αναφερόμενες αλληλεπιδράσεις δεν είναι πάντοτε γνωστοί. Το αυξημένο
γαστρικό pH κατά τη διάρκεια της θεραπείας με ομεπραζόλη ενδέχεται να
μεταβάλλει την απορρόφηση των αναστολέων πρωτεασών. Άλλοι πιθανοί
μηχανισμοί αλληλεπίδρασης είναι μέσω της αναστολής του κυτοχρώματος CYP
2C19. Για την αταζαναβίρη και τη νελφιναβίρη, έχουν αναφερθεί μειωμένα
επίπεδα στον ορό όταν συγχορηγούνται με ομεπραζόλη και η ταυτόχρονη
χορήγηση δεν συνιστάται. Η συγχορήγηση ομεπραζόλης (40 mg μία φορά την
ημέρα) με 300 mg αταζαναβίρης/100 mg ριτοναβίρης σε υγιείς εθελοντές
οδήγησε σε σημαντική μείωση της έκθεσης σε αταζαναβίρη (μείωση περίπου
75% σε AUC, C
max
και C
min
). Η αύξηση της δόσης της αταζαναβίρης σε 400 mg
δεν αντιστάθμισε την επίδραση της ομεπραζόλης στην έκθεση σε αταζαναβίρη.
Η συγχορήγηση ομεπραζόλης (20 mg κάθε ημέρα) με 400 mg
αταζαναβίρης/100 mg ριτοναβίρης σε υγιείς εθελοντές οδήγησε σε μείωση κατά
περίπου 30% στη έκθεση σε αταζαναβίρη συγκριτικά με την έκθεση που
παρατηρείται με τη δόση 300 mg αταζαναβίρης/100 mg ριτοναβίρης κάθε ημέρα
χωρίς λήψη 20 mg ομεπραζόλης κάθε ημέρα. Η συγχορήγηση ομεπραζόλης
(40 mg κάθε ημέρα) μείωσε τη μέση τιμή AUC, C
max
και C
min
της νελφιναβίρης κατά
36-39 % και τη μέση τιμή AUC, C
max
και C
min
για τον φαρμακολογικά δραστικό
μεταβολίτη M8 μειώθηκε κατά 75-92%. Για τη σακιναβίρη (με συνοδό
ριτοναβίρη), έχουν αναφερθεί αυξημένα επίπεδα στον ορό (80-100%) κατά τη
διάρκεια της ταυτόχρονης θεραπείας με ομεπραζόλη (40 mg κάθε ημέρα). Η
θεραπεία με 20 mg ομεπραζόλης κάθε ημέρα δεν είχε καμία επίδραση στην
έκθεση σε δαρουναβίρη (με συνοδό ριτοναβίρη) και σε αμπρεναβίρη (με συνοδό
ριτοναβίρη). Η θεραπεία με 20 mg εσομεπραζόλης κάθε ημέρα δεν είχε καμία
επίδραση στην έκθεση σε αμπρεναβίρη (με και χωρίς συνοδό ριτοναβίρη). Η
θεραπεία με 40 mg ομεπραζόλης κάθε ημέρα δεν είχε καμία επίδραση στην
έκθεση σε λοπιναβίρη (με συνοδό ριτοναβίρη). Λόγω των παρόμοιων
φαρμακοδυναμικών επιδράσεων και των φαρμακοκινητικών ιδιοτήτων της
ομεπραζόλης και της εσομεπραζόλης, η ταυτόχρονη χορήγηση εσομεπραζόλης με
αταζαναβίρη δεν συνιστάται και η ταυτόχρονη χορήγηση με εσομεπραζόλη και
νελφιναβίρη αντενδείκνυται.
Φάρμακα που μεταβολίζονται μέσω του κυτοχρώματος CYP2C19
Η εσομεπραζόλη αναστέλλει το κυτόχρωμα CYP2C19, το κύριο ένζυμο
μεταβολισμού της εσομεπραζόλης. Επομένως, όταν η εσομεπραζόλη
συνδυάζεται με φάρμακα που μεταβολίζονται από το κυτόχρωμα CYP2C19,
όπως η διαζεπάμη, η σιταλοπράμη, η ιμιπραμίνη, η κλομιπραμίνη, η φαινυτοΐνη
κ.λπ., οι συγκεντρώσεις αυτών των φαρμάκων στο πλάσμα ενδέχεται να
αυξηθούν και θα μπορούσε να χρειαστεί μείωση της δόσης. Αυτό θα πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη ειδικά όταν συνταγογραφείται η εσομεπραζόλη για αγωγή
κατ’ επίκληση. Η ταυτόχρονη χορήγηση 30 mg εσομεπραζόλης οδήγησε σε
μείωση κατά 45% στην κάθαρση της διαζεπάμης που είναι υπόστρωμα του
κυτοχρώματος CYP2C19. Η ταυτόχρονη χορήγηση 40 mg εσομεπραζόλης
οδήγησε σε αύξηση κατά 13% στα ελάχιστα επίπεδα πλάσματος της
φαινυτοΐνης σε επιληπτικούς ασθενείς. Συνιστάται η παρακολούθηση των
συγκεντρώσεων της φαινυτοΐνης στο πλάσμα όταν εισάγεται ή αποσύρεται η
θεραπεία με εσομεπραζόλη. Η ομεπραζόλη (40 mg μία φορά την ημέρα) αύξησε
τη C
max
και το AUC
τ
της βορικοναζόλης (υπόστρωμα κυτοχρώματος CYP2C19)
κατά 15% και 41%, αντίστοιχα.
Η ταυτόχρονη χορήγηση 40 mg εσομεπραζόλης σε ασθενείς οι οποίοι λάμβαναν
θεραπεία με βαρφαρίνη σε μια κλινική δοκιμή έδειξε ότι οι χρόνοι πήξης
βρίσκονταν εντός του αποδεκτού εύρους. Ωστόσο, μετά την κυκλοφορία στην
αγορά, έχουν αναφερθεί λίγες μεμονωμένες περιπτώσεις αυξημένου INR
κλινικής σημασίας κατά τη διάρκεια της ταυτόχρονης θεραπείας. Συνιστάται
παρακολούθηση κατά την έναρξη και τη λήξη ταυτόχρονης θεραπείας με