το montelukast επέδειξε μια πιο γρήγορη αρχική ανταπόκριση, παρόλο που κατά τη διάρκεια της
μελέτης 12 εβδομάδων η βεκλομεθαζόνη παρείχε μια μεγαλύτερη μέση θεραπευτική επίδραση (%
μεταβολή από το αρχικό στάδιο για το montelukast έναντι της βεκλομεθαζόνης, αντίστοιχα για την
FEV
1
: 7,49% έναντι 13,3%, χρήση β-αγωνιστή: -28,28 έναντι -43,89%). Παρόλα αυτά
συγκρινόμενο με τη βεκλομεθαζόνη, ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών που θεραπεύονταν με
montelukast είχαν παρόμοιες κλινικές ανταποκρίσεις (π.χ. 50% των ασθενών που τους χορηγήθηκε
βεκλομεθαζόνη επέτυχαν μία βελτίωση από το αρχικό στάδιο στην FEV
1
κατά 11% περίπου ή και
περισσότερο, ενώ περίπου 42% των ασθενών που τους χορηγήθηκε montelukast επέτυχαν την ίδια
ανταπόκριση).
Σε μία 12 εβδομάδων, ελεγχόμενη με placebo μελέτη σε παιδιατρικούς ασθενείς 2 έως 5 ετών, το
montelukast 4 mg εφάπαξ ημερησίως, βελτίωσε τις παραμέτρους ελέγχου του άσθματος συγκριτικά
με το placebo ανεξάρτητα από την ταυτόχρονη θεραπεία ελέγχου (εισπνεόμενα /χορηγούμενα με
εκνεφωτή κορτικοστεροειδή ή εισπνεόμενο/χορηγούμενο με εκνεφωτή χρωμογλυκικό νάτριο.).Το
εξήντα τοις εκατό των ασθενών δεν ελάμβαναν άλλη θεραπεία ελέγχου. Το montelukast βελτίωσε
τα συμπτώματα κατά τη διάρκεια της ημέρας (συμπεριλαμβανομένου του βήχα, του συριγμού, της
δυσκολίας στην αναπνοή και της περιορισμένης δραστηριότητας) και τα συμπτώματα της νύχτας
σε σύγκριση με placebo. Το montelukast επίσης μείωσε σημαντικά τη χορήγηση β-αγωνιστή “όταν
χρειάζεται” και την θεραπεία διαφυγής κρίσεως με κοτρικοστεροειδή κατά την επιδείνωση του
άσθματος , συγκρινόμενο με το placebo. Oι ασθενείς που ελάμβαναν montelukast ήταν για
σημαντικά περισσότερες ημέρες χωρίς άσθμα από αυτούς που ελάμβαναν placebo. Η θεραπευτική
δράση επετεύχθη μετά την πρώτη δόση.
Σε μία μελέτη 12-μηνών, ελεγχόμενη με placebo, σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 2 έως 5 ετών
με ήπιο άσθμα και επεισοδιακές εξάρσεις, το montelukast 4 mg μία φορά ημερησίως μείωσε
σημαντικά (p 0.001) την ετήσια συχνότητα των επεισοδίων έξαρσης του άσθματος (ΕΕ) σε
σύγκριση με το placebo (1.60 ΕΕ έναντι 2.34 ΕΕ, αντίστοιχα) , ΕΕ ορίζεται ως 3 συνεχόμενες
ημέρες με ημερήσια συμπτώματα για τα οποία απαιτήθηκε χρήση β-αγωνιστή ή κορτικοστεροειδή
(από του στόματος ή εισπνεόμενα) ή εισαγωγή σε νοσοκομείο για το άσθμα. Η ποσοστιαία μείωση
ως προς την ετήσια συχνότητα ΕΕ ήταν 31.9 %, με 95 % διάστημα αξιοπιστίας, ΔΑ, μεταξύ 16.9 %
και 44.1 %.
Σε μία μελέτη 8 εβδομάδων σε παιδιατρικούς ασθενείς, 6 έως 14 ετών το montelukast 5mg εφάπαξ
ημερησίως, συγκρινόμενο με placebo, βελτίωσε σημαντικά την αναπνευστική λειτουργία (FEV
1
:
8,71% έναντι 4,16% μεταβολή από το αρχικό στάδιο, ΠΜ PEFR 27,9 L/min έναντι 17,8 L/min
μεταβολή από το αρχικό στάδιο) και μείωση στη χορήγηση β-αγωνιστή “όταν χρειάζεται” (-11,7%
έναντι +8,2% μεταβολή από το αρχικό στάδιο).
Σε μία μελέτη 12-μηνών που συνέκρινε την αποτελεσματικότητα του montelukast έναντι του
εισπνεόμενου fluticasone σχετικά με τον έλεγχο του άσθματος σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6
ως 14 ετών με ήπιο επιμένον άσθμα, το montelukast δεν ήταν κατώτερο του fluticasone ως προς
την αύξηση του ποσοστού των ημερών χωρίς θεραπεία διάσωσης (ΗΧΘΔ) για το άσθμα, τον
πρωταρχικό στόχο. Κατά μέσο όρο, στη διάρκεια μίας περιόδου θεραπείας 12 μηνών, το ποσοστό
των ΗΧΘΔ αυξήθηκε από 61.6 σε 84.0 % στην ομάδα με montelukast και από 60.9 % σε 86.7%
στην ομάδα με fluticasone. Η διαφορά μεταξύ των ομάδων ως προς την κατά μέσο όρο αύξηση του
ποσοστού των ημερών ΗΧΘΔ ήταν στατιστικά σημαντική (-2.8 % με 95 % ΔΑ μεταξύ -4.7 % και
-0.9 %), αλλά μέσα στα όρια που προκαθορίζονται ώστε να μην υπάρχει κλινικά κατωτερότητα.
Τόσο το montelukast όσο και το fluticasone βελτίωσαν επίσης τον έλεγχο του άσθματος ως προς
τους δευτερεύοντες παράγοντες που αξιολογήθηκαν κατά την περίοδο θεραπείας 12 μηνών:
Το FEV
1
αυξήθηκε από 1.83 L σε 2.09 L στην ομάδα του montelukast και από 1.85 L σε 2.14 L
στην ομάδα fluticasone.