Το Pronzek μπορεί να μειώσει την απορρόφηση φαρμάκων των οποίων η
βιοδιαθεσιμότητα
εξαρτάται από το ρΗ (π.χ. κετοκοναζόλης).
Έχει δειχθεί ότι η συγχορήγηση αταζαναβίρης 300 mg/ ριτοναβίρης 100
mg με ομεπραζόλη (40 mg μία φορά την ημέρα) ή η συγχορήγηση
αταζαναβίρης 400 mg με λανσοπραζόλη (60 mg εφάπαξ δόση), σε υγιείς
εθελοντές, είχαν ως αποτέλεσμα ουσιαστική μείωση της
βιοδιαθεσιμότητας της αταζαναβίρης. Η απορρόφηση της αταζαναβίρης
εξαρτάται από το ρΗ. Γι’ αυτόν το λόγο, οι αναστολείς αντλίας
πρωτονίων, περιλαμβανομένης της pantoprazole, δεν πρέπει να
συγχορηγούνται με αταζαναβίρη.
Η pantoprazole μεταβολίζεται στο ήπαρ μέσω του ενζυμικού συστήματος
του κυτοχρώματος P450. Αλληλεπίδραση της pantoprazole με άλλα φάρμακα
ή ουσίες που μεταβολίζονται με χρήση του ίδιου ενζυμικού συστήματος,
δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Ωστόσο, δεν παρατηρήθηκαν κλινικώς
σημαντικές αλληλεπιδράσεις σε ειδικές δοκιμές με έναν αριθμό τέτοιων
φαρμάκων ή ουσιών, όπως καρβαμαζεπίνη, καφεΐνη, διαζεπάμη,
δικλοφενάκη, διγοξίνη, αιθανόλη, γλιβενκλαμίδη, μετοπρολόλη,
ναπροξένη, νιφεδιπίνη, φαινυτοϊνη, πιροξικάμη, θεοφυλλίνη και ένα από
του στόματος αντισυλληπτικό.
Παρόλο που σε μελέτες κλινικής φαρμακοκινητικής δεν παρατηρήθηκε
καμία αλληλεπίδραση κατά τη διάρκεια συγχορήγησης με
φαινπροκουμόνη ή βαρφαρίνη, έχουν αναφερθεί λίγα μεμονωμένα
περιστατικά αλλαγών στην τιμή INR κατά τη διάρκεια ταυτόχρονης
θεραπείας στην περίοδο μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου. Ως εκ
τούτου, σε ασθενείς που λαμβάνουν κουμαρινικά αντιπηκτικά,η
παρακολούθηση του χρόνου προθρομβίνης / τιμής INR συνιστάται μετά
την έναρξη, λήξη ή κατά τη διάρκεια μη τακτικής λήψης παντοπραζόλης.
Δεν υπήρξαν επίσης αλληλεπιδράσεις με συγχρόνως χορηγούμενα
αντιόξινα.
Μελέτες φαρμακοκινητικών αλληλεπιδράσεων σε ανθρώπους έχουν γίνει
χορηγὡντας pantoprazole ταυτόχρονα με τα αντίστοιχα αντιβιοτικά
(κλαριθρομυκίνη, μετρονιδαζόλη, αμοξυκιλλίνη). Κλινικώς σημαντικές
αλληλεπιδράσεις δεν βρέθηκαν.
Κύηση
Η εμπειρία από τη χρήση σε εγκύους γυναίκες είναι περιορισμένη.
Κατά την εγκυμοσύνη, το Pronzek πρέπει να χρησιμοποιείται μόνον όταν ο
γιατρός κρίνει ότι το όφελος για τη μητέρα είναι μεγαλύτερο από τον
πιθανό κίνδυνο για το έμβρυο.
Αν είσθε έγκυος, συμβουλευτείτε τον γιατρό σας.
Θηλασμός