ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
MONTELUKAST / SANOPHARM
®
10mg δισκία επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ
Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει: montelukast sodium το οποίο είναι ισοδύναμο
με 10mg montelukast.
Για τα έκδοχα, βλέπε 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο.
Λευκά, στρογγυλά αμφίκοιλα δισκία.
4. ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το MONTELUKAST / SANOPHARM ενδείκνυται για τη θεραπεία του άσθματος σαν
συμπληρωματική θεραπεία για τους ασθενείς με ήπιο έως μέτριο επιμένον άσθμα οι οποίοι δεν
ελέγχονται επαρκώς με τα εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή και στους οποίους η χρήση β-αγωνιστών
βραχείας δράσης “όταν χρειάζεται” παρέχει ανεπαρκή κλινικό έλεγχο του άσθματος. Σ’ αυτούς
τους ασθματικούς ασθενείς, στους οποίους το MONTELUKAST / SANOPHARM ενδείκνυται στο
άσθμα, το MONTELUKAST / SANOPHARM μπορεί να παρέχει επίσης ανακούφιση των
συμπτωμάτων της εποχιακής αλλεργικής ρινίτιδας.
Το MONTELUKAST / SANOPHARM επίσης ενδείκνυται για την προφύλαξη από άσθμα στο
οποίο ο επικρατέστερος παράγοντας είναι βρογχόσπασμος προκαλούμενος από άσκηση.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Η δοσολογία σε ενήλικες ηλικίας 15 ετών και άνω με άσθμα ή με άσθμα και συνυπάρχουσα
εποχιακή αλλεργική ρινίτιδα. είναι ένα δισκίο 10mg ημερησίως που λαμβάνεται το βράδυ
Γενικές συστάσεις: Το θεραπευτικό αποτέλεσμα του MONTELUKAST / SANOPHARM στον
έλεγχο των παραμέτρων του άσθματος, εμφανίζεται εντός μίας ημέρας. Πρέπει να συνιστάται
στους ασθενείς να συνεχίζουν τη χορήγηση MONTELUKAST / SANOPHARM ακόμη και αν το
άσθμα τους είναι υπό έλεγχο καθώς και στις περιόδους έξαρσής του. Το MONTELUKAST /
SANOPHARM δεν πρέπει να χορηγείται ταυτόχρονα με άλλα προϊόντα που περιέχουν την ίδια
δραστική, το montelukast.
Δεν είναι απαραίτητη η προσαρμογή της δοσολογίας για τους ηλικιωμένους ή για ασθενείς με
νεφρική ανεπάρκεια ή ασθενείς με ήπιου έως μέτριου βαθμού ηπατική δυσλειτουργία. Η
δοσολογία είναι η ίδια για άνδρες και γυναίκες ασθενείς.
Θεραπεία με MONTELUKAST / SANOPHARM σε σχέση με άλλη αγωγή για το άσθμα.
Το MONTELUKAST / SANOPHARM μπορεί να προστεθεί στην ήδη υπάρχουσα θεραπευτική
αγωγή του ασθενούς.
1
Αγωγή με β-αγωνιστές: Το MONTELUKAST / SANOPHARM μπορεί να προστεθεί στην
θεραπευτική αγωγή ασθενών των οποίων το άσθμα δεν ελέγχεται επαρκώς με τη χρήση βραχείας
διάρκειας δράσης β-αγωνιστή “όταν χρειάζεται”. Όταν επιτευχθεί σαφής κλινική ανταπόκριση
(συνήθως μετά την πρώτη δόση), ο ασθενής μπορεί να μειώσει τη δόση του β-αγωνιστή βραχείας
διάρκειας που χρησιμοποιείται “όταν χρειάζεται” .
Εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή: Η αγωγή με MONTELUKAST / SANOPHARM μπορεί να
χρησιμοποιηθεί επιπρόσθετα σε ασθενείς όταν άλλα φάρμακα όπως εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή
παρέχουν ανεπαρκή κλινικό έλεγχο Το MONTELUKAST / SANOPHARM δεν πρέπει να
υποκαταστήσει εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή (βλέπε λήμμα 4.4).
Μασώμενα δισκία 5mg είναι διαθέσιμα για παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6-14 ετών.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση
Οι ασθενείς θα πρέπει να είναι ενημερωμένοι ώστε να μη χρησιμοποιούν ποτέ montelukast από το
στόμα για την αντιμετώπιση κρίσης άσθματος αλλά να έχουν διαθέσιμα τα συνήθη κατάλληλα
φάρμακα που θα τους βοηθήσουν άμεσα σ’ αυτή την περίπτωση. Εάν εμφανισθεί κρίση άσθματος,
ένας βραχείας δράσης β-αγωνιστής πρέπει να χρησιμοποιηθεί. Οι ασθενείς πρέπει να αναζητήσουν
την συμβουλή του γιατρού τους το νωρίτερο δυνατόν εάν χρειασθούν περισσότερες από τις
συνήθεις εισπνοές β-αγωνιστή βραχείας δράσης.
Το montelukast δεν πρέπει να υποκαταστήσει εισπνεόμενα ή από του στόματος χορηγούμενα
κορτικοστεροειδή.
Δεν υπάρχουν δεδομένα που να υποδεικνύουν ότι και τα από του στόματος χορηγούμενα
κορτικοστεροειδή μπορούν να μειωθούν όταν χορηγείται ταυτόχρονα montelukast.
Σε σπάνιες περιπτώσεις, ασθενείς σε θεραπεία με αντιασθματικούς παράγοντες
συμπεριλαμβανομένου του montelukast είναι δυνατόν να εμφανίσουν συστηματική ηωσινοφιλία, η
οποία μερικές φορές εμφανίζεται με τα κλινικά συμπτώματα αγγειίτιδας συμβατής με το σύνδρομο
Churg-Strauss, μία κατάσταση η οποία συνήθως αντιμετωπίζεται με τη συστηματική χορήγηση
κορτικοστεροειδών. Οι περιπτώσεις αυτές συνήθως, αλλά όχι πάντοτε, έχουν συνδεθεί με τη
μείωση ή τη διακοπή της θεραπείας των από του στόματος χορηγούμενων κορτικοστεροειδών. Η
πιθανότητα, οι ανταγωνιστές του υποδοχέα των λευκοτριενίων να συσχετίζονται με την εμφάνιση
συνδρόμου Churg-Strauss δεν μπορεί ούτε να αποκλειστεί ούτε να τεκμηριωθεί Οι θεράποντες
ιατροί πρέπει να είναι σε εγρήγορση για την περίπτωση εμφάνισης ηωσινοφιλίας, εξανθήματος
λόγω αγγειίτιδας, επιδείνωσης των πνευμονικών συμπτωμάτων, καρδιακών επιπλοκών και/ή της
εμφάνισης νευροπάθειας στους ασθενείς τους. Οι ασθενείς που αναπτύσσουν αυτά τα συμπτώματα
πρέπει να επαναξιολογηθούν και να εκτιμηθούν τα θεραπευτικά σχήματά τους.
H θεραπεία με montelukast δεν μεταβάλλει την ανάγκη των ασθενών με άσθμα ευαίσθητο ως προς
την ασπιρίνη να αποφεύγουν τη λήψη ασπιρίνης και άλλων μη στεροειδών αντι-φλεγμονωδών
φαρμάκων.
Ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας της γαλακτόζης ,ανεπάρκεια της Lapp
λακτάσης ή δυσαπορρόφησης της γλυκόζης-γαλακτόζης, δεν πρέπει να λάβουν αυτό το φάρμακο.
2
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Το montelukast μπορεί να χορηγηθεί ταυτόχρονα με άλλες συνήθεις θεραπείες που
χρησιμοποιούνται συνήθως για την προφύλαξη και τη θεραπεία του χρόνιου άσθματος. Σε μελέτες
αλληλεπίδρασης φαρμάκων η συνιστώμενη κλινική δόση του montelukast δεν έχει κλινικώς
σημαντικές επιδράσεις στην φαρμακοκινητική των ακόλουθων φαρμάκων: θεοφυλλίνη,
πρεδνιζόνη, πρεδνιζoλόνη, αντισυλληπτικά χορηγούμενα από το στόμα (αιθυλική
οιστραδιόλη/νορεθινδρόνη 35/1) τερφεναδίνη, διγοξίνη και βαρφαρίνη.
Η περιοχή κάτω από την καμπύλη (ΑUC) της συγκέντρωσης του montelukast στο πλάσμα
μειώθηκε περίπου κατά 40% σε ασθενείς που έπαιρναν ταυτόχρονα φαινοβαρβιτάλη. Επειδή το
montelukast μεταβολίζεται από το CYP 3A4, απαιτείται προσοχή ειδικά στα παιδιά, όταν το
montelukast συγχορηγείται με επαγωγείς του CYP 3A4, όπως φαινυτοΐνη, φαινοβαρβιτάλη και
ριφαμπικίνη.
Μελέτες in vitro έδειξαν ότι το montelukast είναι ισχυρός αναστολέας του συστήματος CYP 2C8.
Ωστόσο, τα στοιχεία από μία κλινική μελέτη αλληλεπίδρασης φαρμάκου σε φάρμακο που
συμπεριλαμβάνει montelukast και rosiglitazone ( ένα δοκιμαστικό υπόστρωμα αντιπροσωπευτικό
για τα φαρμακευτικά προϊόντα που μεταβολίζονται πρωταρχικά μέσω του συστήματος CYP2C8)
έδειξαν ότι το montelukast δεν αναστέλλει το σύστημα CYP2C8 in vivo. Γι’ αυτό, το montelukast
δεν αναμένεται να αλλάξει σημαντικά το μεταβολισμό των φαρμακευτικών προϊόντων που
μεταβολίζονται μέσω αυτού του ενζύμου ( π.χ. paclitaxel, rosiglitazone, και repaglinide).
4.6 Κύηση και γαλουχία
Καθώς δεν υπάρχουν ελεγχόμενες μελέτες σε εγκύους ή θηλάζουσες γυναίκες, το montelukast δεν
πρέπει να χορηγείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή σε θηλάζουσες μητέρες, παρά μόνον αν
είναι απολύτως αναγκαίο (βλ. λήμμα 5.3).
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν αναμένεται το montelukast να επηρεάσει την ικανότητα του ασθενούς για οδήγηση ή χειρισμό
μηχανημάτων. Ωστόσο, σε σπάνιες περιπτώσεις κάποια άτομα ανέφεραν την καρηβαρία
(νυσταγμό).
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Το montelukast έχει αξιολογηθεί σε κλινικές μελέτες ως εξής:
Τα επικαλυμμένα με υμένιο δισκία 10mg σε 4000 περίπου ασθματικούς ενήλικες ασθενείς,
ηλικίας 15 ετών και άνω
Τα επικαλυμμένα με υμένιο δισκία 10mg σε 400 περίπου ασθματικούς ενήλικες ασθενείς, με
εποχιακή αλλεργική ρινίτιδα ηλικίας 15 ετών και άνω
Τα μασώμενα δισκία montelukast 5mg σε 1255 περίπου παιδιατρικούς ασθματικούς ασθενείς
ηλικίας 6 έως 14 ετών.
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με το φάρμακο σε κλινικές μελέτες
ελεγχόμενες με placebo αναφέρθηκαν συνήθως (>1/100, <1/10) σε ασθματικούς ασθενείς που
λαμβάνουν θεραπεία με montelukast και με μεγαλύτερη συχνότητα από ότι σε ασθενείς που έλαβαν
placebo:
3
Κατηγορία συστήματος του
σώματος
Ενήλικες ασθενείς 15 ετών
και άνω (δύο μελέτες
διάρκειας 12 εβδομάδων,
n=795)
Παιδιατρικοί ασθενείς 6 έως
14 ετών (μια μελέτη 8
εβδομάδων n=201) (μία
μελέτη 56 εβδομάδων n=120)
Σώμα ως σύνολο κοιλιακό άλγος
Νευρικό σύστημα/ψυχιατρικές
διαταραχές
κεφαλαλγία κεφαλαλγία
Το προφίλ ασφάλειας δεν άλλαξε σε κλινικές μελέτες παρατεταμένης θεραπείας με περιορισμένο
αριθμό ασθενών διάρκειας έως 2 έτη σε ενήλικες και έως 6 μήνες σε παιδιατρικούς ασθενείς 6 έως
14 ετών .
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν αναφερθεί πολύ σπάνια μετά την κυκλοφορία του
φαρμάκου:
Σώμα ως σύνολο: εξασθένιση / κούραση, κακουχία, οίδημα, αντιδράσεις υπερευαισθησίας
συμπεριλαμβανομένης της αναφυλαξίας, αγγειοοίδημα, κνίδωση, κνησμός, εξάνθημα και μία
μεμονωμένη αναφορά ηπατικής ηωσινοφιλικής διήθησης.
Νευρικό σύστημα / ψυχιατρικές διαταραχές: ζάλη, αφύσικα όνειρα συμπεριλαμβανομένων των
εφιαλτών, ψευδαισθήσεις, νυσταγμός, αϋπνία, παραισθησία/ υπαισθησία, ευερεθιστότητα, διέγερση
συμπεριλαμβανομένης της επιθετικής συμπεριφοράς, ανησυχία, σπασμός.
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος: αρθραλγία, μυαλγία συμπεριλαμβανομένων των
μυϊκών κραμπών
Διαταραχές του πεπτικού συστήματος: διάρροια, ξηροστομία, δυσπεψία, ναυτία, έμετος
Ηπατοχολικές διαταραχές: αυξημένα επίπεδα των τρανσαμινασών του ορού (ALT,AST),
χολοστατική ηπατίτιδα.
Διαταραχές του καρδιαγγειακού συστήματος: αυξημένη τάση για αιμορραγία, μώλωπες,
αίσθημα παλμών.
Πολύ σπάνιες περιπτώσεις του συνδρόμου Churg-Strauss (CSS) έχουν αναφερθεί σε ασθματικούς
ασθενείς κατά τη διάρκεια θεραπείας με montelukast (βλέπε λήμμα 4.4).
4.9 Υπερδοσολογία
Δεν είναι διαθέσιμες ειδικές πληροφορίες για την αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας με
montelukast. Σε μελέτες του χρόνιου άσθματος, το montelukast έχει χορηγηθεί σε ασθενείς, σε
δόσεις μέχρι 200mg / ημερησίως για 22 εβδομάδες και σε μικρής διάρκειας μελέτες μέχρι 900mg /
ημερησίως σε ασθενείς, για περίπου μια εβδομάδα χωρίς να παρουσιαστούν κλινικά σημαντικές
ανεπιθύμητες ενέργειες.
Έχουν αναφερθεί περιστατικά οξείας υπερδοσολογίας με την κυκλοφορία του φαρμάκου και σε
κλινικές μελέτες με montelukast. Αυτά περιλαμβάνουν αναφορές σε ενήλικες και παιδιά με μία
δόση ίση με 1000mg. (περίπου 61mg/kg σε ένα παιδί ηλικίας 42 μηνών).
4
Τα κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα που παρατηρήθηκαν συμφωνούν με το προφίλ ασφάλειας
σε ενήλικες και παιδιατρικούς ασθενείς. Δεν αναφέρθηκαν ανεπιθύμητες ενέργειες στην
πλειονότητα των περιστατικών υπερδοσολογίας. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες που
εμφανίζονται ήταν σύμφωνες με το προφίλ ασφάλειας του montelukast και περιελάμβαναν
κοιλιακό άλγος, υπνηλία , δίψα, κεφαλαλγία, έμετο, και ψυχοκινητική υπερδραστηριότητα
Δεν είναι γνωστό αν το montelukast απομακρύνεται με περιτοναϊκή διάλυση ή αιμοδιάλυση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αντιασθματικά για συστηματική χορήγηση. Ανταγωνιστής
υποδοχέων λευκοτριενίων.
ATC-code: RO3D CO3
Τα κυστεϊνυλικά λευκοτριένια (LTC
4
,LTD
4
,LTE
4
), είναι ισχυρά εικοσανοειδή που προκαλούν
φλεγμονή και απελευθερώνονται από διάφορα κύτταρα, συμπεριλαμβανομένων των
μαστοκυττάρων και των ηωσινοφίλων. Αυτοί οι σημαντικοί προ-ασθματικοί μεταβιβαστές
συνδέονται με τους κυστεϊνυλικούς (CysLT) υποδοχείς των λευκοτριενίων υποδοχέας CysLT
τύπου –Ι (CysLT
1
) έχει βρεθεί στους αεραγωγούς του ανθρώπου (συμπεριλαμβανομένων των
κυττάρων των λείων μυών των αεραγωγών και μακροφάγων των αεραγωγών) και σε άλλα
προφλεγμονώδη κύτταρα (συμπεριλαμβανομένων των ηωσινόφιλων και ορισμένων μυελοειδών
αρχέγονων κυττάρων). Οι υποδοχείς CysLT έχουν συσχετισθεί με την παθοφυσιολογία του
άσθματος και της αλλεργικής ρινίτιδας. Στο άσθμα οι επιδράσεις μεσολάβησης των λευκοτριενίων
συμπεριλαμβάνουν βρογχόσπασμο, έκκριση βλέννας, αγγειακή διαπερατότητα και συσσώρευση
ηωσινοφίλων .Στην αλλεργική ρινίτιδα ,οι υποδοχείς CysLT απελευθερώνονται από τον ρινικό
βλεννογόνο μετά την έκθεση στο αλλεργιογόνο κατά την διάρκεια αντιδράσεων της πρώιμης και
όψιμης φάσης και σχετίζονται με τα συμπτώματα της αλλεργικής ρινίτιδας .Ενδορινικός ερεθισμός
των υποδοχέων CysLT έδειξε ότι αυξάνει την αντίσταση των ρινικών αεραγωγών και των
συμπτωμάτων της ρινικής απόφραξης.
Το montelukast είναι μία από το στόμα χορηγούμενη ενεργός ένωση που συνδέεται με υψηλή
συγγένεια και εκλεκτικότητα με τον υποδοχέα CysLT
1
.
Σε κλινικές μελέτες το montelukast αναστέλλει σε χαμηλές δόσεις έως 5mg τη βρογχοσύσπαση από
εισπνοή LTD4. Bρογχοδιαστολή παρατηρήθηκε εντός 2 ωρών μετά την από του στόματος
χορήγηση. Η προκαλούμενη βρογχοδιασταλτική επίδραση από ένα β-αγωνιστή ήταν αθροιστική σε
αυτή που προκλήθηκε από το montelukast. H θεραπεία με montelukast αναστέλλει τόσο την
πρώιμη όσο και την όψιμη φάση της βρογχοσύσπασης που προκαλείται από αντιγόνο. Το
montelukast συγκρινόμενο με placebo, μείωσε την περιφερική συγκέντρωση ηωσινοφίλων στο
αίμα σε ενήλικες και παιδιατρικούς ασθενείς. Σε μία ξεχωριστή μελέτη, η θεραπεία με montelukast
μείωσε σημαντικά τα ηωσινόφιλα στους αεραγωγούς (όπως μετρήθηκαν στα πτύελα) και στο
περιφερικό αίμα, ενώ βελτίωσε τον κλινικό έλεγχο του άσθματος.
Σε μελέτες με ενήλικες, το montelukast 10mg εφάπαξ ημερησίως, συγκρινόμενο με placebo,
επέδειξε σημαντικές βελτιώσεις στην πρωινή FEV
1
(10,4% έναντι 2,7% μεταβολή από το αρχικό
στάδιο), στην ΠΜ μέγιστη εκπνευστική ροή (PEFR) (24,5 L/min έναντι 3,3L/min μεταβολή από το
αρχικό στάδιο) και σημαντική μείωση στη συνολική χορήγηση β-αγωνιστών (-26,1% έναντι -4,6%
μεταβολή από το αρχικό στάδιο). Η βελτίωση στη βαθμολογία συμπτωμάτων κατά την ημέρα και
τη νύχτα όπως αναφέρθηκαν από τους ασθενείς ήταν σημαντικά καλύτερη από το placebo.
Mελέτες σε ενήλικες επέδειξαν την ικανότητα του montelukast να δρα αθροιστικά στην κλινική
επίδραση των εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών
5
(% μεταβολή από το αρχικό στάδιο για εισπνεόμενη βεκλομεθαζόνη συν montelukast έναντι
βεκλομεθαζόνης, έδειξαν αντίστοιχα για την FEV
1
: 5,4% έναντι 1,04%, χρήση β-αγωνιστών :
-8,70% έναντι 2,64%). Συγκρινόμενο με την εισπνεόμενη βεκλομεθαζόνη (200μg δύο φορές την
ημέρα χορηγούμενη με δοσιμετρική συσκευή), το montelukast επέδειξε μια πιο γρήγορη αρχική
ανταπόκριση, παρόλο που κατά τη διάρκεια της μελέτης 12 εβδομάδων η βεκλομεθαζόνη παρείχε
μια μεγαλύτερη μέση θεραπευτική επίδραση (% μεταβολή από το αρχικό στάδιο για το montelukast
έναντι της βεκλομεθαζόνης, αντίστοιχα για την FEV
1
: 7,49% έναντι 13,3%, χρήση β-αγωνιστή:
-28,28 έναντι -43,89%). Παρόλα αυτά συγκρινόμενο με τη βεκλομεθαζόνη, ένα μεγάλο ποσοστό
ασθενών που θεραπεύονταν με montelukast είχαν παρόμοιες κλινικές ανταποκρίσεις (π.χ. 50% των
ασθενών που τους χορηγήθηκε βεκλομεθαζόνη επέτυχαν μία βελτίωση από το αρχικό στάδιο στην
FEV
1
κατά 11% περίπου ή και περισσότερο, ενώ περίπου 42% των ασθενών που τους χορηγήθηκε
montelukast επέτυχαν την ίδια ανταπόκριση).
Έχει διεξαχθεί μία κλινική μελέτη για την αξιολόγηση του montelukast στη θεραπεία των
συμπτωμάτων της εποχιακής αλλεργικής ρινίτιδας σε ενήλικες ασθματικούς ασθενείς. ηλικίας 15
ετών και άνω που είχαν συνυπάρχουσα εποχιακή αλλεργική ρινίτιδα. Σ’ αυτή τη μελέτη ,τα δισκία
montelukast 10mg χορηγούμενα μία φορά την ημέρα έδειξαν στατιστικά σημαντική βελτίωση του
ημερήσιου βαθμού των Συμπτωμάτων Ρινίτιδας ,σε σύγκριση με το placebo ημερήσιος βαθμός
των Συμπτωμάτων της Ρινίτιδας είναι ο μέσος όρος του βαθμού των Ρινικών Συμπτωμάτων κατά
την διάρκεια της ημέρας ( μέσος όρος ρινικής συμφόρησης, ρινόρροιας, φταρνισμάτων, ρινικού
κνησμού) και του βαθμού των Ρινικών Συμπτωμάτων κατά την διάρκεια της νύχτας (μέσος όρος
ρινικής συμφόρησης κατά την αφύπνιση, δυσκολίας στην κατάκλιση και αφυπνίσεων κατά τη
νύχτα).
Η γενική αξιολόγηση της αλλεργικής ρινίτιδας από τους ασθενείς και τους γιατρούς είχε σημαντικά
βελτιωθεί ,σε σύγκριση με το placebo.Η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας στο άσθμα δεν
ήταν πρωταρχικός στόχος στη μελέτη αυτή.
Σε μία μελέτη 8 εβδομάδων σε ασθενείς,6 έως 14 ετών το montelukast 5mg εφάπαξ ημερησίως,
συγκρινόμενο με placebo, βελτίωσε σημαντικά την αναπνευστική λειτουργία (FEV
1
:8,71% έναντι
4,16% μεταβολή από το αρχικό στάδιο, ΠΜ PEFR 27,9 L/min έναντι 17,8 L/min μεταβολή από το
αρχικό στάδιο) και μείωση στη χορήγηση β-αγωνιστή “όταν χρειάζεται”
(-11,7% έναντι +8,2% μεταβολή από το αρχικό στάδιο).
Σημαντική μείωση στη βρογχοσύσπαση που προκαλείται από άσκηση (ΕΙΒ) δείχθηκε σε μια
μελέτη 12 εβδομάδων σε ενήλικες (μέγιστη πτώση στη FEV
1
22,33% για το montelukast έναντι
32,40% για το placebo, χρόνος επαναφοράς εντός 5% από τις αρχικές τιμές της FEV
1
44,22min
έναντι 60,64min). Αυτή η επίδραση ήταν σταθερή σε όλη τη διάρκεια της μελέτης 12 εβδομάδων
της μελέτης. Η μείωση στη ΕΙΒ αποδείχτηκε επίσης σε μια μελέτη βραχείας διάρκειας σε
παιδιατρικούς ασθενείς (μέγιστη πτώση στην FEV
1
18,27% έναντι 26,11%, χρόνος επαναφοράς
εντός 5% από τις αρχικές τιμές στην FEV
1
17,76 min έναντι 27,98min). Και στις δύο μελέτες η
επίδραση παρουσιάσθηκε στο τέλος του διαστήματος της εφάπαξ ημερησίας δόσης.
Σε ευαίσθητους στην ασπιρίνη ασθματικούς ασθενείς που ελάμβαναν ταυτόχρονα εισπνεόμενα
και/ή από του στόματος κορτικοστεροειδή, η θεραπεία με montelukast συγκρινόμενη με το placebo,
είχε αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση στον έλεγχο του άσθματος (FEV
1
8,55% έναντι -1,74%
μεταβολή από το αρχικό στάδιο και μείωση στη συνολική χρήση β-αγωνιστή: -27,78% έναντι
2,09% μεταβολή από το αρχικό στάδιο).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση: Το Montelukast απορροφάται γρήγορα ύστερα από χορήγηση από το στόμα. Για τα
επικαλυμμένα με υμένιο δισκία των 10mg, η μέση μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα (C max),
6
επιτυγχάνεται 3 ώρες max) ύστερα από τη χορήγησή τους σε νηστικούς ενήλικες. Η μέση
βιοδιαθεσιμότητα μετά από του στόματος χορήγηση είναι 64%. Η βιοδιαθεσιμότητα μετά από του
στόματος χορήγηση και η Cmax δεν επηρεάζονται από ένα συνηθισμένο γεύμα. Η ασφάλεια και
αποτελεσματικότητα αποδείχθηκαν σε κλινικές μελέτες όπου η χορήγηση επικαλυμμένων με
υμένιο δισκίων των 10mg έγινε χωρίς να δίνεται σημασία στο χρόνο της τροφής.
Για τα μασώμενα δισκία των 5mg, η C max επιτυγχάνεται σε 2 ώρες μετά από τη χορήγηση τους σε
ενήλικες που δεν τους έχει χορηγηθεί τροφή. Η μέση βιοδιαθεσιμότητα μετά την από του στόματος
χορήγηση είναι 73%, αλλά μειώνεται στο 63% ύστερα από τη χορήγηση γεύματος.
Κατανομή: Το montelukast συνδέεται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 99% με τις πρωτεΐνες του
πλάσματος. Ο όγκος κατανομής του σε συνθήκες σταθεροποιημένης κατάστασης, κυμαίνεται από 8
- 11 λίτρα. Μελέτες σε αρουραίους με ραδιοσημασμένο montelukast έδειξαν ελάχιστη κατανομή
κατά μήκος του αιματο-εγκεφαλικού φραγμού. Επιπλέον, συγκεντρώσεις του ραδιοσημασμένου
υλικού 24 ώρες μετά τη χορήγηση της δόσης, ήταν ελάχιστες σε όλους τους υπόλοιπους ιστούς.
Βιομετατροπή: Το montelukast μεταβολίζεται εκτεταμένα. Σε μελέτες με χορήγηση θεραπευτικών
δόσεων, οι συγκεντρώσεις των μεταβολιτών του montelukast στο πλάσμα δεν ανιχνεύονται σε
συνθήκες σταθεροποιημένης κατάστασης σε ενήλικες και παιδιά.
Ιn vitro μελέτες στις οποίες χρησιμοποιούνται μικροσώματα από ανθρώπινο ήπαρ, δείχνουν ότι το
κυτόχρωμα Ρ450 3Α4,2Α6 και 2C9 εμπλέκεται στο μεταβολισμό του montelukast. Οι
θεραπευτικές συγκεντρώσεις του montelukast στο πλάσμα δεν αναστέλλουν τα κυτοχρώματα P450
3A4,2C9,1Α2, 2A6,2C19 ή 2D6 σύμφωνα με περαιτέρω in vitro μελέτες σε μικροσώματα του
ανθρώπινου ήπατος. Η συνεισφορά των μεταβολιτών στη θεραπευτική επίδραση του montelukast
είναι ελάχιστη.
Απομάκρυνση: Η κάθαρση του montelukast από το πλάσμα, κυμαίνεται στα 45ml/min για υγιείς
ενήλικες. Μετά από του στόματος χορήγηση δόσης ραδιοσημασμένου montelukast, 86% της
ραδιενέργειας ανακτήθηκε σε συλλογές κοπράνων διάρκειας 5 ημερών και ποσοστό < 0,2%
ανακτήθηκε στα ούρα. Σε συνδυασμό με εκτιμήσεις της βιοδιαθεσιμότητας του montelukast που
χορηγείται από το στόμα, φαίνεται ότι το montelukast και οι μεταβολίτες του εκκρίνονται σχεδόν
αποκλειστικά μέσω της χολής.
Χαρακτηριστικά σε ασθενείς: Δεν απαιτείται τροποποίηση της δοσολογίας για ηλικιωμένους, ή σε
ήπια έως μέτρια ηπατική ανεπάρκεια. Μελέτες σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια δεν έχουν
διεξαχθεί. Επειδή το montelukast και οι μεταβολίτες του απομακρύνονται μέσω της χοληφόρου
οδού δεν αναμένεται να είναι απαραίτητη κάποια προσαρμογή στη δοσολογία σε ασθενείς με
νεφρική ανεπάρκεια. Δεν υπάρχουν δεδομένα για τη φαρμακοκινητική του montelukast σε ασθενείς
με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια (βαθμολογία Child-Pugh>9).
Με υψηλές δόσεις montelukast (20- και 60- φορές τη συνιστώμενη δοσολογία ενηλίκων),
παρατηρήθηκε μια μείωση στη συγκέντρωση της θεοφυλλίνης στο πλάσμα. Η επίδραση αυτή δεν
έχει εμφανισθεί με τη συνιστώμενη δοσολογία των 10mg εφάπαξ ημερησίως.
5.3 Προκλινικά στοιχεία για την ασφάλεια
Σε τοξικολογικές μελέτες που έγιναν σε ζώα, παρατηρήθηκαν ελάχιστες βιοχημικές μεταβολές
στον ορό, στην ALT, στη γλυκόζη, στο φώσφορο και στα τριγλυκερίδια που ήταν παροδικής
φύσεως. Τα σημεία τοξικότητας στα ζώα, εκδηλώθηκαν με αυξημένη έκκριση σιέλου,
γαστρεντερικές διαταραχές, απώλεια κοπράνων και διαταραχή ιόντων. Αυτά συνέβησαν σε δόσεις
που παρέχουν > 17 φορές τη συστηματική έκθεση που εμφανίζεται με την κλινικά συνιστώμενη
7
δοσολογία. Σε πιθήκους, εμφανίστηκαν ανεπιθύμητες ενέργειες σε δόσεις από 150mg/kg/ημέρα (>
(>232- φορές τη συστηματική έκθεση που εμφανίζεται με την κλινική δόση).Σε κλινικές μελέτες με
πειραματόζωα το montelukast δεν είχε επίδραση στη γονιμότητα ή την αναπαραγωγική ικανότητα
για συστηματική έκθεση που ξεπερνά την κλινική συστηματική έκθεση περισσότερο από 232
φορές. Μια μικρή μείωση στο σωματικό βάρος στο νυμφικό στάδιο, παρατηρήθηκε σε μελέτη
γονιμότητας σε θηλυκούς μύες με δόση 200mg/kg/ημέρα (>69- φορές την κλινική συστηματική
έκθεση).Σε μελέτες με κουνέλια ένα μεγαλύτερο ποσοστό ατελούς οστεοποίησης, σε σύγκριση με
ζώα αναφοράς, παρατηρήθηκε σε συστηματική έκθεση >24- φορές από την κλινική συστηματική
έκθεση που παρατηρείται με την κλινική δόση. Δεν παρατηρήθηκαν οποιεσδήποτε ανωμαλίες σε
αρουραίους.
Το montelukast έχει αποδειχθεί ότι διαπερνά τον πλακουντιακό φραγμό και εκκρίνεται στο μητρικό
γάλα των ζώων.
Δεν παρατηρήθηκαν θάνατοι μετά από χορήγηση του montelukast sodium σε δόσεις μέχρι 5000
mg/kg στα ποντίκια και στους αρουραίους, (15,000 mg/m
2
και 30,000 mg/m
2
στα ποντίκια και
στους αρουραίους, αντίστοιχα) αφού δοκιμάστηκαν οι μέγιστες δόσεις, Αυτή η δόση είναι ανάλογη
με 25,000 φορές την συνιστώμενη ημερήσια δόση για τους ενήλικες ανθρώπους (βάσει του βάρους
50 kg για ενήλικα ασθενή.)
Το montelukast αξιολογήθηκε ότι δεν είναι φωτοτοξικό σε ποντίκια για τις UVA, UVΒ ή για ορατό
φάσμα φωτός σε δόσεις έως 500mg/kg/ημέρα (περίπου >200- φορές με βάση τη συστηματική
έκθεση).
Το montelukast δεν ήταν ούτε μεταλλαξιογόνο σε in vitro και in vivo δοκιμές, ούτε καρκινογόνο σε
in vivo δοκιμασίες σε είδη τρωκτικών.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
6.1 Κατάλογος των εκδόχων
Πυρήνας:
Cellulose, microcrystalline
Lactose monohydrate
Croscarmellose sodium
Hydroxypropylcellulose (E 463)
Magnesium stearate
Επικάλυψη:
Opadry White 20A28671 που αποτελείται από:
Hydroxypropylcellulose
Hypromellose
Titanium dioxide (E 171)
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
36 μήνες
8
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Φυλάσσεται σε θερμοκρασία ≤ 30
0
C, στην αρχική συσκευασία προστατευόμενο από το φως και την
υγρασία.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Συσκευασμένο σε blister από πολυαμίδιο/αλουμίνιο/PVC/αλουμίνιο σε: συσκευασία των 14 και 30 δισκίων.
Μπορεί να μην κυκλοφορήσουν όλες οι συσκευασίες
6.6 Οδηγίες χρήσης και χειρισμού
Δεν υπάρχουν ειδικές απαιτήσεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
SANOPHARM A.E.
Ι. ΖΗΡΓΑΝΟΥ 31,
ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ:
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ:
9