ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1
.
ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Helides 20 mg γαστροανθεκτικά καψάκια, σκληρά
Helides 40 mg γαστροανθεκτικά καψάκια, σκληρά
2
.
ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε καψάκιο περιέχει 20 mg εσομεπραζόλης (ως διένυδρο μαγνήσιο).
Έκδοχα με γνωστές δράσεις: κάθε καψάκιο περιέχει 8,05 mg σακχαρόζης, 1,85
μικρογραμμάρια methyl-p-hydroxybenzoate (E218) και 0,56 μικρογραμμάρια propyl-p-
hydroxybenzoate (E216).
Κάθε καψάκιο περιέχει 40 mg εσομεπραζόλης (ως διένυδρο μαγνήσιο).
Έκδοχα με γνωστές δράσεις: κάθε καψάκιο περιέχει 16,09 mg σακχαρόζης, 3,65
μικρογραμμάρια methyl-p-hydroxybenzoate (E218) και 1,1 μικρογραμμάρια propyl-p-
hydroxybenzoate (E216).
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3
.
ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Γαστροανθεκτικό καψάκιο, σκληρό
Καψάκιο με αδιαφανές κίτρινο κάλυμμα και αδιαφανές λευκό κύριο μέρος, με
χαραγμένη την ένδειξη «20 mg» με μαύρο χρώμα στο κάλυμμα, καθώς και στο
κύριο μέρος. Το καψάκιο περιέχει υπόλευκα έως γκρι σφαιρικά μικροκοκκία.
Καψάκιο με αδιαφανές κίτρινο κάλυμμα και αδιαφανές λευκό κύριο μέρος, με
χαραγμένη την ένδειξη «40 mg» με μαύρο χρώμα στο κάλυμμα, καθώς και στο
κύριο μέρος. Το καψάκιο περιέχει υπόλευκα έως γκρι σφαιρικά μικροκοκκία.
4
.
ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Τα καψάκια Helides ενδείκνυνται για:
Ενήλικες
Γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση (ΓΟΠ)
- θεραπεία της διαβρωτικής οισοφαγίτιδας από παλινδρόμηση
- μακροχρόνια αντιμετώπιση ασθενών με επουλωμένη οισοφαγίτιδα ώστε να
προληφθεί η υποτροπή
- συμπτωματική θεραπεία γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης (ΓΟΠ)
Σε συνδυασμό με κατάλληλα αντιβακτηριακά θεραπευτικά σχήματα
για την εκρίζωση του Helicobacter
pylori
και
- επούλωση του έλκους δωδεκαδακτύλου που σχετίζεται με Helicobacter
pylori
και
- πρόληψη της υποτροπής πεπτικών ελκών σε ασθενείς με έλκη που
σχετίζονται με Helicobacter
pylori
Ασθενείς οι οποίοι χρειάζονται συνεχιζόμενη αγωγή με ΜΣΑΦ
Επούλωση γαστρικών ελκών που σχετίζονται με αγωγή με ΜΣΑΦ.
Πρόληψη των γαστρικών και δωδεκαδακτυλικών ελκών που σχετίζονται με
αγωγή με ΜΣΑΦ, σε ασθενείς που διατρέχουν κίνδυνο.
Παρατεταμένη θεραπεία μετά την αποτροπή της επανεμφάνισης
πεπτικών ελκών με χρήση ενδοφλέβιων φαρμάκων.
Θεραπεία συνδρόμου Zollinger Ellison
Έφηβοι από την ηλικία των 12 ετών
Γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση (ΓΟΠ)
- θεραπεία της διαβρωτικής οισοφαγίτιδας από παλινδρόμηση
- μακροχρόνια αντιμετώπιση ασθενών με επουλωμένη οισοφαγίτιδα ώστε να
προληφθεί η υποτροπή
- συμπτωματική θεραπεία γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης (ΓΟΠ)
Σε συνδυασμό με αντιβιοτικά στη θεραπεία του δωδεκαδακτυλικού
έλκους που προκαλείται από το Helicobacter
pylori
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Ενήλικες και έφηβοι από την ηλικία των 12 ετών
Γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση (ΓΟΠ)
- θεραπεία της διαβρωτικής οισοφαγίτιδας από παλινδρόμηση
40 mg μία φορά την ημέρα επί 4 εβδομάδες.
Συνιστάται θεραπεία για επιπλέον 4 εβδομάδες για ασθενείς στους οποίους
δεν έχει επουλωθεί η οισοφαγίτιδα ή οι οποίοι έχουν επίμονα συμπτώματα.
- μακροχρόνια αντιμετώπιση ασθενών με επουλωμένη οισοφαγίτιδα ώστε να
προληφθεί η υποτροπή
20 mg μία φορά την ημέρα.
- συμπτωματική θεραπεία γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης (ΓΟΠ)
20 mg μία φορά την ημέρα σε ασθενείς χωρίς οισοφαγίτιδα. Εάν δεν έχει
επιτευχθεί ο έλεγχος των συμπτωμάτων μετά από 4 εβδομάδες, ο ασθενής θα
πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω. Όταν υποχωρήσουν τα συμπτώματα, ο
επακόλουθος έλεγχος των συμπτωμάτων μπορεί να επιτευχθεί με χρήση 20
mg μία φορά την ημέρα. Σε ενήλικες, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένα σχήμα
κατ’ επίκληση, με λήψη 20 mg μία φορά την ημέρα, όταν απαιτείται. Σε
ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με ΜΣΑΦ, οι οποίοι διατρέχουν κίνδυνο
ανάπτυξης γαστρικών και δωδεκαδακτυλικών ελκών, δεν συνιστάται ο
επακόλουθος έλεγχος συμπτωμάτων με σχήμα κατ’ επίκληση.
Ενήλικες
Σε συνδυασμό με κατάλληλα αντιβακτηριακά θεραπευτικά σχήματα
για την εκρίζωση του Helicobacter pylori και
-
επούλωση του έλκους δωδεκαδακτύλου που σχετίζεται με Helicobacter
pylori
και
-
πρόληψη της υποτροπής πεπτικών ελκών σε ασθενείς με έλκη που
σχετίζονται με Helicobacter
pylori
.
20 mg Helides σε συνδυασμό με 1 g αμοξυκιλλίνης και 500 mg κλαριθρομυκίνης,
όλα δύο φορές την ημέρα επί 7 ημέρες.
2
Ασθενείς οι οποίοι χρειάζονται συνεχιζόμενη αγωγή με ΜΣΑΦ
Επούλωση γαστρικών ελκών που σχετίζονται με αγωγή με ΜΣΑΦ: Η
συνηθισμένη δόση είναι 20 mg μία φορά την ημέρα. Η διάρκεια της θεραπείας
είναι 4-8 εβδομάδες.
Πρόληψη των γαστρικών και δωδεκαδακτυλικών ελκών που σχετίζονται με
αγωγή με ΜΣΑΦ, σε ασθενείς που διατρέχουν κίνδυνο: 20 mg μία φορά την
ημέρα.
Παρατεταμένη θεραπεία μετά την αποτροπή της επανεμφάνισης
πεπτικών ελκών με χρήση ενδοφλέβιων φαρμάκων.
40 mg μία φορά την ημέρα επί 4 εβδομάδες μετά την αποτροπή της
επανεμφάνισης πεπτικών ελκών με χρήση ενδοφλέβιων φαρμάκων.
Θεραπεία συνδρόμου Zollinger Ellison
Η συνιστώμενη αρχική δοσολογία είναι 40 mg Helides δύο φορές την ημέρα. Η
δοσολογία θα πρέπει στη συνέχεια να προσαρμόζεται στο άτομο και η θεραπεία
να συνεχίζεται για όσο διάστημα ενδείκνυται κλινικά. Με βάση τα διαθέσιμα
κλινικά δεδομένα, η πλειονότητα των ασθενών μπορούν να ελεγχθούν με δόσεις
μεταξύ 80 έως 160 mg εσομεπραζόλης ημερησίως. Με δόσεις υψηλότερες από
80 mg ημερησίως, η δόση θα πρέπει να διαιρείται και να δίνεται δύο φορές την
ημέρα.
Έφηβοι από την ηλικία των 12 ετών
Θεραπεία του δωδεκαδακτυλικού έλκους που προκαλείται από το
Helicobacter
pylori
Όταν επιλέγεται ο κατάλληλος συνδυασμός θεραπείας, θα πρέπει να
λαμβάνονται υπόψη οι επίσημες εθνικές, περιφερειακές και τοπικές
κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με τη μικροβιακή αντοχή, τη διάρκεια της
θεραπείας (πιο συχνά 7 ημέρες αλλά μερικές φορές έως 14 ημέρες) και την
κατάλληλη χρήση των αντιβακτηριακών παραγόντων. Η θεραπεία θα πρέπει να
επιβλέπεται από έναν ειδικό.
Η δοσολογική σύσταση είναι η εξής:
Βάρος Δοσολογία
30 - 40 kg Συνδυασμός με δύο αντιβιοτικά: Helides 20 mg, amoxicillin 750 mg and
clarithromycin 7,5 mg/kg σωματικού βάρους χορηγούνται όλα
ταυτόχρονα δύο φορές ημερησίως για μία εβδομάδα.
> 40 kg Συνδυασμός με δύο αντιβιοτικά: Helides 20 mg, amoxicillin 1 g and
clarithromycin 500 mg χορηγούνται όλα ταυτόχρονα δύο φορές
ημερησίως για μία εβδομάδα.
Παιδιά ηλικίας κάτω των 12 ετών
Το Helides δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε παιδιά μικρότερα από 12 ετών
εφόσον δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα.
Ειδικοί πληθυσμοί
Νεφρική δυσλειτουργία
Δεν απαιτείται προσαρμογή δόσης σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία. Λόγω
περιορισμένης εμπειρίας σε ασθενείς με βαριάς μορφής νεφρική ανεπάρκεια,
αυτοί οι ασθενείς θα πρέπει να υποβάλλονται σε θεραπεία με προσοχή. (Βλ.
παράγραφο 5.2).
Ηπατική δυσλειτουργία
3
Δεν απαιτείται προσαρμογή δόσης σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια ηπατική
δυσλειτουργία. Για τους ασθενείς με βαριάς μορφής ηπατική δυσλειτουργία, δεν
θα πρέπει να γίνεται υπέρβαση μιας μέγιστης δόσης ίσης με 20 mg Helides. (Βλ.
παράγραφο 5.2).
Ηλικιωμένοι
Δεν απαιτείται προσαρμογή δόσης στους ηλικιωμένους.
Τρόπος χορήγησης
Τα καψάκια θα πρέπει να καταπίνονται ολόκληρα με υγρά. Τα καψάκια δεν θα
πρέπει να μασώνται ή να συνθλίβονται.
Για τους ασθενείς που έχουν δυσκολία στην κατάποση, τα καψάκια μπορούν να
ανοιχτούν και το περιεχόμενό τους να διασπαρεί σε μισό ποτήρι μη
ανθρακούχου νερού. Δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται άλλα υγρά καθώς η
εντερική επικάλυψη είναι δυνατόν να διαλυθεί. Αναμείξτε και καταπιείτε το
υγρό με τα σφαιρίδια αμέσως ή εντός 30 λεπτών. Εκπλύνετε το ποτήρι με μισό
ποτήρι νερό και πιείτε το. Τα σφαιρίδια δεν πρέπει να μασώνται ή να
συνθλίβονται.
Για τους ασθενείς που δεν μπορούν να καταπιούν, το περιεχόμενο των
καψακίων μπορεί να διασπαρεί σε μη ανθρακούχο νερό και να χορηγηθεί μέσω
γαστρικού σωλήνα. Είναι σημαντικό να ελέγχεται προσεκτικά η καταλληλότητα
της επιλεγμένης σύριγγας και σωλήνα. Για τις οδηγίες παρασκευής και
χορήγησης, βλ. παράγραφο 6.6.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία, σε υποκαταστημένες βενζιμιδαζόλες ή σε
κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Η εσομεπραζόλη δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ταυτόχρονα με νελφιναβίρη
(βλ. παράγραφο 4.5).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Παρουσία οποιουδήποτε ανησυχητικού συμπτώματος (π.χ. σημαντική, μη
σκόπιμη απώλεια βάρους, υποτροπιάζοντες έμετοι, δυσφαγία, αιματέμεση ή
μέλαινες κενώσεις) και όταν υπάρχει υποψία ή παρουσία γαστρικού έλκους, θα
πρέπει να αποκλειστεί η κακοήθεια, καθώς η θεραπεία με εσομεπραζόλη
ενδέχεται να ανακουφίσει τα συμπτώματα και να καθυστερήσει τη διάγνωση.
Οι ασθενείς σε μακροχρόνια θεραπεία (ειδικά εκείνοι οι οποίοι λαμβάνουν
θεραπεία για περισσότερο από ένα έτος) θα πρέπει να παραμένουν υπό στενή
παρακολούθηση.
Οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων (Proton Pump InhibitorsPPIs), ιδιαίτερα εάν
χρησιμοποιηθούν σε υψηλές δόσεις και για μεγάλα χρονικά διαστήματα (> 1
έτος) μπορεί να αυξήσουν ελαφρώς τον κίνδυνο κατάγματος του ισχίου, του
καρπού και της σπονδυλικής στήλης, κυρίως σε ηλικιωμένους ή σε παρουσία
άλλων αναγνωρισμένων παραγόντων κινδύνου. Οι μελέτες παρατήρησης
υποστηρίζουν ότι οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων μπορεί να αυξήσουν το
συνολικό κίνδυνο κατάγματος κατά 10-40%. Μέρος αυτής της αύξησης μπορεί
να οφείλεται σε άλλους παράγοντες κινδύνου. Ασθενείς που βρίσκονται σε
κίνδυνο για οστεοπόρωση πρέπει να λαμβάνουν μέριμνα, σύμφωνα με τις
ισχύουσες κλινικές κατευθυντήριες γραμμές και θα πρέπει να λαμβάνουν
επαρκή ποσότητα βιταμίνης D και ασβεστίου.
4
Οι ασθενείς σε θεραπεία κατ’ επίκληση θα πρέπει να λάβουν οδηγίες ώστε να
έρχονται σε επαφή με τον ιατρό τους εάν αλλάξει ο χαρακτήρας των
συμπτωμάτων τους. Κατά τη συνταγογράφηση εσομεπραζόλης για θεραπεία
κατ’ επίκληση, θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο συμμετοχής της σε
αλληλεπιδράσεις με άλλες φαρμακευτικές ουσίες, λόγω των κυμαινόμενων
συγκεντρώσεων της εσομεπραζόλης στο πλάσμα. (βλ. παράγραφο 4.5).
Κατά τη συνταγογράφηση εσομεπραζόλης για την εκρίζωση του
Helicobacter
pylori
θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο πιθανών φαρμακευτικών
αλληλεπιδράσεων για όλα τα επιμέρους στοιχεία της τριπλής αγωγής. Η
κλαριθρομυκίνη είναι ένας ισχυρός αναστολέας του κυτοχρώματος CYP3A4 και,
επομένως, θα πρέπει να εξετάζονται οι αντενδείξεις και οι αλληλεπιδράσεις για
την κλαριθρομυκίνη όταν χρησιμοποιείται η τριπλή αγωγή σε ασθενείς που
λαμβάνουν ταυτόχρονα άλλα φάρμακα που μεταβολίζονται μέσω του
κυτοχρώματος CYP3A4, όπως η σισαπρίδη.
Η θεραπεία με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων ενδέχεται να οδηγήσει σε
ελαφρώς αυξημένο κίνδυνο γαστρεντερικών λοιμώξεων όπως από σαλμονέλα
και καμπυλοβακτηρίδιο (βλ. παράγραφο 5.1).
Η συγχορήγηση εσομεπραζόλης με αταζαναβίρη δεν συνιστάται (βλ. παράγραφο
4.5). Εάν κριθεί αναπόφευκτος ο συνδυασμός αταζαναβίρης με αναστολέα
αντλίας πρωτονίων, συνιστάται στενή κλινική παρακολούθηση σε συνδυασμό
με αύξηση της δόσης της αταζαναβίρης σε 400 mg με 100 mg ριτοναβίρης. Η
δόση της εσομεπραζόλης δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα 20 mg.
Η εσομεπραζόλη είναι ένας αναστολέας του CYP2C19. Κατά την έναρξη ή τη
λήξη της αγωγής με εσομεπραζόλη, θα πρέπει να εξετάζεται η πιθανότητα
αλληλεπιδράσεων με φάρμακα που μεταβολίζονται μέσω του CYP2C19. Μια
αλληλεπίδραση παρατηρείται μεταξύ της κλοπιδογρέλης και της ομεπραζόλης
(βλ. παράγραφο 4.5). Η κλινική συσχέτιση της αλληλεπίδρασης αυτής είναι
ανεξακρίβωτη. Ως προφύλαξη, η ταυτόχρονη χρήση εσομεπραζόλης και
κλοπιδογρέλης θα πρέπει να αποθαρρύνεται.
Υπομαγνησιαιμία
Σε ασθενείς που αντιμετωπίστηκαν θεραπευτικά με αναστολείς αντλίας
πρωτονίων (PPI), όπως η εσομεπραζόλη, για τουλάχιστον 3 μήνες και στις
περισσότερες περιπτώσεις για ένα έτος έχει αναφερθεί σοβαρή
υπομαγνησιαιμία. Ενδέχεται να παρουσιαστούν σοβαρές εκδηλώσεις
υπομαγνησιαιμίας, όπως κόπωση, τετανία, παραλήρημα, σπασμοί, ζάλη και
κοιλιακή αρρυθμία, οι οποίες μπορεί να ξεκινήσουν ύπουλα και να
παραβλεφθούν. Στους περισσότερους από τους ασθενείς που επηρεάσθηκαν, η
διακοπή των αναστολέων αντλίας πρωτονίων με παράλληλη θεραπεία
αντικατάστασης με μαγνήσιο, οδήγησε σε βελτίωση της υπομαγνησιαιμίας.
Οι επαγγελματίες υγείας πρέπει να σκέπτονται το ενδεχόμενο εξέτασης των
επιπέδων μαγνησίου πριν από την έναρξη της θεραπείας με αναστολείς αντλίας
πρωτονίων και περιοδικά κατά τη διάρκεια αυτής, σε ασθενείς που αναμένεται
να λάβουν αυτά τα φάρμακα για μεγάλες χρονικές περιόδους, καθώς και σε
ασθενείς που λαμβάνουν αναστολείς αντλίας πρωτονίων σε συνδυασμό με
διγοξίνη ή άλλα φάρμακα (π.χ. διουρητικά) που μπορεί να προκαλέσουν
υπομαγνησιαιμία.
Επίδραση σε εργαστηριακές εξετάσεις
Αυξημένα επίπεδα Chromogranin A (CgA) ενδέχεται να παρατηρηθούν σε κλινικές
εξετάσεις για νευρο-ενδοκρινείς όγκους. Για να αποφευχθεί η επίδραση αυτή, η
5
αγωγή εσομεπραζόλης θα πρέπει να διακοπεί για τουλάχιστον πέντε ημέρες
πριν τις μετρήσεις του CgA (βλ. παράγραφο 5.1).
Η εσομεπραζόλη, όπως όλα τα φάρμακα που αποκλείουν τα οξέα, πιθανώς να
μειώσει την απορρόφηση της βιταμίνης Β12 (κυανοκοβαλαμίνη) λόγω ύπο- ή
αχλωρυδρίας. Αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε ασθενείς με μειωμένες
σωματικές αποθήκες ή με παράγοντες κινδύνου για μειωμένη απορρόφηση
βιταμίνης Β12 σε μακροχρόνια θεραπεία.
Υποξύς δερματικός ερυθηματώδης λύκος (ΥΔΕΛ)
Οι αποκλειστές αντλίας πρωτονίων σχετίζονται με σπάνια περιστατικά
υποξέως δερματικού ερυθηματώδους λύκου. Εάν παρατηρηθούν βλάβες, ιδίως
σε περιοχές του δέρματος που εκτίθενται στον ήλιο, συνοδευόμενες από
αρθραλγία, ο ασθενής πρέπει να αναζητήσει άμεσα ιατρική βοήθεια και οι
επαγγελματίες του τομέα της υγείας πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο
διακοπής της χορήγησης του Helides. Η εμφάνιση οξέος δερματικού
ερυθηματώδους λύκου μετά από τη χορήγηση αποκλειστή αντλίας πρωτονίου
ενδέχεται να αυξάνει τον κίνδυνο οξέος δερματικού ερυθηματώδους λύκου με
άλλους αποκλειστές αντλίας πρωτονίου.
Σακχαρόζη
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει σακχαρόζη. Οι ασθενείς με σπάνια
κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη φρουκτόζη, δυσαπορρόφησης
γλυκόζης-γαλακτόζης ή ανεπάρκειας σακχαράσης-ισομαλτάσης δεν θα πρέπει
να λαμβάνουν αυτό το φάρμακο.
Παραϋδροξυβενζοϊκά
Αυτό το προϊόν περιέχει παραϋδροξυβενζοϊκά, τα οποία ενδέχεται να
προκαλέσουν αλλεργικές αντιδράσεις (πιθανώς καθυστερημένες).
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Μελέτες αλληλεπίδρασης έχουν διεξαχθεί μόνο σε ενήλικες.
Επιδράσεις της εσομεπραζόλης στη φαρμακοκινητική άλλων φαρμάκων
Φαρμακευτικά προϊόντα με απορρόφηση που εξαρτάται από το pH
Η καταστολή του γαστρικού οξέος κατά τη διάρκεια της θεραπείας με
εσομεπραζόλη και άλλους PPIs ενδέχεται να αυξήσει ή να μειώσει την
απορρόφηση φαρμακευτικών προϊόντων των οποίων η απορρόφηση εξαρτάται
από το γαστρικό pH. Όπως και με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα που ελαττώνουν
την ενδογαστρική οξύτητα, η απορρόφηση φαρμακευτικών προϊόντων όπως η
κετοκοναζόλη, η ιτρακοναζόλη και η ερλοτινίμπη μπορεί να μειωθεί και η
απορρόφηση της διγοξίνης μπορεί να αυξηθεί κατά τη διάρκεια της θεραπείας
με εσομεπραζόλη. Η ταυτόχρονη αγωγή με ομεπραζόλη (20 mg ημερησίως) και
διγοξίνη σε υγιή άτομα αύξησε τη βιοδιαθεσιμότητα της διγοξίνης κατά 10%
(έως 30% σε δύο από τα δέκα άτομα). Τοξικότητα από τη διγοξίνη έχει σπάνια
αναφερθεί.
Ωστόσο, προσοχή πρέπει να δίνεται όταν η εσομεπραζόλη δίνεται σε υψηλές
δόσεις σε ηλικιωμένους ασθενείς. Η θεραπευτική φαρμακευτική
παρακολούθηση της διγοξίνης θα πρέπει τότε να ενισχύεται.
Η ομεπραζόλη έχει αναφερθεί ότι αλληλεπιδρά με κάποιους αναστολείς
πρωτεασών. Η κλινική σημασία και οι μηχανισμοί πίσω από αυτές τις
6
αναφερόμενες αλληλεπιδράσεις δεν είναι πάντοτε γνωστοί. Το αυξημένο
γαστρικό pH κατά τη διάρκεια της θεραπείας με ομεπραζόλη ενδέχεται να
μεταβάλλει την απορρόφηση των αναστολέων πρωτεασών. Άλλοι πιθανοί
μηχανισμοί αλληλεπίδρασης είναι μέσω της αναστολής του κυτοχρώματος CYP
2C19. Για την αταζαναβίρη και τη νελφιναβίρη, έχουν αναφερθεί μειωμένα
επίπεδα στον ορό όταν συγχορηγούνται με ομεπραζόλη και η ταυτόχρονη
χορήγηση δεν συνιστάται. Η συγχορήγηση ομεπραζόλης (40 mg μία φορά την
ημέρα) με 300 mg αταζαναβίρης/100 mg ριτοναβίρης σε υγιείς εθελοντές
οδήγησε σε σημαντική μείωση της έκθεσης σε αταζαναβίρη (μείωση περίπου
75% σε AUC, C
max
και C
min
). Η αύξηση της δόσης της αταζαναβίρης σε 400 mg
δεν αντιστάθμισε την επίδραση της ομεπραζόλης στην έκθεση σε αταζαναβίρη.
Η συγχορήγηση ομεπραζόλης (20 mg κάθε ημέρα) με 400 mg
αταζαναβίρης/100 mg ριτοναβίρης σε υγιείς εθελοντές οδήγησε σε μείωση κατά
περίπου 30% στη έκθεση σε αταζαναβίρη συγκριτικά με την έκθεση που
παρατηρείται με τη δόση 300 mg αταζαναβίρης/100 mg ριτοναβίρης κάθε ημέρα
χωρίς λήψη 20 mg ομεπραζόλης κάθε ημέρα. Η συγχορήγηση ομεπραζόλης
(40 mg κάθε ημέρα) μείωσε τη μέση τιμή AUC, C
max
και C
min
της νελφιναβίρης κατά
36-39 % και τη μέση τιμή AUC, C
max
και C
min
για τον φαρμακολογικά δραστικό
μεταβολίτη M8 μειώθηκε κατά 75-92%. Για τη σακιναβίρη (με συνοδό
ριτοναβίρη), έχουν αναφερθεί αυξημένα επίπεδα στον ορό (80-100%) κατά τη
διάρκεια της ταυτόχρονης θεραπείας με ομεπραζόλη (40 mg κάθε ημέρα). Η
θεραπεία με 20 mg ομεπραζόλης κάθε ημέρα δεν είχε καμία επίδραση στην
έκθεση σε δαρουναβίρη (με συνοδό ριτοναβίρη) και σε αμπρεναβίρη (με συνοδό
ριτοναβίρη). Η θεραπεία με 20 mg εσομεπραζόλης κάθε ημέρα δεν είχε καμία
επίδραση στην έκθεση σε αμπρεναβίρη (με και χωρίς συνοδό ριτοναβίρη). Η
θεραπεία με 40 mg ομεπραζόλης κάθε ημέρα δεν είχε καμία επίδραση στην
έκθεση σε λοπιναβίρη (με συνοδό ριτοναβίρη). Λόγω των παρόμοιων
φαρμακοδυναμικών επιδράσεων και των φαρμακοκινητικών ιδιοτήτων της
ομεπραζόλης και της εσομεπραζόλης, η ταυτόχρονη χορήγηση εσομεπραζόλης με
αταζαναβίρη δεν συνιστάται και η ταυτόχρονη χορήγηση με εσομεπραζόλη και
νελφιναβίρη αντενδείκνυται.
Φάρμακα που μεταβολίζονται μέσω του κυτοχρώματος CYP2C19
Η εσομεπραζόλη αναστέλλει το κυτόχρωμα CYP2C19, το κύριο ένζυμο
μεταβολισμού της εσομεπραζόλης. Επομένως, όταν η εσομεπραζόλη
συνδυάζεται με φάρμακα που μεταβολίζονται από το κυτόχρωμα CYP2C19,
όπως η διαζεπάμη, η σιταλοπράμη, η ιμιπραμίνη, η κλομιπραμίνη, η φαινυτοΐνη
κ.λπ., οι συγκεντρώσεις αυτών των φαρμάκων στο πλάσμα ενδέχεται να
αυξηθούν και θα μπορούσε να χρειαστεί μείωση της δόσης. Αυτό θα πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη ειδικά όταν συνταγογραφείται η εσομεπραζόλη για αγωγή
κατ’ επίκληση. Η ταυτόχρονη χορήγηση 30 mg εσομεπραζόλης οδήγησε σε
μείωση κατά 45% στην κάθαρση της διαζεπάμης που είναι υπόστρωμα του
κυτοχρώματος CYP2C19. Η ταυτόχρονη χορήγηση 40 mg εσομεπραζόλης
οδήγησε σε αύξηση κατά 13% στα ελάχιστα επίπεδα πλάσματος της
φαινυτοΐνης σε επιληπτικούς ασθενείς. Συνιστάται η παρακολούθηση των
συγκεντρώσεων της φαινυτοΐνης στο πλάσμα όταν εισάγεται ή αποσύρεται η
θεραπεία με εσομεπραζόλη. Η ομεπραζόλη (40 mg μία φορά την ημέρα) αύξησε
τη C
max
και το AUC
τ
της βορικοναζόλης (υπόστρωμα κυτοχρώματος CYP2C19)
κατά 15% και 41%, αντίστοιχα.
Η ταυτόχρονη χορήγηση 40 mg εσομεπραζόλης σε ασθενείς οι οποίοι λάμβαναν
θεραπεία με βαρφαρίνη σε μια κλινική δοκιμή έδειξε ότι οι χρόνοι πήξης
βρίσκονταν εντός του αποδεκτού εύρους. Ωστόσο, μετά την κυκλοφορία στην
αγορά, έχουν αναφερθεί λίγες μεμονωμένες περιπτώσεις αυξημένου INR
κλινικής σημασίας κατά τη διάρκεια της ταυτόχρονης θεραπείας. Συνιστάται
παρακολούθηση κατά την έναρξη και τη λήξη ταυτόχρονης θεραπείας με
7
εσομεπραζόλη κατά τη διάρκεια της θεραπείας με βαρφαρίνη ή άλλα παράγωγα
κουμαρίνης.
Η ομεπραζόλη καθώς και η εσομεπραζόλη δρουν ως αναστολείς του CYP2C19.
Η ομεπραζόλη χορηγούμενη σε δόσεις των 40 mg, σε υγιή άτομα σε μία
διασταυρούμενη μελέτη, αύξησε το C
max
και την AUC για την σιλοσταζόλη κατά
18% και 26% αντίστοιχα, και για έναν από τους δραστικούς μεταβολίτες της
κατά 29% και 69% αντίστοιχα.
Σε υγιείς εθελοντές, η ταυτόχρονη χορήγηση 40 mg εσομεπραζόλης οδήγησε σε
αύξηση κατά 32% στο εμβαδό κάτω από την καμπύλη συγκέντρωσης στο
πλάσμα-χρόνου (AUC) και παράταση κατά 31% του χρόνου ημίσειας ζωής
αποβολής (t
1/2
) αλλά καμία σημαντική αύξηση στα μέγιστα επίπεδα σισαπρίδης
στο πλάσμα. Η ελαφριά παράταση του διαστήματος QTc που παρατηρήθηκε
μετά τη μεμονωμένη χορήγηση σισαπρίδης, δεν παρατάθηκε περαιτέρω κατά τη
χορήγηση σισαπρίδης σε συνδυασμό με εσομεπραζόλη (βλ. επίσης παράγραφο
4.4).
Η εσομεπραζόλη έχει φανεί ότι δεν έχει κλινικά σχετικές επιδράσεις στη
φαρμακοκινητική της αμοξυκιλλίνης και της κινιδίνης.
Μελέτες που αξιολόγησαν την ταυτόχρονη χορήγηση της εσομεπραζόλης και
της ναπροξένης ή της ροφεκοξίμπης δεν αναγνώρισαν τυχόν κλινικά σχετικές
φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις κατά τη διάρκεια βραχυχρόνιων μελετών.
Τα αποτελέσματα από μελέτες σε υγιή άτομα έδειξαν μία
φαρμακοκινητική (PK)/ φαρμακοδυναμική (PD) αλληλεπίδραση μεταξύ
κλοπιδογρέλης (300 mg δόση φόρτισης/75 mg ημερήσια δόση συντήρησης) και
εσομεπραζόλης (40 mg από του στόματος ημερησίως) με αποτέλεσμα την
μειωμένη έκθεση στον ενεργό μεταβολίτη της κλοπιδογρέλης κατά 40%,κατά
μέσο όρο, και καταλήγοντας σε μειωμένη μέγιστη αναστολή (ADP επαγόμενη)
της συσσώρευσης των αιμοπεταλίων κατά 14%, κατά μέσο όρο.
Όταν η κλοπιδογρέλη χορηγήθηκε μαζί με ένα συνδυασμό σταθερής δόσης
εσομεπραζόλης 20 mg + ΑΣΟ 81 mg σε σύγκριση με τη μονοθεραπεία
κλοπιδογρέλης σε μια μελέτη σε υγιή άτομα υπήρχε μειωμένη έκθεση σχεδόν
κατά 40% του ενεργού μεταβολίτη της κλοπιδογρέλης. Ωστόσο, τα μέγιστα
επίπεδα της αναστολής της (ADP επαγόμενης) συσσώρευσης των αιμοπεταλίων
σε αυτά τα άτομα ήταν τα ίδια στις ομάδες της κλοπιδογρέλης και της
κλοπιδογρέλης σε συνδυασμό με προϊόν (εσομεπραζόλη + ΑΣΟ).
Αντιφατικά δεδομένα έχουν αναφερθεί για τις κλινικές επιπτώσεις μιας ΦΚ/ΦΔ
αλληλεπίδρασης της εσομεπραζόλης αναφορικά με μείζονα καρδιαγγειακά
συμβάματα τόσο από μελέτες παρατήρησης όσο και από κλινικές μελέτες. Ως
μέτρο πρόληψης, η ταυτόχρονη χρήση κλοπιδογρέλης θα πρέπει να
αποθαρρύνεται.
Μη γνωστός μηχανισμός
Ταυτόχρονη χορήγηση της εσομεπραζόλης έχει αναφερθεί ότι αυξάνει τα
επίπεδα της τακρόλιμους στον ορό.
Όταν χορηγείται μαζί με αναστολείς αντλίας πρωτονίων, έχει αναφερθεί ότι
αυξάνει τα επίπεδα της μεθοτρεξάτης σε μερικούς ασθενείς. Στην χορήγηση
υψηλών δόσεων μεθοτρεξάτης ενδέχεται να χρειαστεί να ληφθεί υπόψη
προσωρινή αναστολή της εσομεπραζόλης.
Επιδράσεις άλλων φαρμάκων στη φαρμακοκινητική της εσομεπραζόλης
8
Η εσομεπραζόλη μεταβολίζεται μέσω των κυτοχρωμάτων CYP2C19 και CYP3A4.
Η ταυτόχρονη χορήγηση εσομεπραζόλης και ενός αναστολέα του κυτοχρώματος
CYP3A4, της κλαριθρομυκίνης (500 mg δύο φορές την ημέρα), οδήγησε σε
διπλασιασμό της έκθεσης (AUC) στην εσομεπραζόλη. Η ταυτόχρονη χορήγηση
εσομεπραζόλης και ενός συνδυαστικού αναστολέα των κυτοχρωμάτων
CYP2C19 και CYP3A4 ενδέχεται να οδηγήσει σε περισσότερο από διπλασιασμό
της έκθεσης στην εσομεπραζόλη. Η βορικοναζόλη, που είναι αναστολέας των
κυτοχρωμάτων CYP2C19 και CYP3A4, αύξησε το AUC
τ
της ομεπραζόλης κατά
280%. Δεν απαιτείται τακτικά προσαρμογή δόσης της εσομεπραζόλης σε
οποιαδήποτε από αυτές τις καταστάσεις. Ωστόσο, θα πρέπει να εξετάζεται το
ενδεχόμενο προσαρμογής δόσης σε ασθενείς με βαριά ηπατική δυσλειτουργία
και εάν υπάρχει ένδειξη μακροχρόνιας θεραπείας.
Φάρμακα που είναι γνωστό ότι επάγουν το CYP2C19 ή το CYP3A4 ή και τα δύο
(όπως η ριφαμπικίνη και το βότανο St. John) ενδέχεται να οδηγήσουν σε μείωση
των επιπέδων εσομεπραζόλης στον ορό αυξάνοντας το μεταβολισμό της
εσομεπραζόλης.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Mελέτες αλληλεπίδρασης έχουν διεξαχθεί μόνο σε ενήλικες.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Για την εσομεπραζόλη, τα κλινικά δεδομένα σχετικά με τις κυήσεις που έχουν
εκτεθεί σε αυτήν είναι ανεπαρκή. Με το ρακεμικό μείγμα, την ομεπραζόλη, τα
δεδομένα σε μεγαλύτερο αριθμό εκτιθέμενων κυήσεων από επιδημιολογικές
μελέτες υποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει δυπλαστική ή εμβρυοτοξική επίδραση.
Μελέτες σε ζώα με την εσομεπραζόλη δεν υποδεικνύουν άμεσες ή έμμεσες
επιβλαβείς επιδράσεις όσον αφορά την ανάπτυξη του εμβρύου/κυήματος.
Μελέτες σε ζώα με το ρακεμικό μείγμα δεν υποδεικνύουν άμεσες ή έμμεσες
επιβλαβείς επιδράσεις όσον αφορά την κύηση, τον τοκετό ή τη μεταγεννητική
ανάπτυξη. Θα πρέπει να δίνεται προσοχή όταν συνταγογραφείται σε έγκυες
γυναίκες.
Δεν είναι γνωστό εάν η εσομεπραζόλη εκκρίνεται στο ανθρώπινο μητρικό γάλα.
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες σε θηλάζουσες γυναίκες. Επομένως, το
Helides δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια του θηλασμού.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν έχει παρατηρηθεί καμία επίδραση.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Έχουν αναγνωριστεί ή πιθανολογηθεί οι παρακάτω ανεπιθύμητες αντιδράσεις
στο φάρμακο στο πρόγραμμα κλινικών δοκιμών για την εσομεπραζόλη και μετά
την κυκλοφορία στην αγορά. Καμία από αυτές δεν αποδείχτηκε ότι σχετίζεται
με τη δόση. Οι αντιδράσεις ταξινομούνται σύμφωνα με τη συχνότητα [πολύ
συχνές >1/10, συχνές ≥1/100 έως <1/10, όχι συχνές ≥1/1000 έως <1/100,
σπάνιες ≥1/10.000 έως <1/1000, πολύ σπάνιες <1/10.000, μη γνωστές (δεν
μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα)].
Διαταραχές του
αιμοποιητικού και
λεμφικού συστήματος
Σπάνιες Λευκοπενία, θρομβοπενία
Πολύ σπάνιες Ακοκκιοκυτταραιμία,
πανκυτταροπενία
Διαταραχές του Σπάνιες Αντιδράσεις υπερευαισθησίας, π.χ.
9
ανοσοποιητικού
συστήματος
πυρετός, αγγειοοίδημα και
αναφυλακτική αντίδραση/σοκ
Διαταραχές του
μεταβολισμού και της
θρέψης
Όχι συχνές Περιφερικό οίδημα
Σπάνιες Υπονατριαιμία
Mη γνωστές Υπομαγνησιαιμία (βλ. παράγραφο
4.4) - σοβαρή υπομαγνησιαιμία
μπορεί να συσχετιστεί με
υπασβεστιαιμία. Η υπομαγνησιαιμία
μπορεί επίσης να συσχετιστεί με
υποκαλιαιμία.
Ψυχιατρικές διαταραχές Όχι συχνές Αϋπνία
Σπάνιες Ευερεθιστότητα, σύγχυση, κατάθλιψη
Πολύ σπάνιες Επιθετικότητα, ψευδαισθήσεις
Διαταραχές του νευρικού
συστήματος
Συχνές Κεφαλαλγία
Όχι συχνές Ζάλη, παραισθησία, υπνηλία
Σπάνιες Διαταραχή γεύσης
Οφθαλμικές διαταραχές Σπάνιες Θολή όραση
Διαταραχές του ωτός και
του λαβυρίνθου
Όχι συχνές Ίλιγγος
Διαταραχές του
αναπνευστικού
συστήματος, του θώρακα
και του μεσοθωρακίου
Σπάνιες Βρογχόσπασμος
Διαταραχές του
γαστρεντερικού
Συχνές Κοιλιακό άλγος, δυσκοιλιότητα,
διάρροια, μετεωρισμός,
ναυτία/έμετος
Όχι συχνές Ξηροστομία
Σπάνιες Στοματίτιδα, γαστρεντερική
καντιντίαση
Μη γνωστές Μικροσκοπική κολίτιδα
Διαταραχές του ήπατος
και των χοληφόρων
Όχι συχνές Αυξημένα ηπατικά ένζυμα
Σπάνιες Ηπατίτιδα με ή χωρίς ίκτερο
Πολύ σπάνιες Ηπατική ανεπάρκεια,
εγκεφαλοπάθεια σε ασθενείς με
προϋπάρχουσα ηπατική νόσο
Διαταραχές του δέρματος
και του υποδόριου ιστού
Όχι συχνές Δερματίτιδα, κνησμός, εξάνθημα,
κνίδωση
Σπάνιες Αλωπεκία, φωτοευαισθησία
Πολύ σπάνιες Πολύμορφο ερύθημα, σύνδρομο
Stevens-Johnson, τοξική επιδερμική
νεκρόλυση (TEN)
Μη γνωστές Υποξύς δερματικός ερυθηματώδης
λύκος (βλ. παράγραφο 4.4).
Διαταραχές του
μυοσκελετικού
συστήματος και του
συνδετικού ιστού
Όχι συχνές Κάταγμα του ισχίου, του καρπού ή
της σπονδυλικής στήλης (βλ.
παράγραφο 4.4 )
Σπάνιες Αρθραλγία, μυαλγία
Πολύ σπάνιες Μυϊκή αδυναμία
Διαταραχές των νεφρών
και των ουροφόρων οδών
Πολύ σπάνιες Διάμεση νεφρίτιδα – σε μερικούς
ασθενείς έχει αναφερθεί ταυτόχρονα
νεφρική ανεπάρκεια
Διαταραχές του
αναπαραγωγικού
Πολύ σπάνιες Γυναικομαστία
10
συστήματος και του
μαστού
Γενικές διαταραχές και
καταστάσεις της οδού
χορήγησης
Σπάνιες Αδιαθεσία, αυξημένη εφίδρωση
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν
οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του εθνικού
συστήματος αναφοράς:
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων
Μεσογείων 284
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: + 30 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος: http :// www . eof . gr
4.9. Υπερδοσολογία
Υπάρχει περιορισμένη εμπειρία έως σήμερα σχετικά με τη σκόπιμη
υπερδοσολογία. Τα συμπτώματα που περιγράφηκαν σε σχέση με δόση 280 mg
ήταν γαστρεντερικά συμπτώματα και αδυναμία. Εφάπαξ δόσεις 80 mg
εσομεπραζόλης δεν προκάλεσαν κάποιο συμβάν. Δεν είναι γνωστό κάποιο
ειδικό αντίδοτο. Η εσομεπραζόλη δεσμεύεται σε μεγάλο βαθμό στις πρωτεΐνες
του πλάσματος και δεν είναι, επομένως, εύκολα, διαλυτή. Όπως σε οποιαδήποτε
περίπτωση υπερδοσολογίας, η θεραπεία θα πρέπει να είναι συμπτωματική και
θα πρέπει να χρησιμοποιούνται γενικά υποστηρικτικά μέτρα.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Φάρμακα για διαταραχές που σχετίζονται με
οξέα, αναστολείς αντλίας πρωτονίων
Κωδικός ATC: A02B C05
Η εσομεπραζόλη είναι το S ισομερές της ομεπραζόλης και μειώνει την έκκριση
γαστρικού οξέος μέσω ενός ειδικού στοχευμένου μηχανισμού δράσης. Είναι
ειδικός αναστολέας της αντλίας οξέος στο τοιχωματικό κύτταρο. Τόσο το R-
όσο και το S-ισομερές της ομεπραζόλης έχουν παρόμοια φαρμακοδυναμική
δραστικότητα.
Μηχανισμός δράσης
Η εσομεπραζόλη είναι μια ασθενής βάση και συμπυκνώνεται και μετατρέπεται
στη δραστική μορφή στο εξαιρετικά όξινο περιβάλλον των εκκριτικών
σωληναρίων του τοιχωματικού κυττάρου, όπου αναστέλλει το ένζυμο H
+
K
+
-
ATPάση – την αντλία οξέων και αναστέλλει τη βασική, καθώς και τη διεγερμένη
έκκριση οξέος.
Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
11
Μετά τη χορήγηση δόσης 20 mg και 40 mg εσομεπραζόλης από του στόματος, η
έναρξη της δράσης πραγματοποιείται εντός μίας ώρας. Μετά από
επαναλαμβανόμενη χορήγηση 20 mg εσομεπραζόλης μία φορά την ημέρα επί
πέντε ημέρες, η μέση μέγιστη παραγωγή οξέος μετά από διέγερση
πενταγαστρίνης μειώνεται κατά 90% όταν μετράται 6-7 ώρες μετά τη χορήγηση
της δόσης κατά την ημέρα πέντε.
Μετά από πέντε ημέρες χορήγησης δόσης από του στόματος με 20 mg και 40 mg
εσομεπραζόλης, διατηρήθηκε ενδογαστρικό pH υψηλότερο από 4 για μέσο χρόνο
13 ωρών και 17 ωρών, αντίστοιχα, σε διάστημα 24 ωρών σε ασθενείς με
συμπτωματική ΓΟΠ. Η αναλογία των ασθενών που διατηρούν το ενδογαστρικό
pH υψηλότερο από 4 επί 8, 12 και 16 ώρες τουλάχιστον, αντίστοιχα, ήταν για
20 mg εσομεπραζόλης 76%, 54% και 24%. Οι αντίστοιχες αναλογίες για τα
40 mg εσομεπραζόλης ήταν 97%, 92% και 56%.
Με τη χρήση του AUC ως αναπληρωματικής παραμέτρου για τη συγκέντρωση
στο πλάσμα, έχει φανεί μια σχέση μεταξύ της αναστολής της έκκρισης οξέος
και της έκθεσης.
Θεραπευτικές επιδράσεις της αναστολής του οξέος
Η επούλωση της οισοφαγίτιδας από παλινδρόμηση με 40 mg εσομεπραζόλης
παρατηρείται σε περίπου 78% ασθενών μετά από τέσσερις εβδομάδες και σε
93% μετά από οκτώ εβδομάδες.
Η θεραπεία διάρκειας μίας εβδομάδας με 20 mg εσομεπραζόλης δύο φορές την
ημέρα και κατάλληλα αντιβιοτικά, οδηγεί σε επιτυχημένη εκρίζωση του H
.
pylori
σε περίπου 90% των ασθενών.
Μετά τη θεραπεία εκρίζωσης για μία εβδομάδα, δεν υπάρχει ανάγκη για
επακόλουθη μονοθεραπεία με αντιεκκριτικά φάρμακα για αποτελεσματική
επούλωση του έλκους και υποχώρηση των συμπτωμάτων σε μη επιπλεγμένα
έλκη δωδεκαδακτύλου.
Σε μια τυχαιοποιημένη, διπλή τυφλή κλινική μελέτη με έλεγχο εικονικού
φαρμάκου, οι ασθενείς με ενδοσκοπικά επιβεβαιωμένη αιμορραγία από πεπτικό
έλκος οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως Forrest Iα, Iβ, IIα ή IIβ (9%, 43%, 38% και 10
%, αντίστοιχα) τυχαιοποιήθηκαν ώστε να λάβουν διάλυμα εσομεπραζόλης προς
έγχυση (n=375) ή εικονικό φάρμακο (n=389). Μετά από ενδοσκοπική
αιμόσταση, οι ασθενείς έλαβαν είτε 80 mg εσομεπραζόλης ως ενδοφλέβια
έγχυση σε διάστημα 30 λεπτών ακολουθούμενη από συνεχή έγχυση 8 mg ανά
ώρα είτε εικονικό φάρμακο επί 72 ώρες. Μετά από την αρχική περίοδο 72 ωρών,
όλοι οι ασθενείς έλαβαν ανοικτή θεραπεία με 40 mg εσομεπραζόλης από του
στόματος επί 27 ημέρες για καταστολή του οξέος. Η εμφάνιση επανάληψης της
αιμορραγίας εντός 3 ημερών ήταν 5,9% στην ομάδα που έλαβε θεραπεία με
εσομεπραζόλη συγκριτικά με 10,3% για την ομάδα του εικονικού φαρμάκου.
Στις 30 ημέρες μετά τη θεραπεία, η εμφάνιση επανάληψης της αιμορραγίας στην
ομάδα που έλαβε θεραπεία με εσομεπραζόλη έναντι της ομάδας που έλαβε
θεραπεία με εικονικό φάρμακο ήταν 7,7% έναντι 13,6%.
Άλλες επιδράσεις που σχετίζονταν με αναστολή οξέος
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με αντιεκκριτικά φαρμακευτικά προϊόντα η
γαστρίνη του ορού αυξάνει ως απάντηση στη μειωμένη έκκριση οξέος. Επίσης η
CgA αυξάνεται λόγω της μειωμένης γαστρικής οξύτητας. Τα αυξημένα επίπεδα
CgA μπορεί να παρεμποδίσουν τις κλινικές εξετάσεις για νευροενδοκρινείς
όγκους. Βιβλιογραφικές αναφορές δείχνουν ότι η θεραπεία με αναστολείς
αντλίας πρωτονίων θα πρέπει να διακοπεί τουλάχιστον 5 ημέρες πριν από τη
μέτρηση CgA. Αν τα επίπεδα CgA και γαστρίνης δεν έχουν ομαλοποιηθεί μετά
12
από 5 ημέρες, οι μετρήσεις θα πρέπει να επαναληφθούν 14 ημέρες μετά τη
διακοπή της θεραπείας με εσομεπραζόλη.
Κατά τη διάρκεια μακροχρόνιας θεραπείας με εσομεπραζόλη, έχει παρατηρηθεί
τόσο σε παιδιά όσο και σε ενήλικες αυξημένος αριθμός κυττάρων ECL που
πιθανώς σχετίζονται με τα αυξημένα επίπεδα γαστρίνης ορού. Τα ευρήματα
θεωρούνται χωρίς κλινική σημασία.
Κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας θεραπείας με αντιεκκριτικά φάρμακα, έχει
αναφερθεί ότι παρατηρούνται γαστρικές αδενικές κύστεις με κάπως αυξημένη
συχνότητα. Αυτές οι αλλαγές είναι μια φυσιολογική συνέπεια της έντονης
αναστολής της έκκρισης οξέος, είναι καλοήθεις και φαίνεται ότι είναι
αναστρέψιμες.
Η μειωμένη γαστρική οξύτητα λόγω οποιουδήποτε μέσου,
συμπεριλαμβανομένων των αναστολέων της αντλίας πρωτονίων, αυξάνει τον
αριθμό των βακτηρίων στο στόμαχο που είναι φυσιολογικά παρόντα στο
γαστρεντερικό σωλήνα. Η θεραπεία με αναστολείς τις αντλίας πρωτονίων
ενδέχεται να οδηγήσει σε ελαφρώς αυξημένο κίνδυνο γαστρεντερικών
λοιμώξεων όπως από
σαλμονέλα
και
καμπυλοβακτηρίδιο
και σε
νοσοκομειακούς ασθενείς, πιθανώς επίσης από Clostridium
difficile.
Κλινική αποτελεσματικότητα
Σε δύο μελέτες με ρανιτιδίνη ως δραστική συγκριτική ουσία, η εσομεπραζόλη
κατέδειξε καλύτερη επίδραση στην επούλωση γαστρικών ελκών σε ασθενείς
που χρησιμοποιούν ΜΣΑΦ, συμπεριλαμβανομένων των εκλεκτικών ΜΣΑΦ
έναντι της κυκλοξυγενάσης-2 (COX-2).
Σε δύο μελέτες με εικονικό φάρμακο ως συγκριτική ουσία, η εσομεπραζόλη
κατέδειξε καλύτερη επίδραση στην πρόληψη γαστρικών και δωδεκαδακτυλικών
ελκών σε ασθενείς που χρησιμοποιούν ΜΣΑΦ (ηλικίας >60 και/ή με
προηγούμενο έλκος), συμπεριλαμβανομένων των εκλεκτικών ΜΣΑΦ έναντι της
κυκλοξυγενάσης-2 (COX-2).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Σε μία μελέτη σε παιδιατρικούς ασθενείς με ΓΟΠ (ηλικίας <1 έως 17 ετών) που
λάμβαναν μακροχρόνια θεραπεία με PPI, 61% των παιδιών ανέπτυξε μικρού
βαθμού υπερπλασία των κυττάρων ECL χωρίς γνωστή κλινική σημασία και
χωρίς ανάπτυξη ατροφικής γαστρίτιδας ή καρκινοειδούς.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Η εσομεπραζόλη είναι ασταθής σε όξινο περιβάλλον και χορηγείται από του
στόματος σε σφαιρίδια με επικάλυψη για αποδέσμευση στο έντερο. Η in
vivo
μετατροπή στο R-ισομερές είναι αμελητέα. Η απορρόφηση της εσομεπραζόλης
είναι ταχεία, με τα μέγιστα επίπεδα στο πλάσμα να παρατηρούνται περίπου 1-2
ώρες μετά τη δόση. Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα είναι 64% μετά από εφάπαξ
δόση 40 mg και αυξάνει σε 89% μετά από επαναλαμβανόμενη χορήγηση μία
φορά την ημέρα. Για 20 mg εσομεπραζόλης, οι αντίστοιχες τιμές είναι 50% και
68%, αντίστοιχα.
Κατανομή
Ο φαινομενικός όγκος κατανομής σε σταθερή κατάσταση, σε υγιείς ασθενείς,
είναι περίπου 0,22 l/kg σωματικού βάρους. Η εσομεπραζόλη δεσμεύεται σε
πρωτεΐνες πλάσματος κατά 97%.
13
Η πρόσληψη τροφής καθυστερεί και μειώνει την απορρόφηση της
εσομεπραζόλης μολονότι αυτό δεν έχει σημαντικό αντίκτυπο στην επίδραση της
εσομεπραζόλης στην ενδογαστρική οξύτητα.
Βιομετασχηματισμός
Η εσομεπραζόλη μεταβολίζεται πλήρως από το σύστημα του κυτοχρώματος
P450 (CYP). Το κύριο τμήμα του μεταβολισμού της εσομεπραζόλης εξαρτάται
από το πολυμορφικό CYP2C19, το οποίο είναι υπεύθυνο για το σχηματισμό
υδροξυ- μεταβολιτών και απομεθυλιωμένων μεταβολιτών της εσομεπραζόλης.
Το υπόλοιπο τμήμα εξαρτάται από μια άλλη ειδική ισομορφή, το CYP3A4, το
οποίο είναι υπεύθυνο για το σχηματισμό της σουλφόνης της εσομεπραζόλης,
του κύριου μεταβολίτη στο πλάσμα.
Αποβολή
Οι παρακάτω παράμετροι αντανακλούν κυρίως τη φαρμακοκινητική σε άτομα
με λειτουργικό ένζυμο CYP2C19, τα άτομα που παρουσιάζουν εκτεταμένο
μεταβολισμό.
Η ολική κάθαρση στο πλάσμα είναι περίπου 17 l/h μετά από εφάπαξ δόση και
περίπου 9 l/h μετά από επαναλαμβανόμενη χορήγηση. Ο χρόνος ημίσειας ζωής
αποβολής στο πλάσμα είναι περίπου 1,3 ώρες μετά από επαναλαμβανόμενη
χορήγηση δόσης μία φορά την ημέρα. Η φαρμακοκινητική της εσομεπραζόλης
έχει μελετηθεί σε δόσεις έως και 40 mg δύο φορές την ημέρα. Το εμβαδόν κάτω
από την καμπύλη συγκέντρωσης στο πλάσμα-χρόνου αυξάνει με την
επαναλαμβανόμενη χορήγηση εσομεπραζόλης. Αυτή η αύξηση είναι
δοσοεξαρτώμενη και οδηγεί σε μεγαλύτερη από αναλογική αύξηση του AUC σε
σχέση με τη δόση μετά από επαναλαμβανόμενη χορήγηση. Αυτή η εξάρτηση από
το χρόνο και τη δόση οφείλεται σε μείωση του μεταβολισμού πρώτης διόδου και
της συστηματικής κάθαρσης που πιθανώς προκαλείται από αναστολή του
ενζύμου CYP2C19 από την εσομεπραζόλη και/ή το σουλφονικό μεταβολίτη της.
Η εσομεπραζόλη αποβάλλεται πλήρως από το πλάσμα μεταξύ των δόσεων χωρίς
τάση για συσσώρευση κατά τη διάρκεια της χορήγησης μία φορά την ημέρα.
Οι κύριοι μεταβολίτες της εσομεπραζόλης δεν έχουν καμία επίδραση στην
έκκριση γαστρικού οξέος. Περίπου το 80% της δόσης εσομεπραζόλης από του
στόματος απεκκρίνεται ως μεταβολίτες στα ούρα και το υπόλοιπο στα κόπρανα.
Λιγότερο από 1% του μητρικού φαρμάκου ανευρίσκεται στα ούρα.
Ειδικοί πληθυσμοί ασθενών
Άτομα που παρουσιάζουν πτωχό μεταβολισμό
Περίπου το 2,9±1,5% του πληθυσμού στερείται λειτουργικού ενζύμου CYP2C19
και θεωρούνται άτομα που παρουσιάζουν πτωχό μεταβολισμό. Σε αυτά τα
άτομα, ο μεταβολισμός της εσομεπραζόλης πιθανώς να καταλύεται κυρίως από
το CYP3A4. Μετά την επαναλαμβανόμενη χορήγηση 40 mg εσομεπραζόλης μία
φορά την ημέρα, το μέσο εμβαδόν κάτω από την καμπύλη συγκέντρωσης στο
πλάσμα-χρόνου ήταν περίπου 100% υψηλότερο στα άτομα που παρουσιάζουν
πτωχό μεταβολισμό παρά σε ασθενείς που διαθέτουν λειτουργικό ένζυμο
CYP2C19 (άτομα που παρουσιάζουν εκτεταμένο μεταβολισμό). Οι μέσες
μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα αυξήθηκαν κατά περίπου 60%.
Αυτά τα ευρήματα δεν έχουν καμία επίπτωση στη δοσολογία της
εσομεπραζόλης.
Ηλικιωμένοι
Ο μεταβολισμός της εσομεπραζόλης δεν μεταβάλλεται σημαντικά σε
ηλικιωμένους ασθενείς (ηλικίας 71-80 ετών).
14
Φύλο
Μετά από εφάπαξ δόση 40 mg εσομεπραζόλης, το μέσο εμβαδόν κάτω από την
καμπύλη συγκέντρωσης στο πλάσμα-χρόνου είναι περίπου 30% υψηλότερο σε
γυναίκες παρά σε άνδρες. Δεν παρατηρείται διαφορά μεταξύ των φύλων μετά
από επαναλαμβανόμενη χορήγηση μία φορά την ημέρα. Αυτά τα ευρήματα δεν
έχουν επιπτώσεις στη δοσολογία της εσομεπραζόλης.
Ηπατική δυσλειτουργία
Ο μεταβολισμός της εσομεπραζόλης σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια ηπατική
δυσλειτουργία ενδέχεται να είναι μειωμένος. Ο ρυθμός του μεταβολισμού
μειώνεται σε ασθενείς με βαριά ηπατική δυσλειτουργία καταλήγοντας σε
διπλασιασμό του εμβαδού κάτω από την καμπύλη συγκέντρωσης στο πλάσμα-
χρόνου της εσομεπραζόλης. Επομένως, δεν θα πρέπει να γίνεται υπέρβαση της
μέγιστης δόσης των 20 mg σε ασθενείς με βαριά δυσλειτουργία. Η
εσομεπραζόλη ή οι κύριοι μεταβολίτες της δεν δείχνουν καμία τάση για
συσσώρευση με τη χορήγηση δόσης μία φορά την ημέρα.
Νεφρική δυσλειτουργία
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική
λειτουργία. Εφόσον ο νεφρός είναι υπεύθυνος για την απέκκριση των
μεταβολιτών της εσομεπραζόλης αλλά όχι για την αποβολή της μητρικής
ουσίας, ο μεταβολισμός της εσομεπραζόλης δεν αναμένεται να αλλάξει σε
ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Έφηβοι ηλικίας 12-18 ετών:
Μετά από επαναλαμβανόμενη χορήγηση δόσης 20 mg και 40 mg εσομεπραζόλης,
η ολική έκθεση (AUC) και ο χρόνος για την επίτευξη της μέγιστης συγκέντρωσης
του φαρμάκου στο πλάσμα (t
max
) σε άτομα ηλικίας 12 έως 18 ετών ήταν
παρόμοιοι με εκείνους σε ενήλικες και για τις δύο δόσεις εσομεπραζόλης.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα μη κλινικά δεδομένα δεν αποκαλύπτουν ιδιαίτερο κίνδυνο για τον άνθρωπο
με βάση τις συμβατικές μελέτες φαρμακολογικής ασφάλειας, τοξικότητας
επαναλαμβανόμενων δόσεων, γονοτοξικότητας, ενδεχόμενης καρκινογόνου
δράσης, τοξικότητας στην αναπαραγωγική ικανότητα και ανάπτυξη. Οι
ανεπιθύμητες ενέργειες που δεν παρατηρήθηκαν στις κλινικές μελέτες, αλλά
παρατηρήθηκαν σε ζώα σε επίπεδα έκθεσης παρόμοια με τα κλινικά επίπεδα
έκθεσης και με ενδεχόμενη σχέση με την κλινική χρήση, ήταν οι ακόλουθες:
Μελέτες καρκινογένεσης σε αρουραίους με το ρακεμικό μείγμα έδειξαν
υπερπλασία των γαστρικών κυττάρων ECL και καρκινοειδή. Αυτές οι γαστρικές
επιδράσεις στους αρουραίους είναι αποτέλεσμα της παρατεταμένης, έκδηλης
υπεργαστριναιμίας συνέπεια μειωμένης παραγωγής του γαστρικού οξέος και
παρατηρούνται μετά από μακροχρόνια θεραπεία σε αρουραίους με αναστολείς
της έκκρισης γαστρικού οξέος.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Περιεχόμενο καψακίου:
Σφαίρες σακχάρου (σακχαρόζη και άμυλο αραβοσίτου)
Υπρομελλόζη
15
Γαλάκτωμα διμεθικόνης 35% που περιέχει διμεθικόνη, προπυλο-p-
υδροξυβενζοϊκό (E216), μεθυλο-p-υδροξυβενζοϊκό (E218), σορβικό οξύ, βενζοϊκό
νάτριο, μονολαυρική σορβιτάνη πολυαιθυλενογλυκόλης, οκτυλ-φαινοξυ-
πολυαιθοξυαιθανόλη και προπυλενογλυκόλη
Πολυσορβικό 80
Μαννιτόλη
Διακετυλιωμένα μονογλυκερίδια
Τάλκης
Εναιώρημα 30% συμπολυμερούς μεθακρυλικού οξέος-αιθυλοακρυλικού (1:1)
που περιέχει συμπολυμερές μεθακρυλικού οξέος και αιθυλοακρυλικό,
λαουρυλοθειικό νάτριο και πολυσορβικό 80
Τριαιθυλοκιτρικό
Μίγμα εστέρων γλυκερόλης και πολυαιθυλενογλυκόλης με στατικό οξύ
Κέλυφος καψακίου:
Σιδήρου οξείδιο μέλαν (E172)
Κόμμεα λάκκας
Κίτρινο οξείδιο σιδήρου (E 172)
Διοξείδιο τιτανίου (E 171)
Ζελατίνη
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
Κυψέλες:
2 χρόνια
Φιάλες:
Πριν από το άνοιγμα της φιάλης: 2 χρόνια
Μετά το άνοιγμα της φιάλης: 3 μήνες
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 25 °C.
Διατηρείτε τον περιέκτη καλά κλεισμένο για να προστατεύεται από την υγρασία
(φιάλη). Φυλάσσετε στην αρχική συσκευασία για να προστατεύεται από την
υγρασία (συσκευασία τύπου κυψέλης).
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Φιάλες HDPE
που περιέχουν αποξηραντικό από πήγμα πυριτίου οξειδίου και
κλείνουν με λευκό πώμα ΡΡ. Το άνοιγμα της φιάλης σφραγίζεται με αεροστεγές
σφράγισμα αλουμινίου.
Μεγέθη συσκευασιών: 28, 30, 90 ή 98 καψάκια
Συσκευασίες τύπου κυψέλης από PA-αλουμίνιο-PVC/φύλλο αλουμινίου
Μεγέθη συσκευασιών: 3, 7, 14, 15, 25, 28, 30, 50, 56, 60, 90, 98, 100 ή 140
καψάκια
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
16
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Χορήγηση μέσω γαστρικού σωλήνα
1. Προσθέστε το περιεχόμενο ενός καψακίου σε περίπου 25 ml ή 50 ml
νερού. (Για κάποιους σωλήνες, απαιτείται διασπορά σε 50 ml νερού για να
αποτραπεί η απόφραξη του σωλήνα από τα σφαιρίδια). Αναμείξτε.
2. Αναρροφήστε το εναιώρημα σε μια σύριγγα και προσθέστε περίπου 5 ml
αέρα.
3. Αναμείξτε αμέσως τη σύριγγα για περίπου 2 λεπτά για να διασπείρετε
τα σφαιρίδια.
4. Κρατήστε τη σύριγγα με το άκρο προς τα άνω και ελέγξτε ότι δεν έχει
αποφραχθεί το άκρο.
5. Προσαρτήστε τη σύριγγα στο σωλήνα ενώ διατηρείτε την παραπάνω
θέση.
6. Ανακινήστε τη σύριγγα και τοποθετήστε την με το άκρο στραμμένο προς
τα κάτω. Εγχύστε αμέσως 5-10 ml στο σωλήνα. Αναστρέψτε τη σύριγγα
μετά την έγχυση και ανακινήστε (η σύριγγα πρέπει να διατηρείται με το
άκρο στραμμένο προς τα επάνω για να αποφύγετε την απόφραξη του
άκρου).
7. Στρέψτε τη σύριγγα με το άκρο προς τα κάτω και εγχύστε αμέσως
ακόμα 5-10 ml στο σωλήνα. Επαναλάβετε αυτή τη διαδικασία μέχρι να
αδειάσει η σύριγγα.
8. Πληρώστε τη σύριγγα με 25 ml νερού και 5 ml αέρα και επαναλάβετε το
βήμα 6 εάν είναι απαραίτητο για να εκπλύνετε τυχόν ίζημα που έχει
απομείνει στη σύριγγα. Για κάποιους σωλήνες, απαιτούνται 50 ml νερού.
Κάθε προϊόν που δεν έχει χρησιμοποιηθεί ή υπόλειμμα πρέπει να απορριφθεί
σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
Ιδιαίτερες προφυλάξεις για την απόρριψη
Καμία ειδική υποχρέωση.
7
.
ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
sanofi-aventis AEBE
Λεωφ. Συγγρού 348 – Κτίριο Α
176 74 Καλλιθέα – Αθήνα
Τηλ.: +30 210 90 01 600
8
.
ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Helides 20 mg: 32849/16-05-2011
Helides 40 mg: 32850/16-05-2011
17
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Ημερομηνία πρώτης έγκρισης: 16 Μαΐου 2011
10
.
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
07/11/2015
18
19