συνεχής έγχυση διαλυμάτων TPN που περιέχουν ασβέστιο, οι επαγγελματίες
υγείας θα μπορούσαν να εξετάσουν το ενδεχόμενο της χρήσης εναλλακτικών
αντιβακτηριακών αγωγών, με τις οποίες δεν υπάρχει παρόμοιος κίνδυνος
σχηματισμού ιζήματος. Εάν η χρήση της κεφτριαξόνης θεωρείται απαραίτητη σε
ασθενείς που απαιτούν συνεχή σίτιση, τα διαλύματα TPN και η κεφτριαξόνη
μπορούν να χορηγηθούν ταυτόχρονα, αλλά μέσω διαφορετικών γραμμών
έγχυσης σε διαφορετικές θέσεις. Εναλλακτικά, η έγχυση του διαλύματος TPN
θα μπορούσε να σταματήσει για την περίοδο έγχυσης της κεφτριαξόνης,
λαμβάνοντας υπόψη την οδηγία έκπλυσης των γραμμών έγχυσης μεταξύ των
διαλυμάτων (βλ. παραγράφους 4.5 και 6.2).
Σε ασθενείς που λαμβάνουν παρεντερική σίτιση έχει αναφερθεί σχηματισμός
ιζήματος στα πνευμονικά αγγεία, που προκάλεσε πνευμονική αγγειακή εμβολή
και αναπνευστική δυσχέρεια. Σε ορισμένα περιστατικά, η έκβαση ήταν
θανατηφόρα. Επιπλέον προσθήκη ασβεστίου και φωσφόρου ενδέχεται να έχει ως
αποτέλεσμα το σχηματισμό ιζημάτων φωσφορικού ασβεστίου (βλ. παράγραφο
6.2).
Μην προσθέτετε άλλα φαρμακευτικά προϊόντα ή άλλες ουσίες σε οποιαδήποτε
από τα συστατικά του σάκου ή στο ανασυσταμένο γαλάκτωμα χωρίς πρώτα να
επιβεβαιώσετε τη συμβατότητά τους και τη σταθερότητα του τελικού μείγματος
(ειδικότερα, τη σταθερότητα του γαλακτώματος λιπιδίων).
Ο σχηματισμός ιζημάτων ή η αποσταθεροποίηση του γαλακτώματος λιπιδίων
μπορεί να οδηγήσει σε αγγειακή απόφραξη (βλ. παραγράφους 6.2 και 6.6).
Οι σοβαρές διαταραχές ισορροπίας του ύδατος και των ηλεκτρολυτών, οι
σοβαρές καταστάσεις υπερφόρτωσης υγρών και οι σοβαρές μεταβολικές
διαταραχές πρέπει να διορθωθούν πριν την έναρξη της έγχυσης.
Όταν ξεκινά μια ενδοφλέβια έγχυση, απαιτείται ειδική κλινική παρακολούθηση.
Μόλυνση της αγγειακής προσπέλασης και σηψαιμία είναι επιπλοκές που μπορεί
να προκύψουν σε ασθενείς που λαμβάνουν παρεντερική σίτιση, ιδιαίτερα σε
περιπτώσεις ανεπαρκούς συντήρησης των καθετήρων, ανοσοκατασταλτικών
επιδράσεων της νόσου ή των φαρμάκων. Προσεχτική παρακολούθηση των
σημείων, των συμπτωμάτων και των αποτελεσμάτων των εργαστηριακών
δοκιμών για πυρετό/ρίγος, λευκοκυττάρωση, τεχνικές επιπλοκές με τη συσκευή
προσπέλασης και υπεργλυκαιμία μπορεί να βοηθήσει στην αναγνώριση των
αρχικών σταδίων μολύνσεων. Ασθενείς στους οποίους απαιτείται παρεντερική
σίτιση είναι συχνά προδιατεθειμένοι σε λοιμώδεις επιπλοκές λόγω του
υποσιτισμού ή/και της κατάστασης της υποκείμενης νόσου. Η εκδήλωση
σηπτικών επιπλοκών μπορεί να μειωθεί με αυξημένη έμφαση σε άσηπτες
τεχνικές κατά την τοποθέτηση και τη συντήρηση του καθετήρα, καθώς και
άσηπτες τεχνικές στην προετοιμασία του τελικού διαλύματος σίτισης.
Να παρακολουθούνται η ισορροπία ύδατος και ηλεκτρολυτών, η ωσμωτικότητα
του ορού, τα τριγλυκερίδια του ορού, η οξεοβασική ισορροπία, η γλυκόζη του
αίματος, οι δοκιμασίες της ηπατικής και νεφρικής λειτουργίας, οι δοκιμασίες
της πηκτικότητας και η σύνθεση του αίματος, συμπεριλαμβανομένων των
αιμοπεταλίων, καθόλη τη διάρκεια της θεραπείας.
Αυξημένα ηπατικά ένζυμα και χολόσταση έχουν αναφερθεί με παρόμοια
προϊόντα. Η παρακολούθηση της αμμωνίας ορού θα πρέπει να λαμβάνεται
υπ’όψη, εάν υπάρχουν υπόνοιες ηπατικής ανεπάρκειας.
Μεταβολικές επιπλοκές μπορεί να εμφανιστούν, εάν η πρόσληψη θρεπτικών
συστατικών δεν προσαρμόζεται στις απαιτήσεις του ασθενή ή η μεταβολική
6