Στην περίπτωση της συνδυασμἐνης θεραπείας, οι περιλήψεις
χαρακτηριστικών των αντίστοιχων φαρμάκων θα πρέπει να λαμβάνονται
υπόψη.
Σε περίπτωση οποιουδήποτε προειδοποιητικού συμπτώματος (πχ.
σημαντικής, μη σκόπιμης
απώλειας βάρους, υποτροπιαζόντων εμέτων, δυσφαγίας, αιματέμεσης,
αναιμίας ή μέλαινας) και σε περίπτωση γαστρικού έλκους ή υποψίας
γαστρικού έλκους, πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο κακοήθους
νόσου, επειδή η θεραπεία με pantoprazole μπορεί να ανακουφίσει από τα
συμπτώματα και να καθυστερήσει τη διάγνωση.
Αν τα συμπτώματα επιμένουν, παρά την επαρκή θεραπεία, πρέπει να
εξετάζεται το ενδεχόμενο περαιτέρω διερεύνησης.
Σε ασθενείς με σύνδρομο Zollinger-Ellison και άλλες παθολογικές
υπερεκκριτικἐς καταστάσεις που απαιτούν μακροχρόνια θεραπεία, η
pantoprazole, όπως και όλα τα φάρμακα που είναι αναστολείς οξέος,
μπορούν να μειώσουν την απορρόφηση της βιταμίνης Β
12
(κυανοκοβαλαμίνης) λόγω υποχλωρυδρίας ή αχλωρυδρίας. Αυτό θα
πρέπει να λαμβάνεται υπόψη εάν παρατηρούνται σχετικά κλινικά
συμπτώματα.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με αλλά φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Το Pronzek μπορεί να μειώσει την απορρόφηση φαρμάκων των οποίων η
βιοδιαθεσιμότητα
εξαρτάται από το pΗ (πχ. κετοκοναζόλης).
Έχει δειχθεί ότι η συγχορήγηση αταζαναβίρης 300 mg/ ριτοναβίρης 100
mg με ομεπραζόλη (40 mg μία φορά την ημέρα) ή η συγχορήγηση
αταζαναβίρης 400 mg με λανσοπραζόλη (60 mg εφάπαξ δόση), σε υγιείς
εθελοντές, είχαν ως αποτέλεσμα ουσιαστική μείωση της
βιοδιαθεσιμότητας της αταζαναβίρης. Η απορρόφηση της αταζαναβίρης
εξαρτάται από το pH. Γι’ αυτόν το λόγο, οι αναστολείς αντλίας
πρωτονίων, περιλαμβανόμενης της pantoprazole, δεν πρέπει να
συγχορηγούνται με αταζαναβίρη (βλ. παράγραφο 4.3).
Η pantoprazole μεταβολίζεται στο ήπαρ μέσω του ενζυμικού συστήματος
του κυτοχρὡματος Ρ450. Αλληλεπίδραση της pantoprazole με άλλα
φάρμακα ή ουσίες που μεταβολίζονται με χρήση του ίδιου ενζυμικού
συστήματος, δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Ωστόσο, δεν παρατηρήθηκαν
κλινικώς σημαντικές αλληλεπιδράσεις σε ειδικές δοκιμές με έναν αριθμό
τέτοιων φαρμάκων ή ουσιών όπως καρβαμαζεπίνη, καφεΐνη, διαζεπάμη,
δικλοφενάκη, διγοξίνη, αιθανόλη, γλιβενκλαμίδη, μετοπρολόλη,
ναπροξἐνη, νιφεδιπίνη, φαινυτοΐνη, πιροξικάμη, θεοφυλλίνη και ένα από
του στόματος αντισυλληπτικό.
Παρόλο που σε μελέτες κλινικής φαρμακοκινητικής δεν παρατηρήθηκε
καμία αλληλεπίδραση κατά τη διάρκεια συγχορήγησης με
φαινπροκουμόνη ή βαρφαρίνη, έχουν αναφερθεί λίγα μεμονωμένα
περιστατικά αλλαγών στην τιμή INR κατά τη διάρκεια ταυτόχρονης