Παιδιατρικός πληθυσμός
Έχει διεξαχθεί μία ελεγχόμενη μελέτη 3 μηνών με πρωταρχικό στόχο την τεκμηρίωση της ασφάλειας
του οφθαλμικού διαλύματος υδροχλωρικής δορζολαμίδης 2% σε παιδιά ηλικίας κάτω των 6 ετών. Σ'
αυτή τη μελέτη, 30 ασθενείς ηλικίας κάτω των 6 ετών και ίσης ή μεγαλύτερης των 2 ετών, στους
οποίους η ΕΟΠ δεν ελέγχθηκε επαρκώς με μονοθεραπεία με δορζολαμίδη ή τιμολόλη, έλαβαν
διάλυμα οφθαλμικών σταγόνων δορζολαμίδης/τιμολόλης στα πλαίσια μίας ανοικτής φάσης. Η
αποτελεσματικότητα σ' αυτούς τους ασθενείς δεν έχει τεκμηριωθεί. Σ' αυτή τη μικρή ομάδα ασθενών,
η χορήγηση διαλύματος οφθαλμικών σταγόνων δορζολαμίδης/τιμολόλης δύο φορές την ημέρα ήταν
γενικά καλά ανεκτή με 19 ασθενείς να έχουν ολοκληρώσει τη θεραπευτική περίοδο και 11 ασθενείς να
έχουν διακόψει λόγω χειρουργικής επέμβασης, αλλαγής της φαρμακευτικής αγωγής ή άλλων αιτιών.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Υδροχλωρική δορζολαμίδη:
Αντίθετα με τους χορηγούμενους από το στόμα αναστολείς της καρβονικής ανυδράσης, η τοπική
χορήγηση της υδροχλωρικής δορζολαμίδης επιτρέπει στη δραστική ουσία να ασκεί τη δράση της απ'
ευθείας στον οφθαλμό σε αισθητά χαμηλότερες δόσεις και ως εκ τούτου με μικρότερη συστηματική
έκθεση. Σε κλινικές μελέτες, αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της ΕΟΠ χωρίς την εμφάνιση
διαταραχών της οξεοβασικής ισορροπίας ή μεταβολών των ηλεκτρολυτών που είναι χαρακτηριστικό
των από του στόματος χορηγουμένων αναστολέων της καρβονικής ανυδράσης.
Όταν η δορζολαμίδη χορηγείται τοπικά, φθάνει στη συστηματική κυκλοφορία. Για την εκτίμηση της
πιθανής συστηματικής αναστολής της καρβονικής ανυδράσης μετά από τοπική χορήγηση,
μετρήθηκαν οι συγκεντρώσεις της δραστικής ουσίας και του μεταβολίτη της στα ερυθρά αιμοσφαίρια
και στο πλάσμα, καθώς επίσης και η αναστολή της καρβονικής ανυδράσης στα ερυθρά αιμοσφαίρια.
Κατά τη μακροχρόνια χορήγησή της, η δορζολαδίμη αθροίζεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια ως
αποτέλεσμα της εκλεκτικής σύνδεσης με την CA-II, ενώ εξαιρετικά χαμηλές συγκεντρώσεις
ελεύθερης δραστικής ουσίας παραμένουν στο πλάσμα. Η μητρική δραστική ουσία σχηματίζει ένα N-
αποαίθυλο-μεταβολίτη ο οποίος αναστέλλει την CA-II σε μικρότερο βαθμό από ότι η μητρική
δραστική ουσία, αλλά επίσης αναστέλλει και ένα λιγότερο δραστικό ισοένζυμο (CA-I). Ο μεταβολίτης
επίσης αθροίζεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια όπου συνδέεται πρωτίστως με την CA-I. Η δορζολαμίδη
συνδέεται σε μέτριο βαθμό με τις πρωτεΐνες του πλάσματος (περίπου 33%). Η δορζολαμίδη
απεκκρίνεται αμετάβλητη κυρίως με τα ούρα: ο μεταβολίτης της επίσης αποβάλλεται στα ούρα. Μετά
το τέλος της χορήγησης, η δορζολαμίδη απομακρύνεται από τα ερυθρά αιμοσφαίρια μη γραμμικά, με
αποτέλεσμα αρχικά να έχουμε ταχεία ελάττωση της συγκέντρωσης της δραστικής ουσίας, η οποία
ακολουθείται από μία φάση βραδύτερης αποβολής με χρόνο ημίσειας ζωής περίπου τέσσερις μήνες.
Όταν η δορζολαμίδη χορηγήθηκε από το στόμα ώστε να προσομοιασθεί με την υψηλότερη
συστηματική έκθεση μετά από μακροχρόνια τοπική οφθαλμική χορήγηση, σταθερή κατάσταση
επιτεύχθηκε μέσα σε 13 εβδομάδες. Στη σταθερή κατάσταση, ουσιαστικά δεν υπήρχε καθόλου
ελεύθερη δραστική ουσία ή μεταβολίτης της στο πλάσμα. Η αναστολή της CA στα ερυθρά
αιμοσφαίρια ήταν μικρότερη από εκείνη που θεωρείται απαραίτητη για τη φαρμακολογική επίδραση
στη νεφρική λειτουργία ή την αναπνοή. Παρόμοια φαρμακοκινητικά αποτελέσματα παρατηρήθηκαν
μετά από χρόνια τοπική χορήγηση υδροχλωρικής δορζολαμίδης. Ωστόσο σε μερικούς ηλικιωμένους
ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια (εκτιμώμενη κάθαρση κρεατινίνης 30-60 ml/min) βρέθηκαν
υψηλότερες συγκεντρώσεις του μεταβολίτη στα ερυθρά αιμοσφαίρια, αλλά όχι ιδιαίτερης σημασίας
διαφορές στην αναστολή της καρβονικής ανυδράσης ενώ καμία κλινικά σημαντική συστηματική
ανεπιθύμητη ενέργεια δεν αποδόθηκε άμεσα σε αυτό το εύρημα.
12