Περίληψη των Χαρακτηριστικών του Προϊόντος
1 ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ
Rextol 5 microgram/ml Ενέσιμο Διάλυμα.
Rextol 2 microgram/ml Ενέσιμο Διάλυμα.
2 ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Rextol 5 mcg / ml Ενέσιμο Διάλυμα
Κάθε 1 ml ενέσιμου διαλύματος περιέχει 5 micrograms παρικαλσιτόλης.
Κάθε 2 ml ενέσιμου διαλύματος περιέχει 10 micrograms παρικαλσιτόλης.
Rextol 2 mcg/ml Ενέσιμο Διάλυμα
Κάθε 1 ml ενέσιμου διαλύματος περιέχουν 2 micrograms παρικαλσιτόλης.
Έκδοχα: Ethanol anhydrous (11% v/v, 0.110 ml/1ml) και Propylene Glycol
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλέπε παράγραφο 6.1.
3 ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Ενέσιμο Διάλυμα
Διαυγές και άχρωμο υδατικό διάλυμα, απαλλαγμένο από ορατά σωματίδια.
4 ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές Ενδείξεις
Η παρικαλσιτόλη ενδείκνυται για την πρόληψη και τη θεραπεία του
δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμού σε ασθενείς με χρόνια νεφρική
ανεπάρκεια που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Το ενέσιμο διάλυμα Rextol χορηγείται μέσω του καθετήρα αιμοκάθαρσης.
Ενήλικες
1) Η αρχική δόση θα πρέπει να υπολογίζεται βάσει των αρχικών επιπέδων της
παραθορμόνης ( PTH ):
Η αρχική δόση της παρικαλσιτόλης βασίζεται στον ακόλουθο τύπο:
Αρχική δόση (μg) = αρχικό επίπεδο αμετάβλητης PTH σε pmol / l
8
Ή
= αρχικό επίπεδο αμετάβλητης PTH σε pg / mL
80
και χορηγείται ως ενδοφλέβια (IV) εφάπαξ δόση όχι συχνότερα από κάθε
δεύτερη μέρα οποιαδήποτε ώρα κατά τη διάρκεια της αιμοκάθαρσης.
Η μέγιστη δόση που χορηγήθηκε με ασφάλεια σε κλινικές μελέτες ήταν έως
και 40 μg.
2) Τιτλοποίηση Δόσης:
Το αποδεκτό επί του παρόντος στοχευόμενο εύρος για τα επίπεδα της PTH σε
ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου που υποβάλλονται σε
αιμοκάθαρση είναι το πολύ 1,5 με 3 φορές το ανώτατο φυσιολογικό όριο σε
μη ουραιμικά άτομα, 15,9 έως 31,8 pmol/l (150-300 pg/ml), για την αμετάβλητη
PTH. Στενή παρακολούθηση και εξατομικευμένη τιτλοποίηση δόσης είναι αναγκαίες
ώστε να επιτευχθούν οι επιθυμητές φυσιολογικές τιμές. Εάν παρατηρηθεί
υπερασβεστιαιμία ή ένα σταθερά ανεβασμένο διορθωμένο γινόμενο Ca x P
μεγαλύτερο από 5,2 mmol
2
/l
2
(65 mg
2
/dl
2
), η δόση θα πρέπει να μειωθεί ή να διακοπεί
μέχρι οι παράμετροι αυτές να ομαλοποιηθούν. Στη συνέχεια, η χορήγηση
παρικαλσιτόλης θα πρέπει να αρχίσει εκ νέου σε χαμηλότερη δόση. Οι δόσεις μπορεί
να χρειαστεί να μειωθούν καθώς τα επίπεδα της PTH μειώνονται ως ανταπόκριση
στη θεραπεία.
Ο παρακάτω πίνακας είναι μία προτεινόμενη προσέγγιση για την τιτλοποίηση της
δόσης:
Προτεινόμενες Κατευθυντήριες Οδηγίες για τη Δοσολογία
(Προσαρμογές της δόσης ανά διαστήματα 2 έως 4 εβδομάδων)
Επίπεδο iPTH Σε Σχέση με το
Αρχικό
Προσαρμογή της Δόσης της
Παρικαλσιτόλης
Ίδιο ή αυξημένο
Αυξήστε κατά 2 έως 4 micrograms
Μειωμένο κατά <30%
Μειωμένο κατά > 30%, < 60% Διατηρείστε την
ίδια
Μειωμένη κατά > 60%
Μειώστε κατά 2 έως 4 micrograms
IPTH < 15.9 pmol/1 (150 pg/mL)
Από τη στιγμή που η δοσολογία έχει καθοριστεί, το ασβέστιο και ο φώσφορος του
ορού θα πρέπει να μετρώνται τουλάχιστον μηνιαίως. Μετρήσεις της αμετάβλητης
PTH του ορού συνιστώνται κάθε τρεις μήνες. Κατά τη διάρκεια της προσαρμογής της
δόσης της παρικαλσιτόλης, μπορεί να χρειάζονται εργαστηριακές εξετάσεις πιο
συχνά.
Ηπατική ανεπάρκεια
Οι μη δεσμευμένες συγκεντρώσεις της παρικαλσιτόλης σε ασθενείς με ήπια έως
μέτρια ηπατική ανεπάρκεια είναι παρόμοιες με εκείνες των υγιών ατόμων και δεν
χρειάζεται προσαρμογή της δόσης σε αυτόν τον πληθυσμό ασθενών. Δεν υπάρχει
εμπειρία σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια.
Παιδιατρική Χρήση
Τα δεδομένα σε παιδιατρικούς ασθενείς είναι περιορισμένα και δεν υπάρχουν
διαθέσιμα δεδομένα για παιδιά ηλικίας κάτω των 5 ετών. Βλέπε παράγραφο 5.1 για
αποτελέσματα μελετών.
Γηριατρική Χρήση
Υπάρχει περιορισμένη εμπειρία με ασθενείς ηλικίας 65 ετών ή μεγαλύτερη που
έλαβαν παρικαλσιτόλη στις μελέτες φάσης ΙΙΙ. Σε αυτές τις μελέτες, δεν
παρατηρήθηκαν συνολικές διαφορές στην αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια
μεταξύ των ασθενών ηλικίας 65 ετών ή μεγαλύτερη και των νεότερων ασθενών.
4.3Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στην παρικαλσιτόλη ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα.
Τοξικότητα της βιταμίνης D
Υπερασβεστιαιμία
4.4Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Η υπερβολική καταστολή της παραθορμόνης μπορεί να προκαλέσει αυξήσεις των
επιπέδων ασβεστίου του ορού και μπορεί να οδηγήσει σε μεταβολική νόσο των
οστών. Παρακολούθηση των ασθενών και εξατομικευμένη τιτλοποίηση δόσης είναι
αναγκαία ώστε να επιτευχθούν οι επιθυμητές φυσιολογικές τιμές.
Εάν αναπτυχθεί κλινικά σημαντική υπερασβεστιαιμία, και ο ασθενής λαμβάνει
δεσμευτικό του φωσφόρου με βάση το ασβέστιο, η δόση του δεσμευτικού του
φωσφόρου με βάση το ασβέστιο θα πρέπει να μειωθεί ή να διακοπεί.
Φαρμακευτικά προϊόντα που σχετίζονται με φώσφορο ή βιταμίνη D δεν θα πρέπει να
λαμβάνονται ταυτόχρονα με την παρικαλσιτόλη, λόγω αυξημένου κινδύνου
υπερασβεστιαιμίας και αύξησης του γινομένου Ca x P. ( βλέπε Ενότητα 4.5 ) .
Η τοξικότητα της δακτυλίτιδας ενισχύεται από υπερασβεστιαιμία οποιασδήποτε
αιτιολογίας, οπότε απαιτείται προσοχή όταν η δακτυλίτιδα συνταγογραφείται
ταυτόχρονα με την παρικαλσιτόλη (βλ.παράγραφο 4.5).
Απαιτείται προσοχή κατά τη συγχορήγηση της παρικαλσιτόλης με κετοκοναζόλη
(βλ.παράγραφο 4.5).
Το φαρμακευτικό προϊόν αυτό περιέχει 11% όγκο/όγκο αιθανόλη (αλκοόλη).
Επιβλαβές για εκείνους που πάσχουν από αλκοολισμό.
Να λαμβάνεται υπόψη σε θηλάζουσες γυναίκες, παιδιά και ομάδες υψηλού κινδύνου
όπως οι ασθενείς με ηπατική νόσο ή επιληψία.
4.5Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και
άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Δεν έχουν διεξαχθεί ειδικές μελέτες αλληλεπίδρασης.
Ωστόσο, μία μελέτη αλληλεπίδρασης μεταξύ Κετοκοναζόλης και παρικαλσιτόλης
έχει διεξαχθεί με τη μορφή της κάψουλας.
Φαρμακευτικά προϊόντα που σχετίζονται με φώσφορο ή βιταμίνη D δεν θα πρέπει να
λαμβάνονται ταυτόχρονα με την παρικαλσιτόλη, λόγω αυξημένου κινδύνου
υπερασβεστιαιμίας και αύξησης του γινομένου Ca x P. ( βλέπε Ενότητα 4.4 ).
Υψηλές δόσεις σκευασμάτων που περιέχουν ασβέστιο ή διουρητικών θειαζίδης
μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο υπερασβεστιαιμίας.
Σκευάσματα που περιέχουν αργίλιο (π.χ., αντιόξινα, δεσμευτικά του φωσφόρου) δεν
θα πρέπει να χορηγούνται χρόνια με φαρμακευτικά προϊόντα Βιταμίνης D, καθώς
μπορεί να εμφανιστούν αυξημένα επίπεδα αργιλίου στο αίμα και τοξικότητα
αργιλίου στα οστά.
Σκευάσματα που περιέχουν μαγνήσιο (π.χ. αντιόξινα) δεν θα πρέπει να λαμβάνονται
ταυτόχρονα με σκευάσματα βιταμίνης D, καθώς μπορεί να εμφανιστεί
υπερμαγνησιαιμία.
Η Κετοκοναζόλη είναι γνωστό ότι είναι ένας μη ειδικός αναστολέας αρκετών
ενζύμων του κυτοχρώματος P450. Τα διαθέσιμα δεδομένα in vitro και in vivo δηλώνουν
ότι η κετοκοναζόλη μπορεί να αλληλεπιδράσει με ένζυμα τα οποία είναι υπεύθυνα
για το μεταβολισμό της παρικαλσιτόλης και άλλων αναλόγων της βιταμίνης D.
Συνιστάται προσοχή κατά τη χορήγηση κετοκοναζόλης και παρικαλσιτόλης
(βλ.παράγραφο 4.4).
Η επίδραση πολλαπλών δόσεων κετοκοναζόλης χορηγούμενης σε δόση 200 mg, δύο
φορές ημερησίως για 5 ημέρες στη φαρμακοκινητική του καψακίου παρικαλσιτόλης
έχει μελετηθεί σε υγιείς εθελοντές. Η μέγιστη συγκέντρωση (C
max
) της
παρικαλσιτόλης επηρεάστηκε ελάχιστα, αλλά η AUC
0-∞
σχεδόν διπλασιάστηκε
παρουσία κετοκοναζόλης. Η μέση ημίσεια ζωή της παρικαλσιτόλης ήταν 17,0 ώρες
παρουσία κετοκοναζόλης σε σύγκριση με 9,8 ώρες όταν η παρικαλσιτόλη
χορηγούνταν μόνη της. Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης δείχνουν ότι μετά την
του στόματος χορήγηση της παρικαλσιτόλης η μέγιστη διεύρυνση της τιμής της
AUC
0–∞
από την αλληλεπίδραση με κετοκοναζόλη δεν είναι πιθανό να είναι
μεγαλύτερη από περίπου 2 φορές.
Η τοξικότητα της δακτυλίτιδας ενισχύεται από υπερασβεστιαιμία οποιασδήποτε
αιτιολογίας, οπότε απαιτείται προσοχή όταν η δακτυλίτιδα συνταγογραφείται
ταυτόχρονα με την παρικαλσιτόλη (βλ.παράγραφο 4.4).
4.6Γονιμότητα, Κύηση και γαλουχία
Κύηση:
Δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για τη χρήση της παρικαλσιτόλης σε εγκύους
γυναίκες. Μελέτες σε ζώα έχουν δείξει τοξικότητα στην αναπαραγωγή
(βλέπε
παράγραφο 5.3)
.
Ο ενδεχόμενος κίνδυνος κατά τη χρήση σε ανθρώπους είναι
άγνωστος, συνεπώς η παρικαλσιτόλη δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται εκτός εάν
είναι σαφώς απαραίτητη.
Θηλασμός: Δεν είναι γνωστό εάν η παρικαλσιτόλη ή οι μεταβολίτες της
απεκκρίνονται στο ανθρώπινο γάλα, σε μικρές ποσότητες. Θα πρέπει να οριστεί η
συνέχεια/διακοπή του θηλασμού ή η συνέχεια/διακοπή της θεραπείας με
παρικαλσιτόλη, λαμβάνοντας υπόψη το όφελος του θηλασμού στο παιδί και το
όφελος της θεραπείας με παρικαλσιτόλη στη γυναίκα.
4.7Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανών
Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες σχετικά με τις επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και
χειρισμού μηχανών.
4.8Ανεπιθύμητες ενέργειες
Περίπου 600 ασθενείς έλαβαν θεραπευτική αγωγή με το Paricalcitol στις κλινικές
δοκιμές Φάσης II/III/IV. Συνολικά, το 6% των ασθενών που έλαβαν θεραπευτική
αγωγή με το Paricalcitol ανέφεραν ανεπιθύμητες ενέργειες.
Η πιο συχνή ανεπιθύμητη ενέργεια σχετιζόμενη με τη θεραπεία με το Paricalcitol ήταν η
υπερασβεστιαιμία που προέκυψε στο 4,7% των ασθενών. Η υπερασβεστιαιμία
εξαρτάται από το επίπεδο της υπερβολικής καταστολής της PTH και μπορεί να
ελαχιστοποιηθεί με κατάλληλη τιτλοποίηση της δόσης.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες από τις κλινικές δοκιμές που ενδεχομένως, πιθανώς ή
σίγουρα σχετίζονταν με την παρικαλσιτόλη παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα
σύμφωνα με το MedDRA ανά Οργανικό Σύστημα, Προτιμώμενο Όρο και Συχνότητα.
Χρησιμοποιούνται οι ακόλουθες κατηγορίες συχνότητας: Πολύ συχνές (≥ 1/10)·
συχνές (≥ 1/100 έως < 1/10)· όχι συχνές (≥ 1/1000 έως < 1/100)· σπάνιες (≥
1/10.000 έως < 1/1000)· πολύ σπάνιες (< 1/10000, συμπεριλαμβανομένων
μεμονωμένων αναφορών).
Οργανικό
Σύστημα
Συχνότητ
α
Ανεπιθύμητη Ενέργεια
Λοιμώξεις και
Παρασιτώσεις
Όχι συχνές
Σήψη, πνευμονία, λοίμωξη, φαρυγγίτις,
κολπική λοίμωξη, γρίπη
Νεοπλάσματα
Καλοηθή, Κακοηθή
και μη
καθορισμένα
(περιλαμβάνονται
κύστεις και
πολύποδες)
Όχι συχνές
Καρκίνος του μαστού
Διαταραχές του
αιμοποιητικού και
του λεμφικού
συστήματος
Όχι
συχνές
Αναιμία, λευκοπενία,
λεμφαδενοπάθεια
Διαταραχές του
ανοσοποιητικού
συστήματος
Συχνή Υπερευαισθησία
Όχι συχνές Οίδημα του Λάρυγγα, αγγειοοίδημα,
κνίδωση
Διαταραχές του
Ενδοκρινικού
συστήματος
Συχνή Υποπαραθυρεοειδισμός
Όχι
συχνές
Υπερπαραθυρεοειδισμός
Διαταραχές του
μεταβολισμού και
της θρέψης
Συχνές Υπερασβεστιαιμία, υπερφωσφαταιμία
Όχι
συχνές
Υπερκαλιαιμία, Υπασβεστιαιμία,
ανορεξία
Ψυχιατρικές
Διαταραχές
Όχι
συχνές
Κατάσταση σύγχυσης, παραλήρημα,
αποπροσωποποίηση, ταραχή, αϋπνία,
νευρικότητα
Διαταραχές του
Νευρικού
Συχνές
Κεφαλαλγία, δυγευσία
Συστήματος
Όχι
συχνές
Κώμα, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο,
παροδικό ισχαιμικό επεισόδιο, συγκοπή,
μυοκλονίες, υπεραισθησία, παραισθησία,
ζαλάδα
μ Οφθαλ ικές
διαταραχές
Όχι
συχνές
Γλαύκωμα, επιπεφυκίτιδα
Δ ιαταραχές του
ωτός και του
λαβυρίνθου
Όχι
συχνές
Διαταραχές των ωτών
Καρδιακές
διαταραχές
Όχι
συχνές
Καρδιακή ανακοπή, αρρυθμία, κολπικός
πτερυγισμός
Αγγειακές
Διαταραχές
Όχι
συχνές
Υπέρταση, Υπόταση
Δ ιαταραχές του
αναπνευστικού
μ , συστή ατος του
θώρακα και του
μεσοθωράκιου
Όχι
συχνές
Πνευμονικό οίδημα, άσθμα, δύσπνοια,
επίσταξη, βήχας
Δ ιαταραχές του
γαστρεντερικού
Όχι
συχνές
Πρωκτική αιμορραγία, κολίτιδα, διάρροια,
γαστρίτιδα, δυσπεψία, δυσφαγία, κοιλιακό
άλγος, δυσκοιλιότητα, ναυτία, έμετος,
ξηροστομία, γαστρεντερικές διαταραχές
Μ η
γνωστές
Γαστρεντερική αιμορραγία
Δ ιαταραχές του
μ δέρ ατος και του
υποδόριου ιστού
Συχνή Κνησμός
Όχι
συχνές
Πομφωλυγώδης δερματίτιδα, αλωπεκία,
υπερτρίχωση, εξάνθημα, υπεριδρωσία
Δ ιαταραχές του
μ υοσκελετικού
μ συστή ατος και του
συνδετικού ιστού
Όχι
συχνές
Αρθραλγία, δυσκαμψία της άρθρωσης,
πόνος στην πλάτη, μυϊκές συσπάσεις,
μυαλγία
Δ ιαταραχές του
αναπαραγωγικού
μ συστή ατος και του
μαστού
Όχι
συχνές
Πόνος στο στήθος, στυτική δυσλειτουργία
Γενικές διαταραχές
και καταστάσεις
της οδού χορήγησης
Όχι
συχνές
Διαταραχές βάδισης, περιφερικό οίδημα,
πόνος, πόνος στο σημείο της ένεσης,
πυρεξία, πόνος στο στήθος, επιδεινωθείσα
κατάσταση, ασθένεια, αδιαθεσία, αίσθημα
δίψας
Παρακλινικές
εξετάσεις
Όχι
συχνές
Παρατεταμένος χρόνος αιμορραγίας,
αυξημένη ασπαρτική αλανίνη, μη
φυσιολογικές εργαστηριακές εξετάσεις,
μείωση βάρους
μ μ Αναφορά πιθανολογού ενων ανεπιθύ ητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη
συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος.
Ζητείται από τους επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν οποιεσδήποτε
πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς
που αναγράφεται παρακάτω
Ελλάδα
μ μΕθνικός Οργανισ ός Φαρ άκων
284Μεσογείων
GR-15562 , Χολαργός Αθήνα
: + 30 Τηλ 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος: http :// www . eof . gr
4.9 Υπερδοσολογία
Δεν έχει αναφερθεί καμία περίπτωση υπερδοσολογίας.
Η υπερδοσολογία με παρικαλσιτόλη μπορεί να οδηγήσει σε υπερασβεστιαιμία.
Σε περίπτωση υπερδοσολογίας τα συμπτώματα υπασβαστιαιμίας (επίπεδα ασβεστίου
στον ορό) θα πρέπει να παρακολουθούνται και να αναφέρονται σε έναν γιατρό. Η
θεραπεία θα πρέπει να ξεκινήσει ανάλογα με την περίπτωση.
Η παρικαλσιτόλη δεν αποβάλλεται σημαντικά με την αιμοκάθαρση. Η θεραπευτική
αγωγή των ασθενών με κλινικά σημαντική υπερασβεστιαιμία συνίσταται σε άμεση
μείωση της δόσης ή διακοπή της θεραπείας με παρικαλσιτόλη και περιλαμβάνει
διατροφή χαμηλή σε ασβέστιο, διακοπή των συμπληρωμάτων ασβεστίου,
κινητοποίηση των ασθενών, προσοχή για διαταραχές της ισορροπίας των υγρών και
των ηλεκτρολυτών, αξιολόγηση για ηλεκτροκαρδιογραφικές ανωμαλίες (κρίσιμη σε
ασθενείς που λαμβάνουν δακτυλίτιδα) και αιμοκάθαρση ή περιτοναϊκή κάθαρση με
διάλυμα που δεν περιέχει ασβέστιο, όπως απαιτείται.
Το ενέσιμο διάλυμα Paricalcitol περιέχει 39% όγκο/όγκο προπυλενογλυκόλης ως
έκδοχο. Μεμονωμένες περιπτώσεις καταστολής του Κεντρικού Νευρικού
Συστήματος, αιμόλυση και γαλακτική οξέωση έχουν αναφερθεί ως τοξικές
επιδράσεις που σχετίζονται με τη χορήγηση προπυλενογλυκόλης σε μεγάλες δόσεις.
Παρότι δεν αναμένεται να διαπιστωθούν με τη χορήγηση του Paricalcitol καθώς η
προπυλενογλυκόλη αποβάλλεται κατά τη διάρκεια της αιμοκάθαρσης, ο κίνδυνος της
τοξικής επίδρασης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε καταστάσεις υπερδοσολογίας.
5 ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αντιπαραθυρεοειδικοί παράγοντες - Κωδικός ATC:
H05BX02
Μηχανισμός δράσης:
Η παρικαλσιτόλη είναι μία συνθετική, βιολογικά ενεργή βιταμίνη D ανάλογη της
καλσιτριόλης με τροποποιήσεις στην πλευρική αλυσίδα (D
2
) και τον Α (19-nor)
δακτύλιο επιτρέποντας την εκλεκτική ενεργοποίηση των υποδοχέων της βιταμίνης D
(VDR). Η παρικαλσιτόλη ενεργοποιεί εκλεκτικά τους υποδοχείς της βιταμίνης D
στους παραθυρεοειδείς αδένες χωρίς να αυξάνει τους υποδοχείς της βιταμίνης D στο
έντερο και είναι λιγότερο ενεργή στην οστική επαναρρόφηση. Η παρικαλσιτόλη
επίσης ενεργοποιεί τον υποδοχέα ανίχνευσης του ασβεστίου (CaSR) στους
παραθυρεοειδείς αδένες. Ως αποτέλεσμα, η παρικαλσιτόλη μειώνει τα επίπεδα της
παραθορμόνης (PTH) αναστέλλοντας τον πολλαπλασιασμό των παραθυρεοειδικών
κυττάρων και μειώνοντας τη σύνθεση και την έκκριση της PTH, με ελάχιστες
επιπτώσεις στα επίπεδα του ασβεστίου και του φωσφόρου, και μπορεί να δράσει
άμεσα στα οστικά κύτταρα για να διατηρήσουν τον οστικό όγκο και να βελτιώσουν
τις επιφάνειες εναπόθεσης μετάλλων. Η διόρθωση των μη φυσιολογικών επιπέδων
της PTH, με ομαλοποίηση της ομοιόστασης του ασβεστίου και του φωσφόρου, μπορεί
να προλάβει ή να θεραπεύσει τη μεταβολική νόσο των οστών που σχετίζεται με τη
χρόνια νεφρική νόσο.
Παιδιατρικός Πληθυσμός: Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του Paricalcitol
εξετάστηκαν σε μία τυχαιοποιημένη, διπλά-τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο
μελέτη 12 εβδομάδων σε 29 παιδιατρικούς ασθενείς, ηλικίας 5-19 ετών, με νεφρική
νόσο τελικού σταδίου σε αιμοκάθαρση. Οι έξι νεότεροι ασθενείς που έλαβαν
θεραπευτική αγωγή με Paricalcitol ήταν ηλικίας 5-12 ετών. Η αρχική δόση του
Paricalcitol ήταν 0,04 mcg/kg 3 φορές ανά εβδομάδα, βάσει αρχικού επιπέδου iPTH
μικρότερου από 500 pg/ml, ή 0,08 mcg/kg 3 φορές την εβδομάδα βάσει αρχικού
επιπέδου iPTH 500 pg/mL, αντίστοιχα. Η δόση του Paricalcitol προσαρμόστηκε με
αυξήσεις των 0,04 mcg/kg βάσει των επιπέδων της iPTH, του ασβεστίου και του Ca x P
στον ορό. Το 67% των ασθενών που έλαβαν θεραπευτική αγωγή με το Paricalcitol και
το 14% των ασθενών που έλαβαν θεραπευτική αγωγή με εικονικό φάρμακο
ολοκλήρωσαν τη δοκιμή. Το 60% των συμμετεχόντων στην ομάδα με το Paricalcitol
εμφάνισαν 2 διαδοχικές μειώσεις κατά 30% από την αρχική iPTH σε σύγκριση με το
21% των ασθενών στην ομάδα με το εικονικό φάρμακο. Το 71% των ασθενών σε
εικονικό φάρμακο διέκοψαν λόγω υπερβολικών αυξήσεων στα επίπεδα της iPTH.
Κανένας συμμετέχων είτε στην ομάδα με το Paricalcitol είτε στην ομάδα με το
εικονικό φάρμακο δεν ανέπτυξε υπερασβεστιαιμία. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα
δεδομένα για ασθενείς ηλικίας κάτω των 5 ετών.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Κατανομή
Η φαρμακοκινητική της παρικαλσιτόλης έχει μελετηθεί σε ασθενείς με χρόνια
νεφρική ανεπάρκεια (CRF) που χρειάζονταν αιμοκάθαρση. Η παρικαλσιτόλη
χορηγείται ως ενδοφλέβια εφάπαξ ένεση. Μέσα σε διάστημα δύο ωρών μετά τη
χορήγηση δόσεων που κυμαίνονταν από 0,04 έως 0,24 microgram/kg, οι
συγκεντρώσεις της παρικαλσιτόλης μειώθηκαν ταχέως· στη συνέχεια, οι
συγκεντρώσεις της παρικαλσιτόλης μειώθηκαν γραμμικά-λογαριθμικά με μία μέση
ημίσεια ζωή περίπου 15 ωρών. Δεν παρατηρήθηκε συσσώρευση παρικαλσιτόλης με τη
χορήγηση πολλαπλών δόσεων.
Αποβολή
Σε υγιείς εθελοντές, στους οποίους διεξήχθη μία μελέτη με μία μεμονωμένη
ενδοφλέβια εφάπαξ δόση 0,16 microgram/kg
3
Η-παρικαλσιτόλης (n=4), η
ραδιενέργεια στο πλάσμα αποδόθηκε στην αρχική ουσία. Η παρικαλσιτόλη
αποβλήθηκε κυρίως με ηπατοχολική απέκκριση, καθώς το 74% της ραδιενεργού
δόσης ανακτήθηκε στα κόπρανα και μόνο το 16% εντοπίστηκε στα ούρα.
Μεταβολισμός
Αρκετοί άγνωστοι μεταβολίτες ανιχνεύθηκαν και στα ούρα και στα κόπρανα, χωρίς
καθόλου ανιχνεύσιμη παρικαλσιτόλη στα ούρα. Αυτοί οι μεταβολίτες δεν έχουν
χαρακτηριστεί και δεν έχουν αναγνωριστεί. Μαζί, οι μεταβολίτες αυτοί
συνεισέφεραν το 51% της ραδιενέργειας στα ούρα και το 59% της ραδιενέργειας στα
κόπρανα. Η δέσμευση της παρικαλσιτόλης στις πρωτεΐνες του πλάσματος in
vitro
ήταν εκτεταμένη (>99,9%) και δεν φτάνει μέχρι κορεσμού για ένα εύρος
συγκέντρωσης 1 έως 100 ng/mL.
Φαρμακοκινητικά Χαρακτηριστικά της Παρικαλσιτόλης σε
Ασθενείς με ΧΝΑ (δόση 0,24 μg/kg)
Παράμετρος Ν Τιμές (Μέση ± τυπ.
απόκλιση)
C
max
(5 λεπτά μετά την
εφάπαξ δόση)
6 1850 ± 664 (pg/ml)
AUC
0-∞
5 27382 ± 8230 (pg hr/ml)
CL
5
0.72 ± 0.24 (L/hr)
V
ss
5
6 ± 2 (L)
Ειδικοί Πληθυσμοί
Φύλο, Φυλή και Ηλικία:
Δεν έχουν παρατηρηθεί σχετιζόμενες με το φύλο
φαρμακοκινητικές διαφορές στους ενήλικες ασθενείς που μελετήθηκαν. Δεν έχουν
αναγνωριστεί φαρμακοκινητικές διαφορές λόγω φυλής.
Ηπατική ανεπάρκεια:
Οι μη δεσμευμένες συγκεντρώσεις της παρικαλσιτόλης σε
ασθενείς με ήπια έως μέτρια ηπατική ανεπάρκεια είναι παρόμοιες με εκείνες των
υγιών ατόμων και δεν χρειάζεται προσαρμογή της δόσης σε αυτόν τον πληθυσμό
ασθενών. Δεν υπάρχει εμπειρία σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα κυριότερα ευρήματα στις τοξικολογικές μελέτες με επαναλαμβανόμενες δόσεις σε
τρωκτικά και σκύλους αποδόθηκαν στην ασβεστιαιμική δράση της παρικαλσιτόλης.
Οι επιδράσεις που δεν σχετίζονταν σαφώς με την υπερασβεστιαιμία περιελάμβαναν
μειωμένο αριθμό λευκοκυττάρων και ατροφία του θύμου στους σκύλους, και αλλαγή
στις τιμές του APTT (αύξηση στους σκύλους, μείωση στους επίμυες). Αλλαγές στον
αριθμό των λευκοκυττάρων δεν έχουν παρατηρηθεί στις κλινικές δοκιμές της
παρικαλσιτόλης.
Η παρικαλσιτόλη δεν επηρέασε τη γονιμότητα σε επίμυες και δεν υπήρχαν ενδείξεις
τερατογόνου δράσης σε επίμυες και κουνέλια. Οι υψηλές δόσεις άλλων
σκευασμάτων βιταμίνης D που εφαρμόζονται σε ζώα κατά τη διάρκεια της κύησης
οδηγούν σε τερατογένεση. Η παρικαλσιτόλη αποδείχτηκε ότι επηρεάζει την εμβρυϊκή
βιωσιμότητα, όπως επίσης και ότι προκαλεί μία σημαντική αύξηση στην
περιγεννητική και μεταγεννητική θνησιμότητα των νεογέννητων επίμυων, όταν
χορηγείται σε δόσεις τοξικές για τη μητέρα.
Η παρικαλσιτόλη δεν επέδειξε γονοτοξικότητα σε μία ομάδα
in vitro
και
in vivo
δοκιμασιών. Μελέτες καρκινογένεσης σε τρωκτικά δεν υπέδειξαν κάποιο ειδικό
κίνδυνο για τη χρήση σε ανθρώπους.
Οι δόσεις που χορηγήθηκαν και/ή η συστηματική έκθεση στην παρικαλσιτόλη
ήταν ελαφρώς υψηλότερες από τις θεραπευτικές δόσεις/θεραπευτική
συστηματική έκθεση.
6 ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Αιθανόλη (11 % όγκο/όγκο)
Προπυλενογλυκόλη
Ύδωρ για Ενέσιμα
6.2 Ασυμβατότητες
Σε περίπτωση απουσίας μελετών συμβατότητας, αυτό το φαρμακευτικό
προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα.
Η προπυλενογλυκόλη αλληλεπιδρά με την ηπαρίνη και εξουδετερώνει τη
δράση της. Το ενέσιμο διάλυμα Paricalcitol περιέχει προπυλενογλυκόλη ως
έκδοχο και θα πρέπει να χορηγείται μέσω διαφορετικού σημείου εισόδου από
την ηπαρίνη.
6.3 Διάρκεια Ζωής
2 έτη.
Μετά το άνοιγμα, χρησιμοποιείστε το αμέσως.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν απαιτεί κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες
φύλαξης.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Διαφανείς υάλινες φύσιγγες όγκου 2.00 ml από ύαλο Τύπου Ι (Ύαλος Τύπου Ι,
υδρολυτικής κατηγορίας).
Διαφανείς υάλινες φύσιγγες όγκου 2.00 ml, οι οποίες κλείνονται με
ελαστομερή πώματα βρωμοβουτυλίου κατάλληλα για ενέσιμα διαλύματα και
ασφαλισμένες με αποσπώμενα καπάκια αλουμινίου (flip-off).
Οι συσκευασίες του Paricalcitol είναι:
Ενέσιμο Διάλυμα Rextol 5 mcg / ml:
Συσκευασία που περιέχει 1 φύσιγγα του 1 ml ενεσίμου διαλύματος
Συσκευασία που περιέχει 5 φύσιγγες του 1 ml ενεσίμου διαλύματος
Συσκευασία που περιέχει 1 φύσιγγα των 2 ml ενεσίμου διαλύματος
Συσκευασία που περιέχει 5 φύσιγγες των 2 ml ενεσίμου διαλύματος
Συσκευασία που περιέχει 1 φιαλίδιο του 1 ml ενεσίμου διαλύματος
Συσκευασία που περιέχει 5 φιαλίδια του 1 ml ενεσίμου διαλύματος
Συσκευασία που περιέχει 1 φιαλίδιο των 2 ml ενεσίμου διαλύματος
Συσκευασία που περιέχει 5 φιαλίδια των 2 ml ενεσίμου διαλύματος
Ενέσιμο Διάλυμα Rextol 2 mcg / ml:
Συσκευασία που περιέχει 1 φύσιγγα του 1 ml ενεσίμου διαλύματος
Συσκευασία που περιέχει 5 φύσιγγες του 1 ml ενεσίμου διαλύματος
Συσκευασία που περιέχει 1 φιαλίδιο του 1 ml ενεσίμου διαλύματος
Συσκευασία που περιέχει 5 φιαλίδια των 1 ml ενεσίμου διαλύματος
Μπορεί να μη κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης χρησιμοποιηθέντος
φαρμακευτικού προϊόντος ή υπολείμματος που προκύπτει από τέτοιο
φαρμακευτικό προϊόν και άλλος χειρισμός του προϊόντος
Τα παρεντερικά φαρμακευτικά προϊόντα θα πρέπει να ελέγχονται οπτικά για
σωματίδια της ουσίας και αποχρωματισμό πριν από τη χορήγηση. Το διάλυμα
είναι διαυγές και άχρωμο.
Μόνο για μία χρήση. Τυχόν αχρησιμοποίητο διάλυμα θα πρέπει να απορρίπτεται.
Κάθε μη χρησιμοποιηθέν προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα
με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις
7 ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Rafarm ΑΕΒΕ
Κορίνθου 12, 15451 Νέο Ψυχικό, Αθήνα
8 ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Rextol 2mcg/mL: 84075/12/05-05-14
Rextol 5mcg/mL: 39721/05-05-14
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ
09/08/2012
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
25/4/2017