ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
SOLVAPRENT
1.ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
SOLVAPRENT
2.ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Δισκία 1000mg: περιέχουν ποσότητα υδροχλωρικής βαλακυκλοβίρης ως μονοϋδρική,
ισοδύναμης με 1000mg βάσεως βαλακυκλοβίρης.
Δισκία 500mg: περιέχουν ποσότητα υδροχλωρικής βαλακυκλοβίρης ως μονοϋδρική,
ισοδύναμης με 500mg βάσεως βαλακυκλοβίρης.
Δισκία 250mg: περιέχουν ποσότητα υδροχλωρικής βαλακυκλοβίρης ως μονοϋδρική,
ισοδύναμης με 250mg βάσεως βαλακυκλοβίρης.
3.ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο.
4.ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές Ενδείξεις
Το SOLVAPRENT ενδείκνυται για τη θεραπεία των οξειών λοιμώξεων από έρπητα ζωστήρα.
Το SOLVAPRENT ενδείκνυται για τη θεραπεία των λοιμώξεων από απλό έρπητα του δέρματος και
των βλεννογόνων, περιλαμβανομένου του πρωτοπαθούς και του υποτροπιάζοντος έρπητα των
γεννητικών οργάνων. Το SOLVAPRENT μπορεί να εμποδίσει την ανάπτυξη των βλαβών όταν
ληφθεί με την εμφάνιση των πρώτων σημείων και συμπτωμάτων υποτροπής του απλού έρπητα.
Το SOLVAPRENT ενδείκνυται για την καταστολή (πρόληψη) των υποτροπών των λοιμώξεων από
απλό έρπητα των γεννητικών οργάνων (Herpes simplex II).
Το SOLVAPRENT μπορεί να μειώσει την πιθανότητα μετάδοσης του έρπητα των γεννητικών
οργάνων όταν λαμβάνεται σαν κατασταλτική θεραπεία και συνδυάζεται με ασφαλέστερες
σεξουαλικές πρακτικές.
Το SOLVAPRENT ενδείκνυται για την προφύλαξη από τη λοίμωξη και τη νόσο που προκαλείται
από τον κυτταρομεγαλοϊό (CMV), μετά από μεταμόσχευση συμπαγούς οργάνου (ιδιαίτερα νεφρού)
σε ασθενείς οροαρνητικούς για CMV που έλαβαν μόσχευμα από οροθετικό για CMV δότη
(ασθενείς υψηλού κινδύνου).
Το SOLVAPRENT ενδείκνυται για την προφύλαξη από τη νόσο που προκαλείται από τον
κυτταρομεγαλοϊό (CMV), μετά από μεταμόσχευση συμπαγούς οργάνου (ιδιαίτερα νεφρού και
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1
καρδιάς) σε ασθενείς οροθετικούς για CMV. Το αναμενόμενο όφελος για αυτή την ένδειξη δεν είναι
τόσο μεγάλο όσο αυτό της προηγούμενης ένδειξης. Δεν υπάρχουν δεδομένα για την
αποτελεσματικότητα της προφύλαξης σε ασθενείς χαμηλού κινδύνου (αμφότεροι δότης και δέκτης
του μοσχεύματος οροαρνητικοί για CMV).
Η προφύλαξη από τον ιό CMV με το SOLVAPRENT μειώνει την επίπτωση της οξείας απόρριψης
του μοσχεύματος (ασθενείς με μεταμόσχευση νεφρού) και των ευκαιριακών λοιμώξεων από
μικρόβια, μύκητες και άλλους ερπητοϊούς (HSV, VZV).
4.2 Δοσολογία Και Τρόπος Χορήγησης
Δοσολογία σε ενήλικες
Θεραπεία του έρπητα ζωστήρα:
Λαμβάνονται 1000mg SOLVAPRENT, τρεις φορές ημερησίως, για 7 ημέρες.
Θεραπεία του απλού έρπητα:
Λαμβάνονται 500mg SOLVAPRENT, δύο φορές ημερησίως.
Για υποτροπιάζοντα επεισόδια έρπητα η διάρκεια της θεραπείας είναι 5 ημέρες. Για πρωτοπαθή
επεισόδια που μπορεί να είναι σοβαρότερης μορφής, η θεραπεία ίσως χρειασθεί να παραταθεί σε
10 ημέρες.
Η χορήγηση των δόσεων πρέπει να αρχίζει όσο το δυνατόν συντομότερα. Για υποτροπιάζοντα
επεισόδια απλού έρπητα αυτό πρέπει να γίνεται κατά τη διάρκεια της προδρόμου φάσεως της
λοίμωξης ή αμέσως μετά την εμφάνιση των πρώτων σημείων ή συμπτωμάτων.
Καταστολή (πρόληψη) των υποτροπών λοιμώξεων από απλό έρπητα των γεννητικών
οργάνων:
Οι ανοσοεπαρκείς ασθενείς λαμβάνουν 500mg SOLVAPRENT μία φορά ημερησίως.
Μερικοί ασθενείς με πολύ συχνές υποτροπές (π.χ. 10 ή περισσότερες ετησίως) μπορεί να
ωφεληθούν επιπροσθέτως εάν λάβουν τα 500 mg διαιρεμένα σε δύο δόσεις (250mg δύο φορές
ημερησίως).
Οι ανοσοκατασταλμένοι ασθενείς λαμβάνουν 500mg SOLVAPRENT δύο φορές ημερησίως.
Μείωση της πιθανότητας μετάδοσης του έρπητα των γεννητικών οργάνων:
Σε ανοσοεπαρκείς ετεροφυλόφιλους ενήλικες με 9 ή λιγότερες υποτροπές το χρόνο, πρέπει να
λαμβάνονται 500mg SOLVAPRENT μία φορά ημερησίως από το άτομο που έχει μολυνθεί. Δεν
υπάρχουν στοιχεία για τη μείωση της μετάδοσης σε άλλους πληθυσμούς ασθενών.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
2
Προφύλαξη από τη λοίμωξη και τη νόσο που προκαλείται από τον κυτταρομεγαλοϊό (CMV)
μετά από μεταμόσχευση συμπαγούς οργάνου:
Η δοσολογία του SOLVAPRENT σε ενήλικες και εφήβους (από 12 ετών και άνω) είναι 2g τέσσερις
φορές την ημέρα και η έναρξη της χορήγησής του θα πρέπει να γίνεται όσο το δυνατόν πιο
γρήγορα, μετά τη μεταμόσχευση. Αυτή η δοσολογία θα πρέπει να μειώνεται σύμφωνα με την
κάθαρση κρεατινίνης, (βλέπε παρακάτω στη Δοσολογία σε νεφρική ανεπάρκεια).
Η συνιστώμενη διάρκεια της θεραπείας είναι 90 ημέρες.
Δοσολογία σε παιδιά:
Δεν υπάρχουν δεδομένα.
Δοσολογία σε ηλικιωμένους:
Η δοσολογία είναι η ίδια με των ενηλίκων έκτος της περίπτωσης νεφρικής ανεπάρκειας. Πρέπει να
εξετάζεται η πιθανότητα νεφρικής ανεπάρκειας στους ηλικιωμένους και η δοσολογία πρέπει να
ρυθμίζεται ανάλογα (βλέπε νεφρική ανεπάρκεια παρακάτω). Πρέπει να διατηρείται ικανοποιητικός
βαθμός ενυδάτωσης.
Δοσολογία σε νεφρική ανεπάρκεια:
Συνιστάται προσοχή όταν χορηγείται ακυκλοβίρη σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια. Πρέπει να
διατηρείται ικανοποιητικός βαθμός ενυδάτωσης.
Δοσολογία σε νεφρική ανεπάρκεια για τη θεραπεία του έρπητα ζωστήρα και τη θεραπεία και
πρόληψη (καταστολή) και μείωση της πιθανότητας μετάδοσης του απλού έρπητα:
Για ασθενείς με σημαντική νεφρική ανεπάρκεια η δόση SOLVAPRENT πρέπει να τροποποιείται ως
εξής:
Kάθαρση
Κρεατινίνης
(CRCL
ml/min)
ΔΟΣΗ SOLVAPRENT
Έρπητας
Ζωστήρας
Απλός Έρπητας
Καταστολή
Θεραπεία Μείωση της
πιθανότητας
μετάδοσης του
έρπητα των
γεννητικών
οργάνων
Ανοσοεπαρκείς Ανοσοκατεσταλμένοι
15-30 1000 mg
δύο φορές
ημερησίως
Δεν χρειάζεται
τροποποίηση
της δόσεως
Δεν χρειάζεται
τροποποίηση της
δόσεως
Δεν χρειάζεται
τροποποίηση της
δόσεως
Δεν χρειάζεται
τροποποίηση της
δόσεως
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
3
<15 1000 mg
μία φορά
ημερησίως
Δόση 500 mg
μία φορά
ημερησίως
Δόση 250mg μία
φορά ημερησίως
Δόση 250mg μία
φορά ημερησίως
Δόση 500 mg μία
φορά ημερησίως
Για ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοδιύλιση συνιστάται η δόση SOLVAPRENT που αντιστοιχεί
σε κάθαρση κρεατινίνης <15ml/min, αλλά η χορήγηση της δόσεως γίνεται μετά το πέρας της
αιμοδιύλισης.
Δοσολογία σε νεφρική ανεπάρκεια σε ασθενείς στους οποίους χορηγείται για προφύλαξη
από τη λοίμωξη και τη νόσο που προκαλείται από τον κυτταρομεγαλοϊό (CMV) μετά από
μεταμόσχευση συμπαγούς οργάνου:
Η δοσολογία του SOLVAPRENT θα πρέπει να τροποποιείται σε αθενείς με νεφρική δυσλειτουργία,
όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα:
Κάθαρση κρεατινίνης ml/min Δοσολογία SOLVAPRENT
75 και άνω 2g τέσσερις φορές ημερησίως
Από 50 έως και κάτω του 75 1.5g τέσσερις φορές ημερησίως
Από 25 έως και κάτω του 50 1.5g τρείς φορές ημερησίως
Από 10 έως και κάτω του 25 1.5g δύο φορές ημερησίως
Κάτω του 10 η αιμοδιύλιση* 1.5g μία φορά ημερησίως
*Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοδιύλιση, η δόση του SOLVAPRENT θα πρέπει να
χορηγείται μετά το πέρας της αιμοδιύλησης. Η κάθαρση κρεατινίνης θα πρέπει να ελέγχεται συχνά,
ιδιαίτερα κατά τις χρονικές περιόδους όπου η νεφρική ανεπάρκεια αλλάζει ραγδαία π.χ. αμέσως
μετά τη μεταμόσχευση ή τη λήψη μοσχεύματος. Η δοσολογία του SOLVAPRENT θα πρέπει να
ρυθμίζεται αναλόγως.
Δοσολογία σε ηπατική ανεπάρκεια:
Mελέτες με χορήγηση εφάπαξ δόσεως 1g SOLVAPRENT απέδειξε ότι τροποποίηση της δόσεως
δεν χρειάζεται για ασθενείς με ήπια ή μετρίου βαθμού κίρρωση ήπατος ηπατική συνθετική
λειτουργία διατηρείται). Τα φαρμακοκινητικά δεδομένα από ασθενείς με κίρρωση προχωρημένου
σταδίου, (διαταραχή της ηπατικής συνθετικής λειτουργίας και ενδείξεις πυλαίας υπέρτασης) δεν
υποδεικνύουν την ανάγκη τροποποίησης της δοσολογίας, δεδομένου ότι η μετατροπή της
βαλακυκλοβίρης σε ακυκλοβίρη δεν διαταράσσεται. Πάντως, η κλινική εμπειρία είναι περιορισμένη.
Για υψηλότερες δόσεις που συνιστώνται για προφύλαξη από τον ιό CMV, βλέπε το κεφάλαιο 4.4
Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση.
Δοσολογία σε ειδικές κατηγορίες ασθενών
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
4
Δεν υπάρχουν δοσολογικές συστάσεις πλην αυτών για τη νεφρική ανεπάρκεια.
Οδηγίες παρακολούθησης
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη παρακολούθηση.
4.3 Αντενδείξεις
Το SOLVAPRENT αντενδείκνυται σε ασθενείς με γνωστή υπερευαισθησία στη βαλακυκλοβίρη, την
ακυκλοβίρη ή σε οποιοδήποτε συστατικό του SOLVAPRENT.
4.4 Ειδικές Προειδοποιήσεις Και Προφυλάξεις Κατά Τη Χρήση
Βαθμός ενυδάτωσης: Θα πρέπει να δίδεται προσοχή ώστε να διασφαλισθεί η επαρκής πρόσληψη
υγρών από τους ασθενείς που κινδυνεύουν από αφυδάτωση, ιδιαίτερα τους ηλικιωμένους.
Χορήγηση σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια και ηλικιωμένους ασθενείς:
Η ακυκλοβίρη αποβάλλεται με νεφρική κάθαρση, επομένως η δόση πρέπει να μειώνεται σε
ασθενείς με διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας (βλέπε 4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης). Οι
ηλικιωμένοι ασθενείς είναι πιθανό να έχουν μειωμένη νεφρική λειτουργία και επομένως πρέπει να
εξετάζεται η ανάγκη μείωσης της δόσης σε αυτή την ομάδα ασθενών. Τόσο οι ηλικιωμένοι
ασθενείς, όσο και οι ασθενείς με διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας είναι σε αυξημένο κίνδυνο
ανάπτυξης νευρολογικών ανεπιθύμητων ενεργειών και πρέπει να παρακολουθούνται στενά για
ενδείξεις αυτών των δράσεων. Στις περιπτώσεις που έχουν αναφερθεί αυτές οι αντιδράσεις ήταν
γενικά αναστρέψιμες με τη διακοπή της θεραπείας (βλέπε 4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες)
Χρήση υψηλών δόσεων SOLVAPRENT σε ηπατική ανεπάρκεια:
Δεν υπάρχουν δεδομένα για τη χρήση υψηλών δόσεων του SOLVAPRENT (8g/ημερησίως), σε
ασθενείς με ηπατική νόσο. Γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή κατά τη χορήγηση υψηλών δόσεων του
SOLVAPRENT σε τέτοιους ασθενείς. Δεν έχουν διεξαχθεί ειδικές μελέτες χορήγησης του
SOLVAPRENT σε μεταμόσχευση ήπατος.
Χορήγηση στον έρπητα των γεννητικών οργάνων:
Η κατασταλτική θεραπεία με SOLVAPRENT μειώνει τον κίνδυνο μετάδοσης του έρπητα των
γεννητικών οργάνων. Δεν θεραπεύει τον έρπητα των γεννητικών οργάνων ούτε εξαλείφει πλήρως
τον κίνδυνο μετάδοσης. Επιπρόσθετα με τη θεραπεία με SOLVAPRENT, συνιστάται όπως οι
ασθενείς χρησιμοποιούν ασφαλέστερες σεξουαλικές πρακτικές.
4.5 Αλληλεπιδράσεις Με Άλλα Φάρμακα Και Άλλες Μορφές Αλληλεπίδρασης
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
5
Δεν έχουν παρατηρηθεί κλινικώς σημαντικές αλληλεπιδράσεις.
Η ακυκλοβίρη αποβάλλεται κυρίως αμετάβλητη στα ούρα μέσω ενεργής νεφρικής σωληναριακής
απέκκρισης. Οποιαδήποτε φάρμακα χορηγηθούν ταυτόχρονα, τα οποία ανταγωνίζονται αυτό το
μηχανισμό, μπορεί να αυξήσουν τις συγκεντρώσεις της ακυκλοβίρης στο πλάσμα, μετά από τη
χορήγηση του SOLVAPRENT.
Μετά τη χορήγηση 1g SOLVAPRENT, η σιμετιδίνη και η προβενεσίδη αυξάνουν την AUC της
ακυκλοβίρης με αυτό το μηχανισμό και μειώνουν τη νεφρική κάθαρση της ακυκλοβίρης. Έν τούτοις,
δεν είναι απαραίτητη η ρύθμιση της δοσολογίας σε αυτή τη δόση, λόγω του μεγάλου θεραπευτικού
δείκτη της ακυκλοβίρης.
Σε ασθενείς που λαμβάνουν υψηλές δόσεις SOLVAPRENT (8g/ημερησίως) για προφύλαξη από
τον ιό CMV, απαιτείται προσοχή κατά την ταυτόχρονη χορήγηση φαρμάκων που ανταγωνίζονται
την ακυκλοβίρη κατά την αποβολή, λόγω της δυνατότητας για αύξηση των επιπέδων στο πλάσμα
του ενός ή και των δύο φαρμάκων ή των μεταβολιτών τους.
Έχουν παρατηρηθεί αυξήσεις των AUC του πλάσματος της ακυκλοβίρης και του ανενεργού
μεταβολίτη του mycophenolate mofetil, ενός ανοσοκατασταλτικού παράγοντα που χρησιμοποιείται
σε μεταμοσχευθέντες ασθενείς, όταν αυτά τα φάρμακα συγχορηγούνται.
Απαιτείται προσοχή (έλεγχος νεφρικής λειτουργίας) όταν χορηγούνται υψηλές δόσεις
SOLVAPRENT με φάρμακα που επηρεάζουν άλλες παραμέτρους της νεφρικής φυσιολογίας (π.χ.
κυκλοσπορίνη, tacrolimus).
4.6 Κύηση Και Γαλουχία
Κύηση
Υπάρχουν περιορισμένα στοιχεία του SOLVAPRENT κατά τη διάρκεια της κύησης. Διά τούτο το
SOLVAPRENT πρέπει να χρησιμοποιείται κατά την κύηση, μόνο εφ’όσον το αναμενόμενο όφελος
υπεραντισταθμίζει τους πιθανούς κινδύνους.
Η καταγραφή περιστατικών χρήσης του φαρμάκου σε εγκύους μετά την κυκλοφορία της
ακυκλοβίρης προσέφερε στοιχεία για την έκθεση εγκύων γυναικών σε όλες τις φαρμακοτεχνικές
μορφές της ακυκλοβίρης. Τα στοιχεία αυτά δεν δείχνουν αύξηση στον αριθμό ελαττωματικών
γεννήσεων μεταξύ ασθενών που έλαβαν ακυκλοβίρη συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό και
οποιεσδήποτε ελαττωματικές γεννήσεις δεν χαρακτηρίζονται από κάποια μοναδικότητα ή
συγκεκριμένη μορφή που να υποδεικνύει μία κοινή αιτία.
Η έκβαση της εγκυμοσύνης σε γυναίκες που είχαν εκτεθεί στο SOLVAPRENT ή σε οποιοδήποτε
σκεύασμα Zovirax (ακυκλοβίρη, ο ενεργός μεταβολίτης της βαλακυκλοβίρης) τεκμηριώνεται από τα
δεδομένα των σχετικών αρχείων. Έχουν συγκεντρωθεί τα δεδομένα για 111 και 1246 περιπτώσεις
αντίστοιχα (εκ των οποίων οι 29 και 756 περιλαμβάνουν έκθεση κατά το πρώτο τρίμηνο της
εγκυμοσύνης) που αφορούν γυναίκες, οι οποίες είχαν καταχωρηθεί εκ των προτέρων. Σε ότι
αφορά την ακυκλοβίρη, δεν προκύπτουν στοιχεία για αυξημένο αριθμό συγγενών διαταραχών στα
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
6
νεογνά των γυναικών που είχαν εκτεθεί στο φάρμακο σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. Επιπλέον,
οι διαταραχές που παρατηρήθηκαν δεν παρουσίαζαν ιδιαιτερότητες ή τάση επανάληψης, οπότε
δεν μπορεί να πιθανολογηθεί ενιαίο αίτιο. Με δεδομένο το μικρό αριθμό γυναικών οι οποίες έχουν
καταχωρηθεί στο αρχείο της βαλακυκλοβίρης, δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν αξιόπιστα και
οριστικά συμπεράσματα σχετικά με την ασφάλεια του φαρμάκου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης
(βλέπε επίσης 5.2 Φαρμακοκινητικές Ιδιότητες).
Γαλουχία
Ο κύριος μεταβολίτης της βαλακυκλοβίρης είναι η ακυκλοβίρη, η οποία απεκκρίνεται στο γάλα του
θηλασμού. Μετά τη χορήγηση δόσης 500 mg βαλακυκλοβίρης, οι μέγιστες συγκεντρώσεις
ακυκλοβίρης (Cmax) στο γάλα του θηλασμού κυμαίνονται από 0,5 έως 2,3 (μέσος όρος 1,4) φορές
τις αντίστοιχες συγκεντρώσεις ακυκλοβίρης στον ορό της μητέρας. Ο λόγος AUC της ακυκλοβίρης
στο γάλα του θηλασμού ως προς τον μητρικό ορό κυμάνθηκε από 1,4 έως 2,6 (μέσος όρος 2,2). Η
μέση συγκέντρωση ακυκλοβίρης στο γάλα του θηλασμού ήταν 2,24 μg/ml (9,95 μΜ). Με δοσολογία
βαλακυκλοβίρης στη μητέρα 500 mg δύο φορές την ημέρα, το επίπεδο αυτό θα εκθέσει το νεογνό
σε ημερήσια δόση ακυκλοβίρης από το στόμα περίπου 0,61 mg/kg/ημέρα. Η ημιπερίοδος ζωής για
την απομάκρυνση της ακυκλοβίρης από το γάλα του θηλασμού ήταν παρόμοια με αυτή για τον
ορό.
Δεν ανιχνέυθηκε αμετάβλητη βαλακυκλοβίρη στον μητρικό ορό, το γάλα του θηλασμού ή τα ούρα
του νεογνού.
Δια τούτο το SOLVAPRENT πρέπει να χρησιμοποιείται κατά το θηλασμό, μόνο εφ’όσον το
αναμενόμενο όφελος υπεραντισταθμίζει τους πιθανούς κινδύνους.
4.7 Επιδράσεις Στην Ικανότητα Οδήγησης Και Χειρισμού Μηχανημάτων
Η κλινική κατάσταση του ασθενή και το προφίλ των ανεπιθύμητων ενεργειών του SOLVAPRENT
θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν σκεφτόμαστε την ικανότητα του ασθενή να οδηγήσει ή
χειριστεί μηχανές. Δεν έχουν γίνει μελέτες για να εξετάσουν την επίδρασή του στην ικανότητα
οδήγησης ή την ικανότητα χειρισμού μηχανών. Επιπλέον η επιβλαβής δράση σε αυτές τις
δραστηριότητες δεν μπορεί να προβλεφθεί από τη φαρμακολογία της δραστικής ουσίας.
4.8 Ανεπιθύμητες Ενέργειες
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες περιγράφονται παρακάτω σύμφωνα με τη συνθήκη MedRA ανά
οργανικό σύστημα του σώματος και συχνότητα.
Η συχνότητα ορίζεται ως:
Πολύ συχνές ≥ 1 στις 10,
Συχνές ≥ 1 στις 100 και < 1 στις 10,
Όχι συχνές ≥ 1 στις 1.000 και < 1 στις 100,
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
7
Σπάνιες ≥ 1 στις 10.000 και < 1.000,
Πολύ σπάνιες ≥ 1 στις 10.000
Για την ταξινόμηση των ανεπιθυμήτων ενεργειών ως προς τη συχνότητα, χρησιμοποιήθηκαν
στοιχεία κλινικών μελετών αν στις μελέτες υπήρχε ένδειξη συσχέτισης με τη βαλακυκλοβίρη
(δηλαδή αν υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των ασθενών που ελάμβαναν
βαλακυκλοβίρη και εικονικό φάρμακο). Για άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες σαν βάση για την
ταξινόμηση της συχνότητας χρησιμοποιήθηκαν αυθόρμητες ανεπιθύμητες ενέργειες που
αναφέρθηκαν μετά τη κυκλοφορία του φαρμάκου.
Στοιχεία κλινικών μελετών
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Συχνές: Κεφαλαλγία
Γαστρεντερικές διαταραχές
Συχνές: Ναυτία
Στοιχεία μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου
Διαταραχές του αίματος και του λεμφικού συστήματος
Πολύ σπάνιες: Λευκοπενία, θρομβοπενία
Η λευκοπενία αναφέρθηκε κυρίως σε ανοσοκατασταλμένους ασθενείς.
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Πολύ σπάνιες: Αναφυλαξία
Ψυχιατρικές διαταραχές και διαταραχές νευρικού συστήματος
Σπάνιες: Ζάλη, σύγχυση, παραισθήσεις, πτώση του επιπέδου συνείδησης
Πολύ σπάνιες: Ανησυχία, τρόμος, αταξία, δυσαρθρία, ψυχωσικά συμπτώματα, σπασμοί,
εγκεφαλοπάθεια, κώμα
Οι ανωτέρω καταστάσεις είναι γενικά αναστρέψιμες και συνήθως εμφανίζονται σε ασθενείς με
διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας ή με άλλους προδιαθεσικούς παράγοντες (βλέπε 4.4 Ιδιαίτερες
προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση). Σε ασθενείς με μεταμόσχευση
συμπαγούς οργάνου που λαμβάνουν υψηλές δόσεις (8g ημερησίως) βαλακυκλοβίρης για
προφύλαξη από τη νόσο που προκαλείται από τον κυτταρομεγαλοϊό (CMV), οι νευρολογικές
αντιδράσεις εμφανίστηκαν πιο συχνά συγκριτικά με τη λήψη χαμηλότερων δόσεων.
Αναπνευστικές, θωρακικές, και μεσοθωρακικές διαταραχές
Όχι συχνές: Δύσπνοια
Γαστρεντερικές διαταραχές
Σπάνιες: Κοιλιακές ενοχλήσεις, έμετος, διάρροια
Ηπατοχολικές διαταραχές
Πολύ σπάνιες: Αναστρέψιμες αυξήσεις των δοκιμασιών της ηπατικής λειτουργίας.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
8
Αυτές ορισμένες φορές έχουν περιγραφεί ως ηπατίτιδα.
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Όχι συχνές: Εξανθήματα, συμπεριλαμβανομένης της φωτοευαισθησίας
Σπάνιες: Κνησμός
Πολύ σπάνιες: Κνίδωση, αγγειοοίδημα
Διαταραχές των νεφρών και του ουροποιητικού συστήματος
Σπάνιες: Νεφρική ανεπάρκεια
Πολύ σπάνιες: Οξεία νεφρική ανεπάρκεια, άλγος νεφρού
Το άλγος νεφρού μπορεί να σχετίζεται με νεφρική ανεπάρκεια.
Άλλες: Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις νεφρικής ανεπάρκειας, μικροαγγειοπαθητικής αιμολυτικής
αναιμίας και θρομβοπενίας (μερικές φορές σε συνδυασμό) σε σοβαρά ανοσοκατασταλμένους
ασθενείς ιδιαίτερα σε εκείνους με προϊούσα HIV νόσο, που έλαβαν υψηλές δόσεις (8 g ημερησίως)
βαλακυκλοβίρης για μεγάλο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια κλινικών μελετών.
Αυτά τα ευρήματα έχουν επίσης παρατηρηθεί σε ασθενείς που δεν έλαβαν βαλακυκλοβίρη, που
πάσχουν όμως από τις ίδιες ή παρεμφερείς παθήσεις.
4.9 Υπερδοσολογία
Συμπτώματα και ενδείξεις
Οξεία νεφρική ανεπάρκεια και νευρολογικά συμπτώματα συμπεριλαμβανομένης της σύγχυσης,
των παραισθήσεων, της ανησυχίας, της μειωμένης συνείδησης και του κώματος έχουν αναφερθεί
σε ασθενείς που λαμβάνουν μεγαλύτερες από τις συνιστώμενες δόσεις βαλακυκλοβίρης. Μπορεί
επίσης να εμφανισθούν ναυτία και έμετος. Χρειάζεται προσοχή για την αποτροπή ακούσιας
υπερδοσολογίας. Πολλές από τις αναφερθείσες περιπτώσεις περιελάμβαναν ασθενείς με
διαταραγμένη νεφρική λειτουργία και ηλικιωμένους ασθενείς που ελάμβαναν κατ’ επανάληψη
μεγαλύτερες από τις συνιστώμενες δόσεις, λόγω αδυναμίας κατάλληλης μείωσης της δόσης.
Αντιμετώπιση
Οι ασθενείς θα πρέπει να ελέγχονται στενά για συμπτώματα τοξικότητας. Η αιμοδιύλιση αυξάνει
σημαντικά την απομάκρυνση της ακυκλοβίρης από το αίμα και γι’ αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως
θεραπευτική επιλογή, σε περίπτωση συμπτωματικής υπερδοσολογίας.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Κωδικός ATC: J05AB11
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
9
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική ομάδα
Η βαλακυκλοβίρη, ένας αντι-ιικός παράγοντας, είναι ο L-βαλινικός εστέρας της ακυκλοβίρης. Η
ακυκλοβίρη είναι ένα πουρινικό (γουανίνη) νουκλεοσιδικό ανάλογο.
Τρόπος δράσης
Η βαλακυκλοβίρη μετατρέπεται ταχέως και σχεδόν πλήρως στον άνθρωπο σε ακυκλοβίρη και
βαλίνη με το ένζυμο υδρολάση της βαλακυκλοβίρης. Η μετατροπή αυτή γίνεται στο ήπαρ. Η
ακυκλοβίρη είναι ένας ειδικός αναστολέας των ερπητοϊών με in-vitro δράση κατά των ιών του
απλού έρπητα (HSV) τύποι 1 και 2, και του ιού ζωστήρα-ανεμοβλογιάς (VZV), κυτταρομεγαλοϊού
(CMV), ιού Εpstein-Barr (EBV) και ανθρώπινου ερπητοϊού 6 (HHV-6).
Η ακυκλοβίρη αναστέλλει τη σύνθεση του DNA του ερπητοϊού, από τη στιγμή που
φωσφορυλιώνεται στη δραστική τριφωσφορική μορφή. Στο πρώτο στάδιο της φωσφορυλίωσης
είναι αναγκαία η παρουσία ενός ενζύμου ειδικού για τον ιό. Στην περίπτωση των ιών HSV, VSV και
EBV αυτό το ένζυμο είναι η ιική κινάση της θυμιδίνης Κ), που υπάρχει μόνο στα μολυσμένα
κύτταρα. Η εκλεκτικότητα διατηρείται στον CMV τουλάχιστον μερικώς με τη φωσφορυλίωση, που
επιτυγχάνεται με το προϊόν του γονιδίου της φωσφοροτρανσφεράνσης UL97. Αυτή η προϋπόθεση
για ενεργοποίηση της ακυκλοβίρης από ένα ένζυμο ειδικό του ιού εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη
μοναδική της εκλεκτικότητα. Η διαδικασία της φωσφορυλίωσης ολοκληρώνεται (μετατροπή από
μονο- σε τριφωσφορική) από κυτταρικές κινάσες. Η τριφωσφορική ακυκλοβίρη αναστέλλει
ανταγωνιστικά την DNA πολυμεράση του ιού και η ενσωμάτωσή της οδηγεί υποχρεωτικά στον
τερματισμό της αλύσου, σταματώντας τη σύνθεση του ιικού DNA και εμποδίζοντας έτσι τον
αναδιπλασιασμό του ιού.
Εκτενής έλεγχος κλινικά απομονωθέντων ιικών στελεχών από ασθενείς που ελάμβαναν θεραπεία
ακυκλοβίρης ή που ελάμβαναν ακυκλοβίρη προληπτικά έδειξε ότι ιικά στελέχη με μειωμένη
ευαισθησία στην ακυκλοβίρη είναι εξαιρετικά σπάνια σε ανοσοεπαρκή άτομα και ότι ανευρίσκονται
σπάνια σε σοβαρά ανοσοκατασταλμένους ασθενείς, όπως είναι οι ασθενείς που υποβάλλονται σε
μεταμόσχευση συμπαγών οργάνων ή ασθενείς που υποβάλλονται σε μεταμόσχευση μυελού των
οστών ή ασθενείς που υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία για κακοήθη νόσο και άτομα που
μολύνθηκαν από τον ιό της ανθρώπινης ανοσοεπάρκειας (HIV). Η ανθεκτικότητα οφείλεται
συνήθως σε έναν ατελή φαινότυπο της κινάσης της θυμιδίνης που έχει σαν αποτέλεσμα έναν ιό με
εμφανώς μειωμένη δραστικότητα στον φυσικό ξενιστή. Πολύ σπάνια έχει αναφερθεί μειωμένη
ευαισθησία στην ακυκλοβίρη σαν αποτέλεσμα μικρών τροποποιήσεων είτε στην κινάση της
θυμιδίνης του ιού είτε στην DNA πολυμεράση. Η λοιμογόνος δράση αυτών των παραλλαγών
ομοιάζει με αυτή των αρχικών τύπων του ιού.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
10
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Γενικά χαρακτηριστικά
Μετά την από του στόματος χορήγηση η βαλακυκλοβίρη απορροφάται καλώς και μεταβολίζεται
ταχέως και σχεδόν πλήρως σε ακυκλοβίρη και βαλίνη. Αυτή η μετατροπή γίνεται πιιθανώς με τη
βοήθεια της υδρολάσης της βαλακυκλοβίρης, ένα ένζυμο που απομονώθηκε από το ήπαρ του
ανθρώπου. Η χορήγηση 1000mg βαλακυκλοβίρης αποδίδει το 54% σε ακυκλοβίρη στο αίμα
(βιοδιαθεσιμότητα) και δε μειώνεται με τη λήψη τροφής.
Οι μέσες τιμές των μέγιστων συγκεντρώσεων στο αίμα της ακυκλοβίρης μετά από χορήγηση εφ’
άπαξ δόσεων 250 2000 mg βαλακυκλοβίρης σε υγιείς εθελοντές με φυσιολογική νεφρική
λειτουργία είναι 10-37μΜ (2,2-8,3μg/ml) και μετρήθηκαν σε μέσο χρονικό διάστημα 1-2 ωρών μετά
τη χορήγηση.
Οι μέγιστες συγκεντρώσεις της βαλακυκλοβίρης στο πλάσμα φθάνουν μόνο στο 4% των επιπέδων
της ακυκλοβίρης, επέρχονται κατά μέσο όρο σε χρόνο 30-100 λεπτών μετά τη χορήγηση της
δόσης. Η βαλακυκλοβίρη δεν ανιχνεύεται ή βρίσκεται στο όριο ανίχνευσης, στο πλάσμα τρεις ώρες
μετά τη χορήγησή της. Τα φαρμακοκινητικά χαρακτηριστικά της βαλακυκλοβίρης και της
ακυκλοβίρης μετά από εφ’ άπαξ και επαναλαμβανόμενη χορήγηση είναι παρόμοια. Η σύνδεση της
ακυκλοβίρης με τις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι πολύ χαμηλή (15%).
Η ημιπερίοδος ζωής κατά την αποβολή της ακυκλοβίρης σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική
λειτουργία, τόσο μετά από εφ’ άπαξ όσο και μετά από πολλαπλή χορήγηση βαλακυκλοβίρης είναι
περίπου 3 ώρες. Σε ασθενείς με νεφρική νόσο τελικού σταδίου, η μέση τιμή της ημιπεριόδου ζωής
κατά την αποβολή της ακυκλοβίρης μετά τη χορήγηση βαλακυκλοβίρης είναι περίπου 14 ώρες.
Ποσοστό μικρότερο από 1% της χορηγηθείσας δόσης βαλακυκλοβίρης ανιχνεύεται στα ούρα ως
αναλλοίωτο φάρμακο. Η βαλακυκλοβίρη αποβάλλεται κατά κύριο λόγο στα ούρα σαν ακυκλοβίρη
(ποσοστό μεγαλύτερο του 80% της επανακτηθείσας δόσης) και το γνωστό μεταβολίτη της
ακυκλοβίρης, 9-καρβοξυ-μεθοξυμεθυλο-γουανίνη (CMMG).
Χαρακτηριστικά σε ασθενείς
Ο έρπητας ζωστήρας και ο απλός έρπητας δεν αλλάζει σημαντικά τη φαρμακοκινητική της
βαλακυκλοβίρης και της ακυκλοβίρης μετά από χορήγηση SOLVAPRENT από το στόμα.
Από μία μελέτη για τη φαρμακοκινητική της βαλακυκλοβίρης και της ακυκλοβίρης σε φάση
προχωρημένης εγκυμοσύνης, διαπιστώθηκε ότι, μετά την αποκατάσταση φαρμακοκινητικής
ισορροπίας, η ημερήσια AUC της ακυκλοβίρης (εμβαδόν που ορίζεται από την καμπύλη του
γραφήματος της συγκέντρωσης πλάσματος ως συνάρτησης του χρόνου) μετά τη χορήγηση 1000
mg βαλακυκλοβίρης ήταν περίπου διπλάσια συγκριτικά με χορήγηση ακυκλοβίρης από το στόμα
σε ημερήσια δόση 1200 mg.
Σε ασθενείς με HIV λοίμωξη, η κατανομή και τα φαρμακοκινητικά χαρακτηριστικά της ακυκλοβίρης
μετά από εφ’ άπαξ χορήγηση ή μετά από χορήγηση πολλαπλών δόσεων των 1000 mg ή
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
11
2000 mg βαλακυκλοβίρης από το στόμα, δε διαφέρουν συγκρινόμενα με τα χαρκτηριστικά σε υγιείς
εθελοντές.
Σε μεταμοσχευθέντες ασθενείς που έλαβαν βαλακυκλοβίρη 2000 mg τέσσερις φορές ημερησίως, οι
μέγιστες συγκεντρώσεις ακυκλοβίρης ήταν παρόμοιες ή μεγαλύτερες από εκείνες υγιών εθελοντών
που έλαβαν την ίδια δόση. Οι υπολογισθέντες ημερήσιες AUC ήταν σημαντικά μεγαλύτερες.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τερατογόνος δράση
Η βαλακυκλοβίρη δεν είχε τεραοτογόνο δράση σε κουνέλια και αρουραίους. Η βαλακυκλοβίρη
μεταβολίζεται σχεδόν πλήρως, σε ακυκλοβίρη. Υποδόρια χορήγηση ακυκλοβίρης σε διεθνώς
αποδεκτές δοκιμασίες, δεν προκάλεσε τερατογόνες επιδράσεις σε κουνέλια και αρουραίους. Σε
επιπλέον μελέτες σε αρουραίους, σε υποδόριες δόσεις που δημιούργησαν επίπεδα πλάσματος,
100 μg/ml, παρατηρήθηκαν εμβρυϊκές ανωμαλίες και τοξικότητα στη μητέρα.
Μεταλλαξιογόνος δράση
Τα αποτελέσματα μεγάλης έκτασης in vitro και in vivo δοκιμασιών μεταλλαξιογένεσης
υποδεικνύουν ότι η βαλακυκλοβίρη δεν είναι πιθανό να αποτελεί γενετικό κίνδυνο για τον
άνθρωπο.
Καρκινογόνος δράση
Από βιο-δοκιμασίες σε ποντίκια και αρουραίους η βαλακυκλοβίρη δεν βρέθηκε να έχει καρκινογόνο
δράση.
Γονιμότητα
Η από το στόμα χορήγηση βαλακυκλοβίρης σε άρρενες και θήλεις αρουραίους δεν επηρέασε τη
γονιμότητα.
Αναστρέψιμες ως επί το πλείστον ανεπιθύμητες ενέργειες στη σπερματογένεση, σε συνδυασμό με
γενετική τοξικότητα έχουν ανακοινωθεί για την ακυκλοβίρη σε δόσεις που υπερβαίνουν κατά πολύ
εκείνες που χρησιμοποιούνται θεραπευτικά.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Πυρήνας: Microcrystalline cellulose, povidone K30, magnesium stearate.
Επικάλυψη: Hypromellose 3cP, hydroxypropyl cellulose, titanium dioxide, macrogol/PEG 400,
hypromellose 50cP.
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν είναι γνωστές.
6.3 Διάρκεια ζωής
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
12
3 χρόνια.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Φυλάσσεται σε θερμοκρασία κάτω των 30°C.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Δισκία 250 mg : Τα δισκία συσκευάζονται σε blisters (Al/PVC) με τυπωμένα τα χαρακτηριστικά του
προϊόντος και της παρτίδας. Κάθε κουτί περιέχει 60 δισκία και μία οδηγία χρήσης.
Δισκία 500 mg : Τα δισκία συσκευάζονται σε blisters (Al/PVC) με τυπωμένα τα χαρακτηριστικά του
προϊόντος και της παρτίδας. Κάθε κουτί περιέχει 10 ή 42 δισκία και μία οδηγία χρήσης.
Δισκία 1000 mg : Τα δισκία συσκευάζονται σε blisters (Al/PVC) με τυπωμένα τα
χαρακτηριστικά του προϊόντος και της παρτίδας. Κάθε κουτί περιέχει 21 δισκία και μία οδηγία
χρήσης.
6.6 Οδηγίες χρήσης-χειρισμού
Δεν υπάρχουν ιδιαίτερες οδηγίες χρήσεως.
7.ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
ΜΕΝΤΙΤΕΡΜ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΕΠΕ, Λυκαονίας 17-19, 544 53 Θεσσαλονίκη,
Τηλ. 2310 940360, Fax: 2310 903828
8.ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΗΣ (ΜΕΡΙΚΗΣ) ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
13