μία διπλά τυφλή, ελεγχόμενη μελέτη νοσηρότητας και θνησιμότητας, που
συνέκρινε την ιρβεσαρτάνη, την αμλοδιπίνη και το εικονικό φάρμακο. Σε 1.715
υπερτασικούς ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, πρωτεϊνουρία ≥ 900 mg/ημερησίως
και κρεατινίνη ορού που κυμαίνονταν από 1,0-3,0 mg/dl, εξετάσθηκαν οι δράσεις
μακράς διάρκειας (μέση διάρκεια 2,6 έτη) της ιρβεσαρτάνηςστην εξέλιξη της
νεφροπάθειας και στη θνησιμότητα από όλες τις αιτίες. Οι ασθενείς
τιτλοποιήθηκαν από 75 mg μέχρι μία δόση συντήρησης 300 mgιρβεσαρτάνης,
από 2,5 mg μέχρι 10 mg αμλοδιπίνης, ή εικονικό φάρμακο ανάλογα με την ανοχή
των ασθενών. Οι ασθενείς σε όλες τις ομάδες θεραπείας έλαβαν τυπικά μεταξύ
2 και 4 αντιυπερτασικούς παράγοντες (π.χ διουρητικά, βήτα αποκλειστές, άλφα
αποκλειστές) για να επιτύχουν μία προκαθορισμένη αρτηριακή πίεση < 135/85
mmHg ή μία ελάττωση κατά 10 mmHg στη συστολική πίεση, εάν η τιμή κατά την
έναρξη της θεραπείας ήταν 160 mmHg. Στην επιθυμητή αυτή αρτηριακή πίεση
έφθασε το 60% των ασθενών της ομάδας του εικονικού φαρμάκου, ενώ το
ποσοστό αυτό για τις ομάδες της ιρβεσαρτάνης και της αμλοδιπίνης ήταν
αντιστοίχως 76% και 78%. Η ιρβεσαρτάνη μείωσε σημαντικά το σχετικό
κίνδυνο ως προς το πρωταρχικό συνδυασμένο τελικό σημείο διπλασιασμού της
κρεατινίνης του ορού, νεφροπάθεια τελικού σταδίου (end-stagerenaldisease-ESRD) ή
τη θνησιμότητα από όλες τις αιτίες. Περίπου το 33% των ασθενών στην ομάδα
της ιρβεσαρτάνης έφθασε το πρωταρχικό σύνθετο τελικό σημείο νεφρικής
λειτουργίας, σε σύγκριση με το 39% και το 41% στις ομάδες του εικονικού
φαρμάκου και της αμλοδιπίνης [20% σχετικός κίνδυνος μείωσης σε σύγκριση με
το εικονικό φάρμακο (ρ= 0,024) και 23% σχετικός κίνδυνος μείωσης σε
σύγκριση με την αμλοδιπίνη (ρ= 0,006)]. Όταν οι μεμονωμένοι παράγοντες του
πρωταρχικού τελικού σημείου αναλύθηκαν, δεν παρατηρήθηκε καμία επίδραση
στη θνησιμότητα από όλες τις αιτίες, ενώ παρατηρήθηκε μία θετική δράση στη
μείωση της ESRD και μία σημαντική μείωση στο διπλασιασμό της κρεατινίνης
του ορού.
Υπο-ομάδες ανάλογα με το φύλο, τη φυλή, την ηλικία, την διάρκεια του διαβήτη,
την αρτηριακή πίεση κατά την έναρξη της θεραπείας, την κρεατινίνη ορού, το
ποσοστό έκκρισης λευκωματίνης, αξιολογήθηκαν για την αποτελεσματικότητα
της θεραπείας. Στις υπο-ομάδες με γυναίκες και μαύρους ασθενείς που
αντιπροσώπευαν το 32% και το 26% του ολικού πληθυσμού προς μελέτη
αντιστοίχως, μία ευνοϊκή δράση στους νεφρούς δεν ήταν εμφανής, αν και τα
όρια αξιοπιστίας δεν την εξαιρούν. Όσον αφορά το δευτερεύον τελικό σημείο
θανατηφόρων ή μη θανατηφόρων καρδιαγγειακών επεισοδίων, δεν υπήρξε
διαφορά μεταξύ των τριών ομάδων στον ολικό πληθυσμό, αν και μία αυξημένη
συχνότητα εμφάνισης μη θανατηφόρου εμφράγματος του μυοκαρδίου
παρατηρήθηκε για τις γυναίκες και μία μειωμένη συχνότητα εμφάνισης μη
θανατηφόρου εμφράγματος του μυοκαρδίου εμφανίσθηκε στους άνδρες στην
ομάδα της ιρβεσαρτάνης σε σύγκριση με το δοσολογικό σχήμα στηριζόμενο στο
εικονικό φάρμακο. Μία αυξημένη συχνότητα εμφάνισης μη θανατηφόρου
εμφράγματος του μυοκαρδίου και αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου
παρουασιάσθηκε στις γυναίκες με το δοσολογικό σχήμα με ιρβεσαρτάνη σε
σύγκριση με το δοσολογικό σχήμα με αμλοδιπίνη, ενώ η περίθαλψη στο
νοσοκομείο λόγω καρδιακής ανεπάρκειας μειώθηκε για όλο το πληθυσμό.
Ωστόσο, δεν έχει διατυπωθεί σαφής εξήγηση, για τα ευρήματα αυτά στις
γυναίκες.
Η μελέτη "Επιδράσεις της ιρβεσαρτάνης στην Μικρολευκωματουρία σε
Υπερτασικούς Ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2"
(EffectsofIrbesartanonMicroalbuminuriainHypertensivePatientswithtype 2 DiabetesMellitus -IRMA
2) δείχνει ότι 300 mg ιρβεσαρτάνης καθυστερούν την εξέλιξη της εμφανούς
πρωτεϊνουρίας σε ασθενείς με μικρολευκωματουρία. Η μελέτη IRMA 2, ήταν μία
ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο, διπλά τυφλή μελέτη νοσηρότητας, σε 590
11