Οι ασθενείς με επανειλημμένες εκθέσεις σε αλογονωμένους υδρογονάνθρακες,
συμπεριλαμβανομένου του σεβοφλουρανίου, εντός σχετικά σύντομου χρονικού
διαστήματος ενδέχεται να παρουσιάζουν αυξημένη επικινδυνότητα για ηπατική
βλάβη.
Γενικά
Κατά τη διατήρηση της αναισθησίας, η αύξηση της συγκέντρωσης σεβοφλουρανίου
επιφέρει δοσοεξαρτώμενες μειώσεις της αρτηριακής πίεσης. Υπερβολική μείωση της
αρτηριακής πίεσης μπορεί να σχετίζεται με το βάθος της αναισθησίας και σε τέτοιες
περιπτώσεις μπορεί να διορθωθεί με μείωση της εισπνεόμενης συγκέντρωσης
σεβοφλουρανίου. Λόγω της μη διαλυτότητας του σεβοφλουρανίου στο αίμα,
αιμοδυναμικές αλλαγές ενδέχεται να παρουσιαστούν γρηγορότερα από ότι με κάποια
άλλα πτητικά αναισθητικά. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίνεται κατά την
επιλογή της δοσολογίας για υποογκαιμικούς ή υποτασικούς ασθενείς ή ασθενείς με
άλλα αιμοδυναμικά προβλήματα, π.χ. λόγω ταυτόχρονης φαρμακευτικής αγωγής.
Όπως και με όλα τα αναισθητικά, η διατήρηση της αιμοδυναμικής σταθερότητας
είναι σημαντική για την αποτροπή μυοκαρδιακής ισχαιμίας σε ασθενείς με
στεφανιαία νόσο.
Πρέπει να δίνεται προσοχή, όταν χρησιμοποιείται σεβοφλουράνιο κατά τη διάρκεια
μαιευτικής αναισθησίας, επειδή το χαλαρωτικό αποτέλεσμα στη μήτρα θα μπορούσε
να αυξήσει τον κίνδυνο αιμορραγίας της μήτρας (βλ. παράγραφο 4.6).
Η ανάρρωση από τη γενική αναισθησία θα πρέπει να αξιολογείται προσεκτικά, πριν
οι ασθενείς να εγκαταλείψουν την αίθουσα ανάνηψης. Με το σεβοφλουράνιο
παρατηρείται γενικά γρήγορη ανάνηψη από την αναισθησία. Επομένως, μπορεί να
χρειαστεί πρώιμη ανακούφιση του μετεγχειρητικού πόνου. Παρόλο που η ανάκτηση
της συνείδησης μετά από χορήγηση σεβοφλουρανίου παρατηρείται γενικά εντός
λεπτών, η επίπτωση στη νοητική λειτουργία για τις δύο ή τρεις ημέρες μετά την
αναισθησία δεν έχει μελετηθεί. Όπως και με άλλα αναισθητικά, μικρές μεταβολές
της διάθεσης ενδέχεται να επιμείνουν για αρκετές ημέρες μετά τη χορήγηση (βλ.
παράγραφο 4.7). Η ταχεία ανάνηψη στα παιδιά ενδέχεται να συσχετίζεται με
διέγερση και έλλειψη συνεργασίας (στο 25% των περιπτώσεων περίπου).
Αντικατάσταση ξηρών απορροφητών CO
2
Η εξώθερμη αντίδραση μεταξύ του σεβοφλουρανίου και της απορροφητικής του CO
2
ασβέστου ενισχύεται όταν η απορροφητική του CO
2
άσβεστος έχει ξηρανθεί, π.χ. μετά
από μια παρατεταμένη περίοδο ρεύματος ξηρού αερίου πάνω από τη φιάλη με την
απορροφητική του CO
2
άσβεστο. Έχουν αναφερθεί σπάνιες περιπτώσεις υπερβολικής
θερμότητας, καπνού ή/και αυθόρμητης πυρκαγιάς στο μηχάνημα αναισθησίας κατά
τη διάρκεια χρήσης σεβοφλουρανίου σε συνδυασμό με χρήση ξηρών απορροφητών
CO
2
, ειδικά εκείνων που περιέχουν υδροξείδιο του καλίου (π.χ. Baralyme). Μια
ασυνήθιστα καθυστερημένη αύξηση ή απρόσμενη μείωση της εισπνεόμενης
συγκέντρωσης σεβοφλουρανίου σε σύγκριση με τη ρύθμιση του εξατμιστήρα
ενδέχεται να συσχετίζεται με υπερβολική θέρμανση του δοχείου του απορροφητή
CO
2
.
Αν ο απορροφητής CO
2
ξηρανθεί, όπως για παράδειγμα μετά από παρατεταμένη
περίοδο ροής ξηρού αερίου μέσω των δοχείων απορροφητή CO
2
, μπορεί να προκύψει
εξώθερμη αντίδραση, ενισχυμένη διάσπαση του σεβοφλουρανίου και παραγωγή
προϊόντων διάσπασης.Προϊόντα αποικοδόμησης του σεβοφλουρανίου (μεθανόλη,
φορμαλδεϋδη, μονοξείδιο του άνθρακα και ενώσεις A, B, C, και D) παρατηρήθηκαν
6