μυοκαρδίου και μη-θανατηφόρου αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου [0,99 (97,5% CI 0,90 – 1,08, p
(μη κατωτερότητας) = 0,0004)], το κύριο τελικό σημείο στη μελέτη αναφοράς HOPE (The Heart
Outcomes Prevention Evaluation Study), η οποία διερεύνησε την επίδραση της ραμιπρίλης έναντι του
εικονικού φαρμάκου.
Η μελέτη TRANSCEND τυχαιοποίησε ασθενείς με δυσανεξία στους αναστολείς ΜΕΑ-Ι με κατά τα
άλλα όμοια κριτήρια ένταξης όπως η ONTARGET σε τελμισαρτάνη 80 mg (n=2954) ή εικονικό
φάρμακο (n=2972), και τα δύο χορηγούμενα επιπλέον της τυπικής αγωγής.
Η μέση διάρκεια της παρακολούθησης ήταν 4 χρόνια και 8 μήνες. Δε βρέθηκε στατιστικά σημαντική
διαφορά (15,7% στην ομάδα με τελμισαρτάνη και 17,0% στην ομάδα με εικονικό φάρμακο με σχετικό
κίνδυνο 0,92 (95% CI 0,81-1,05, p=0,22)) στην επίπτωση του πρωταρχικού σύνθετου τελικού σημείου
(καρδιαγγειακός θάνατος, μη-θανατηφόρο έμφραγμα του μυοκαρδίου, μη-θανατηφόρο αγγειακό
εγκεφαλικό επεισόδιο ή νοσηλεία για συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια). Υπήρξαν στοιχεία για
όφελος της τελμισαρτάνης σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο στο προκαθορισμένο δευτερεύον
σύνθετο τελικό σημείο του καρδιαγγειακού θανάτου, μη-θανατηφόρου εμφράγματος του μυοκαρδίου
και μη-θανατηφόρου αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου [0,87 (95% CI 0,76-1,00, p=0,048)]. Δεν
υπήρξαν στοιχεία για όφελος στην καρδιαγγειακή θνησιμότητα (αναλογία κινδύνου 1,03, 95% CI 0,85-
1,24).
Βήχας και αγγειοοίδημα αναφέρθηκαν λιγότερο συχνά σε ασθενείς οι οποίοι λάμβαναν αγωγή με
τελμισαρτάνη από ότι σε ασθενείς οι οποίοι λάμβαναν αγωγή με ραμιπρίλη, ενώ υπόταση αναφέρθηκε
περισσότερο συχνά με τελμισαρτάνη.
Ο συνδυασμός της τελμισαρτάνης με τη ραμιπρίλη δεν πρόσθεσε επιπλέον όφελος έναντι της
μονοθεραπείας με τελμισαρτάνη ή ραμιπρίλη. Η καρδιαγγειακή θνησιμότητα και η θνησιμότητα από
όλα τα αίτια ήταν αριθμητικά υψηλότερη με το συνδυασμό. Επιπρόσθετα, υπήρξε σημαντικά
υψηλότερη επίπτωση υπερκαλιαιμίας, νεφρικής ανεπάρκειας, υπότασης και συγκοπής στο σκέλος του
συνδυασμού. Επομένως, η χρήση του συνδυασμού τελμισαρτάνης και ραμιπρίλης δεν συνιστάται σε
αυτόν τον πληθυσμό.
Στη μελέτη «Prevention Regimen For Effectively avoiding Second Strokes - Αγωγή Προφύλαξης για
Αποτελεσματική Πρόληψη Δεύτερων Εγκεφαλικών Επεισοδίων» (PRoFESS) σε ασθενείς ηλικίας 50
ετών και άνω, οι οποίοι πρόσφατα υπέστησαν αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, σημειώθηκε αυξημένη
επίπτωση σήψης με την τελμισαρτάνη σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο, 0,70% σε σύγκριση με
0,49% [σχετικός κίνδυνος 1,43 (95% διάστημα εμπιστοσύνης 1,00-2,06)]· η επίπτωση των
θανατηφόρων περιστατικών σήψης ήταν αυξημένη για ασθενείς που λαμβάνουν τελμισαρτάνη (0,33%)
σε σχέση με ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν εικονικό φάρμακο (0,16%) [Λόγος κινδύνου 2,07 (95%
διάστημα εμπιστοσύνης 1,14-3,76)]. Το παρατηρούμενο αυξανόμενο ποσοστό εμφάνισης σήψης σε
σχέση με τη χρήση της τελμισαρτάνης μπορεί να είναι είτε τυχαίο εύρημα ή σχετιζόμενο με έναν προς
το παρόν άγνωστο μηχανισμό.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Aπορρόφηση
Η απορρόφηση της τελμισαρτάνης είναι ταχεία, αν και η ποσότητα που απορροφάται ποικίλλει. Η μέση
απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα της τελμισαρτάνης είναι περίπου 50%. Όταν η τελμισαρτάνη λαμβάνεται με
τροφή, η μείωση του εμβαδού κάτω από την καμπύλη συγκέντρωσης πλάσματος-χρόνου (AUC
0-∞
) της
τελμισαρτάνης ποικίλλει μεταξύ 6% (δόση 40mg) και περίπου 19% (δόση 160mg). 3 ώρες μετά τη
χορήγηση οι συγκεντρώσεις πλάσματος είναι παρόμοιες είτε η τελμισαρτάνη λαμβάνεται σε κατάσταση
νηστείας είτε με τροφή.
Γραμμικότητα/μη-γραμμικότητα
Η μικρή μείωση στην AUC δεν αναμένεται να προκαλέσει μείωση της θεραπευτικής
αποτελεσματικότητας.
Δεν υπάρχει γραμμική σχέση μεταξύ χορηγούμενων δόσεων και των επιπέδων του φαρμάκου στο
πλάσμα. Η Cmax και σε μικρότερο βαθμό η AUC αυξάνουν δυσανάλογα σε δόσεις άνω των 40 mg.
Κατανομή
10