ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ
ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
BEPRASYN
®
Νατριούχος Ραμπεπραζόλη, 10 & 20 mg/tab
Γαστροανθεκτικά Δισκία
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Beprasyn
®
, 10 mg γαστροανθεκτικά δισκία
Beprasyn
®
, 20 mg γαστροανθεκτικά δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε δισκίο περιέχει 10 mg νατριούχου ραμπεπραζόλης, που αντιστοιχεί
σε 9.42 mg Ραμπεπραζόλης.
Κάθε δισκίο περιέχει 20 mg νατριούχου ραμπεπραζόλης, που αντιστοιχεί
σε 18.85mg Ραμπεπραζόλης.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλέπε παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Γαστροανθεκτικά δισκία.
10 mg: Ροζ, επικαλυμμένα, ελλειπτικά, αμφίκυρτα δισκία
20 mg: Κίτρινα, επικαλυμμένα, ελλειπτικά, αμφίκυρτα δισκία
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Τα δισκία ενδείκνυνται για την θεραπεία των:
Ενεργό δωδεκαδακτυλικό έλκος
Ενεργό καλοήθες γαστρικό έλκος
1
Συμπτωματική διαβρωτική ή ελκωτική γαστροοισοφάγικη παλινδρομική
νόσος (ΓΟΠΝ)
Μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση της γαστροοισοφαγικής παλινδρομικής
νόσου (θεραπεία συντήρησης της ΓΟΠΝ)
Συμπτωματική θεραπεία της μέτριας έως πολύ σοβαρής
γαστροοισοφαγικής παλινδρομικής νόσου (συμπτωματική ΓΟΠΝ)
Σύνδρομο Ζollinger-Ellison
Σε συνδυασμό με κατάλληλες αντιβακτηριδιακές θεραπευτικές αγωγές
για την εκρίζωση του Ελικοβακτηρίδιου του πυλωρού (Helicobacter
pylori) σε ασθενείς με πεπτικό έλκος. Βλέπε παράγραφο 4.2.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Ενήλικοι/ηλικιωμένοι:
Ενεργό δωδεκαδακτυλικό έλκος και ενεργό καλοήθες γαστρικό έλκος: Η
συνιστώμενη από του στόματος δοσολογία για το ενεργό
δωδεκαδακτυλικό έλκος και για το ενεργό καλοήθες γαστρικό έλκος είναι
20mg μια φορά την ημέρα το πρωί.
Οι περισσότεροι ασθενείς με ενεργό δωδεκαδακτυλικό έλκος
θεραπεύονται μέσα σε τέσσερις εβδομάδες. Εντούτοις μερικοί ασθενείς
μπορεί να απαιτήσουν επιπλέον τέσσερις εβδομάδες θεραπείας για να
επιτύχουν την επούλωση.
Οι περισσότεροι ασθενείς με ενεργό καλοήθες γαστρικό έλκος
θεραπεύονται μέσα σε έξι εβδομάδες. Εντούτοις πάλι μερικοί ασθενείς
μπορούν να απαιτήσουν επιπλέον έξι εβδομάδες θεραπείας για να
επιτύχουν την επούλωση.
Διαβρωτική ή ελκωτική γαστροοισοφάγικη παλινδρομική νόσος (ΓΟΠΝ)
Η συνιστώμενη από του στόματος δοσολογία για αυτή την κατάσταση
είναι 20mg μια φορά την ημέρα για τέσσερις έως οκτώ εβδομάδες.
Μακροπρόθεσμη θεραπεία της γαστροοισοφαγικής παλινδρομικής νόσου
(θεραπεία συντήρησης της ΓΟΠΝ):
Για τη μακροπρόθεσμη θεραπεία, η δοσολογία συντήρησης του
BEPRASYN 20mg ή 10mg μια φορά την ημέρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί
ανάλογα με την ανταπόκριση του ασθενή.
Συμπτωματική θεραπεία της μέτριας ως πολύ σοβαρής
γαστροοισοφαγικής παλινδρομικής νόσου (συμπτωματική ΓΟΠΝ):
2
10mg μια φορά την ημέρα σε ασθενείς χωρίς οισοφαγίτιδα. Εάν δεν
επιτευχθεί ο έλεγχος των συμπτωμάτων εντός των τεσσάρων εβδομάδων,
ο ασθενής πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω. Μετά την υποχώρηση των
συμπτωμάτων, μπορεί να επιτευχθεί έλεγχος τυχόν επακόλουθων
συμπτωμάτων με μια θεραπευτική αγωγή των 10mg μια φορά την ημέρα,
όταν απαιτείται.
Σύνδρομο Ζollinger-Ellison: Η συνιστώμενη αρχική δόση για τους ενήλικες
είναι 60 mg μια φορά την ημέρα. Η δόση μπορεί να προσαρμοστεί ως τα
120mg/ημέρα ανάλογα τις ανάγκες του ασθενή. Μπορούν να χορηγηθούν
δόσεις μια φορά την ημέρα μέχρι τα 100mg/ημέρα. Η δοσολογία των
120mg μπορεί να απαιτεί την διαίρεση των δόσεων, 60mg δύο φορές την
ημέρα. Η θεραπεία πρέπει να συνεχιστεί για όσο χρονικό διάστημα
ενδείκνυται κλινικά.
Καταπολέμηση του Η. pylori:
Οι ασθενείς με μόλυνση από Η. pylori πρέπει να αντιμετωπιστούν με
θεραπεία εκρίζωσης. Συνίσταται ο ακόλουθος συνδυασμός που χορηγείται
για 7 ημέρες:
20mg BEPRASYN δύο φορές καθημερινά + κλαριθρομυκίνη 500mg δύο
φορές καθημερινά και αμοξικιλλίνη 1g δύο φορές καθημερινά.
Για τις ενδείξεις που απαιτούν χορήγηση μια φορά την ημέρα, τα δισκία
BEPRASYN πρέπει να ληφθούν το πρωί, πριν το πρόγευμα. Αν και ούτε η
ώρα λήψης ούτε η πρόσληψη τροφής αποδείχθηκε για να έχει οποιαδήποτε
επίδραση στη δραστηριότητα νατρίου ραμπεπραζόλης, αυτή η
θεραπευτική αγωγή θα διευκολύνει τη συμμόρφωση στην θεραπεία.
Οι ασθενείς πρέπει να προειδοποιηθούν ότι τα δισκία BEPRASYN δεν
πρέπει να μασηθούν ή να κοπούν, αλλά πρέπει να λαμβάνονται ολόκληρα
με μια μικρή ποσότητα νερού.
Νεφρική και ηπατική εξασθένιση:
Δεν είναι απαραίτητη καμία ρύθμιση της δοσολογίας για τους ασθενείς με
νεφρική ή ηπατική εξασθένιση.
Βλέπε στην παράγραφο 4.4
Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά
τη χρήση
του BEPRASYN στη θεραπεία των ασθενών με σοβαρη ηπατική
εξασθένιση.
Παιδιά:
Η χρήση του BEPRASYN δεν συνίσταται στα παιδιά, λόγω έλλειψης
δεδομένων ασφάλειας και αποτελεσματικότητας.
4.3 Αντενδείξεις
3
Η χρήση του BEPRASYN αντενδεικνύεται σε ασθενείς με γνωστή
υπερευαισθησία στη νατριούχου ραμπεπραζόλη ή σε οποιοδήποτε έκδοχο.
Η χρήση του BEPRASYN αντενδεικνύεται στην εγκυμοσύνη και κατά τη
διάρκεια του θηλασμού.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Η συμπτωματική ανταπόκριση στη θεραπεία με νατριούχο ραμπεπραζόλη
δεν αποκλείει την παρουσία γαστρικής ή οισοφαγικής κακοηθείας,
επομένως η πιθανότητα κακοηθείας πρέπει να αποκλειστεί πριν από την
έναρξη της θεραπείας με BEPRASYN.
Οι ασθενείς σε μακροπρόθεσμη θεραπεία διαίτερα εκείνοι που είναι υπο
αγωγή για περισσότερο από ένα έτος) πρέπει να παρακολουθούνται σε
τακτικά χρονικά διαστήματα.
Δεν μπορεί να αποκλειστεί ο κίνδυνος αντίδρασης διασταυρωμένης-
υπερευαισθησίας σε συνδυασμό με άλλο αναστολέα των αντλιών
πρωτονίων ή υποκατεστημένες βενζιμιδαζόλες.
Οι ασθενείς πρέπει να προειδοποιηθούν ότι τα δισκία BEPRASYN δεν
πρέπει να μασηθούν ή να κοπούν, αλλά πρέπει να καταποθούν ολόκληρα.
Η χρήση του BEPRASYN δεν συστήνεται στα παιδιά λόγω έλλειψης
δεδομένων ασφάλειας και αποτελεσματικότητας σε αυτή την ομάδα
ασθενών.
Έχουν υπάρξει μετεγκριτικές αναφορές δυσκρασίας του αίματος
(θρομβοκυτοπενία και ουδετεροπενία). Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων
όπου δεν μπορεί να προσδιοριστεί μια εναλλακτική αιτιολογία, τα
επεισόδια επιλύθηκαν με διακοπή της θεραπείας με ραμπεπραζόλη.
Οι ανωμαλίες των ηπατικών ένζυμων έχουν παρατηρηθεί στις κλινικές
έρευνες και έχουν επίσης αναφερθεί μετά την έγκριση του προϊόντος.
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων όπου δεν μπορεί να προσδιοριστεί μια
εναλλακτική αιτιολογία, τα επεισόδια επιλύθηκαν με διακοπή της
θεραπείας με ραμπεπραζόλη.
Δεν παρατηρήθηκε κανένα σημαντικό πρόβλημα ασφάλειας σχετικό με τη
χρήση του φάρμακου σε μια μελέτη σε ασθενείς με ήπια ως μέτρια
ηπατική εξασθένιση σε σύγκριση με μια ομάδα έλεγχου κανονικής
ηλικίας. Εντούτοις επειδή δεν υπάρχει κανένα κλινικό στοιχείο όσον
αφορά τη χρήση του BEPRASYN στη θεραπεία ασθενών με σοβαρή
ηπατική δυσλειτουργία, εφίστανται η προσοχή του συνταγογράφου όταν
αρχίζει αρχικά τη θεραπεία με BEPRASYN σε αυτούς τους ασθενείς.
4
Η συνχορήγηση της αταζαναβίρης με ραμπεπραζόλη δεν συστήνεται
(βλέπε παράγραφο 4.5).
Μειωμένη γαστρική οξύτητα εξαιτίας διαφόρων παραγόντων,
συμπεριλαμβανόμενων αναστολέων αντλιών πρωτονίων, αυξάνει τις
γαστρικές συγκεντρώσεις των βακτηρίων που είναι φυσιολογικά παρόντα
στο γαστρεντερικό σωλήνα. Θεραπεία με αναστολείς των αντλιών
πρωτονίων μπορεί να οδηγήσει σε ελαφρά αυξημένο κίνδυνο
γαστρεντερικών λοιμώξεων, όπως με Salmonella
και Campylobacter
.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Η νατριούχος ραμπεπραζόλη παράγει μια έντονη και μακράς διαρκείας
αναστολή της γαστρικής όξινης έκκρισης. Μπορεί να εμφανιστεί μια
αλληλεπίδραση με σκευάσματα των οποίων η απορρόφηση είναι pH-
εξαρτώμενη. Η συγχορήγηση της νατριούχου ραμπεπραζόλης με
κετοκοναζόλη ή ιτρακοναζόλη μπορεί να οδηγήσει σε μια σημαντική
μείωση στα επίπεδα των αντιμυκητιασικών στο πλάσμα. Επομένως ο κάθε
ασθενής μπορεί να πρέπει να ελεγχθεί για να καθοριστεί εάν είναι
απαραίτητη η ρύθμιση της δοσολογίας όταν η κετοκοναζόλη ή η
ιτρακοναζόλη λαμβάνεται ταυτοχρόνως με ραμπεπραζόλη.
Στις κλινικές έρευνες, τα αντιόξινα χρησιμοποιήθηκαν ταυτοχρόνως με
τη θεραπεία με ραμπεπραζόλη και, σε μια συγκεκριμένη μελέτη
αλληλεπίδρασης φαρμάκων, δεν παρατηρήθηκε καμία αλληλεπίδραση με
τα υγρά αντιόξινα.
Η συνχορήγηση της αταζαναβίρης 300mg/ριτοναβίρη 10mg με
ομεπραζόλη (40 mg μια φορά καθημερινά) ή αταζαναβίρης 400mg με
λανσοπραζόλη (60mg μια φορά καθημερινά) σε υγιείς εθελοντές είχε ως
αποτέλεσμα μια ουσιαστική μείωση της βιοδιαθεσιμότητας της
αταζαναβίρης. Η απορρόφηση της αταζαναβίρης είναι pH εξαρτώμενη. Αν
και δεν έχει μελετηθεί, παρόμοια αποτελέσματα αναμένονται με άλλους
αναστολείς αντλιών πρωτονίων. Επομένως τα PPIs, συμπεριλαμβανομένου
της ραμπεπραζόλης, δεν πρέπει να συγχορηγούνται με αταζαναβίρη
(βλέπε παράγραφο 4.4).
4.6 Kύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Δεν έχει καθοριστεί η ασφάλεια της ραμπεπραζόλης κατά τη διάρκεια της
ανθρώπινης εγκυμοσύνης. Μελέτες αναπαραγωγής που διεξήχθησαν σε
αρουραίους και κουνέλια δεν έχουν αποκαλύψει κανένα στοιχείο
μειωμένης γονιμότητας ή βλάβης στο έμβρυο εξαιτίας της νατριούχου
ραμπεπραζόλης, αν και παρατηρήθηκε μικρή εμβρυοπλακουντιακή
5
μεταφορά σε αρουραίους. Το BEPRASYN δεν ενδείκνυται κατά τη
διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Θηλασμός
Δεν είναι ακόμα γνωστό εάν η νατριούχος ραμπεπραζόλη εκκρίνεται στο
ανθρώπινο γάλα, λόγω απουσίας μελετών σε θηλάζουσες γυναίκες. Η
ραμπεπραζόλη εντούτοις εκκρίνεται στο γάλα αρουραίων. Επομένως το
BEPRASYN δεν ενδείκνυται κατά τη διάρκεια του θηλασμού.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανών
Με βάση τις φαρμακοδυναμικές ιδιότητες και το προφίλ των
ανεπιθύμητων ενεργειών, είναι απίθανο το BEPRASYN να έχει κάποια
επίδραση στην ικανότητα οδήγησης ή την ικανότητα χρήσης
μηχανημάτων. Εάν εντούτοις, η επαγρύπνηση είναι εξασθενισμένη λόγω
υπνηλίας, συνιστάται να αποφεύγονται η οδήγηση και η χρήση
πολύπλοκων μηχανημάτων.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες, κατά τη διάρκεια
των ελεγχόμενων κλινικών δοκιμών με τη ραμπεπραζόλη ήταν
πονοκέφαλος, διάρροια, κοιλιακός πόνος, ασθένεια, μετεωρισμός,
εξάνθημα και ξηροστομία. Η πλειοψηφία των ανεπιθύμητων γεγονότων
που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια των κλινικών μελετών ήταν ήπια ή
μέτρια σε σοβαρότητα,, και παρέρχονται φυσικά.
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν αναφερθεί από τις κλινική
δοκιμές και την μετεγκριτική εμπειρία.
Οι συχνότητες καθορίζονται ως: συχνές (>1/100, <1/10), όχι συχνές (>
1/1.000, <1/100), σπάνιες (>1/10.000, <1/1000) και πολύ σπάνιες
( <1/10.000).
System Organ
Class
Συχνές
Όχι
συχνές
Σπάνιες
Πολύ
σπάνιες
Άγνωστες
Λοιμώξεις και
Μολύνσεις
Λοίμωξη
Διαταραχές
του αίματος
και του
Ουδετεροπενία
Λευκοπενία
Θρομβοκυτοπεν
ία
Λευκοκύττωση
6
λεμφατικού
συστήματος
Διαταραχές
του
ανοσοποιητικ
ού
συστήματος
Υπερευαισθησια
1,2
Διαταραχές
του
μεταβολισμού
και της
διατροφής
Ανορεξία Υπονατριαιμί
α
Ψυχιατρικές
διαταραχές
Αϋπνία Νευρικότητ
α
Κατάθλιψη Σύγχυση
Διαταραχές
του νευρικού
συστήματος
Πονοκέφαλο
ς
Ίλιγγος
Υπνηλία
Διαταραχές
των ματιών
Οπτική
διαταραχή
Αγγειακές
διαταραχές
Περιφερικό
οίδημα
Αναπνευστικέ
ς, θωρακικές
και
μεσοθωρακικέ
ς διαταραχές
Βήχας
Φαρυγγίτιδα
Ρινίτιδα
Βρογχίτιδα
Ιγμορίτιδα
Γαστρεντερικ
ές διαταραχές
Διάρροια
Εμετός
Ναυτία
Κοιλιακό
άλγος
Δυσκοιλιότη
τα
Μετεωρισμό
ς
Δυσπεψία
Ξηροστομί
α
Ερευγμός
Γαστρίτιδα
Στοματίτιδα
Διαταραχές της
γεύσης
Ηπατο-
χολικες
διαταραχές
Ηπατίτιδα
Ίκτερος
Ηπατική
εγκεφαλοπάθει
α
3
Διαταραχές
του δέρματος
Εξάνθημα
Ερυθημα
2
Κνησμός
Πολύμορφ
ο ερύθημα
7
και του
υποδόριου
ιστού
Ιδρώτας
Φυσαλιδώδεις
αντιδρασεις
2
Τοξική
επιδερμικ
ή
νεκρόλυσ
η (TEN)
Σύνδρομο
Stevens-
Johnson
(SJS)
Διαταραχές
του οστεο-
μυικου και
συνδετικού
ιστού και των
οστών
Μη-
συγκεκριμεν
ο άλγος
Άλγος της
πλάτης
Μυαλγία
Κράμπες
των ποδιών
Αρθραλγία
Νεφρικές και
ουρικές
διαταραχές
Λοίμωξη
της
ουρικής
οδού
Διάμεση
νεφρίτιδα
Διαταραχές
του
αναπαραγωγι
κού
συστήματος
και των
μαστών
Γυναικομαστ
ία
Γενικές
διαταραχές
και
καταστάσεις
συνδεδεμένες
με την οδό
χορήγησης
Κόπωση
Ασθένεια
όμοια με
γρίπη
Θωρακικό
άλγος
Κρυολόγημ
α
Πυρεξία
Έρευνες Αυξημένα
ηπατικά
ενζυμα
3
Αύξηση βάρους
1
περιλαμβάνει την διόγκωση του προσώπου, υπόταση και δύσπνοια
2
ερύθημα, φυσαλιδώδεις αντιδράσεις και αντιδράσεις υπερευαισθησίας συνήθως επιλύονται με τη
διακοπή της θεραπείας
3
υπήρξαν σπάνιες αναφορές ηπατικής εγκεφαλοπάθειας σε ασθενείς με υποκρυπτόμενη κίρρωση. Στη
θεραπεία των ασθενών με σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία ο συνταγογράφος πρέπει να ασκήσει
προσοχή όταν ξεκινήσει την θεραπεία με BEPRASYN (βλέπε την παράγραφο 4.4).
4.9 Υπερδοσολογία
Η μέχρι σήμερα εμπειρία με τη σκόπιμη ή τυχαία υπερβολική δόση είναι
περιορισμένη. Η μέγιστη έκθεση στο φάρμακο δεν έχει υπερβεί τα 60mg
δύο φορές την ημέρα, ή 160mg μία φορά την ημέρα. Οι επιπτώσεις είναι
γενικά ελάχιστες, αντιπροσωπεύουν τις γνωστές ανεπιθύμητες ενέργειες
και είναι αναστρέψιμες χωρίς περαιτέρω ιατρική επέμβαση. Δεν είναι
8
γνωστό κανένα ειδικό αντίδοτο. Η νατριούχος ραμπεπραζόλη συνδέεται
εκτενώς με τις πρωτεΐνες του πλάσματος και επομένως δεν μπορεί να
απομακρυνθεί με αιμοκάθαρση. Όπως σε κάθε περίπτωση υπερβολικής
δοσολογίας, η αντιμετώπιση πρέπει να είναι συμπτωματική και πρέπει να
χρησιμοποιηθούν γενικά υποστηρικτικά μέτρα.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική Κατηγορία: Αναστολέας αντλίας πρωτονίων
Κωδικός ATC: A02B C04
Μηχανισμός δράσης:
Η νατριούχος ραμπεπραζόλη ανήκει στην κατηγορία αντι-εκκριτικών
φαρμάκων, στις υποκατεστημένες βενζιμιδαζόλες, που δεν παρουσιάζουν
ιδιότητες αντιχολινεργικές ή των H2-ανταγωνιστών της ισταμίνης, αλλά
αναστέλλουν τη γαστρική όξινη έκκριση με την ειδική αναστολή του
ενζύμου Η+/K+-ATPαση (την αντλία οξέων ή πρωτονίων). Η αναστολή
είναι εξαρτώμενη από τη δόση και επηρεάζει την αναστολή και της
βασικής και της ενεργοποιημένης έκκρισης του γαστρικού οξέος,
ανεξάρτητα από το ερέθισμα. Οι μελέτες σε πειραματόζωα υποδηλώνουν
ότι μετά τη χορήγηση, η νατριούχος ραμπεπραζόλη εξαφανίζεται
γρήγορα τόσο από το πλάσμα όσο και από τη γαστρική βλεννογόνο. Ως
αδύνατη βάση, η ραμπεπραζόλη απορροφάται γρήγορα μετά από τις
επαναλαμβανόμενες χορηγήσεις και συγκεντρώνεται στο όξινο
περιβάλλον των τοιχωματικών κυττάρων. Η ραμπεπραζόλη μετατρέπεται
στην ενεργή σουλφοναμιδική μορφή μέσω της πρωτωνίωσης και
επομένως αντιδρά με τις διαθέσιμες κυστεΐνες τις αντλίας πρωτονίων.
Δράση στην έκκριση γαστρικού οξέος:
Μετά την από του στόματος χορήγηση μιας δόσης των 20mg της
νατριούχου ραμπεπραζόλης, η έναρξη της αντιεκκριτικής δράσης
εμφανίζεται μέσα σε μια ώρα, με τη μέγιστη επίδραση να εμφανίζεται
μέσα σε δύο έως τέσσερις ώρες. Η αναστολή της βασικής και της
ενεργοποιημένης από την τροφή όξινης έκκρισης, 23 ώρες μετά από την
πρώτη δόση της νατριούχου ραμπεπραζόλης, είναι 69% και 82%
αντίστοιχα και η διάρκεια της αναστολής διαρκεί μέχρι 48 ώρες. Η
ανασταλτική επίδραση της νατριούχου ραμπεπραζόλης στην όξινη
έκκριση αυξάνεται ελαφρώς με την επαναλαμβανόμενη εφάπαξ-
καθημερινη χορήγηση της δόσης, επιτυγχάνοντας την σταθερή
κατάσταση αναστολής μετά από τρεις ημέρες. Όταν το φάρμακο
διακόπτεται, η εκκριτική δραστηριότητα ομαλοποιείται σε 2 έως 3
ημέρες.
Αποτελέσματα της γαστρίνης του ορού:
9
Στις κλινικές μελέτες οι ασθενείς λάμβαναν 10 ή 20mg της νατριούχου
ραμπεπραζόλης μια φορά καθημερινά, για μία διάρκεια μέχρι και 43
μήνες. Τα επίπεδα γαστρίνης του ορού αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια των
πρώτων 2 έως 8 εβδομάδων απεικονίζοντας την ανασταλτική επίδραση
στην όξινη έκκριση και παρέμειναν σταθερά ενώ η θεραπεία συνεχίστηκε.
Οι τιμές της γαστρίνης επέστρεψαν στα προ-θεραπείας επίπεδα, συνήθως
μέσα σε 1 έως 2 εβδομάδες μετά από την διακοπή της θεραπείας.
Τα ανθρώπινα γαστρικά δείγματα βιοψιών από το άντρον και το βυθό σε
πάνω από 500 ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία με ραμπεπραζόλη ή με
φάρμακο σύγκρισης για μέχρι και 8 εβδομάδες δεν ανίχνευσαν αλλαγές
στην ιστολογία των κυττάρων ECL, στο βαθμό γαστρίτιδας, στην
επίπτωση της ατροφικής γαστρίτιδας, στην εντερική μεταπλασία ή την
κατανομή της λοίμωξης από Η. pylori. Σε πάνω από 250 ασθενείς που
ακολούθησαν 36 μήνες συνεχούς θεραπείας, δεν παρατηρήθηκε καμία
σημαντική αλλαγή.
Άλλες επιδράσεις:
Συστηματικές επιδράσεις της νατριούχου ραμπεπραζόλης στο ΚΝΣ,
καρδιαγγειακό και αναπνευστικό σύστημα, δεν έχουν βρεθεί μέχρι
σήμερα.
Η νατριούχος ραμπεπραζόλη, που χορηγήθηκε σε από του στόματος
δόσεις των 20mg για 2 εβδομάδες, δεν είχε καμία επίδραση στη
λειτουργία του θυρεοειδή, στο μεταβολισμό των υδατανθράκων, ή στα
κυκλοφορόντα επίπεδα της παραθυρεοειδούς ορμόνης, της κορτιζόλης,
οιστρογόνου, τεστοστερόνης, προλακτίνης, χολεκυστοκινίνης,
σεκρετίνης, γλυκαγόνου, ενεργοποιητική ορμόνη θυλακίου (FSH),
λουτεΐνικη ορμόνη (LH), ρενίνη, αλδοστερόνη ή η σωματοτροπική ορμόνη.
Οι μελέτες σε υγιή άτομα έχουν δείξει ότι η νατριούχος ραμπεπραζόλη
δεν έχει κλινικά σημαντικές αλληλεπιδράσεις με την αμοξικιλλίνη. Η
Ραμπεπραζόλη δεν επηρεάζει δυσμενώς τις συγκεντρώσεις πλάσματος
της αμοξικιλλίνη ή της κλαριθρομυκίνης όταν συνχορηγούνται με σκοπό
την καταπολέμηση της λοίμωξης από Η. pylori του ανώτερου
γαστρεντερικού σωλήνα.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση:
Το BEPRASYN είναι ένα γαστρο-ανθεκτικο δισκίο της νατριούχου
ραμπεπραζόλης. Αυτή η σύνθεση είναι απαραίτητη επειδή η
ραμπεπραζόλη αδρανοποιείται σύντομα από το γαστρικό οξύ. Η
απορρόφηση της ραμπεπραζόλης επομένως αρχίζει μόνο όταν το δισκίο
φεύγει από το στομάχι. Η απορρόφηση είναι γρήγορη, και η μέγιστη
συγκέντρωση της ραμπεπραζόλης εμφανίζεται περίπου 3.5 ώρες μετά από
10
μια εφάπαξ δόση των 20mg. Οι μέγιστες συγκεντρώσεις πλάσματος (C
max
)
της ραμπεπραζόλης και AUC είναι γραμμικές πάνω από το όριο δόσεων
από 10mg έως 40mg. Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα μιας από του
στόματος εφάπαξ δόσης των 20mg (έναντι της ενδοφλέβιας χορήγησης)
είναι περίπου 52% και οφείλεται σε μεγάλο μέρος στον μεταβολισμό.
Επιπλέον η βιοδιαθεσιμότητα δεν εμφανίζεται να αυξάνεται με την
επαναλαμβανομένη χορήγηση. Στους υγιείς εθελοντές η ημιζωή
πλάσματος είναι περίπου μια ώρα (μέσος όρος από 0.7 έως 1.5 ώρες), και
η συνολική κάθαρση υπολογίζεται να είναι 283 ± 98 ml/min. Δεν υπήρξε
καμία κλινικά σχετική αλληλεπίδραση με τη λήψη τροφής. Ούτε η λήψη
τροφής ούτε η ώρα λήψης της θεραπείας έχουν επίδραση στην
απορρόφηση της νατριούχου ραμπεπραζόλης.
Κατανομή
Η νατριούχος ραμπεπραζόλη συνδέεται κατά περίπου 97% με τις
πρωτεΐνες του πλάσματος.
Μεταβολισμός και έκκριση:
Η νατριούχος ραμπεπραζόλη, όπως συμβαίνει με άλλα μέλη της
κατηγορίας των αναστολέων αντλιών πρωτονίων (PPI), μεταβολίζεται
μέσω του ηπατικού κυτοχρώματος P450 (CYP450). Οι μελέτες in vitro σε
ανθρώπινα ηπατικά ριβοσωμάτια έδειξαν ότι η νατριούχος ραμπεπραζόλη
μεταβολίζεται από τα ισοένζυμα του CYP450 (CYP2C19 και CYP3A4). Σε
αυτές τις μελέτες, στις αναμενόμενες συγκεντρώσεις στο ανθρώπινο
πλάσμα, η ραμπεπραζόλη ούτε προκαλεί ούτε εμποδίζει το CYP3A4. Αν
και οι μελέτες δεν μπορούν πάντα να προβλέψουν την in vivo κατάσταση,
αυτά τα ευρήματα δείχνουν ότι δεν αναμένεται καμία αλληλεπίδραση
μεταξύ του ραμπεπραζόλης και της κυκλοσπορίνης. Στους ανθρώπους οι
κύριοι μεταβολίτες του πλάσματος είναι ο θειο-αίθερας (M1) και το
καρβοξυλικό οξύ (M6) ενώ οι δευτερεύοντες μεταβολίτες το σουλφόνιο
(M2), ο απομεθυλιωμένος θειο-αιθέρας (M4) και το συζευγμένο
μερκαπτουρικό οξύ (M5), που παρατηρούνται σε χαμηλότερα επίπεδα.
Μόνο ο απομεθυλιωμένος μεταβολίτης (Μ3) αναπτύσσει μια χαμηλή αντι-
εκκριτική δραστηριότητα, αλλά δεν είναι παρών στο πλάσμα.
Μετά από μια από του στόματος εφάπαξ δόση των 20mg της νατριούχου
ραμπεπραζόλης σημασμένη με
14
C, δεν υπήρξε έκκριση αμετάβλητου
φαρμάκου στα ούρα. Περίπου 90% της δόσης αποβλήθηκε στα ούρα
κυρίως ως δύο μεταβολίτες: ένα συζευγμένο μερκαπτουρικό οξύ (M5) και
ένα καρβοξυλικό οξύ (M6), μαζί με δύο άγνωστους μεταβολίτες. Το
υπόλοιπο της δόσης ανακτήθηκε στα κόπρανα.
Γένος:
11
Προσαρμοσμένη στη μάζα σώματος και το ύψος, δεν υπάρχει καμία
σημαντική διαφορά φύλου όσον αφορά τις φαρμακοκινητικές
παραμέτρους μετά από μια εφάπαξ δόση των 20mg ραμπεπραζόλης.
Νεφρική δυσλειτουργία:
Σε ασθενείς με σταθερή, τελικού σταδίου, νεφρική ανεπάρκεια που
απαιτεί αιμοδιάλυση (κάθαρση 5ml/min/1.73m
2
κρεατινίνης), η διάθεση
της ραμπεπραζόλης ήταν πολύ όμοια με αυτήν στους υγιείς εθελοντές. Η
AUC και η C
max
σε αυτούς τους ασθενείς ήταν περίπου 35% χαμηλότερες
από τις αντίστοιχες παραμέτρους στους υγιείς εθελοντές. Η μέση ημιζωή
της ραμπεπραζόλης ήταν 0.82 ώρες στους υγιείς εθελοντές, 0.95 ώρες
στους ασθενείς κατά τη διάρκεια της αιμοδιάλυσης και 3.6 ώρες μετά τη
διάλυση. Η κάθαρση του φαρμάκου στους ασθενείς με νεφρική νόσο που
απαιτεί αιμοδιάλυση ήταν περίπου διπλασία από αυτή στους υγιείς
εθελοντές.
Ηπατική δυσλειτουργία:
Μετά από μια εφάπαξ δόση των 20mg ραμπεπραζόλης στους ασθενείς με
χρόνια ήπια έως μέτρια ηπατική δυσλειτουργία, η AUC διπλασιάστηκε και
η ημιζωή της ραμπεπραζόλης αυξήθηκε κατά 2-3 φορές έναντι των υγιών
εθελοντών. Εντούτοις, μετά από μια δόση των 20mg καθημερινά για 7
ημέρες η AUC είχε αυξηθεί κατά 1.5 φορές και η C
max
μόνο κατά 1.2
φορές. Η ημιζωή της ραμπεπραζόλης στους ασθενείς με ηπατική
δυσλειτουργία ήταν 12.3 ώρες έναντι των 2.1 ωρών στους υγιείς
εθελοντές. Η φαρμακοδυναμική ανταπόκριση (γαστρικός έλεγχος pH) στις
δύο ομάδες ήταν κλινικά συγκρίσιμη.
Ηλικιωμένοι:
Η αποβολή της ραμπεπραζόλης ήταν κάπως μειωμένη στους
ηλικιωμένους. Μετά από 7 ημέρες καθημερινής χορήγησης 20mg της
νατριούχου ραμπεπραζόλης, η AUC κατά προσέγγιση διπλασιάστηκε, η
C
max
αυξήθηκε κατά 60% και η t½ αυξήθηκε κατά περίπου 30% σε
σύγκριση με τους νέους υγιείς εθελοντές. Εντούτοις δεν υπήρξε κανένα
στοιχείο συσσώρευσης της ραμπεπραζόλης.
CYP2C19 πολυμορφισμός:
Μετά από μια καθημερινή δόση των 20mg ραμπεπραζόλης για 7 ημέρες,
οι βραδείς μεταβολιστές του CYP2C19, είχαν την AUC και την t ½ κατά
προσέγγιση 1.9 και 1.6 φορές περισσότερο των αντίστοιχων παραμέτρων
των εκτενών μεταβολιστών ενώ η C
max
είχε αυξηθεί μόνο κατά 40%.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
12
Προκλινικά δεδομένα παρατηρήθηκαν μόνο σε εκθέσεις στο φάρμακο που
υπέρβαιναν αρκετά τη μέγιστη ανθρώπινη ανοχή, που προκαλούν
ανησυχίες για την ανθρώπινη ασφάλεια, αμελητέες για τα ζώα.
Οι μελέτες γονοτοξικότητας εμφάνισαν διφορούμενα αποτελέσματα. Οι
μελέτες στα κύτταρα λεμφώματος ποντικιών ήταν θετικές, αλλά οι in vivo
μικροπυρήνες και οι in vivo και in vitro δοκιμές επιδιόρθωσης του DNA ήταν
αρνητικές. Οι μελέτες καρκινογένεσης δεν αποκάλυψαν κανέναν
πρόσθετο κίνδυνο για τους ανθρώπους.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Πυρήνας
δισκίου
: mannitol, magnesium oxide, low substituted hydroxypropyl
cellulose, povidonek29/32, magnesium stearate,
Εσωτερική
επικάλυψη
: ethylcellulose, magnesium oxide,
Εντερική
επικάλυψη
: metacrylic acid-ethyl acrylate copolymer, polysorbate 80,
sodium laurel sulphate, talc, propylene glycol, titanium dioxide (e171), yellow iron
oxide (e172), red iron oxide (e172) (μονο στα 10mg).
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
Τρία (3) έτη.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Διατηρείται σε θερμοκρασία κάτω των 25
0
C.
Διατηρείται στην αρχική συσκευασία προκειμένου να προστατευτεί από
την υγρασία.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
13
Τα δισκία συσκευάζονται σε Al/Al blisters ή σε HDPE φιαλίδια με
τυπωμένα τα χαρακτηριστικά του προϊόντος και της παρτίδας. Κάθε
κουτί περιέχει 14 ή 28 δισκία και μία οδηγία χρήσης.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Καμία ειδική υποχρέωση.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
ΦΑΡΜΑΣΥΝ Α.Ε., Μονής Δαμάστας 6 Περιστέρι 121 33
Τηλ.: 210-5777140, Fax: 210-5788791
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
14