Η φλουκοναζόλη είναι ισχυρός αναστολέας του ισοενζύμου 2C9 του κυτοχρώματος P450 (CYP) και μέτριος
αναστολέας του CYP3A4. Πέρα από τις παρατηρηθείσες/τεκμηριωμένες αλληλεπιδράσεις που παρατίθενται
πιο κάτω, υπάρχει κίνδυνος αυξημένων συγκεντρώσεων στο πλάσμα άλλων φαρμακευτικών προϊόντων που
μεταβολίζονται από το CYP2C9 ή το CYP3A4 (π.χ. αλκαλοειδή της ερυσιβώδους ολύρας, κινιδίνη) όταν
συγχορηγούνται με φλουκοναζόλη. Κατά συνέπεια θα πρέπει να δίνεται πάντοτε προσοχή κατά τη χρήση
αυτών των συνδυασμών, ενώ οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά.
Η ανασταλτική των ενζύμων δράση της φλουκοναζόλης μπορεί να επιμείνει για 4-5 ημέρες μετά τη διακοπή
της θεραπείας με φλουκοναζόλη, λόγω του μεγάλου χρόνου ημίσειας ζωής της φλουκοναζόλης.
Αλφεντανίλη (υπόστρωμα CYP3A4)
Σε μία μελέτη παρατηρήθηκε μείωση της κάθαρσης και του όγκου κατανομής, καθώς και παράταση του t½,
της αλφεντανίλης μετά από παράλληλη χορήγηση με φλουκοναζόλη. Ένας πιθανός μηχανισμός δράσης είναι
η αναστολή του CYP3A4 από τη φλουκοναζόλη. Μπορεί να είναι απαραίτητη η ρύθμιση της δοσολογίας της
αλφεντανίλης.
Αμιτριπτυλίνη, νορτριπτυλίνη
Η φλουκοναζόλη αυξάνει τη δράση της αμιτριπτυλίνης και της νορτριπτυλίνης. Η S-νορτριπτυλίνη ή/και η
A-αμιτριπτυλίνη μπορούν να μετρηθούν κατά την έναρξη της συνδυαστικής θεραπείας και μετά από μία
εβδομάδα. Η δόση αμιτριπτυλίνης/νορτριπτυλίνης θα πρέπει να ρυθμίζεται εάν είναι απαραίτητο.
Αντιπηκτικά (υπόστρωμα CYP2C9)
Σε μία μελέτη αλληλεπίδρασης, η φλουκοναζόλη αύξησε τον χρόνο προθρομβίνης (12%) μετά τη χορήγηση
βαρφαρίνης σε υγιείς άνδρες. Μετά την κυκλοφορία του προϊόντος στην αγορά, όπως ισχύει και με άλλα
αντιμυκητιασικά αζόλης, έχουν αναφερθεί αιμορραγικά επεισόδια (εκχύμωση, επίσταξη, γαστρεντερική
αιμορραγία, αιματουρία και μέλαινα), σε συνδυασμό με αυξήσεις του χρόνου προθρομβίνης, σε ασθενείς που
λάμβαναν φλουκοναζόλη παράλληλα με βαρφαρίνη. Ο χρόνος προθρομβίνης σε ασθενείς που λαμβάνουν
κουμαρινικά αντιπηκτικά θα πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά. Μπορεί να είναι απαραίτητη η ρύθμιση
της δόσης της βαρφαρίνης.
Βενζοδιαζεπίνες (βραχείας δράσης) (υπόστρωμα CYP3A4)
Μετά από χορήγηση μιδαζολάμης από του στόματος, η φλουκοναζόλη είχε ως αποτέλεσμα σημαντικές
αυξήσεις των συγκεντρώσεων μιδαζολάμης και των ψυχοκινητικών επιδράσεων. Αυτή η επίδραση στη
μιδαζολάμη φαίνεται να είναι πιο έντονη μετά από τη χορήγηση φλουκοναζόλης από του στόματος από ό,τι
μετά από την ενδοφλέβια χορήγηση φλουκοναζόλης. Εάν η παράλληλη θεραπεία με βενζοδιαζεπίνες είναι
απαραίτητη σε ασθενείς που αντιμετωπίζονται με φλουκοναζόλη, θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο
μείωσης της δοσολογίας των βενζοδιαζεπινών, ενώ οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται
καταλλήλως.
Η φλουκοναζόλη αυξάνει την AUC της τριαζολάμης (μία και μόνη δόση) κατά περίπου 50%, τη C
max
κατά 20-
32% και τον t½ κατά 25-50 %, λόγω της αναστολής του μεταβολισμού της τριαζολάμης. Μπορεί να είναι
απαραίτητη η ρύθμιση της δοσολογίας της τριαζολάμης.
Ανταγωνιστές διαύλων ασβεστίου (υποστρώματα CYP3A4)
Ορισμένοι ανταγωνιστές διαύλων ασβεστίου που είναι παράγωγα της διυδροπυριδίνης (νιφεδιπίνη,
ισραδιπίνη, νικαρδιπίνη, αμλοδιπίνη και φελοδιπίνη) μεταβολίζονται μέσω του CYP3A4. Σημαντικό
περιφερικό οίδημα ή/και αυξημένα επίπεδα ανταγωνιστών ασβεστίου στον ορό έχουν περιγραφεί στη
βιβλιογραφία κατά τη συγχορήγηση ιτρακοναζόλης και φελοδιπίνης, ισραδιπίνης ή νιφεδιπίνης. Μία τέτοια
αλληλεπίδραση θα μπορούσε επίσης να προκύψει με τη φλουκοναζόλη.
Καρβαμαζεπίνη
Η φλουκοναζόλη αναστέλλει τον βιομετασχηματισμό της καρβαμαζεπίνης, ενώ παρατηρείται μία αύξηση
της καρβαμαζεπίνης στον ορό κατά περίπου 30%. Υπάρχει κίνδυνος ανάπτυξης τοξικότητας από την
9