Rev: 03-Feb-2014/Renewal & 27-Jan-2016/Variation II/028
Ref:
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ,
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ ΚΑΙ ΦΥΛΛΟ ΟΔΗΓΙΩΝ ΧΡΗΣHΣ
1
Rev: 03-Feb-2014/Renewal & 27-Jan-2016/Variation II/028
Ref:
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
2
Rev: 03-Feb-2014/Renewal & 27-Jan-2016/Variation II/028
Ref:
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Riastap 1g
Κόνις για ενέσιμο διάλυμα/διάλυμα προς έγχυση.
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Το Riastap είναι μια κόνις για ενέσιμο διάλυμα ή διάλυμα προς έγχυση που
περιέχει 1g ανθρώπινου ινωδογόνου ανά φιαλίδιο.
Το ανασυσταμένο προϊόν, με 50 ml ύδατος για ενέσιμα, περιέχει περίπου 20
mg/ml ανθρώπινο ινωδογόνο.
Το περιεχόμενο σε λειτουργικό ινωδογόνο καθορίζεται σύμφωνα με τη
μονογραφία της Ευρωπαϊκής Φαρμακοποιίας για το ανθρώπινο ινωδογόνο.
Έκδοχα που θεωρείται ότι έχουν γνωστή δράση:
Νάτριο έως 164 mg (7,1 mmol) ανά φιαλίδιο.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Κόνις για ενέσιμο διάλυμα/διάλυμα προς έγχυση.
Λευκή κόνις.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Αντιμετώπιση της αιμορραγίας σε ασθενείς με συγγενή υπό- ή ανινωδογοναιμία
με αιμορραγική διάθεση.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Η έναρξη της θεραπείας πρέπει να γίνεται υπό την επίβλεψη γιατρού με
εμπειρία στην αντιμετώπιση των διαταραχών της πήξης του αίματος.
Δοσολογία
Η δοσολογία και η διάρκεια της θεραπείας υποκατάστασης εξαρτώνται από τη
σοβαρότητα της διαταραχής, το σημείο και την έκταση της αιμοραγίας καθώς
και την κλινική κατάσταση του ασθενή.
Τα επίπεδα του (λειτουργικού) ινωδογόνου στο πλάσμα πρέπει να
προσδιορίζονται, ώστε να υπολογίζεται η εξατομικευμένη δοσολογία και η
χορηγούμενη ποσότητα και η συχνότητα χορήγησης πρέπει να καθορίζονται σε
εξατομικευμένη βάση για κάθε ασθενή, με τακτική μέτρηση των επιπέδων του
ινωδογόνου στο πλάσμα και με συνεχή παρακολούθηση της κλινικής
κατάστασης του ασθενή και οποιασδήποτε άλλης θεραπείας υποκατάστασης
χορηγείται.
Τα φυσιολογικά επίπεδα του ινωδογόνου στο πλάσμα κυμαίνονται από 1,5 έως
4,5 g/l. Τα κρίσιμα επίπεδα ινωδογόνου στο πλάσμα, κάτω από τα οποία μπορεί
3
Rev: 03-Feb-2014/Renewal & 27-Jan-2016/Variation II/028
Ref:
να εμφανιστεί αιμορραγία, είναι περίπου 0,5-1,0 g/l. Σε περίπτωση σοβαρής
χειρουργικής επέμβασης, είναι ιδιαίτερα σημαντική η σχολαστική
παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας υποκατάστασης μεσω
εργαστηριακού προσδιορισμού της πήξης του αίματος.
Δόση έναρξης
Εάν τα επίπεδα του ινωδογόνου στον ασθενή δεν είναι γνωστά, η συνιστώμενη
δόση είναι 70 mg ανά kg βάρους σώματος (ΒΣ) χορηγούμενη ενδοφλέβια.
Επακόλουθες δόσεις
Τα επιθυμητά επίπεδα ινωδογόνου (1 g/l) για ήσσονος βαρύτητας περιστατικά
(π.χ. επίσταξη, ενδομυϊκή αιμορραγία ή εμμηνορραγία) πρέπει να διατηρούνται
για τουλάχιστον τρεις ημέρες. Τα επιθυμητά επίπεδα ινωδογόνου (1,5 g/l) για
σοβαρά περιστατικά (π.χ. κρανιακό τραύμα ή ενδοκρανιακή αιμορραγία) πρέπει
να διατηρούνται για επτά ημέρες.
Δόση ινωδογόνου
=
Επιθυμητό επίπεδο (g/l) Μετρούμενο
επίπεδο (g/l)
(mg/kg βάρους
σώματος)
0,017 (g/l ανά mg/kg βάρους σώματος)
Δοσολογία για νεογνά, βρέφη και παιδιά:
Υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα από κλινικές μελέτες σχετικά με τη
δοσολογία του Riastap στα παιδιά. Με βάση τα αποτελέσματα των κλινικών
μελετών αλλά και της μακρόχρονης κλινικής εμπειρίας με τα προϊόντα
ινωδογόνου, η συνιστώμενη δοσολογία για τα παιδιά είναι η ίδια με αυτή των
ενηλίκων.
Μέθοδος Χορήγησης
Ενδοφλέβια ένεση ή έγχυση.
Η ανασύσταση του Riastap πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις οδηγίες της
παραγράφου 6.6. Το ανασυσταμένο διάλυμα πρέπει να έρχεται σε θερμοκρασία
περιβάλλοντος ή σώματος πριν από τη χορήγηση και στη συνέχεια να
χορηγείται με αργή ένεση ή έγχυση, με ρυθμό που να είναι ανεκτός από τον
ασθενή. Ο ρυθμός ένεσης ή έγχυσης δεν πρέπει να ξεπερνά τα 5 ml ανά λεπτό
περίπου.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στις δραστικές ουσίες ή σε κάποιο από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Υπάρχει κίνδυνος θρόμβωσης όταν χορηγείται συμπύκνωμα ανθρώπινου
ινωδογόνου σε ασθενείς με συγγενή ανεπάρκεια, ιδιαίτερα όταν χορηγούνται
μεγάλες ή επαναλαμβανόμενες δόσεις. Οι ασθενείς στους οποίους έχει
χορηγηθεί συμπύκνωμα ανθρώπινου ινωδογόνου πρέπει να παρακολουθούνται
προσεκτικά για τυχόν σημεία ή συμπτώματα θρόμβωσης.
Σε ασθενείς με ιστορικό στεφανιαίας νόσου ή έμφραγμα του μυοκαρδίου, σε
ασθενείς με ηπατική νόσο, σε περι- ή μετεγχειρητικούς ασθενείς, σε νεογέννητα
ή σε ασθενείς που κινδυνεύουν να υποστούν θρομβοεμβολικά επεισόδια ή να
εμφανίσουν διάχυτη ενδαγγειακή πήξη, το δυνητικό όφελος της θεραπείας με
4
Rev: 03-Feb-2014/Renewal & 27-Jan-2016/Variation II/028
Ref:
συμπύκνωμα ανθρώπινου ινωδογόνου πρέπει να αντισταθμίζεται έναντι του
κινδύνου εμφάνισης θρομβοεμβολικών επιπλοκών. Η θεραπεία πρέπει επίσης να
χορηγείται με προσοχή και υπό συνεχή παρακολούθηση του ασθενή.
Εάν εκδηλωθούν αλλεργικές ή αναφυλακτικού τύπου αντιδράσεις, η χορήγηση
πρέπει να διακοπεί αμέσως. Σε περίπτωση αναφυλακτικής καταπληξίας, πρέπει
να εφαρμοσθούν οι καθιερωμένες ιατρικές οδηγίες αντιμετώπισής της.
Στην περίπτωση θεραπείας υποκατάστασης με παράγοντες πήξης για άλλες
συγγενείς ανεπάρκειες, έχουν παρατηρηθεί αντιδράσεις αντισωμάτων, αλλά
δεν υπάρχουν δεδομένα για το ινωδογόνο έως σήμερα.
Το Riastap περιέχει έως 164 mg (7,1 mmol) νατρίου ανά φιαλίδιο. Αυτό ισοδυναμεί
με 11,5 mg (0,5 mmol) νατρίου ανά kg βάρους σώματος του ασθενή, εάν
χορηγείται η συνιστώμενη δόση έναρξης των 70 mg/kg βάρους σώματος. Αυτό θα
πρέπει να ληφθεί υπόψη από ασθενείς σε δίαιτα ελεγχόμενη σε νάτριο.
Ιολογική ασφάλεια
Τα συνήθη μέτρα που εφαρμόζονται για την πρόληψη λοιμώξεων που
προκύπτουν από τη χρήση φαρμακευτικών προϊόντων που παρασκευάζονται από
ανθρώπινο αίμα ή πλάσμα περιλαμβάνουν την επιλογή των δοτών, τον έλεγχο
των μεμονωμένων δωρεών και των δεξαμενών πλάσματος για την ύπαρξη
ειδικών δεικτών λοιμώξεων, καθώς και την εφαρμογή αποτελεσματικών
σταδίων απομάκρυνσης/αδρανοποίησης ιών κατά την παραγωγική διαδικασία.
Παρ’ όλα αυτά, όταν χορηγούνται φαρμακευτικά προϊόντα που έχουν
παρασκευαστεί από ανθρώπινο αίμα ή πλάσμα, η πιθανότητα μετάδοσης
λοιμογόνων παραγόντων δεν μπορεί να αποκλειστεί πλήρως. Αυτό αφορά
επίσης άγνωστους ή ανακύπτοντες ιούς και άλλα παθογόνα.
Τα μέτρα που εφαρμόζονται θεωρούνται αποτελεσματικά έναντι των
ελυτροφόρων ιών, όπως οι HIV, HΒV και HCV, καθώς και του μη-ελυτροφόρου
ιού HAV.
Τα μέτρα αυτά μπορεί να έχουν μειωμένη αξία έναντι των μη ελυτροφόρων ιών,
όπως είναι ο παρβοϊός Β19.
Η λοίμωξη από παρβοϊό Β19 μπορεί να είναι πολύ σοβαρή για τις έγκυες
γυναίκες (εμβρυϊκή λοίμωξη) και για τα άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό
σύστημα ή αυξημένη ερυθροποίηση (π.χ. αιμολυτική αναιμία).
Πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο κατάλληλων εμβολιασμών (Ηπατίτιδας Α
και Β) σε ασθενείς που λαμβάνουν σε τακτά/επαναλαμβανόμενα χρονικά
διαστήματα φαρμακευτικά προϊόντα που προέρχονται από ανθρώπινο πλάσμα.
Συνιστάται έντονα κάθε φορά που χορηγείται Riastap σε έναν ασθενή, να
καταγράφονται το όνομα και ο αριθμός παρτίδας του προϊόντος, ώστε να
διατηρείται συσχέτιση μεταξύ του ασθενή και της παρτίδας του προϊόντος.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Δεν είναι γνωστές αλληλεπιδράσεις του συμπυκνώματος ανθρώπινου
ινωδογόνου με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
5
Rev: 03-Feb-2014/Renewal & 27-Jan-2016/Variation II/028
Ref:
Κύηση
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες κατά την αναπαραγωγή σε ζώα με το
Riastap (βλ. παράγραφο 5.3). Εφόσον η δραστική ουσία είναι ανθρώπινης
προέλευσης, καταβολίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως και η ενδογενής πρωτεΐνη
του ασθενή. Τα φυσιολογικά υποκατάστατα του ανθρώπινου αίματος δεν
αναμένεται να προκαλέσουν ανεπιθύμητες ενέργειες που να σχετίζονται με την
αναπαραγωγή ή το έμβρυο.
Η ασφάλεια της χρήσης του Riastap κατά τη διάρκεια της κύησης στον άνθρωπο
δεν έχει επιβεβαιωθεί με ελεγχόμενες κλινικές μελέτες.
Με βάση την κλινική εμπειρία από τη χρήση συμπυκνώματος ινωδογόνου στην
αντιμετώπιση των επιπλοκών της μαιευτικής, δεν αναμένονται βλαβερές
επιπτώσεις στην εξέλιξη της κύησης και στην υγεία του εμβρύου ή του
νεογέννητου.
Γαλουχία
Δεν είναι γνωστό εάν το Riastap εκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Η χρήση του
Riastap σε θηλάζουσες γυναίκες δεν έχει διερευνηθεί σε κλινικές μελέτες.
Ο ύπαρξη πιθανού κινδύνου για το παιδί που θηλάζει δεν μπορεί να
αποκλεισθεί. Θα πρέπει να αποφασιστεί είτε η διακοπή του θηλασμού ή η
διακοπή της θεραπείας με Riastap, λαμβάνοντας υπόψη το όφελος του θηλασμού
για το παιδί και το όφελος της θεραπείας με Riastap για τη μητέρα.
Γονιμότητα
Δεν υπάρχουν δεδομένα σχετικά με τη γονιμότητα.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Το Riastap δεν έχει καμία ή έχει ασήμαντη επίδραση στην ικανότητα οδήγησης
και χειρισμού μηχανημάτων.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Κατάλογος ανεπιθύμητων ενεργειών (ΑΕ) σε μορφή πίνακα
Ο πίνακας συνδυάζει τις ανεπιθύμητες ενέργειες που προσδιορίστηκαν από τις
κλινικές μελέτες και την μετεγκριτική εμπειρία. Οι συχνότητες που
παρουσιάζονται στον πίνακα βασίστηκαν στη συνολική ανάλυση δυο
χρηματοδοτούμενων από την εταιρεία, ελεγχόμενων με εικονικό φάρμακο
κλινικών μελετών, που διεξήχθησαν σε χειρουργική επέμβαση αορτής με ή
χωρίς άλλες χειρουργικές επεμβάσεις [ΒΙ3023-2002 (Ν=61) και ΒΙ3023_3002
(Ν=152)], σύμφωνα με την παρακάτω συνθήκη: πολύ συχνές (≥1/10), συχνές
(≥1/100 έως < 1/10), όχι συχνές (≥1/1.000 έως < 1/100), σπάνιες (≥1/10.000
έως < 1/1.000), πολύ σπάνιες (< 1/10.000). Για τις αυθόρμητες, μετεγκριτικές
ΑΕ, η αναφερόμενη συχνότητα κατηγοριοποιείται ως μη γνωστή. Εν όψει του
γεγονότος ότι αυτές οι μελέτες διεξήχθησαν μόνο στον περιορισμένο πληθυσμό
που υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση αορτής, τα ποσοστά των
ανεπιθύμητων ενεργειών που παρατηρήθηκαν σε αυτές τις μελέτες μπορεί να
μην αντανακλούν τα ποσοστά που παρατηρήθηκαν στην κλινική πρακτική και
είναι άγνωστα για το κλινικό περιβάλλον εκτός των ενδείξεων που
μελετήθηκαν.
6
Rev: 03-Feb-2014/Renewal & 27-Jan-2016/Variation II/028
Ref:
Kατηγορία/οργανικό
σύστημα σύμφωνα
με τη βάση
δεδομένων MedDRA
Ανεπιθύμητες ενέργειες Συχνότητα (Σε
χειρουργική
επέμβαση αορτής με
ή χωρίς άλλες
χειρουργικές
επεμβάσεις)
Γενικές διαταραχές και
καταστάσεις της οδού
χορήγησης
Πυρεξία Πολύ συχνές
Διαταραχές του
ανοσοποιητικού
συστήματος
Αναφυλακτικές αντιδράσεις
(συμπεριλαμβάνεται η
αναφυλακτική καταπληξία)
Όχι συχνές
Αλλεργικές αντιδράσεις
(συμπεριλαμβάνονται
κνίδωση, εξάνθημα,
δύσπνοια, ταχυκαρδία,
ναυτία, έμετος, ρίγη,
πυρεξία, πόνος στο στήθος,
βήχας, πτώση της
αρτηριακής πίεσης)
Μη γνωστές
Αγγειακές διαταραχές Θρομβοεμβολικά επεισόδια *
(βλέπε παράγραφο 4.4)
Συχνές **
* Μεμονωμένες περιπτώσεις υπήρξαν θανατηφόρες
** με βάση τα αποτελέσματα δυο κλινικών μελετών (σε χειρουργική επέμβαση αορτής με
ή χωρίς άλλες χειρουργικές επεμβάσεις) , το συνολικό ποσοστό εμφάνισης
θρομβοεμβολικών επεισοδίων ήταν χαμηλότερο στους ασθενείς σε θεραπεία με
ινωδογόνο (Ν=8, 7,4%) σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο (Ν=11, 10,4%).
Για την ασφάλεια σχετικά με μεταδιδόμενους παράγοντες, βλ. παράγραφο 4.4.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς που αναγράφεται παρακάτω:
Ελλάδα:
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων, Μεσογείων 284, 15562 Χολαργός, Αθήνα, τηλ:
(+30) 2132040 380/337, φαξ: 2106549585, ιστότοπος: http://www.eof.gr.
Κύπρος:
Φαρμακευτικές Υπηρεσίες, Υπουργείο Υγείας, 1475 Λευκωσία, φαξ: (+357)
22608649, ιστότοπος: www.moh.gov.cy/phs.
4.9 Υπερδοσολογία
Για την αποφυγή της υπερδοσολογίας, συνιστάται ο τακτικός προσδιορισμός
των επιπέδων του ινωδογόνου στο πλάσμα κατά τη διάρκεια της θεραπείας (βλ.
4.2).
Σε περίπτωση υπερδοσολογίας, ο κίνδυνος εμφάνισης θρομβοεμβολικής
επιπλοκής είναι αυξημένος.
7
Rev: 03-Feb-2014/Renewal & 27-Jan-2016/Variation II/028
Ref:
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: αντιαιμορραγικά, ανθρώπινο ινωδογόνο.
Κωδικός ATC: Β02Β Β01.
Το ανθρώπινο ινωδογόνο (παράγοντας πήξης Ι), με την παρουσία θρομβίνης,
ενεργοποιημένου παράγοντα πήξης ΧΙΙΙ (F XIIIa) και ιόντων ασβεστίου,
μετατρέπεται σε σταθερό και ελαστικό, τρισδιάστατο, αιμοστατικό θρόμβο
ινώδους.
Η χορήγηση συμπυκνώματος ανθρώπινου ινωδογόνου προκαλεί αύξηση των
επιπέδων του ινωδογόνου στο πλάσμα και μπορεί να διορθώσει προσωρινά τη
διαταραχή της πήξης του αίματος σε ασθενείς με ανεπάρκεια ινωδογόνου.
Κατά τη βασική μελέτη Φάσης ΙΙ, διερευνήθηκαν οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες
μετά από χορήγηση εφάπαξ δόσης του φαρμάκου λ. 5.2 Φαρμακοκινητικές
ιδιότητες) και επίσης προέκυψαν δεδομένα για την αποτελεσματικότητα,
χρησιμοποιώντας ως υποκατάστατο τελικό σημείο τη μέγιστη σταθερότητα
θρόμβου (MCF), και δεδομένα ασφαλείας.
Για τον κάθε ασθενή, το MCF καθορίστηκε πριν (αρχική τιμή) και μια ώρα μετά
από εφάπαξ δόση Riastap 70mg/kg βάρους σώματος. Το Riastap αποδείχθηκε ότι
αυξάνει αποτελεσματικά τη σταθερότητα των θρόμβων σε ασθενείς με συγγενή
έλλειψη ινωδογόνου (ανινωδογοναιμία), σύμφωνα με τις μετρήσεις
θρομβοελαστομετρίας. Η αιμοστατική δράση σε οξέα αιμορραγικά επεισόδια
και η συσχέτισή της με το MCF είναι υπό επαλήθευση σε μια μετεγκριτική
μελέτη.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Το ανθρώπινο ινωδογόνο είναι ένα φυσικό συστατικό του ανθρώπινου
πλάσματος που δρα όπως το ενδογενές ινωδογόνο. Στο πλάσμα, η βιολογική
ημιζωή του ινωδογόνου είναι 3 έως 4 ημέρες. Ως προς την αποικοδόμησή του, το
Riastap ενεργεί όπως ακριβώς και το ενδογενές ινωδογόνο.
Το προϊόν χορηγείται ενδοφλέβια και είναι άμεσα διαθέσιμο στο πλάσμα σε
συγκέντρωση που αντιστοιχεί στη χορηγούμενη δόση.
Σε μια φαρμακοκινητική μελέτη αξιολογήθηκε η φαρμακοκινητική πριν και μετά
τη χορήγηση εφάπαξ δόσης συμπυκνώματος ανθρώπινου ινωδογόνου σε
ασθενείς με ανινωδογοναιμία. Σε αυτή την προοπτική, ανοικτή, μη ελεγχόμενη,
πολυκεντρική μελέτη συμμετείχαν 5 γυναίκες και 10 άνδρες, ηλικίας από 8 έως
61 ετών (2 παιδιά, 3 έφηβοι και 10 ενήλικες). Η διάμεση δόση ήταν 77,0 mg/kg
βάρους σώματος (εύρος 76,6 - 77,4 mg/kg).
Έγινε αιμοληψία σε 15 ασθενείς (τα 14 δείγματα ήταν μετρήσιμα) ώστε να
καθοριστεί η δραστικότητα του ινωδογόνου στην αρχική κατάσταση και μέχρι
14 ημέρες μετά την ολοκλήρωση της έγχυσης. Επίσης, η αυξητική in
vivo
ανάκτηση (IVR), που ορίστηκε ως η μέγιστη αύξηση των επιπέδων του
ινωδογόνου στο πλάσμα ανά δόση mg/kg βάρους σώματος, προσδιορίστηκε από
τα επίπεδα ινωδογόνου που επιτεύχθηκαν έως και 4 ώρες μετά την έγχυση.
Η διάμεση αυξητική IVR ήταν 1,7 (εύρος 1,30 - 2,73) mg/dl ανά mg/kg βάρους
8
Rev: 03-Feb-2014/Renewal & 27-Jan-2016/Variation II/028
Ref:
σώματος. Στον ακόλουθο πίνακα παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της
φαρμακοκινητικής μελέτης.
Φαρμακοκινητικά αποτελέσματα για τη δραστικότητα του ινωδογόνου
Παράμετρος (n=14)
Μέση τιμή ±
SD
Διάμεση τιμή
(εύρος)
t
½
[h]
78,7 ± 18,13 77,1 (55,73-117,26)
C
max
[g/l] 1,4 ± 0,27 1,3 (1,00-2,10)
AUC για δόση 70 mg/kg [h·mg/ml] 124,3 ± 24,16 126,8 (81,73-156,40)
Συναγόμενο τμήμα της AUC
[%]
8,4 ± 1,72 7,8 (6,13-12,14)
Cl (ml/h/kg
0,59 ± 0,13 0,55 (0,45-0,86)
MRT [h]
92,8 ± 20,11 85,9 (66,14-126,44)
V
ss
[ml/kg]
52,7 ± 7,48 52,7 (36,22-67,67)
IVR [mg/dl ανά mg/kg βάρος
σώματος]
1,8 ± 0,35 1,7 (1,30-2,73)
t
½
= χρόνος ημιζωής τελικής αποβολής
h = ώρα
C
max
= μέγιστη συγκέντρωση μέσα σε 4 ώρες
AUC = εμβαδόν περιοχής κάτω από την καμπύλη
Cl = κάθαρση
MRT = μέσος χρόνος παραμονής
V
ss
= όγκος κατανομής σε σταθεροποιημένη κατάσταση
SD = σταθερή απόκλιση
IVR =in
vivo ανάκτηση
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα μη-κλινικά δεδομένα δεν φανέρωσαν κανένα ιδιαίτερο κίνδυνο για τους
ανθρώπους με βάση συμβατικές μελέτες για την τοξικότητα εφάπαξ δόσης και
τη φαρμακολογική ασφάλεια.
Προκλινικές μελέτες με χορήγηση επαναλαμβανόμενων δόσεων (χρόνια
τοξικότητα, καρκινογένεση και μεταλλαξιογένεση) δεν μπορούν να
πραγματοποιηθούν σε συμβατικά μοντέλα ζώων λόγω της ανάπτυξης
αντισωμάτων μετά τη χορήγηση της ετερόλογης ανθρώπινης πρωτεΐνης.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Ανθρώπινη λευκωματίνη,
L-αργινίνη υδροχλωρική,
υδροξείδιο του νατρίου (για ρύθμιση του pH),
χλωριούχο νάτριο,
κιτρικό νάτριο.
6.2 Ασυμβατότητες
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα
φαρμακευτικά προϊόντα, αραιωτικά μέσα ή διαλύτες εκτός από αυτά που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.6. Μια συνήθης συσκευή έγχυσης συνιστάται
για την ενδοφλέβια χορήγηση του ανασυσταμένου διαλύματος σε θερμοκρασία
περιβάλλοντος.
9
Rev: 03-Feb-2014/Renewal & 27-Jan-2016/Variation II/028
Ref:
6.3 Διάρκεια ζωής
5 χρόνια.
Η φυσικοχημική σταθερότητα του ανασυσταμένου προϊόντος έχει αποδειχθεί
για 8 ώρες σε θερμοκρασία περιβάλλοντος (έως +25°C). Από μικροβιολογική
άποψη το προϊόν πρέπει να χρησιμοποιείται αμέσως μετά την ανασύσταση. Εάν
το ανασυσταμένο προϊόν δεν χρησιμοποιηθεί αμέσως, δεν θα πρέπει να
φυλάσσεται πάνω από 8 ώρες σε θερμοκρασία περιβάλλοντος (έως +25°C). Το
ανασυσταμένο προϊόν δεν πρέπει να φυλάσσεται στο ψυγείο.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 25°C. Μην καταψύχετε.
Φυλάσσετε το φιαλίδιο στο εξωτερικό κουτί για να προστατεύεται από το φως.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Φιαλίδιο από άχρωμο γυαλί τύπου ΙΙ (Ευρ. Φαρμακοποιία), σφραγισμένο με
πώμα ελεύθερο λατέξ (ελαστομερές βρωμοβουτυλίου), καπάκι αλουμινίου και
πλαστικό δίσκο.
Συσκευασία του 1
g
1 φιαλίδιο που περιέχει 1g ανθρώπινου ινωδογόνου.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Γενικές οδηγίες
Η ανασύσταση του προϊόντος και η αναρρόφηση του διαλύματος πρέπει
να πραγματοποιούνται υπό άσηπτες συνθήκες.
Το ανασυσταμένο προϊόν πρέπει να ελέγχεται οπτικά για τυχόν
αποχρωματισμό ή ύπαρξη σωματιδίων πριν από τη χορήγηση.
Το διάλυμα πρέπει να είναι σχεδόν άχρωμο έως κιτρινωπό, διαυγές ή
ελαφρώς οπαλίζον και με ουδέτερο pH. Μη χρησιμοποιείτε διαλύματα που
είναι θολά ή περιέχουν ιζήματα.
Ανασύσταση
Ο διαλύτης και η κόνις στα κλειστά φιαλίδια πρέπει να φέρονται σε
θερμοκρασία περιβάλλοντος ή σώματος (όχι πάνω από 37°C).
Η ανασύσταση του Riastap πρέπει να γίνεται με ύδωρ για ενέσιμα (50 ml,
δεν περιέχεται στη συσκευασία).
Αφαιρέστε το καπάκι του φιαλιδίου του Riastap ώστε να αποκαλυφθεί το
κεντρικό τμήμα του πώματος.
Απολυμάνετε την επιφάνεια του πώματος με αντισηπτικό διάλυμα και
αφήστε το να στεγνώσει.
Μεταφέρατε τον διαλύτη στο εσωτερικό του φιαλιδίου, χρησιμοποιώντας
κατάλληλη συσκευή μεταφοράς. Διασφαλίστε την πλήρη ύγρανση της
σκόνης.
Στριφογυρίστε ελαφρά το φιαλίδιο μέχρι να διαλυθεί η κόνις και το
διάλυμα να είναι έτοιμο για χορήγηση. Αποφύγετε την έντονη ανακίνηση
10
Rev: 03-Feb-2014/Renewal & 27-Jan-2016/Variation II/028
Ref:
διότι προκαλείται σχηματισμός αφρού. Η κόνις πρέπει να διαλυθεί
πλήρως μέσα σε 15 λεπτά (γενικά σε 5 έως 10 λεπτά).
Το ανασυσταμένο προϊόν πρέπει να χορηγείται αμέσως μέσω μιας
ξεχωριστής γραμμής χορήγησης.
Προσέξτε ώστε να μην εισαχθεί αίμα στη σύριγγα που περιέχει το
διάλυμα.
Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να
απορρίπτεται σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας στην Ελλάδα:
CSL Behring MEΠΕ
Χατζηγιάννη Μέξη 5,
11528 Αθήνα
Τηλ. 210 7255660
Κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας στην Κύπρο:
CSL Behring GmbH
Emil-von-Behring-Str.76,
35041 Marburg
Γερμανία
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Ελλάδα:
Κύπρος:
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Ελλάδα:
<Ημερομηνία πρώτης έγκρισης: {ΗΗ μήνας ΕΕΕΕ}>
<Ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης: {ΗΗ μήνας ΕΕΕΕ}>
Κύπρος:
<Ημερομηνία πρώτης έγκρισης: {ΗΗ μήνας ΕΕΕΕ}>
<Ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης: {ΗΗ μήνας ΕΕΕΕ}>
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
<{MM/ΕΕΕΕ}>
11