Rev: 03-Feb-2014/Renewal & 27-Jan-2016/Variation II/028
Ref:
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: αντιαιμορραγικά, ανθρώπινο ινωδογόνο.
Κωδικός ATC: Β02Β Β01.
Το ανθρώπινο ινωδογόνο (παράγοντας πήξης Ι), με την παρουσία θρομβίνης,
ενεργοποιημένου παράγοντα πήξης ΧΙΙΙ (F XIIIa) και ιόντων ασβεστίου,
μετατρέπεται σε σταθερό και ελαστικό, τρισδιάστατο, αιμοστατικό θρόμβο
ινώδους.
Η χορήγηση συμπυκνώματος ανθρώπινου ινωδογόνου προκαλεί αύξηση των
επιπέδων του ινωδογόνου στο πλάσμα και μπορεί να διορθώσει προσωρινά τη
διαταραχή της πήξης του αίματος σε ασθενείς με ανεπάρκεια ινωδογόνου.
Κατά τη βασική μελέτη Φάσης ΙΙ, διερευνήθηκαν οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες
μετά από χορήγηση εφάπαξ δόσης του φαρμάκου (βλ. 5.2 Φαρμακοκινητικές
ιδιότητες) και επίσης προέκυψαν δεδομένα για την αποτελεσματικότητα,
χρησιμοποιώντας ως υποκατάστατο τελικό σημείο τη μέγιστη σταθερότητα
θρόμβου (MCF), και δεδομένα ασφαλείας.
Για τον κάθε ασθενή, το MCF καθορίστηκε πριν (αρχική τιμή) και μια ώρα μετά
από εφάπαξ δόση Riastap 70mg/kg βάρους σώματος. Το Riastap αποδείχθηκε ότι
αυξάνει αποτελεσματικά τη σταθερότητα των θρόμβων σε ασθενείς με συγγενή
έλλειψη ινωδογόνου (ανινωδογοναιμία), σύμφωνα με τις μετρήσεις
θρομβοελαστομετρίας. Η αιμοστατική δράση σε οξέα αιμορραγικά επεισόδια
και η συσχέτισή της με το MCF είναι υπό επαλήθευση σε μια μετεγκριτική
μελέτη.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Το ανθρώπινο ινωδογόνο είναι ένα φυσικό συστατικό του ανθρώπινου
πλάσματος που δρα όπως το ενδογενές ινωδογόνο. Στο πλάσμα, η βιολογική
ημιζωή του ινωδογόνου είναι 3 έως 4 ημέρες. Ως προς την αποικοδόμησή του, το
Riastap ενεργεί όπως ακριβώς και το ενδογενές ινωδογόνο.
Το προϊόν χορηγείται ενδοφλέβια και είναι άμεσα διαθέσιμο στο πλάσμα σε
συγκέντρωση που αντιστοιχεί στη χορηγούμενη δόση.
Σε μια φαρμακοκινητική μελέτη αξιολογήθηκε η φαρμακοκινητική πριν και μετά
τη χορήγηση εφάπαξ δόσης συμπυκνώματος ανθρώπινου ινωδογόνου σε
ασθενείς με ανινωδογοναιμία. Σε αυτή την προοπτική, ανοικτή, μη ελεγχόμενη,
πολυκεντρική μελέτη συμμετείχαν 5 γυναίκες και 10 άνδρες, ηλικίας από 8 έως
61 ετών (2 παιδιά, 3 έφηβοι και 10 ενήλικες). Η διάμεση δόση ήταν 77,0 mg/kg
βάρους σώματος (εύρος 76,6 - 77,4 mg/kg).
Έγινε αιμοληψία σε 15 ασθενείς (τα 14 δείγματα ήταν μετρήσιμα) ώστε να
καθοριστεί η δραστικότητα του ινωδογόνου στην αρχική κατάσταση και μέχρι
14 ημέρες μετά την ολοκλήρωση της έγχυσης. Επίσης, η αυξητική in
vivo
ανάκτηση (IVR), που ορίστηκε ως η μέγιστη αύξηση των επιπέδων του
ινωδογόνου στο πλάσμα ανά δόση mg/kg βάρους σώματος, προσδιορίστηκε από
τα επίπεδα ινωδογόνου που επιτεύχθηκαν έως και 4 ώρες μετά την έγχυση.
Η διάμεση αυξητική IVR ήταν 1,7 (εύρος 1,30 - 2,73) mg/dl ανά mg/kg βάρους
8