Στις ασθενείς που δεν είχαν ανταποκριθεί στην ανθρακυκλίνη, η δοσεταξέλη
συγκρίθηκε με τον συνδυασμό Μιτομυκίνης C και Βινβλαστίνης (12 mg/m² κάθε
6 εβδομάδες και 6 mg/m² κάθε 3 εβδομάδες). Η δοσεταξέλη αύξησε το ποσοστό
ανταπόκρισης (33% έναντι 12%, p < 0,0001), παρέτεινε τον χρόνο έως την εξέλιξη
της νόσου (19 εβδομάδες έναντι 11 εβδομάδων, p = 0,0004) και παρέτεινε τη
συνολική επιβίωση (11 μήνες έναντι 9 μηνών, p = 0,01).
Στη διάρκεια αυτών των δύο μελετών φάσης ΙΙΙ, το προφίλ ασφάλειας της
δοσεταξέλης συμφωνούσε με το προφίλ ασφάλειας που είχε παρατηρηθεί σε μελέτες
φάσης ΙΙ (βλ. παράγραφο 4.8).
Πραγματοποιήθηκε μια ανοιχτή, πολυκεντρική, τυχαιοποιημένη μελέτη φάσης ΙΙΙ για
να συγκρίνει τη μονοθεραπεία με δοσεταξέλη και την πακλιταξέλη στη θεραπεία του
προχωρημένου καρκίνου του μαστού σε ασθενείς των οποίων η προηγούμενη
θεραπεία έπρεπε να είχε περιλάβειι ανθρακυκλίνη. Συνολικά 449 ασθενείς
τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν είτε μονοθεραπεία με δοσεταξέλη 100 mg/m² ως έγχυση
1 ώρας είτε πακλιταξέλη 175 mg/m² ως 3ωρη έγχυση. Και οι δύο αγωγές
χορηγούνταν κάθε 3 εβδομάδες.
Χωρίς να επηρεάσει το κύριο καταληκτικό σημείο, το συνολικό ποσοστό
ανταπόκρισης (32% έναντι 25%, p = 0,10), η δοσεταξέλη παρέτεινε τον διάμεσο
χρόνο έως την εξέλιξη της νόσου (24,6 εβδομάδες έναντι 15,6 εβδομάδων, p < 0,01)
και τη διάμεση επιβίωση (15,3 μήνες έναντι 12,7 μηνών, p = 0,03).
Περισσότερες ανεπιθύμητες ενέργειες βαθμού 3/4 παρατηρήθηκαν με τη
μονοθεραπεία με δοσεταξέλη (55,4%) σε σύγκριση με την πακλιταξέλη (23,0%).
Δοσεταξέλη σε συνδυασμό με δοξορουβικίνη
Πραγματοποιήθηκε μία μεγάλη τυχαιοποιημένη μελέτη φάσης ΙΙΙ, που περιελάμβανε
429 ασθενείς με μεταστατική νόσο που δεν είχαν λάβει προηγουμένως θεραπεία,
στις οποίες χορηγήθηκε δοξορουβικίνη (50 mg/m²) σε συνδυασμό με δοσεταξέλη
(75 mg/m²) (ομάδα AT) έναντι δοξορουβικίνης (60 mg/m²) σε συνδυασμό με
κυκλοφωσφαμίδη (600 mg/m²) (ομάδα AC). Και οι δύο αγωγές χορηγούνταν την
ημέρα 1 κάθε 3 εβδομάδες.
Ο χρόνος έως την εξέλιξη της νόσου (TTP) ήταν σημαντικά μεγαλύτερος στην
ομάδα ΑΤ σε σύγκριση με την ομάδα AC, p = 0,0138. Ο διάμεσος TTP ήταν
37,3 εβδομάδες (95% CI: 33,4 – 42,1) στην ομάδα ΑΤ και 31,9 εβδομάδες (95% CI:
27,4 – 36,0) στην ομάδα AC.
Το συνολικό ποσοστό ανταπόκρισης (ORR) ήταν σημαντικά μεγαλύτερο στην
ομάδα ΑΤ σε σύγκριση με την ομάδα AC, p = 0,009. To ORR ήταν 59,3% (95% CI:
52,8 – 65,9) στην ομάδα ΑΤ έναντι 46,5% (95% CI: 39,8 – 53,2) στην ομάδα AC.
Σε αυτή τη μελέτη, η ομάδα ΑΤ εμφάνισε υψηλότερη επίπτωση σοβαρής
ουδετεροπενίας (90% έναντι 68,6%), εμπύρετης ουδετεροπενίας (33,3% έναντι 10%),
λοίμωξης (8% έναντι 2,4%), διάρροιας (7,5% έναντι 1,4%), εξασθένησης (8,5%
έναντι 2,4%) και πόνου (2,8% έναντι 0%) σε σύγκριση με την ομάδα AC. Από την
άλλη μεριά, η ομάδα AC εμφάνισε υψηλότερη επίπτωση σοβαρής αναιμίας (15,8%
έναντι 8,5%) από ό,τι η ομάδα ΑΤ και, επίσης, υψηλότερη επίπτωση σοβαρής
καρδιακής τοξικότητας: συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (3,8% έναντι 2,8%),
απόλυτη μείωση LVEF ≥ 20% (13,1% έναντι 6,1%), απόλυτη μείωση LVEF ≥ 30%
(6,2% έναντι 1,1%). Θάνατος από τοξικότητα σημειώθηκε σε 1 ασθενή της ομάδας
ΑΤ (συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια) και σε 4 ασθενείς της ομάδας AC (1 λόγω
σηψαιμικού σοκ και 3 λόγω συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας). Και στις δύο
ομάδες, η ποιότητα ζωής, όπως μετρήθηκε μέσω του ερωτηματολογίου EORTC, ήταν
συγκρίσιμη και σταθερή στη διάρκεια της θεραπείας και της παρακολούθησης.
39