ο αριθμός των λευκοκυττάρων. Όλοι οι ασθενείς που λαμβάνουν βανκομυκίνη
πρέπει να υποβάλλονται σε περιοδικές αιματολογικές μελέτες, ανάλυση ούρων,
δοκιμασίες για το ήπαρ και τη νεφρική λειτουργία.
Η βανκομυκίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με
αλλεργικές αντιδράσεις στην τεϊκοπλανίνη, καθώς μπορεί να εμφανιστεί
διασταυρούμενη υπερευαισθησία, συμπεριλαμβανομένου και θανατηφόρου
αναφυλακτικού σοκ.
Φάσμα αντιβακτηριακής δραστικότητας
Η βανκομυκίνη έχει φάσμα αντιβακτηριακής δραστικότητας που περιορίζεται
σε θετικούς κατά Gram οργανισμούς. Δεν είναι κατάλληλη για χρήση ως
μεμονωμένος παράγοντας για τη θεραπεία ορισμένων τύπων λοιμώξεων εκτός
εάν ο παθογόνος παράγοντας έχει ήδη τεκμηριωθεί και είναι γνωστό ότι είναι
ευαίσθητος ή υπάρχουν ικανές υπόνοιες ότι το πιθανότερο ή πιθανότερα
παθογόνα προσφέρονται για θεραπεία με βανκομυκίνη .
Η ορθολογική χρήση της βανκομυκίνης θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το
βακτηριακό φάσμα δράσης, το προφίλ ασφαλείας και την καταλληλότητα της
τυπικής αντιβακτηριακής θεραπείας για τη θεραπεία του συγκεκριμένου
ασθενούς.
Ωτοτοξικότητα
Σε ασθενείς με προηγούμενη κώφωση, οι οποίοι έλαβαν υπερβολικές
ενδοφλέβιες δόσεις ή οι οποίοι υποβάλλονται σε ταυτόχρονη θεραπεία με άλλη
ωτοτοξική δραστική ουσία όπως αμινογλυκοσίδη, έχει αναφερθεί
ωτοτοξικότητα, η οποία μπορεί να είναι παροδική ή μόνιμη (βλ. παράγραφο 4.8).
Η βανκομυκίνη θα πρέπει επίσης να αποφεύγεται σε ασθενείς με προηγούμενη
απώλεια ακοής. Στην κώφωση μπορεί να προηγηθούν εμβοές. Η εμπειρία από
άλλα αντιβιοτικά δείχνει ότι η κώφωση μπορεί να είναι προοδευτική παρά την
διακοπή της θεραπείας. Για να μειωθεί ο κίνδυνος ωτοτοξικότητας, τα επίπεδα
στο αίμα πρέπει να καθορίζονται περιοδικά και συνιστάται περιοδικός έλεγχος
της ακουστικής λειτουργίας.
Οι ηλικιωμένοι είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς σε ακουστικές βλάβες. Στους
ηλικιωμένους, κατά τη διάρκεια και μετά τη θεραπεία, πρέπει να
πραγματοποιείται παρακολούθηση της αιθουσαίας και ακουστικής λειτουργίας.
Θα πρέπει να αποφεύγεται η ταυτόχρονη ή διαδοχική χρήση άλλων ωτοτοξικών
ουσιών.
Οι ηλικιωμένοι είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς σε ακουστικές βλάβες. Στους
ηλικιωμένους, κατά τη διάρκεια και μετά τη θεραπεία, πρέπει να
πραγματοποιείται παρακολούθηση της αιθουσαίας και ακουστικής λειτουργίας.
Θα πρέπει να αποφεύγεται η ταυτόχρονη ή διαδοχική χρήση άλλων ωτοτοξικών
ουσιών.
Αντιδράσεις που σχετίζονται με την έγχυση
Η ταχεία χορήγηση βλωμού (δηλ. σε διάστημα μερικών λεπτών) μπορεί να
επιφέρει υπερβολική υπόταση (συμπεριλαμβανομένου σοκ και, σπανίως,
καρδιακού επεισοδίου), ισταμινικής μορφής αποκρίσεις και κηλιδοβλατιδώδες ή
ερυθηματώδες εξάνθημα («σύνδρομο ερυθρού ανθρώπου» ή «σύνδρομο του
ερυθρού αυχένα»). Η βανκομυκίνη θα πρέπει να εγχέεται βραδέως εντός αραιού
διαλύματος (2,5 ως 5,0 mg/ml) με ταχύτητα όχι μεγαλύτερη των 10mg/ml σε
περίοδο όχι μικρότερη από 60 λεπτά, για να αποφεύγονται ταχείες αντιδράσεις
που σχετίζονται με την έγχυση. Η διακοπή της έγχυσης συνήθως έχει ως
αποτέλεσμα την ταχεία διακοπή αυτών των αντιδράσεων.
Η συχνότητα των αντιδράσεων που σχετίζονται με την έγχυση (υπόταση,
έξαψη, ερύθημα, κνίδωση και κνησμός) αυξάνεται με την ταυτόχρονη χορήγηση
αναισθητικών παραγόντων (βλ. παράγραφο 4.5). Το σύμπτωμα αυτό μπορεί να
μειωθεί με τη χορήγηση βανκομυκίνης με έγχυση για τουλάχιστον 60 λεπτά,
Σελίδα 6 από 18