της ακυκλοβίρης μετά από χορήγηση βαλακυκλοβίρης είναι περίπου 14
ώρες, σε σχέση με περίπου 3 ώρες για τη φυσιολογική νεφρική λειτουργία
(βλέπε παράγραφο 4.2).
Η έκθεση σε ακυκλοβίρη και στους μεταβολίτες της CMMG και 8-OH-
ACV στο πλάσμα και το εγκεφαλονωτιαίο υγρό (CSF) αξιολογήθηκε σε
σταθερή κατάσταση μετά από χορήγηση πολλαπλών δόσεων
βαλακυκλοβίρης σε 6 ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία (μέση
κάθαρση κρεατινίνης 111 mL/min, εύρος 91-144 mL/min), οι οποίοι
έλαβαν 2.000 mg ανά 6 ώρες και 3 ασθενείς με σοβαρή νεφρική
δυσλειτουργία (μέση CLcr 26 mL/min, εύρος 17-31 mL/min), οι οποίοι
έλαβαν 1.500 mg ανά 12 ώρες. Στο πλάσμα, καθώς και στο CSF, οι
συγκεντρώσεις της ακυκλοβίρης, της CMMG και της 8-OH-ACV ήταν,
κατά μέσο όρο, 2, 4 και 5-6 φορές υψηλότερες αντίστοιχα, σε σοβαρή
νεφρική δυσλειτουργία σε σχέση με φυσιολογική νεφρική λειτουργία.
Ηπατική δυσλειτουργία
Δεδομένα φαρμακοκινητικής δείχνουν ότι η ηπατική δυσλειτουργία
μειώνει το ποσοστό μετατροπής της βαλακυκλοβίρης σε ακυκλοβίρη,
αλλά όχι τον βαθμό της μετατροπής. Η ημιζωή της ακυκλοβίρης δεν
επηρεάζεται.
Έγκυες γυναίκες
Μια μελέτη της φαρμακοκινητικής της βαλακυκλοβίρης και της
ακυκλοβίρης κατά την όψιμη κύηση δείχνει ότι η κύηση δεν επηρεάζει τη
φαρμακοκινητική της βαλακυκλοβίρης.
Μεταφορά στη μητρικό γάλα
Μετά από χορήγηση δόσης 500 mg βαλακυκλοβίρης, οι μέγιστες
συγκεντρώσεις ακυκλοβίρης (C
max
) στο μητρικό γάλα κυμάνθηκαν από
0,5 έως 2,3 φορές την αντίστοιχη συγκέντρωση ακυκλοβίρης στον ορό
της μητέρας. Η μέση συγκέντρωση ακυκλοβίρης στο μητρικό γάλα ήταν
2,24 μικρογραμμάρια/ml (9,95 micromoles/L) Με δοσολογία 500 mg
βαλακυκλοβίρης δύο φορές την ημέρα στην μητέρα, αυτό το επίπεδο θα
εκθέσει ένα νεογνό που θηλάζει σε ημερήσια δοσολογία ακυκλοβίρης από
το στόμα 0,61 mg/kg/ημερησίως. Η ημιζωή αποβολής της ακυκλοβίρης
από το μητρικό γάλα ήταν παρόμοια με αυτή του ορού. Αμετάβλητη
βαλακυκλοβίρη δεν ανιχνεύθηκε στον ορό της μητέρας, το μητρικό γάλα
ή στα ούρα του νεογνού.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα μη κλινικά δεδομένα δεν αποκαλύπτουν ιδιαίτερο κίνδυνο για τον
άνθρωπο με βάση τις συμβατικές μελέτες φαρμακολογικής ασφάλειας,
τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων, γονοτοξικότητας και
ενδεχόμενης καρκινογόνου δράσης.
Η βαλακυκλοβίρη δεν επηρέασε τη γονιμότητα σε αρσενικούς ή θηλυκούς
αρουραίους που έλαβαν δόση από το στόμα.
Η βαλακυκλοβίρη δεν ήταν τερατογόνος στον αρουραίο ή το κουνέλι. Η
βαλακυκλοβίρη μεταβολίζεται σχεδόν εξολοκλήρου σε ακυκλοβίρη.
Ταυτόχρονη χορήγηση ακυκλοβίρης σε διεθνώς αποδεκτούς ελέγχους δεν
παρήγαγε τερατογόνους δράσεις στον αρουραίο ή στο κουνέλι. Σε
17