8,4 mmHg. H αντίστοιχη μεταβολή στη διαστολική αρτηριακή πίεση σε ύπτια
θέση ήταν 5,5 mmHg. Οι μειώσεις αυτές στην αρτηριακή πίεση συνάδουν με την
αγγειοδιασταλτική επίδραση της σιλντεναφίλης πιθανά λόγω των αυξημένων
cGMP επιπέδων στις λείες μυϊκές ίνες των αγγείων.
Άπαξ δόσεις έως 100 mg σιλντεναφίλης, από το στόμα, σε υγιείς εθελοντές δεν
είχαν κλινικά σημαντικές επιδράσεις στο ΗΚΓ.
Σε μία μελέτη των αιμοδυναμικών επιδράσεων μίας άπαξ από του στόματος
δόσης 100 mg σιλντεναφίλης σε 14 ασθενείς με σοβαρή νόσο των στεφανιαίων
αγγείων (CAD) (>70% στένωση τουλάχιστον μίας στεφανιαίας αρτηρίας), η
μέση συστολική και διαστολική αρτηριακή πίεση σε κατάσταση ηρεμίας
μειώθηκε κατά 7% και 6% αντίστοιχα, συγκριτικά με τις τιμές αναφοράς. Η
μέση πνευμονική συστολική αρτηριακή πίεση μειώθηκε κατά 9%. Η
σιλντεναφίλη δεν έδειξε καμία επίδραση στην καρδιακή παροχή, και δεν
επηρέασε δυσμενώς την ροή του αίματος διαμέσου των στενωμένων
στεφανιαίων αρτηριών.
Μια διπλά-τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη άγχους άσκησης
αξιολόγησε 144 ασθενείς με δυσλειτουργία στύσης και χρόνια σταθερή
στηθάγχη, οι οποίοι λάμβαναν τακτικά αντιστηθαγχικά φάρμακα (εκτός από
νιτρώδη). Τα αποτελέσματα δεν κατέδειξαν κλινικά σημαντικές διαφορές
μεταξύ της σιλντεναφίλης και του εικονικού φαρμάκου στο χρόνο έως την
εμφάνιση σοβαρής στηθάγχης που περιορίζει την συνήθη σωματική
δραστηριότητα.
Ήπιες και παροδικές διαφορές στην αντίληψη των χρωμάτων (μπλε/πράσινο)
ανιχνεύτηκαν σε κάποιους ασθενείς χρησιμοποιώντας το Farnsworth-Munsell
100 hue test μία ώρα μετά από χορήγηση μίας δόσης 100 mg, ενώ καμιά
επίδραση δεν ήταν ανιχνεύσιμη δύο ώρες μετά τη χορήγηση της δόσης. Ο
πιθανολογούμενος μηχανισμός αυτής της διαταραχής στην αντίληψη των
χρωμάτων σχετίζεται με αναστολή της PDE6, η οποία εμπλέκεται στις
αλυσιδωτές αντιδράσεις φωτομετατροπής στον αμφιβληστροειδή. Η
σιλντεναφίλη δεν επηρεάζει την οπτική οξύτητα και την ευαισθησία αντίθεσης.
Σε μία ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη με μικρό πληθυσμό ασθενών με
τεκμηριωμένη πρώιμη εκφύλιση της ωχράς κηλίδας που σχετίζεται με την
ηλικία (9 άτομα), η σιλντεναφίλη (άπαξ δόση 100 mg) δεν εμφάνισε σημαντικές
μεταβολές στις οφθαλμολογικές εξετάσεις που διενεργήθηκαν (οπτική οξύτητα,
Amsler grid, διάκριση των χρωμάτων σε προσομοίωση των φαναριών
κυκλοφορίας, περιμετρία Humphrey και φωτοστρές).
Δεν διαπιστώθηκαν επιδράσεις στην κινητικότητα ή τη μορφολογία του
σπέρματος μετά από χορήγηση, από το στόμα, άπαξ δόσεων 100 mg
σιλντεναφίλης σε υγιείς εθελοντές (βλ. παράγραφο 4.6).
Πρόσθετες πληροφορίες από κλινικές δοκιμές
Σε κλινικές δοκιμές η σιλντεναφίλη χορηγήθηκε σε περισσότερους από 8.000
ασθενείς ηλικίας 19-87 ετών. Οι ακόλουθες ομάδες ασθενών
αντιπροσωπεύτηκαν: ηλικιωμένοι (19,9%), ασθενείς με υπέρταση (30,9%), με
σακχαρώδη διαβήτη (20,3%), με ισχαιμική καρδιακή νόσο (5,8%), με
υπερλιπιδαιμία (19,8%), με κάκωση του νωτιαίου μυελού (0,6%), με κατάθλιψη
(5,2%), με διουρηθρική προστατεκτομή (3,7%), με ριζική προστατεκτομή (3,3%).
Οι ακόλουθες ομάδες ασθενών αντιπροσωπεύτηκαν ανεπαρκώς ή
αποκλείστηκαν τελείως από τις κλινικές δοκιμές: ασθενείς που χειρουργήθηκαν
για παθήσεις της πυέλου, ασθενείς μετά από ακτινοθεραπεία, ασθενείς με