μεταξύ 50 και 400 mg ημερησίως. Για
ορισμένες λοιμώξεις, η συνήθης δόση κατά την πρώτη ημέρα είναι 800 mg.
Τα καψάκια θα πρέπει να καταπίνονται ολόκληρα με μισό ποτήρι υγρό, ενώ δεν είναι
απαραίτητο να λαμβάνονται με κάποιο γεύμα.
Ενήλικες:
Μυκητιασική λοίμωξη του κόλπου: 150 mg φλουκοναζόλης ως μία και μόνη δόση.
31
Μυκητιασική δερματική λοίμωξη: μία δόση 150 mg φλουκοναζόλης μία φορά την
εβδομάδα για ένα διάστημα 4 έως 6 εβδομάδων.
Μυκητιασική λοίμωξη των βλεννογόνων (π.χ. στόμα, πεπτική οδός ή πνεύμονες):
50 έως 100 mg φλουκοναζόλης ημερησίως για 2 έως 4 εβδομάδες.
Μυκητιασική λοίμωξη στην ουροποιητική οδό σε ασθενείς με μειωμένη ανοσολογική
ανταπόκριση: 50 mg φλουκοναζόλης ημερησίως για 2 έως 4 εβδομάδες. Σε βαριάς
μορφής περιστατικά, η δόση μπορεί να αυξηθεί σε 100 mg ημερησίως.
Συστηματική μυκητιασική λοίμωξη (που εξαπλώνεται μέσω του αίματος): η αρχική
δόση είναι συνήθως 400 έως 800 mg φλουκοναζόλης κατά την πρώτη ημέρα και στη
συνέχεια 200 έως 400 mg ημερησίως. Η διάρκεια της θεραπείας εξαρτάται από την
επίδρασή της.
Πρόληψη της μυκητιασικής λοίμωξης σε ουδετεροπενικούς ασθενείς (ασθενείς με
χαμηλό αριθμό ενός τύπου λευκών αιμοσφαιρίων): 400 mg φλουκοναζόλης μία φορά
την ημέρα. Η διάρκεια της θεραπείας εξαρτάται από το αιμοδιάγραμμα και τον
αριθμό των αιμοσφαιρίων. Με βάση αυτά, ο γιατρός αποφασίζει τη διάρκεια της
θεραπείας.
Θεραπεία και θεραπεία συντήρησης της κρυπτοκοκκικής μηνιγγίτιδας σε ασθενείς με
μειωμένη ανοσολογική ανταπόκριση:
Η αρχική δόση είναι 400 mg φλουκοναζόλης κατά την πρώτη ημέρα και στη συνέχεια
200 έως 400 mg φλουκοναζόλης για τουλάχιστον 6 έως 8 εβδομάδες. Για την
πρόληψη της επανεμφάνισης της κρυπτοκοκκικής λοίμωξης, η συνήθης ημερήσια
δόση είναι 100 έως 200 mg φλουκοναζόλης.
Παιδιά:
Η φλουκοναζόλη μπορεί να είναι διαθέσιμη και σε άλλες μορφές, π.χ. σε υγρή μορφή,
για παιδιά ηλικίας κάτω των 5-6 ετών.
Η συνήθης δόση για τα παιδιά κυμαίνεται από 3 έως 12 mg/kg σωματικού βάρους
ανά ημέρα. Η μέγιστη ημερήσια δόση για τα παιδιά είναι 400 mg φλουκοναζόλης. Η
διάρκεια της θεραπείας εξαρτάται από τον τύπο και τη βαρύτητα της λοίμωξης.
Ηλικιωμένοι:
Οι ασθενείς χωρίς μειωμένη νεφρική λειτουργία συνήθως λαμβάνουν κανονική
δοσολογία.
Μειωμένη νεφρική λειτουργία σε παιδιά και ενήλικες:
Δεν απαιτείται ρύθμιση της δόσης για τη θεραπεία με μία και μόνη δόση.
Για τη θεραπεία πολλαπλών δόσεων, ο γιατρός θα ρυθμίσει τη δόση ανάλογα με τη
νεφρική λειτουργία.
Εάν πάρετε μεγαλύτερη δόση του Fluconazole/Actavis από την κανονική
Επικοινωνήστε με τον γιατρό σας, το τμήμα επειγόντων περιστατικών ή τον
φαρμακοποιό σας εάν έχετε πάρει περισσότερα καψάκια του Fluconazole/Actavis από
εκείνα που αναφέρονται σε αυτό το φύλλο οδηγιών ή από εκείνα που σας έχει
συνταγογραφήσει ο γιατρός σας. Τα συμπτώματα της υπερδοσολογίας μπορεί να
είναι σύγχυση και ασυνήθιστες σκέψεις και συμπεριφορά.
Εάν ξεχάσετε να πάρετε το Fluconazole/Actavis
Πάρτε τη δόση που ξεχάσατε αμέσως μόλις το θυμηθείτε. Εάν έχει φτάσει σχεδόν η
ώρα για την επόμενη δόση σας, παραλείψτε τη δόση που ξεχάσατε και συνεχίστε με
32
το κανονικό δοσολογικό πρόγραμμά σας. Μην πάρετε διπλή δόση για να
αναπληρώσετε τη δόση που ξεχάσατε.
Εάν σταματήσετε να παίρνετε το Fluconazole/Actavis
Είναι σημαντικό να συνεχίσετε τη θεραπεία έως ότου υποχωρήσουν όλα τα
συμπτώματα και οι εργαστηριακές εξετάσεις δείξουν ότι η ενεργός μυκητιασική
λοίμωξη έχει υποχωρήσει. Μία υπερβολικά σύντομη περίοδος θεραπείας μπορεί να
οδηγήσει σε υποτροπή.
Εάν έχετε περισσότερες ερωτήσεις σχετικά με τη χρήση αυτού του προϊόντος,
ρωτήστε το γιατρό ή τον φαρμακοποιό σας.
4. ΠΙΘΑΝΕΣ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Όπως όλα τα φάρμακα, έτσι και το Fluconazole/Actavis μπορεί να προκαλέσει
ανεπιθύμητες ενέργειες, αν και δεν παρουσιάζονται σε όλους τους ανθρώπους.
Οι συχνότητες εμφάνισης της ανεπιθύμητης ενέργειας έχουν καταγραφεί πιο κάτω
σύμφωνα με τους ακόλουθους ορισμούς:
Πολύ συχνές: εμφανίζονται σε περισσότερα από 1 στα 10 άτομα
Συχνές: εμφανίζονται σε 1 έως 10 στα 100 άτομα
Όχι συχνές: εμφανίζονται σε 1 έως 10 στα 1.000 άτομα
Σπάνιες: εμφανίζονται σε 1 έως 10 στα 10.000 άτομα
Πολύ σπάνιες εμφανίζονται σε λιγότερα από 1 στα 10.000 άτομα
Άγνωστης συχνότητας: η συχνότητα δεν μπορεί να εκτιμηθεί από τα
διαθέσιμα δεδομένα
Συχνές:
Πονοκέφαλος
Στομαχικός πόνος, διάρροια, ναυτία, έμετος
Αυξημένες τιμές ηπατικών ενζύμων (εξέταση ηπατικής λειτουργίας)
Εξάνθημα
Όχι Συχνές:
Αναιμία (χαμηλός αριθμός ερυθρών αιμοσφαιρίων)
Απώλεια της όρεξης
Χαμηλά επίπεδα καλίου στο αίμα
Ζάλη, σπασμοί, αλλοιώσεις της αίσθησης της αφής, τρόμος (τρέμουλο),
αίσθηση περιδίνησης (ίλιγγος), νωθρότητα, αλλοιώσεις της αίσθησης της
γεύσης
Αϋπνία
Ξηροστομία, δυσκοιλιότητα, δυσπεψία, μετεωρισμός
Ίκτερος, συσσώρευση χολής στο ήπαρ, ηπατική βλάβη, αυξημένα επίπεδα των
χρωστικών ουσιών της χολής στο αίμα
Κνησμός (φαγούρα), κνίδωση, αυξημένη εφίδρωση
Μυϊκός πόνος
Κούραση, δυσφορία, αδυναμία, πυρετός
Σπάνιες:
Έλλειψη λευκών αιμοσφαιρίων (όλων των τύπων) και αιμοπεταλίων
Αυξημένη περιεκτικότητα λίπους στο αίμα
33
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας, οι οποίες μπορεί να είναι βαριάς μορφής με
οίδημα (πρήξιμο) του προσώπου, της γλώσσας ή/και του φάρυγγα και
αναπνευστικές δυσκολίες
Ακανόνιστος καρδιακός ρυθμός
Προκληθείσα από φάρμακα ηπατική βλάβη (ηπατοτοξικότητα), ηπατική
ανεπάρκεια, ηπατίτιδα, εκφύλιση ηπατικών κυττάρων
Σοβαρή αλλεργική αντίδραση (αγγειοοίδημα) με οίδημα (πρήξιμο) του
προσώπου (π.χ. χείλη και βλέφαρα), της γλώσσας, των χεριών και των ποδιών
και δυσκολία στην αναπνοή, απώλεια μαλλιών, σοβαρές δερματικές
αντιδράσεις με εξάνθημα, βαριάς μορφής απολέπιση ή/και φλύκταινες
(φουσκάλες) και πυρετό.
Εάν κάποια ανεπιθύμητη ενέργεια γίνεται σοβαρή, ή αν παρατηρήσετε κάποια
ανεπιθύμητη ενέργεια που δεν αναφέρεται στο παρόν φύλλο οδηγιών, παρακαλείσθε
να ενημερώσετε το γιατρό ή φαρμακοποιό σας.
5. ΠΏΣ ΝΑ ΦΥΛΆΣΣΕΤΑΙ ΤΟ FLUCONAZOLE/ACTAVIS
Να φυλάσσεται σε μέρη που δεν το φθάνουν και δεν το βλέπουν τα παιδιά.
Να μη χρησιμοποιείτε το Fluconazole/Actavis μετά την ημερομηνία λήξης που
αναφέρεται στη συσκευασία blister και την εξωτερική συσκευασία μετά την ένδειξη
“ΛΗΞΗ”. Η ημερομηνία λήξης είναι η τελευταία ημέρα του μήνα που αναφέρεται.
Να μη φυλάσσεται σε θερμοκρασία άνω των 25°C.
Τα φάρμακα δεν πρέπει να απορρίπτονται στο νερό της αποχέτευσης ή στα
σκουπίδια. Ρωτήστε το φαρμακοποιό σας πώς να πετάξετε τα φάρμακα που δεν
χρειάζονται πια. Αυτά τα μέτρα θα βοηθήσουν στην προστασία του περιβάλλοντος.
6. ΛΟΙΠΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Τι περιέχει το Fluconazole/Actavis:
- Η δραστική ουσία είναι η φλουκοναζόλη.
Κάθε σκληρό καψάκιο περιέχει 50 mg φλουκοναζόλης.
Κάθε σκληρό καψάκιο περιέχει 100 mg φλουκοναζόλης.
Κάθε σκληρό καψάκιο περιέχει 150 mg φλουκοναζόλης.
Κάθε σκληρό καψάκιο περιέχει 200 mg φλουκοναζόλης.
- Τα άλλα συστατικά είναι:
Περιεχόμενα καψακίου:
Μονοϋδρική λακτόζη, προζελατινοποιημένο άμυλο αραβοσίτου, κολλοειδές
άνυδρο πυρίτιο, στεατικό μαγνήσιο.
Κέλυφος καψακίου:
Fluconazole/Actavis 50 mg, Fluconazole/Actavis 100 mg:
Ζελατίνη, διοξείδιο του τιτανίου (E171), indigo carmine (E132).
Fluconazole/Actavis 150 mg:
Ζελατίνη, διοξείδιο του τιτανίου (E171).
Fluconazole/Actavis 200 mg:
Ζελατίνη, διοξείδιο του τιτανίου (E171), indigo carmine (E132), κίτρινο οξείδιο
του σιδήρου (E172), μαύρο οξείδιο του σιδήρου (E172).
Εμφάνιση του Fluconazole/Actavis και περιεχόμενο της συσκευασίας
34
Σκληρά καψάκια.
Εμφάνιση:
Fluconazole/Actavis 50 mg:
Σκληρά καψάκια ζελατίνης με ανοιχτογάλαζο πώμα και
λευκό σώμα, τα οποία περιέχουν λευκή σκόνη.
Fluconazole/Actavis 100 mg:
Σκληρά καψάκια ζελατίνης με γαλάζιο πώμα και λευκό
σώμα, τα οποία περιέχουν λευκή σκόνη.
Fluconazole/Actavis 150 mg:
Σκληρά καψάκια ζελατίνης με λευκό πώμα και λευκό
σώμα, τα οποία περιέχουν λευκή σκόνη.
Fluconazole/Actavis 200 mg:
Σκληρά καψάκια ζελατίνης με μπλε πώμα και λευκό
σώμα, τα οποία περιέχουν λευκή σκόνη.
Μεγέθη συσκευασιών:
1, 2, 4, 6, 7, 10, 12, 14, 20, 21, 28, 30, 50, 60, 90,100 καψάκια σε συσκευασίες
blister.
Συσκευασίες που εγκρίθηκαν κατά την αμοιβαία/αποκεντρωμένη διαδικασία: 1, 2, 4,
6, 7, 10, 12, 14, 20, 21, 28, 30, 50, 60, 90, 100 καψάκια
Συσκευασίες που θα κυκλοφορήσουν στην Ελληνική Αγορά: 1, 2, 4, 6, 7, 10, 12, 14,
20, 21, 28, 30, 50, 60, 90, 100 καψάκια
Κάτοχος Άδειας Κυκλοφορίας και Παραγωγός
Κάτοχος της Άδειας Κυκλοφορίας
Actavis Group PTC ehf.
Reykjavikurvegur 76-78
220 Hafnarfjordur
Ισλανδία
Παραγωγός
Actavis hf.
Reykjavíkurvegur 76-78
220 Hafnarfjörður
Ισλανδία
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν είναι εγκεκριμένο στις Χώρες-Μέλη του
ΕΟΧ με τις ακόλουθες ονομασίες:
Δανία
Flucamed
Αυστρία Fluconazol Actavis <50 mg> <100 mg> <150 mg> <200 mg> Kapseln
Κύπρος
Candizol
Δημοκρατία της
Τσεχίας
Fluconazol Actavis <50 mg> <100 mg> <150 mg> <200 mg>
Γερμανία Fluconazol-Actavis <50 mg> <100 mg> <150 mg> <200 mg> Hartkapseln
Εσθονία
Fluconazol Actavis
Ελλάδα Fluconazole/Actavis
Ουγγαρία
Femgin 150 mg kemény kapszul
Ιρλανδία Fluconazole Actavis
Λιθουανία
Fluconazole Actavis <50 mg> <100 mg> <150 mg> <200 mg> kietos kapsulės
Λετονία Fluconazole Actavis <50 mg> <150 mg> cietās kapsula
Μάλτα
Candizol
Ολλανδία Fluconazol Actavis <50 mg> <100 mg> <200 mg>
Πολωνία
Flukonazol Actavis
35
Πορτογαλία
Fluconazol Sivatca
Ρουμανία Fluconazol Actavis <50 mg> <200 mg> capsule
Σουηδία
Fluconazol Actavis
Σλοβακία Femgin <50 mg> <100 mg> <150 mg> <200 mg> capsule
Το παρόν φύλλο οδηγιών χρήσης εγκρίθηκε για τελευταία φορά στις
<{ΜΜ/ΕΕΕΕ}> <{μήνας ΕΕΕΕ}.>
<[Πρέπει να συμπληρωθεί καταλλήλως, ανάλογα με τη χώρα]>
36