(Όχι περισσότερο από 67 mg / ml λακτόζη, 100 mg / ml γαλακτόζη, 67 mg / ml
επιλακτόζη, 27 mg / ml ταγατόζη και 7 mg / ml φρουκτόζη). Η λακτουλόζη πρέπει
να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με δυσανεξία στη λακτόζη.
Η συνήθης δόση που χρησιμοποιείται για τη δυσκοιλιότητα δεν θα πρέπει να
δημιουργεί πρόβλημα σε διαβητικούς.
Ωστόσο, μεγαλύτερες δόσεις χρησιμοποιούμενες για τη θεραπεία
πυλαιοσυστηματικής εγκεφαλοπάθειας, ενδέχεται να πρέπει να χορηγούνται με
προσοχή σε διαβητικούς. 15 ml λακτουλόζης περιέχουν 42,7 KJ (10,2 kcals) = 0,21
bu. Το αντανακλαστικό της αφόδευσης μπορεί να μεταβληθεί κατά τη διάρκεια
της θεραπείας με λακτουλόζη.
Οι ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη ή τη
φρουκτόζη, ανεπάρκεια λακτάσης ή δυσαπορρόφηση γλυκόζης-γαλακτόζης δεν
πρέπει να λαμβάνουν αυτό το φάρμακο.
Σε ασθενείς με γαστροκαρδιακό σύνδρομο (σύνδρομο του Roemheld), η λακτουλόζη
πρέπει να χορηγείται μετά από διαβούλευση με τον γιατρό. Σε περίπτωση που
εμφανιστούν συμπτώματα όπως μετεωρισμός ή κοιλιακή δυσφορία σε αυτούς τους
ασθενείς μετά από πρόσληψη λακτουλόζης, θα πρέπει να μειωθεί η δόση ή να
διακοπεί η θεραπεία.
Η χρόνια χρήση μη προσαρμοσμένων δόσεων και η κατάχρηση μπορούν να
οδηγήσουν σε διάρροια και διαταραχή της ισορροπίας των ηλεκτρολυτών.
Σε ηλικιωμένους ασθενείς ή ασθενείς που βρίσκονται σε κακή γενική κατάσταση
και οι οποίοι λαμβάνουν λακτουλόζη για διάστημα μεγαλύτερο των 6 μηνών,
συνιστάται ο περιοδικός έλεγχος των ηλεκτρολυτών.
Σε ασθενείς με πυλαιοσυστηματική εγκεφαλοπάθεια, η σύγχρονη χορήγηση άλλων
καθαρτικών πρέπει να αποφεύγεται, καθότι εμποδίζουν την εξατομίκευση της
δόσης του φαρμάκου. Επιπλέον, για τους ασθενείς που αναφέρονται παραπάνω,
θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πιθανότητα πρόκλησης διαταραχής του
ηλεκτρολυτικού ισοζυγίου και, κυρίως, υποκαλιαιμίας, η οποία θα μπορούσε να
επιδεινώσει την εγκεφαλοπάθεια.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με καθαρτικά, συνιστάται η πόση επαρκών
ποσοτήτων υγρών
(1,5-2 l/ημέρα, που ισοδυναμούν με 6-8 ποτήρια).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η χρήση καθαρτικών σε παιδιά θα πρέπει να γίνεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις
και υπό ιατρική παρακολούθηση.
Η λακτουλόζη θα πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε νήπια και μικρά παιδιά με
υπολειπόμενη αυτοσωματική κληρονομικότητα δυσανεξίας στη φρουκτόζη.
4.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Η λακτουλόζη ενδέχεται να αυξήσει την απώλεια καλίου που προκαλείται από
άλλα φάρμακα (π.χ. θειαζίδες, στεροειδή και αμφοτερικίνη B). Η σύγχρονη χρήση
καρδιακών γλυκοσιδών μπορεί να αυξήσει τη δράση των γλυκοσιδών μέσω της
ανεπάρκειας καλίου.
Αυξάνοντας τη δόση, παρατηρείται μείωση της τιμής του pH στο παχύ έντερο.
Επομένως, τα φάρμακα που αποδεσμεύονται στο παχύ έντερο με εξάρτηση από το
pH (π.χ. 5-ASA) μπορούν να απενεργοποιηθούν.