σπονδυλικής
στήλης Ο2-Ο4
BMD ολικού
ισχίου
2,0 [1,7,
2,3]
3,1 [2,8, 3,4] 2,5 [2,1,
2,9]
4,2 [3,8, 4,5]
BMD αυχένα
μηριαίου
1,7 [1,3,
2,1]
2,2 [1,9, 2,6] 1,9 [1,4,
2,4]
3,1 [2,7, 3,6]
BMD
τροχαντήρα
3,2 [2,8,
3,7]
4,6 [4,2, 5,1] 4,0 [3,5,
4,5]
6,2 [5,7, 6,7]
Επιπροσθέτως, το ιβανδρονικό οξύ 150 mg μία φορά τον μήνα αποδείχθηκε
ανώτερο του ιβανδρονικού οξέος 2,5 mg ημερησίως ως προς τις αυξήσεις της
BMD στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης σε μία προοπτικά
προγραμματισμένη ανάλυση στο ένα έτος, p=0,002, και στα δύο έτη, p<0,001.
Στο ένα έτος (αρχική ανάλυση), 91,3% (p=0,005) των ασθενών που λάμβαναν
ιβανδρονικό οξύ 150 mg μία φορά τον μήνα παρουσίασαν αύξηση της BMD στην
οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης μεγαλύτερη ή ίση με την τιμή κατά την
έναρξη της μελέτης (ανταποκριθείσες ως προς την BMD), σε σύγκριση με το
84,0% των ασθενών που λάμβαναν ιβανδρονικό οξύ 2,5 mg ημερησίως. Στα δύο
έτη, 93,5% (p=0,004) και 86,4% των ασθενών που λάμβαναν ιβανδρονικό οξύ
150 mg μία φορά τον μήνα ή ιβανδρονικό οξύ 2,5 mg ημερησίως, αντίστοιχα,
ήταν ανταποκριθείσες.
Για την BMD ολικού ισχίου, 90,0% (p<0,001) των ασθενών που λάμβαναν
ιβανδρονικό οξύ 150 mg μία φορά τον μήνα και 76,7% των ασθενών που
λάμβαναν ιβανδρονικό οξύ 2,5 mg ημερησίως παρουσίασαν στο ένα έτος
αυξήσεις της BMD ολικού ισχίου μεγαλύτερες ή ίσες με τις τιμές κατά την
έναρξη της μελέτης. Στα δύο έτη, 93,4% (p<0,001) των ασθενών που λάμβαναν
ιβανδρονικό οξύ 150 mg μία φορά τον μήνα και 78,4%, των ασθενών που
λάμβαναν ιβανδρονικό οξύ 2,5 mg ημερησίως παρουσίασαν αυξήσεις της BMD
ολικού ισχίου μεγαλύτερες ή ίσες με τις τιμές κατά την έναρξη της μελέτης.
Όταν ληφθεί υπ’ όψιν ένα αυστηρότερο κριτήριο, το οποίο συνδυάζει την BMD
στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης και το ολικό ισχίο, το 83,9%
(p<0,001) και το 65,7% των ασθενών που λάμβαναν ιβανδρονικό οξύ 150 mg
μία φορά τον μήνα ή ιβανδρονικό οξύ 2,5 mg ημερησίως, αντίστοιχα,
ανταποκρίθηκαν στο ένα έτος. Στα δύο έτη, 87,1% (p<0,001) και 70,5% των
ασθενών ικανοποίησαν το κριτήριο αυτό στα σκέλη των 150 mg μηνιαίως και
των 2,5 mg ημερησίως, αντίστοιχα.
Βιοχημικοί δείκτες οστικής εναλλαγής
Κλινικά σημαντικές μειώσεις των επιπέδων CTX ορού παρατηρήθηκαν σε όλα
τα χρονικά σημεία μέτρησης, δηλ. κατά τους μήνες 3, 6, 12 και 24. Μετά από
ένα έτος (αρχική ανάλυση), η διάμεση σχετική μεταβολή από την έναρξη ήταν
-76% για το ιβανδρονικό οξύ 150 mg μία φορά τον μήνα και -67% για το
ιβανδρονικό οξύ 2,5 mg ημερησίως. Στα δύο έτη, η διάμεση σχετική μεταβολή
ήταν -68% και -62%, στα σκέλη των 150 mg μηνιαίως και των 2,5 mg
ημερησίως, αντίστοιχα.
Στο ένα έτος, 83,5% (p= 0,006) των ασθενών που λάμβαναν ιβανδρονικό οξύ
150 mg μία φορά τον μήνα και 73,9% των ασθενών που λάμβαναν ιβανδρονικό
οξύ 2,5 mg ημερησίως ταυτοποιήθηκαν ως ανταποκριθείσες (ορίστηκε ως
μείωση ≥50% από την έναρξη). Στα δύο έτη, 78,7% (p=0,002) και 65,6% των
ασθενών ταυτοποιήθηκαν ως ανταποκριθείσες στα σκέλη των 150 mg μηνιαίως
και των 2,5 mg ημερησίως, αντίστοιχα.