ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
MONTELAIR 4 mg μασώμενα δισκία
MONTELAIR 5 mg μασώμενα δισκία
MONTELAIR 10 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Δραστική ουσία : montelukast ως montelukast sodium.
4 mg μασώμενα δισκία: Κάθε μασώμενο δισκίο περιέχει 4,2 mg montelukast sodium, το οποίο είναι
ισοδύναμο με 4 mg montelukast.
5 mg μασώμενα δισκία: Κάθε μασώμενο δισκίο περιέχει 5,2 mg montelukast sodium, το οποίο είναι
ισοδύναμο με 5 mg montelukast.
10 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία: Κάθε επικαλυμμένo με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 10,4
mg montelukast sodium, το οποίο είναι ισοδύναμο με 10 mg montelukast.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλέπε παράγραφο 6.1
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
4 mg μασώμενα δισκία: Λευκά δισκία αμφίκυρτου σχήματος .
5 mg μασώμενα δισκία: Λευκά δισκία αμφίκυρτου σχήματος .
10 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία: Λευκά δισκία αμφίκυρτου σχήματος .
4. KΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το MONTELAIR ενδείκνυται για τη θεραπεία του άσθματος σαν συμπληρωματική θεραπεία για τους
ασθενείς με ήπιο έως μέτριο επιμένον άσθμα οι οποίοι δεν ελέγχονται επαρκώς με τα εισπνεόμενα
κορτικοστεροειδή και στους οποίους η χρήση β-αγωνιστών βραχείας δράσης “όταν χρειάζεται” παρέχει
ανεπαρκή κλινικό έλεγχο του άσθματος.
MONTELAIR 4 mg και 5 mg : Mπορεί επίσης να αποτελεί μία εναλλακτική επιλογή θεραπείας έναντι
των χαμηλών δόσεων εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών σε ασθενείς με ήπιο επιμένον άσθμα, οι οποίοι
δεν έχουν ιστορικό πρόσφατων σοβαρών ασθματικών επεισοδίων, όπου να απαιτήθηκε από του στόματος
χρήση κορτικοστεροειδών, και για τους οποίους έχει αποδειχθεί ότι δεν είναι ικανοί να χρησιμοποιούν
εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή (βλέπε παράγραφο 4.2).
MONTELAIR 10 mg: Σε αυτούς τους ασθματικούς ασθενείς, στους οποίους το MONTELAIR
ενδείκνυται στο άσθμα, το MONTELAIR μπορεί να παρέχει επίσης ανακούφιση των συμπτωμάτων της
εποχιακής αλλεργικής ρινίτιδας.
Το MONTELAIR επίσης ενδείκνυται για την προφύλαξη από άσθμα στο οποίο ο επικρατέστερος
παράγοντας είναι βρογχόσπασμος προκαλούμενος από άσκηση.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
MONTELAIR 4 mg μασώμενα δισκία:
Η παιδιατρική δοσολογία για ασθενείς ηλικίας 2-5 ετών είναι ένα μασώμενο δισκίο 4mg ημερησίως που
λαμβάνεται το βράδυ. Σε σχέση με το γεύμα το MONTELAIR πρέπει να λαμβάνεται είτε 1 ώρα προ του
φαγητού ή 2 ώρες μετά. Για τις ηλικίες αυτές δεν είναι απαραίτητη οποιαδήποτε προσαρμογή της
δοσολογίας. H ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα των μασώμενων δισκίων MONTELAIR 4mg δεν
έχει τεκμηριωθεί σε παιδιατρικό πληθυσμό ηλικίας κάτω των 2 ετών.
MONTELAIR 5 mg μασώμενα δισκία:
Η παιδιατρική δοσολογία για ασθενείς ηλικίας 6-14 ετών είναι ένα μασώμενο δισκίο 5 mg ημερησίως
που λαμβάνεται το βράδυ. Σε σχέση με το γεύμα το MONTELAIR πρέπει να λαμβάνεται είτε 1 ώρα προ
του φαγητού ή 2 ώρες μετά. Για τις ηλικίες αυτές δεν είναι απαραίτητη οποιαδήποτε προσαρμογή της
δοσολογίας.
1
MONTELAIR 10 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία: Η δοσολογία σε εφήβους και ενήλικες
ηλικίας 15 ετών και άνω με άσθμα ή με άσθμα και συνυπάρχουσα εποχιακή αλλεργική ρινίτιδα, είναι ένα
δισκίο 10 mg ημερησίως που λαμβάνεται το βράδυ.
Γενικές συστάσεις: Το θεραπευτικό αποτέλεσμα του MONTELAIR στον έλεγχο των παραμέτρων του
άσθματος, εμφανίζεται εντός μίας ημέρας. Πρέπει να συνιστάται στους ασθενείς να συνεχίζουν τη
χορήγηση MONTELAIR ακόμη και αν το άσθμα τους είναι υπό έλεγχο καθώς και στις περιόδους
έξαρσης του.
To MONTELAIR δεν πρέπει να χορηγείται ταυτόχρονα με άλλα προϊόντα που περιέχουν την ίδια
δραστική το montelukast.
Δεν είναι απαραίτητη η προσαρμογή της δοσολογίας για ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια ή ασθενείς με
ήπιου έως μέτριου βαθμού ηπατική δυσλειτουργία. Δεν υπάρχουν στοιχεία για ασθενείς με σοβαρή
ηπατική δυσλειτουργία. Η δοσολογία είναι η ίδια για άνδρες και γυναίκες ασθενείς.
Το MONTELAIR ως εναλλακτική επιλογή θεραπείας έναντι των χαμηλών δόσεων εισπνεόμενων
κορτικοστεροειδών για ήπιο, επιμένον άσθμα:
Το montelukast δεν συνιστάται ως μονοθεραπεία σε ασθενείς με μέτριο επιμένον άσθμα. Η χρήση του
montelukast ως εναλλακτική επιλογή θεραπείας έναντι των χαμηλών δόσεων εισπνεόμενων
κορτικοστεροειδών σε παιδιά με ήπιο, επιμένον άσθμα θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν μόνον για ασθενείς, οι
οποίοι δεν έχουν ιστορικό πρόσφατων σοβαρών ασθματικών επεισοδίων, όπου να απαιτήθηκε από του
στόματος χρήση κορτικοστεροειδών, και για τους οποίους έχει αποδειχθεί ότι δεν είναι ικανοί να
χρησιμοποιούν εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή (βλέπε παράγραφο 4.1). Το ήπιο επιμένον άσθμα ορίζεται
ως συμπτώματα άσθματος περισσότερο από μια φορά την εβδομάδα αλλά λιγότερο από μία φορά την
ημέρα, συμπτώματα κατά την νύκτα περισσότερο από δύο φορές το μήνα αλλά λιγότερο από μία φορά
την εβδομάδα, φυσιολογική λειτουργία των πνευμόνων μεταξύ των επεισοδίων. Εάν δεν επιτευχθεί
ικανοποιητικός έλεγχος του άσθματος κατά την παρακολούθηση, (συνήθως εντός ενός μηνός), θα πρέπει
να αξιολογηθεί η ανάγκη για μία επιπλέον ή διαφορετική αντι-φλεγμονώδη θεραπεία βασιζόμενη στο
σύστημα σταδιακής θεραπευτικής αντιμετώπισης του άσθματος. Οι ασθενείς πρέπει να αξιολογούνται
περιοδικά για τον έλεγχο του άσθματος.
Θεραπεία με MONTELAIR σε σχέση με άλλη αγωγή για το άσθμα.
Όταν η αγωγή με MONTELAIR χρησιμοποιείται ως θεραπεία που προστίθεται στα εισπνεόμενα
κορτικοστεροειδή το MONTELAIR δεν πρέπει απότομα να υποκαταστήσει εισπνεόμενα
κορτικοστεροειδή (βλέπε παράγραφο 4.4.)
Μασώμενα δισκία 4 mg είναι διαθέσιμα για παιδιατρικούς ασθενείς 2 έως 5 ετών.
Μασώμενα δισκία 5 mg είναι διαθέσιμα για παιδιατρικούς ασθενείς 6 έως 14 ετών.
Δισκία 10 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο είναι διαθέσιμα για εφήβους και ενήλικες ηλικίας 15 ετών
και άνω.
Το MONTELAIR μπορεί να προστεθεί στην ήδη υπάρχουσα θεραπευτική αγωγή του ασθενούς.
Αγωγή με β-αγωνιστές
Το MONTELAIR μπορεί να προστεθεί στην θεραπευτική αγωγή ασθενών των οποίων το άσθμα δεν
ελέγχεται επαρκώς με τη χρήση βραχείας διάρκειας δράσης β-αγωνιστή όταν χρειάζεται” . Όταν
επιτευχθεί σαφής κλινική ανταπόκριση ( συνήθως μετά την πρώτη δόση), ο ασθενής μπορεί να μειώσει τη
δόση του β-αγωνιστή βραχείας διάρκειας που χρησιμοποιείται “όταν χρειάζεται”.
Εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή :
H αγωγή με MONTELAIR
®
μπορεί να χρησιμοποιηθεί επιπρόσθετα σε ασθενείς όταν άλλα φάρμακα
όπως εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή παρέχουν ανεπαρκή κλινικό έλεγχο. Το MONTELAIR
®
δεν πρέπει
να υποκαταστήσει εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή ( βλέπε παράγραφο 4.4).
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στην δραστική ουσία ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα.
2
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Οι ασθενείς θα πρέπει να είναι ενημερωμένοι ώστε να μη χρησιμοποιούν ποτέ montelukast από το στόμα
για την αντιμετώπιση κρίσης άσθματος αλλά να έχουν διαθέσιμα τα συνήθη κατάλληλα φάρμακα που θα
τους βοηθήσουν άμεσα σ’αυτή την περίπτωση. Εάν εμφανισθεί κρίση άσθματος, ένας βραχείας δράσης β-
αγωνιστής πρέπει να χρησιμοποιηθεί. Οι ασθενείς πρέπει να αναζητήσουν την συμβουλή του γιατρού
τους το νωρίτερο δυνατόν εάν χρειασθούν περισσότερες από τις συνήθεις εισπνοές β-αγωνιστή βραχείας
δράσης.
Το Montelukast δεν πρέπει να υποκαταστήσει απότομα εισπνεόμενα ή από του στόματος χορηγούμενα
κορτικοστεροειδή.
Δεν υπάρχουν δεδομένα που να υποδεικνύουν ότι και τα από του στόματος χορηγούμενα
κορτικοστεροειδή μπορούν να μειωθούν όταν χορηγείται ταυτόχρονα montelukast.
Σε σπάνιες περιπτώσεις, ασθενείς σε θεραπεία με αντιασθματικούς παράγοντες συμπεριλαμβανομένου
του montelukast, είναι δυνατόν να εμφανίσουν συστηματική ηωσινοφιλία, η οποία μερικές φορές
εμφανίζεται με τα κλινικά συμπτώματα αγγειίτιδος συμβατής με το σύνδρομο Churg-Strauss, μία
κατάσταση η οποία συνήθως αντιμετωπίζεται με τη συστηματική χορήγηση κορτικοστεροειδών. Οι
περιπτώσεις αυτές συνήθως, αλλά όχι πάντοτε, έχουν συνδεθεί με τη μείωση ή τη διακοπή της θεραπείας
των από του στόματος χορηγούμενων κορτικοστεροειδών. Η πιθανότητα, οι ανταγωνιστές του υποδοχέα
των λευκοτριενίων να συσχετίζονται με την εμφάνιση συνδρόμου Churg-Strauss δεν μπορεί ούτε να
αποκλειστεί ούτε να τεκμηριωθεί. Οι θεράποντες ιατροί πρέπει να είναι σε εγρήγορση για την περίπτωση
εμφάνισης ηωσινοφιλίας, εξανθήματος λόγω αγγειίτιδος, επιδείνωσης των πνευμονικών συμπτωμάτων,
καρδιακών επιπλοκών και/ή της εμφάνισης νευροπάθειας στους ασθενείς τους. Οι ασθενείς που
αναπτύσσουν αυτά τα συμπτώματα πρέπει να επαναξιολογηθούν και να εκτιμηθούν τα θεραπευτικά
σχήματά τους.
Η θεραπεία με MONTELAIR
®
επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία 10 mg, δεν
μεταβάλλει την ανάγκη των ασθενών με άσθμα ευαίσθητο ως προς την ασπιρίνη να
αποφεύγουν τη λήψη ασπιρίνης και άλλων μη στεροειδών αντι-φλεγμονοδών φαρμάκων.
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα των μασώμενων δισκίων 4 mg, δεν έχει τεκμηριωθεί σε
παιδιατρικό πληθυσμό ηλικίας κάτω των 2 ετών.
Τα επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία 10 mg περιέχουν λακτόζη. Ασθενείς με σπάνια κληρονομικά
προβλήματα δυσανεξίας στη λακτόζη, ανεπάρκεια της Lapp λακτάσης ή δυσαπορρόφηση της γλυκόζης-
γαλακτόζης, δεν πρέπει να λάβουν το φάρμακο αυτό.
4.5 Aλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Το Montelukast μπορεί να χορηγηθεί ταυτόχρονα με άλλες συνήθεις θεραπείες που χρησιμοποιούνται για
την προφύλαξη και τη θεραπεία του χρόνιου άσθματος. Σε μελέτες αλληλεπίδρασης φαρμάκων η
συνιστώμενη κλινική δόση του montelukast δεν έχει κλινικώς σημαντικές επιδράσεις στην
φαρμακοκινητική των ακόλουθων φαρμακευτικών προϊόντων: θεοφυλλίνη, πρεδνιζόνη, πρεδνιζoλόνη, ,
αντισυλληπτικά χορηγούμενα από το στόμα (αιθυλική οιστραδιόλη/νορεθινδρόνη 35/1) τερφεναδίνη,
διγοξίνη και βαρφαρίνη.
Η περιοχή κάτω από την καμπύλη (ΑUC) της συγκέντρωσης του montelukast στο πλάσμα μειώθηκε
περίπου κατά 40 % σε ασθενείς που έπαιρναν ταυτόχρονα φαινοβαρβιτάλη. Επειδή το montelukast
μεταβολίζεται από το CYP 3A4, απαιτείται προσοχή ειδικά στα παιδιά, όταν το MONTELAIR
συγχορηγείται με επαγωγείς του CYP 3A4, όπως φαινυτοΐνη, φαινοβαρβιτάλη και ριφαμπικίνη.
Μελέτες in vitro έδειξαν οτι το montelukast είναι ισχυρός αναστολέας του συστήματος CYP 2C8.
Ωστόσο, τα στοιχεία από μία κλινική μελέτη αλληλεπίδρασης φαρμάκων που συμπεριλαμβάνει
montelukast και rosiglitazone ( ένα δοκιμαστικό υπόστρωμα αντιπροσωπευτικό για τα φαρμακευτικά
προϊόντα που μεταβολίζονται πρωταρχικά μέσω του συστήματος CYP2C8) έδειξαν ότι το montelukast
δεν αναστέλλει το σύστημα CYP2C8 in vivo. Γι’ αυτό, το montelukast δεν αναμένεται να αλλάξει
εμφανώς το μεταβολισμό των φαρμακευτικών προϊόντων που μεταβολίζονται μέσω αυτού του ενζύμου
( π.χ. pactitaxel, rosiglitazone, και repaglinide).
4.6 Κύηση και γαλουχία
Καθώς δεν υπάρχουν ελεγχόμενες μελέτες σε εγκύους ή θηλάζουσες γυναίκες , το montelukast δεν πρέπει
να χορηγείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή σε θηλάζουσες μητέρες, παρά μόνο αν είναι
απολύτως αναγκαίο. ( βλ Λήμμα 5.3).
3
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν αναμένεται το montelukast να επηρεάσει την ικανότητά του ασθενούς για οδήγηση ή χειρισμό
μηχανών. Ωστόσο, σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις κάποια άτομα ανέφεραν την καρηβαρία (νυσταγμό).
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Το montelukast έχει αξιολογηθεί σε κλινικές μελέτες ως εξής:
● Tα επικαλυμμένα με υμένιο δισκία 10 mg σε 4000 περίπου ενήλικες ασθενείς, ηλικίας 15 ετών και άνω
● Tα επικαλυμμένα με υμένιο δισκία 10 mg σε 400 περίπου ασθματικούς ενήλικες ασθενείς, με εποχιακή
αλλεργική ρινίτιδα, ηλικίας 15 ετών και άνω
● Tα μασώμενα δισκία 5 mg σε περίπου 1750 περίπου παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6 έως 14 ετών και
● Τα μασώμενα δισκία 4 mg σε 851 παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 2 έως 5 ετών.
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με το φάρμακο σε κλινικές μελέτες αναφέρθηκαν
συνήθως (>1/100, έως < 1/10 ) σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με montelukast και με μεγαλύτερη
συχνότητα από ότι σε ασθενείς που έλαβαν placebo:
Κατηγορία συστήματος
του σώματος
Ενήλικες
ασθενείς 15 ετών
και άνω
(δύο μελέτες διάρκειας
12 εβδομάδων, n=795)
Παιδιατρικοί ασθενείς
6 έως 14 ετών
(μία μελέτη 8
εβδομάδων n=201)
(μία μελέτη 56
εβδομάδων n=120)
(δύο μελέτες διάρκειας
56 εβδομάδων, n=615)
Παιδιατρικοί ασθενείς
2 έως 5 ετών
(μία μελέτη 12
εβδομάδων n=461
(μία
μελέτη διάρκειας 48
εβδομάδων, n=278)
Σώμα ως σύνολο κοιλιακό άλγος κοιλιακό άλγος
Διαταραχές του
πεπτικού συστήματος
δίψα
Νευρικό σύστημα/
ψυχιατρικές διαταραχές
κεφαλαλγία κεφαλαλγία
Το προφίλ ασφάλειας δεν άλλαξε σε κλινικές μελέτες παρατεταμένης θεραπείας διάρκειας έως 2 έτη με
περιορισμένο αριθμό ασθενών σε ενήλικες και έως 12 μήνες σε παιδιατρικούς ασθενείς 6 έως 14 ετών .
Συνολικά, 502 παιδιατρικοί ασθενείς 2 έως 5 ετών έλαβαν montelukast τουλάχιστον για 3 μήνες, 338 για
6 μήνες ή περισσότερο, και 534 ασθενείς για 12 μήνες ή περισσότερο. Με παρατεταμένη θεραπεία, το
προφίλ ασφάλειας δεν άλλαξε γι’ αυτές τις ομάδες ασθενών.
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν αναφερθεί μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου:
Σώμα ως σύνολο: εξασθένηση/κούραση ακουχία, οίδημα, αντιδράσεις υπερευαισθησίας
συμπεριλαμβανομένης της αναφυλαξίας , αγγειοοίδημα, κνίδωση, κνησμός, εξάνθημα και μια
μεμονωμένη αναφορά ηπατικής ηωσινοφιλικής διήθησης.
Νευρικό σύστημα/ ψυχιατρικές διαταραχές: ζάλη, αφύσικα όνειρα, συμπεριλαμβανομένων των
εφιαλτών, ψευδαισθήσεις, νυσταγμός, αϋπνία, παραισθησία/ υπαισθησία, ευερεθιστότητα, διέγερση
συμπεριλαμβανομένης της επιθετικής συμπεριφοράς, ανησυχία, σπασμός.
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος : αρθραλγία, μυαλγία, συμπεριλαμβανομένων των μϋικών
κραμπών.
Διαταραχές του πεπτικού συστήματος : διάρροια, ξηροστομία, δυσπεψία, ναυτία , εμετός.
Ηπατοχολικές διαταραχές: αυξημένα επίπεδα της τρανσαμινάσης του ορού ( ΑLT, AST), χολοστατική
ηπατίτιδα.
Διαταραχές του καρδιαγγειακού συστήματος: αυξημένη τάση για αιμορραγία, μώλωπες, αίσθημα
παλμών.
4
Πολύ σπάνιες περιπτώσεις του συνδρόμου Churg-Strauss (CSS) έχουν αναφερθεί σε ασθματικούς
ασθενείς κατά τη διάρκεια θεραπείας με montelukast (βλέπε παράγραφο 4.4).
4.9 Υπερδοσολογία
Δεν είναι διαθέσιμες ειδικές πληροφορίες για την αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας με MONTELAIR.
Σε μελέτες του χρόνιου άσθματος, το montelukast έχει χορηγηθεί σε ασθενείς, σε δόσεις μέχρι 200 mg/
ημέρα για 22 εβδομάδες και σε μικρής διάρκειας μελέτες μέχρι 900 mg / ημέρα σε ασθενείς, για περίπου
μια εβδομάδα χωρίς να παρουσιαστούν σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες.
Έχουν αναφερθεί περιστατικά οξείας υπερδοσολογίας με τη χρήση του φαρμάκου μετά την κυκλοφορία
του και σε κλινικές μελέτες με montelukast. Αυτά περιλαμβάνουν αναφορές σε ενήλικες και παιδιά με μία
δόση ίση με 1000 mg. (περίπου 61 mg/kg σε ένα παιδί ηλικίας 42 μηνών).
Τα κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα που παρατηρήθηκαν συμφωνούν με το προφίλ ασφάλειας σε
ενήλικες και παιδιατρικούς ασθενείς. Δεν αναφέρθηκαν ανεπιθύμητες ενέργειες στην πλειονότητα των
περιστατικών υπερδοσολογίας.. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που εμφανίζονται συνήθως ήταν σύμφωνες με
το προφίλ ασφάλειας του montelukast και περιλάμβαναν κοιλιακό άλγος, υπνηλία, δίψα, κεφαλαλγία,
έμετο, και ψυχοκινητική υπερδραστηριότητα
Δεν είναι γνωστό αν το montelukast απομακρύνεται με περιτοναϊκή διάλυση ή αιμοδιάλυση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία : Αντιασθματικά για συστηματική χρήση. Ανταγωνιστής υποδοχέων
λευκοτριενίων.
Κωδικός ΑΤC: RO3D CO3
Τα κυστεϊνυλικά λευκοτριένια (LTC4,LTD4,LTE4), είναι ισχυρά εικοσανοειδή που προκαλούν φλεγμονή
και απελευθερώνονται από διάφορα κύτταρα, συμπεριλαμβανομένων των μαστοκυττάρων και των
ηωσινοφίλων. Αυτοί οι σημαντικοί προ-ασθματικοί μεταβιβαστές συνδέονται με τους κυστεϊνυλικούς
υποδοχείς των λευκοτριενίων (CysLT). Ο υποδοχέας CysLT τύπου –Ι (CysLT1) έχει βρεθεί στους
αεραγωγούς του ανθρώπου (συμπεριλαμβανομένων των κυττάρων των λείων μυών των αεραγωγών και
μακροφάγων των αεραγωγών) και σε άλλα προφλεγμονώδη κύτταρα (συμπεριλαμβανομένων των
ηωσινόφιλων και ορισμένων μυελοειδών αρχέγονων κυττάρων). Οι υποδοχείς CysLT έχουν συσχετισθεί
με την παθοφυσιολογία του άσθματος και της αλλεργικής ρινίτιδας. Στο άσθμα οι επιδράσεις
μεσολάβησης των λευκοτριενίων συμπεριλαμβάνουν βρογχόσπασμο, έκκριση βλέννας, αγγειακή
διαπερατότητα και συσσώρευση ηωσινοφίλων την αλλεργική ρινίτιδα ,οι υποδοχείς CysLT
απελευθερώνονται από τον ρινικό βλεννογόνο μετά την έκθεση στο αλλεργιογόνο κατά την διάρκεια
αντιδράσεων της πρώϊμης και όψιμης φάσης και σχετίζονται με τα συμπτώματα της αλλεργικής ρινίτιδας.
Ενδορινικός ερεθισμός των υποδοχέων CysLT έδειξε ότι αυξάνει την αντίσταση των ρινικών αεραγωγών
και των συμπτωμάτων της ρινικής απόφραξης.
Το montelukast είναι μία από το στόμα χορηγούμενη ενεργός ένωση που συνδέεται με υψηλή συγγένεια
και εκλεκτικότητα με τον υποδοχέα CysLT1.
Σε κλινικές μελέτες το montelukast αναστέλει σε χαμηλές δόσεις εως 5mg τη βρογχοσύσπαση από
εισπνοή LTD4. Bρογχοδιαστολή παρατηρήθηκε εντός 2 ωρών μετά την από του στόματος χορήγηση.
Η προκαλούμενη βρογχοδιασταλτική επίδραση από ένα β-αγωνιστή ήταν αθροιστική σε αυτή που
προκλήθηκε από το montelukast. H θεραπεία με montelukast αναστέλλει τόσο την πρώϊμη όσο και την
όψιμη φάση της βρογχοσύσπασης που προκαλείται από αντιγόνο. Το montelukast συγκρινόμενο με
placebo, μείωσε την περιφερική συγκέντρωση ηωσινοφίλων στο αίμα σε ενήλικες και παιδιατρικούς
ασθενείς. Σε μία ξεχωριστή μελέτη, η θεραπεία με montelukast μείωσε σημαντικά τα ηωσινόφιλα στους
αεραγωγούς (όπως μετρήθηκαν στα πτύελα).Σε ενήλικες και παιδιατρικούς ασθενείς 2 έως14 ετών, το
montelukast, συγκρινόμενο με placebo , μείωσε την περιφερική συγκέντρωση ηωσινοφίλων στο αίμα,
ενώ βελτίωσε τον κλινικό έλεγχο του άσθματος.
Σε μελέτες με ενήλικες, το montelukast 10 mg εφ’άπαξ ημερησίως, συγκρινόμενο με placebo, επέδειξε
σημαντικές βελτιώσεις στην πρωϊνή FEV1 (10,4 % έναντι 2,7 % μεταβολή από το αρχικό στάδιο), στην
ΠΜ μέγιστη εκπνευστική ροή (PEFR) (24,5 L/min έναντι 3,3 L /min μεταβολή από το αρχικό στάδιο) και
σημαντική μείωση στη συνολική χορήγηση β-αγωνιστών (-26,1 % έναντι -4,6 % μεταβολή από το αρχικό
στάδιο).Η βελτίωση στη βαθμολογία συμπτωμάτων κατά την ημέρα και τη νύχτα όπως αναφέρθηκαν από
τους ασθενείς ήταν σημαντικά καλύτερη από το placebo.
5
Mελέτες σε ενήλικες επέδειξαν την ικανότητα του montelukast να δρα αθροιστικά στην κλινική επίδραση
των εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών (% μεταβολή από το αρχικό στάδιο για εισπνεόμενη
βεκλομεθαζόνη συν montelukast έναντι βεκλομεθαζόνης, έδειξαν αντίστοιχα για την FEV1: 5,4 % έναντι
1,04 %, χρήση β-αγωνιστών: -8,70 % έναντι 2,64 %). Συγκρινόμενο με την εισπνεόμενη βεκλομεθαζόνη
(200 μg δύο φορές την ημέρα χορηγούμενη με δοσιμετρική συσκευή), το montelukast επέδειξε μια πιο
γρήγορη αρχική ανταπόκριση, παρόλο που κατά τη διάρκεια της μελέτης 12 εβδομάδων η βεκλομεθαζόνη
παρείχε μια μεγαλύτερη μέση θεραπευτική επίδραση (% μεταβολή από το αρχικό στάδιο για το
montelukast έναντι της βεκλομεθαζόνης, αντίστοιχα για την FEV1: 7,49 % έναντι 13,3 %, χρήση β-
αγωνιστή: -28,28 έναντι -43,89 %). Παρ’όλα αυτά συγκρινόμενο με τη βεκλομεθαζόνη, ένα μεγάλο
ποσοστό ασθενών που θεραπεύονταν με montelukast είχαν παρόμοιες κλινικές ανταποκρίσεις (π.χ 50 %
των ασθενών που τους χορηγήθηκε βεκλομεθαζόνη επέτυχαν μία βελτίωση από το αρχικό στάδιο στην
FEV1 κατά 11 % περίπου ή και περισσότερο, ενώ περίπου 42 % των ασθενών που τους χορηγήθηκε
montelukast επέτυχαν την ίδια ανταπόκριση).
Εχει διεξαχθεί μία κλινική μελέτη για την αξιολόγηση του montelukast στη θεραπεία των συμπτωμάτων
της εποχιακής αλλεργικής ρινίτιδας σε ενήλικες ασθματικούς ασθενείς. ηλικίας 15 ετών και άνω που
είχαν συνυπάρχουσα εποχιακή αλλεργική ρινίτιδα.Σ’ αυτή τη μελέτη ,τα δισκία montelukast 10mg
χορηγούμενα μία φορά την ημέρα έδειξαν στατιστικά σημαντική βελτίωση του ημερήσιου βαθμού των
Συμπτωμάτων Ρινίτιδας ,σε σύγκριση με το placebo.Ο ημερήσιος βαθμός των Συμπτωμάτων της
Ρινίτιδας είναι ο μέσος όρος του βαθμού των Ρινικών Συμπτωμάτων κατά την διάρκεια της ημέρας
( μέσος όρος ρινικής συμφόρησης, ρινόρροιας, φταρνισμάτων, ρινικού κνησμού) και του βαθμού των
Ρινικών Συμπτωμάτων κατά την διάρκεια της νύχτας (μέσος όρος ρινικής συμφόρησης κατά την
αφύπνιση, δυσκολίας στην κατάκλιση και αφυπνίσεων κατά τη νύχτα).
Η γενική αξιολόγηση της αλλεργικής ρινίτιδας από τους αθενείς και τους γιατρούς είχε σημαντικά
βελτιωθεί ,σε σύγκριση με το placebo.Η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας στο άσθμα δεν ήταν
πρωταρχικός στόχος στη μελέτη αυτή.
Σε μία 12 εβδομάδων,ελεγχόμενη με placebo ελεγχόμενη μελέτη σε παιδιατρικούς ασθενείς 2 έως 5 ετών,
το montelukast 4 mg εφ’άπαξ ημερησίως, βελτίωσε τις παραμέτρους ελέγχου του άσθματος συγκριτικά
με το placebo ανεξάρτητα από την ταυτόχρονη θεραπεία ελέγχου (εισπνεόμενα ορηγούμενα με
εκνεφωτή κορτικοστεροειδή ή εισπνεόμενο /χορηγούμενο με εκνεφωτή χρωμογλυκικό νάτριο.). Το
εξήντα τοις εκατό των ασθενών δεν ελάμβαναν άλλη θεραπεία ελέγχου.
Το montelukast βελτίωσε τα συμπτώματα κατά τη διάρκεια της ημέρας (συμπεριλαμβανομένου του βήχα,
του συριγμού,της δυσκολίας στην αναπνοή και της περιορισμένης δραστηριότητας) και τα συμπτώματα
της νύχτας σε σύγκριση με placebo. Το montelukast επίσης μείωσε σημαντικά τη χορήγηση β-αγωνιστή
“όταν χρειάζεται” και την θεραπεία διαφυγής κρίσεως με κοτρικοστεροειδή κατά την επιδείνωση του
άσθματος ,συγκρινόμενο με το placebo. ασθενείς που ελάμβαναν montelukast ήταν για σημαντικά
περισσότερες ημέρες χωρίς άσθμα από αυτούς που ελάμβαναν placebo. Η θεραπευτική δράση
επιτεύχθηκε μετά την πρώτη δόση.
Σε μία μελέτη 12-μηνών, ελεγχόμενη με placebo, σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 2 έως 5 ετών με ήπιο
άσθμα και επεισοδιακές εξάρσεις , το montelukast 4 mg μία φορά ημερησίως μείωσε σημαντικά (p
0.001) την ετήσια συχνότητα των επεισοδίων έξαρσης του άσθματος (ΕΕ) σε σύγκριση με το placebo
(1.60 ΕΕ έναντι 2.34 ΕΕ, αντίστοιχα) , [ΕΕ ορίζεται ως 3 συνεχόμενες ημέρες με ημερήσια
συμπτώματα για τα οποία απαιτήθηκε χρήση β-αγωνιστή ή κορτικοστεροειδή (από του στόματος ή
εισπνεόμενα) ή εισαγωγή σε νοσοκομείο για το άσθμα]. Η ποσοστιαία μείωση ως προς την ετήσια
συχνότητα ΕΕ ήταν 31.9 %, με 95 % διάστημα αξιοπιστίας, ΔΑ, μεταξύ 16.9 % και 44.1 %.
Σε μία μελέτη 8 εβδομάδων σε παιδιατρικούς ασθενείς, 6 έως 14 ετών το montelukast 5 mg εφάπαξ
ημερησίως, συγκρινόμενο με placebo, βελτίωσε σημαντικά την αναπνευστική λειτουργία (FEV1: 8,71 %
έναντι 4,16 % μεταβολή από το αρχικό στάδιο, ΠΜ PEFR 27,9 L/min έναντι 17,8 L/min μεταβολή από το
αρχικό στάδιο) και μείωση στη χορήγηση β-αγωνιστή όταν χρειάζεται” (-11,7 % έναντι +8,2 %
μεταβολή από το αρχικό στάδιο).
Σε μία μελέτη 12-μηνών που συνέκρινε την αποτελεσματικότητα του montelukast έναντι του
εισπνεόμενου fluticasone σχετικά με τον έλεγχο του άσθματος σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6 ως 14
ετών με ήπιο επιμένον άσθμα, το montelukast δεν ήταν κατώτερο του fluticasone ως προς την αύξηση του
ποσοστού των ημερών χωρίς θεραπεία διάσωσης (ΗΧΘΔ) για το άσθμα, τον πρωταρχικό στόχο. Κατά
μέσο όρο, στη διάρκεια μίας περιόδου θεραπείας 12 μηνών, το ποσοστό των ΗΧΘΔ αυξήθηκε από 61.6
σε 84.0 % στην ομάδα με montelukast και από 60.9 % σε 86.7% στην ομάδα με fluticasone. Η διαφορά
μεταξύ των ομάδων ως προς την κατά μέσο όρο αύξηση του ποσοστού των ημερών ΗΧΘΔ ήταν
6
στατιστικά σημαντική (-2.8 % με 95 % ΔΑ μεταξύ -4.7 % και -0.9 %), αλλά μέσα στα όρια που
προκαθορίζονται ώστε να μην υπάρχει κλινικά κατωτερότητα.
Τόσο το montelukast όσο και το fluticasone βελτίωσαν επίσης τον έλεγχο του άσθματος ως προς τους
δευτερεύοντες παράγοντες που αξιολογήθηκαν κατά την περίοδο θεραπείας 12 μηνών:
Το FEV1 αυξήθηκε από 1.83 L σε 2.09 L στην ομάδα του montelukast και από 1.85 L σε
2.14 L στην ομάδα fluticasone Η διαφορά μεταξύ των ομάδων υπολογισμένη με βάση τις ευθείες
ελαχίστων τετραγώνων (LS), ως προς την μέση αύξηση του FEV1 ήταν -0.02 L με 95 % ΔΑ
μεταξύ 0.06 και 0.02. Η μέση προβλεπόμενη αύξηση του FEV1 σε σύγκριση με την αρχική τιμή
σε εκατοστιαία μεταβολή ήταν 0.6 % στην ομάδα θεραπείας με montelukast και 2.7 % στην
ομάδα θεραπείας με fluticasone. Η διαφορά ως προς την μεταβολή σε σύγκριση με την αρχική
τιμή του ποσοστού ,% του προβλεπόμενου FEV1, ήταν σημαντική: -2.2 % με μία 95 % ΔΑ
μεταξύ -3.6 % ,και -0.7 %.
Το ποσοστό των ημερών με χρήση β-αγωνιστή μειώθηκε από 38.0 σε 15.4 στην ομάδα
του montelukast, και από38.5 % σε 12.8 % στην ομάδα fluticasone. Η διαφορά των μέσων LS
τιμών μεταξύ των ομάδων ως προς το ποσοστό των ημερών με χρήση β-αγωνιστή ήταν
σημαντική: 2.7 % με 95 % ΔΑ μεταξύ 0.9 % και 4.5 %.
Το ποσοστό των ασθενών με ένα ασθματικό επεισόδιο (ένα ασθματικό επεισόδιο ορίζεται
ως η περίοδος επιδείνωσης του άσθματος, κατά την οποία απαιτείται από του στόματος χορήγηση
στεροειδών, μία όχι προγραμματισμένη επίσκεψη στο γιατρό, επίσκεψη του τμήματος πρώτων
βοηθειών, ή εισαγωγή στο νοσοκομείο) ήταν 32.2 % στην ομάδα του montelukast και 25.6 %
στην ομάδα fluticasone. Ο λόγος των πιθανοτήτων (με 95 % ΔΑ) είναι ίσος με 1.38 (με 95 % ΔΑ)
(μεταξύ 1.04 και 1.84).
Το ποσοστό των ασθενών με συστηματική(κυρίως από το στόμα) χρήση
κορτικοστεροειδών κατά την διάρκεια της μελέτης ήταν 17.8 % στην ομάδα του montelukast και
10.5 % στην ομάδα fluticasone. Η διαφορά των μέσων τιμών LS μεταξύ των ομάδων ήταν
σημαντική: 7.3 % με 95 % ΔΑ μεταξύ 2.9 και 11.7.
Σημαντική μείωση στη βρογχοσύσπαση που προκαλείται από άσκηση (ΕΙΒ) δείχθηκε σε μια μελέτη 12
εβδομάδων σε ενήλικες (μέγιστη πτώση στη FEV1 22,33 % για το montelukast έναντι 32,40 % για το
placebo, χρόνος επαναφοράς εντός 5 % από τις αρχικές τιμές της FEV1 44,22 min έναντι 60,64 min).
Aυτή η επίδραση ήταν σταθερή σε όλη τη διάρκεια της μελέτης 12 εβδομάδων της μελέτης. Η μείωση
στη ΕΙΒ αποδείχτηκε επίσης σε μια μελέτη βραχείας διάρκειας σε παιδιατρικούς ασθενείς (μέγιστη
πτώση στην FEV1 18,27 % έναντι 26,11 %, χρόνος επαναφοράς εντός 5% από τις αρχικές τιμές στην
FEV1 17,76 min έναντι 27,98 min). Και στις δύο μελέτες η επίδραση παρουσιάσθηκε στο τέλος του
διαστήματος της εφ’άπαξ ημερησίας δόσης.
Σε ευαίσθητους στην ασπιρίνη ασθματικούς ασθενείς που ελάμβαναν ταυτόχρονα εισπνεόμενα και/ή από
του στόματος κορτικοστεροειδή, η θεραπεία με montelukast συγκρινόμενη με το placebo, είχε
αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση στον έλεγχο του άσθματος (FEV1 8,55 % έναντι -1,74 % μεταβολή
από το αρχικό στάδιο και μείωση στη συνολική χρήση β-αγωνιστή: -27,78 % έναντι 2,09 % μεταβολή
από το αρχικό στάδιο).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση: Το Montelukast απορροφάται γρήγορα ύστερα από χορήγηση από το στόμα. Για τα
επικαλυμμένα με υμένιο δισκία των 10mg, η μέση μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα (C
max
),
επιτυγχάνεται 3 ώρες (Τ
max
) ύστερα από τη χορήγησή τους σε νηστικούς ενήλικες. Η μέση
βιοδιαθεσιμότητα μετά από του στόματος χορήγηση είναι 64 %. Η βιοδιαθεσιμότητα μετά από του
στόματος χορήγηση και η C
max
δεν επηρεάζονται από ένα συνηθισμένο γεύμα. Η ασφάλεια και
αποτελεσματικότητα αποδείχθηκαν σε κλινικές μελέτες όπου η χορήγηση επικαλυμμένων με υμένιο
δισκίων των 10 mg έγινε χωρίς να δίνεται σημασία στο χρόνο της τροφής.
Για τα μασώμενα δισκία των 5 mg, η C
max
επιτυγχάνεται σε 2 ώρες μετά από τη χορήγηση τους σε
ενήλικες που δεν τους έχει χορηγηθεί τροφή. Η μέση βιοδιαθεσιμότητα μετά την από του στόματος
χορήγηση είναι 73 %, αλλά μειώνεται στο 63 % ύστερα από τη χορήγηση γεύματος.
Μετά από χορήγηση του μασώμενου δισκίου των 4 mg, σε παιδιατρικούς ασθενείς 2 έως 5 ετών που δεν
τους έχει χορηγηθεί τροφή η C
max
επιτυγχάνεται σε 2 ώρες μετά από τη χορήγηση τους Η μέση C
max
είναι
66 % μεγαλύτερη ενώ η μέση C
min
είναι μικρότερη από τους ενήλικες που λαμβάνουν δισκίο των 10 mg.
7
Κατανομή: Το montelukast συνδέεται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 99% με τις πρωτεΐνες του πλάσματος.
Ο όγκος κατανομής του σε συνθήκες σταθεροποιημένης κατάστασης, κυμαίνεται από 8 11 λίτρα.
Μελέτες σε αρουραίους με ραδιοσημασμένο montelukast έδειξαν ελάχιστη κατανομή κατά μήκος του
αιματο-εγκεφαλικού φραγμού. Επιπλέον, συγκεντρώσεις του ραδιοσημασμένου υλικού 24 ώρες μετά τη
χορήγηση της δόσης, ήταν ελάχιστες σε όλους τους υπόλοιπους ιστούς.
Βιομετατροπή: Το montelukast μεταβολίζεται εκτεταμένα. Σε μελέτες με χορήγηση θεραπευτικών
δόσεων, οι συγκεντρώσεις των μεταβολιτών του montelukast στο πλάσμα δεν ανιχνεύονται σε συνθήκες
σταθεροποιημένης κατάστασης σε ενήλικες και παιδιά.
Ιn vitro μελέτες στις οποίες χρησιμοποιούνται μικροσώματα από ανθρώπινο ήπαρ, δείχνουν ότι το
κυτόχρωμα Ρ450 3Α4,2Α6 και 2C9 εμπλέκεται στο μεταβολισμό του montelukast. Οι θεραπευτικές
συγκεντρώσεις του montelukast στο πλάσμα δεν αναστέλλουν τα κυτοχρώματα P450 3A4,2C9,1Α2,
2A6,2C19 ή 2D6 σύμφωνα με περαιτέρω in vitro μελέτες σε μικροσώματα του ανθρώπινου ήπατος. Η
συνεισφορά των μεταβολιτών στη θεραπευτική επίδραση του montelukast είναι ελάχιστη.
Απομάκρυνση: Η κάθαρση του montelukast από το πλάσμα, κυμαίνεται στα 45 ml/min για υγιείς
ενήλικες. Μετά από του στόματος χορήγηση δόσης ραδιοσημασμένου montelukast, 86 % της
ραδιενέργειας ανακτήθηκε σε συλλογές κοπράνων διάρκειας 5 ημερών και ποσοστό < 0,2 % ανακτήθηκε
στα ούρα. Σε συνδυασμό με εκτιμήσεις της βιοδιαθεσιμότητας του montelukast που χορηγείται από το
στόμα, φαίνεται οτι το montelukast και οι μεταβολίτες του εκκρίνονται σχεδόν αποκλειστικά μέσω της
χολής.
Χαρακτηριστικά σε ασθενείς: Δεν απαιτείται τροποποίηση της δοσολογίας για ηλικιωμένους, ή σε ήπια
έως μέτρια ηπατική ανεπάρκεια. Μελέτες σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια δεν έχουν διεξαχθεί.Επειδή
το montelukast και οι μεταβολίτες του απομακρύνονται μέσω της χοληφόρου οδού δεν αναμένεται να
είναι απαραίτητη κάποια προσαρμογή στη δοσολογία σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια.Δεν υπάρχουν
δεδομένα για τη φαρμακοκινητική του montelukast σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια
(βαθμολογία Child-Pugh>9).
Με υψηλές δόσεις montelukast (20 και 60 φορές τη συνιστώμενη δοσολογία ενηλίκων), παρατηρήθηκε
μια μείωση στη συγκέντρωση της θεοφυλλίνης στο πλάσμα. Η επίδραση αυτή δεν έχει εμφανισθεί με τη
συνιστώμενη δοσολογία των 10 mg εφ’άπαξ ημερησίως.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Σε τοξικολογικές μελέτες που έγιναν σε ζώα, παρατηρήθηκαν ελάχιστες βιοχημικές μεταβολές στον ορό,
στην ALT, στη γλυκόζη, στο φώσφορο και στα τριγλυκερίδια που ήταν παροδικής φύσεως. Τα σημεία
τοξικότητας στα ζώα, εκδηλώθηκαν με αυξημένη έκκριση σιέλου, γαστρεντερικές διαταραχές,απώλεια
κοπράνων και διαταραχή ιόντων. Αυτά, συνέβησαν σε δόσεις που παρέχουν > 17 φορές τη συστηματική
έκθεση που εμφανίζεται με την κλινικά συνιστώμενη δοσολογία. Σε πιθήκους, εμφανίστηκαν
ανεπιθύμητες ενέργειες σε δόσεις από 150 mg/kg/ημέρα (>232 φορές τη συστηματική έκθεση που
εμφανίζεται με την κλινική δόση). Σε κλινικές μελέτες, το montelukast δεν είχε επίδραση στη γονιμότητα
ή την αναπαραγωγική ικανότητα για συστηματική έκθεση που ξεπερνά την κλινική συστηματική έκθεση
περισσότερο από 232 φορές. Μια μικρή μείωση στο σωματικό βάρος στο νυμφικό στάδιο, παρατηρήθηκε
σε μελέτη γονιμότητας σε θηλυκούς μύες με δόση 200 mg/kg/ημέρα (>69 φορές την κλινική συστηματική
έκθεση). Σε μελέτες με κουνέλια ένα μεγαλύτερο ποσοστό ατελούς οστεοποίησης, σε σύγκριση με ζώα
αναφοράς, παρατηρήθηκε σε συστηματική έκθεση >24 φορές από την κλινική συστηματική έκθεση που
παρατηρείται με την κλινική δόση. Δεν παρατηρήθηκαν οποιεσδήποτε ανωμαλίες σε αρουραίους. Το
montelukast έχει αποδειχθεί ότι διαπερνά τον πλακουντιακό φραγμό και εκκρίνεται στο μητρικό γάλα των
ζώων.
Δεν παρατηρήθηκαν θάνατοι μετά από χορήγηση του montelukast sodium σε δόσεις μέχρι 5000 mg/kg
στα ποντίκια και στους αρουραίους, (15,000 mg/m
2
και 30,000 mg/m
2
στα ποντίκια και στους
αρουραίους, αντίστοιχα) αφού δοκιμάστηκαν οι μέγιστες δόσεις, Αυτή η δόση είναι ανάλογη με 25,000
φορές την συνιστώμενη ημερήσια δόση για τους ενήλικες ανθρώπους (βάσει του βάρους 50 kg για
ενήλικα ασθενή.)
Το montelukast αξιολογήθηκε οτι δεν είναι φωτοτοξικό σε ποντίκια για τις UVA, UVΒ ή για ορατό
φάσμα φωτός σε δόσεις έως 500 mg/kg/ημέρα (περίπου >200 φορές με βάση τη συστηματικη έκθεση).
Το montelukast δεν ήταν ούτε μεταλλαξιογόνο σε in vitro και in vivo δοκιμές, ούτε καρκινογόνο σε in
vivo δοκιμασίες σε είδη τρωκτικών.
8
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Τα 4 mg και 5 mg μασώμενα δισκία περιέχουν: mannitol, microcrystalline cellulose,
hydroxypropylcellulose, croscarmellose sodium, peach flavor, magnesium stearate.
Τα 10 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία περιέχουν: microcrystalline cellulose, lactose
monohydrate, croscarmellose sodium, hydroxypropylcellulose, magnesium stearate.
Επικάλυψη : hypromellose, microcrystalline cellulose, titanium dioxide, stearic acid.
6.2 Aσυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται
6.3 Διάρκεια ζωής
Μασώμενα 4 mg και 5 mg δισκία : 2 χρόνια
Επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία 10 mg : 3 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Να αποθηκεύεται σε θερμοκρασία μικρότερη των 25
ο
C. Να φυλάσσεται στην αρχική συσκευασία για να
προστατεύεται από το φως και την υγρασία.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Συσκευασμένο σε blister πολυαμιδίου / PVC / αλουμινίου σε συσκευασίες των 14 και 30 δισκίων.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Κάθε προϊόν που δεν έχει χρησιμοποιηθεί ή υπόλειμμα πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με τις κατά
τόπους ισχύουσες διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
IASIS PHARMA
Λεωφόρος Φυλής 137, 13451 Καματερό Αττικής
Τηλ : 210 2311031
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
9