Η ροπιβακαΐνη παρουσιάζει πλήρη και διφασική απορρόφηση από τον επισκληρίδιο χώρο,
με χρόνους ημίσειας ζωής των δύο φάσεων της τάξεως των 14 λεπτών και 4 ωρών, σε
ενήλικες. Η βραδεία απορρόφηση επιβραδύνει το ρυθμό απομάκρυνσης της ροπιβακαΐνης,
πράγμα που εξηγεί τη βραδύτερη απομάκρυνση μετά από επισκληρίδια χορήγηση συγκριτικά
με την ενδοφλέβια χορήγηση.
Η ροπιβακαΐνη έχει μέση ολική κάθαρση πλάσματος 440 ml/min, νεφρική κάθαρση 1 ml/min,
όγκο κατανομής σε σταθερή κατάσταση (steady state) 47 λίτρα και τελικό χρόνο ημίσειας
ζωής 1.8 ώρες μετά από ενδοφλέβια χορήγηση. Η ροπιβακαΐνη έχει ενδιάμεση τιμή ηπατικής
απέκκρισης περίπου 0.4. Είναι συνδεμένη κυρίως σε α
1
-όξινη γλυκοπρωτεΐνη πλάσματος με
κλάσμα μη συνδεμένης ουσίας περίπου 6%.
Έχει παρατηρηθεί αύξηση των ολικών συγκεντρώσεων στο πλάσμα κατά τη διάρκεια
συνεχούς επισκληρίδιας και διασκαληνικής έγχυσης, η οποία σχετίζεται με μετεγχειρητική
αύξηση της α
1
-όξινης γλυκοπρωτεΐνης.
Οι διακυμάνσεις της συγκέντρωσης της μη συνδεδεμένης ουσίας, δηλαδή της φαρμακολογικά
ενεργούς ουσίας, είναι πολύ λιγότερες από την ολική συγκέντρωση στο πλάσμα.
Επειδή η ροπιβακαΐνη έχει ενδιάμεση προς χαμηλή τιμή ηπατικής αππέκρισης, ο ρυθμός της
κάθαρσης εξαρτάται από τη συγκέντρωση της αδέσμευτης ροπιβακαΐνης στο πλάσμα. Η
μετεγχειρητική αύξηση της α
1
-όξινης γλυκοπρωτεΐνης (AAG) θα μειώσει το αδέσμευτο
κλάσμα, λόγω της αυξημένης πρωτεϊνικής σύνδεσης, με αποτέλεσμα μείωση της ολικής
κάθαρσης και αύξηση της ολικής συγκέντρωσης στο πλάσμα, όπως διαπιστώνεται στις
παιδιατρικές μελέτες αλλά και στις μελέτες των ενηλίκων. Η κάθαρση της αδέσμευτης
ροπιβακαΐνης παραμένει αμετάβλητη όπως φαίνεται από τις σταθερές συγκεντρώσεις του
αδέσμευτου κλάσματος κατά τη διάρκεια της μετεγχειρητικής έγχυσης. Το αδέσμευτο κλάσμα
είναι αυτό που ευθύνεται για τις συστηματικές φαρμακοδυναμικές επιδράσεις και την
τοξικότητα.
Η ροπιβακαΐνη περνά εύκολα τον πλακούντα και αποκαθίσταται ταχέως η ισορροπία των
συγκεντρώσεων του ελεύθερου κλάσματος. Ο βαθμός της σύνδεσης με τα λευκώματα του
πλάσματος στο έμβρυο είναι μικρότερος απ’ ό,τι στη μητέρα, με αποτέλεσμα η ολική
συγκέντρωση στο πλάσμα να είναι μικρότερη στο έμβρυο απ’ ό,τι στη μητέρα.
Η ροπιβακαΐνη εμφανίζει έντονο μεταβολισμό, βασικά με αρωματική υδροξυλίωση. Συνολικά
το 86% της δόσης απεκκρίνεται με τα ούρα μετά από ενδοφλέβια χορήγηση, από την οποία
μόνο το 1% περίπου απεκκρίνεται αμετάβλητο. Ο κύριος μεταβολίτης είναι η 3-υδρόξυ
ροπιβακαΐνη, περίπου 37% του οποίου απεκκρίνεται στα ούρα, κυρίως συζευγμένος. Η
απέκκριση στα ούρα της 4-υδρόξυ-ροπιβακαΐνης, του Ν-αποαλκυλιωμένου μεταβολίτη και
του 4-υδροξυ-αποαλκυλιωμένου υπολογίζεται σε 1-3%. Το άθροισμα της συζευγμένης και μη
συζευγμένης 3-υδρόξυ ροπιβακαΐνης δίνει μόνο ανιχνεύσιμες συγκεντρώσεις στο πλάσμα.
Μία παρόμοια εικόνα μεταβολιτών έχει βρεθεί σε παιδιά άνω του ενός έτους.
Δεν υπάρχει απόδειξη για in vivo ρακεμοποίηση της ροπιβακαΐνης.
Παιδιατρική
H φαρμακοκινητική της ροπιβακαΐνης εξετάσθηκε σε μία συγκεντρωτική ανάλυση
πληθυσμού βάσει στοιχείων σε 192 παιδιά 0-12 ετών. Η κάθαρση αδέσμευτης ροπιβακαΐνης
και ΡΡΧ και ο όγκος κατανομής αδέσμευτης ροπιβακαΐνης εξαρτώνται τόσο από το σωματικό
βάρος όσο και από την ηλικία μέχρι την ωρίμανση της ηπατικής λειτουργίας, ενώ μετά,
κυρίως από το σωματικό βάρος. Η ωρίμανση της κάθαρσης της αδέσμευτης ροπιβακαΐνης
φαίνεται να ολοκληρώνεται κατά την ηλικία των 3 ετών, της ΡΡΧ κατά την ηλικία 1 έτους και
13