Δεν έχουν αναφερθεί περιστατικά υπερδοσολογίας με επλερενόνη στον άνθρωπο. Η πιθανότερη
έκφραση της υπερδοσολογίας στον άνθρωπο αναμένεται να είναι η υπόταση ή η υπερκαλιαιμία. Η
επλερενόνη δεν απομακρύνεται μέσω αιμοδιάλυσης. Η επλερενόνη έχει δείξει ότι συνδέεται
εκτεταμένα με τον άνθρακα. Σε περίπτωση που προκύψει συμπτωματική υπόταση, θα πρέπει να
χορηγηθεί υποστηρικτική θεραπεία. Εάν αναπτυχθεί υπερκαλιαιμία, θα πρέπει να χορηγηθεί τυπική
θεραπεία.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: διουρητικά, ανταγωνιστές αλδοστερόνης
Κωδικός ATC: C03DA04
Η επλερενόνη έχει σχετική εκλεκτικότητα στη σύνδεσή της με υποδοχείς ανασυνδυασμένων
ανθρώπινων μεταλλοκορτικοειδών σε σύγκριση με τη σύνδεση με υποδοχείς ανασυνδυασμένων
ανθρώπινων γλυκοκορτικοειδών, προγεστερόνης και ανδρογόνων. Η επλερενόνη αποτρέπει τη
σύνδεση της αλδοστερόνης, μιας βασικής ορμόνης του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης-
αλδοστερόνης (RAAS), η οποία ενέχεται στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και την παθοφυσιολογία
της καρδιαγγειακής νόσου.
Η επλερενόνη έχει δείξει ότι επάγει σταθερές αυξήσεις στη ρενίνη πλάσματος και την αλδοστερόνη
ορού, κάτι που συνάδει με την αναστολή της ανταπόκρισης αρνητικής ρύθμισης της αλδοστερόνης
στην έκκριση ρενίνης. Η προκύπτουσα αυξημένη δραστηριότητα ρενίνης στο πλάσμα και τα
αυξημένα επίπεδα κυκλοφορούσας αλδοστερόνης, δεν υπερκαλύπτουν τη δράση της επλερενόνης.
Σε μελέτες κυμαινόμενης δοσολογίας για τη χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια (κατηγορία NYHA II-IV), η
προσθήκη επλερενόνης στην τυπική θεραπεία επέφερε αναμενόμενες αυξήσεις στην αλδοστερόνη που
σχετίζονται με τη δόση. Παρομοίως, σε μια καρδιονεφρική υπομελέτη της EPHESUS, η θεραπεία με
επλερενόνη οδήγησε σε σημαντική αύξηση της αλδοστερόνης. Αυτά τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν
τον αποκλεισμό του υποδοχέα μεταλλοκορτικοειδών σε αυτούς τους πληθυσμούς.
Η επλερενόνη διερευνήθηκε στη μελέτη «Αποτελεσματικότητα και επιβίωσης για την επλερενόνη
έπειτα από καρδιακή ανεπάρκεια με οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου» (EPHESUS). Η EPHESUS ήταν
μια διπλή-τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη διάρκειας 3 ετών, σε 6632 ασθενείς με οξύ
έμφραγμα του μυοκαρδίου (MI), με δυσλειτουργία αριστερής κοιλίας (όπως μετράται από το κλάσμα
εξώθησης αριστερής κοιλίας [LVEF] ≤40%) και με κλινικές ενδείξεις καρδιακής ανεπάρκειας. Εντός
3-14 ημερών (μέση τιμή 7 ημέρες) μετά από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, οι ασθενείς έλαβαν
επλερενόνη ή εικονικό φάρμακο επιπλέον την τυπικής θεραπείας σε αρχική δόση 25 mg μια φορά την
ημέρα και τιτλοδοτήθηκαν στη δόση-στόχο των 50 mg μια φορά την ημέρα μετά από 4 εβδομάδες, με
την προϋπόθεση ότι τα επίπεδα καλίου στον ορό ήταν < 5,0 mmol/L. Κατά τη διάρκεια της μελέτης,
οι ασθενείς έλαβαν τυπική φροντίδα συμπεριλαμβανομένων των εξής: ακετυλοσαλικυλικό οξύ (92%),
αναστολείς ΑΜΕΑ (90%), ß-αποκλειστές (83%), νιτρικά (72%), διουρητικά της αγκύλης (66%) ή
αναστολείς της HMG-CoA ρεδουκτάσης (60%).
Στην EPHESUS, τα δύο κύρια τελικά σημεία ήταν ο θάνατος πάσης αιτιολογίας και το συνδυαστικό
τελικό σημείο του καρδιαγγειακού θανάτου ή της καρδιαγγειακής νοσηλείας: 14,4 % των ασθενών
στην ομάδα επλερενόνης και 16,7 % των ασθενών στην ομάδα εικονικού φαρμάκου κατέληξαν (όλες
οι αιτίες), ενώ 26,7 % των ασθενών στην ομάδα επλερενόνης και 30,0 % των ασθενών στην ομάδα
εικονικού φαρμάκου, εκπλήρωσαν το συνδυαστικό τελικό σημείο καρδιαγγειακού θανάτου ή
καρδιαγγειακής νοσηλείας. Επομένως, στην EPHESUS, η επλερενόνη μείωσε τον κίνδυνο θανάτου
πάσης αιτιολογίας κατά 15% (RR 0,85, 95% CI, 0,75-0,96, p= 0,008) σε σύγκριση με το εικονικό
φάρμακο, κυρίως μέσω της μείωσης της καρδιαγγειακής θνησιμότητας. Ο κίνδυνος καρδιαγγειακού
θανάτου ή καρδιαγγειακής νοσηλείας μειώθηκε κατά 13% με την επλερενόνη (RR 0,87, 95% CI,
0,79-0,95, p=0,002). Οι μειώσεις του απόλυτου κινδύνου για τα τελικά σημεία θνησιμότητας πάσης
αιτιολογίας και καρδιαγγειακής θνησιμότητας/νοσηλείας, ήταν 2,3 και 3,3%, αντίστοιχα. Η κλινική
7