ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Vancomycin/Kabi 500 mg κόνις για πυκνό σκεύασμα για παρασκευή διαλύματος
προς έγχυση.
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε φιαλίδιο περιέχει 500 mg βανκομυκίνης υδροχλωρικής ισοδύναμης με
500.000 IU βανκομυκίνης.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Κόνις για πυκνό σκεύασμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση.
«Ένα λευκό έως υπόλευκο πορώδες συσσωμάτωμα».
Μετά την ανασύσταση προκύπτει ένα διάλυμα με pH περίπου 3.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Ενδοφλέβια χορήγηση
Η βανκομυκίνη ενδείκνυται σε όλες τις ηλικιακές ομάδες για τη θεραπεία των
ακόλουθων λοιμώξεων (βλ. παραγράφους 4.2, 4.4 και 5.1):
- πολύπλοκες λοιμώξεις του δέρματος και των μαλακών μορίων (cSSTI)
- λοιμώξεις των οστών και των αρθρώσεων
- πνευμονία της κοινότητας (CAP)
- ενδονοσοκομειακή πνευμονία (HAP), συμπεριλαμβανομένης της πνευμονίας
που συνδέεται με τον αναπνευστήρα (VAP)
- μολυσματική ενδοκαρδίτιδα
Η βανκομυκίνη ενδείκνυται επίσης σε όλες τις ηλικιακές ομάδες για
περιεπεμβατική αντιβακτηριακή προφύλαξη σε ασθενείς με υψηλό κίνδυνο
ανάπτυξης βακτηριακής ενδοκαρδίτιδας όταν υποβάλλονται σε σοβαρές
χειρουργικές επεμβάσεις.
Θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι επίσημες οδηγίες για την ορθή χρήση των
αντιβακτηριακών παραγόντων.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Όπου ενδείκνυται, η βανκομυκίνη πρέπει να χορηγείται σε συνδυασμό με
άλλους αντιβακτηριακούς παράγοντες.
Ενδοφλέβια χορήγηση
Η αρχική δόση πρέπει να βασίζεται στο συνολικό σωματικό βάρος. Οι
επακόλουθες προσαρμογές της δόσης πρέπει να βασίζονται στις συγκεντρώσεις
στον ορό για να επιτευχθούν στοχευμένες θεραπευτικές συγκεντρώσεις. Για τις
επόμενες δόσεις και το διάστημα χορήγησης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η
νεφρική λειτουργία.
Ασθενείς ηλικίας 12 ετών και άνω
Σελίδα 1 από 18
Η συνιστώμενη δόση είναι 15 έως 20 mg/kg σωματικού βάρους κάθε 8 έως 12
ώρες (όχι μεγαλύτερη από 2 g ανά δόση).
Σε σοβαρά ασθενείς, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μια δόση εφόδου 25-30 mg/kg
σωματικού βάρους για να διευκολυνθεί η ταχεία επίτευξη της στοχευόμενης
συγκέντρωσης βανκομυκίνης ορού.
Βρέφη και παιδιά ηλικίας από ενός μηνός έως 12 ετών:
Η συνιστώμενη δόση είναι 10 έως 15mg/kg σωματικού βάρους κάθε 6 ώρες (βλ.
παράγραφο 4.4).
Τα νεογνά (από τη γέννηση έως τις 27 ημέρες μετά τη γέννηση) και τα πρόωρα
νεογνά (από τη γέννηση μέχρι την αναμενόμενη ημερομηνία τοκετού συν 27
ημέρες)
Για τη θέσπιση του δοσολογικού σχήματος για νεογνά, θα πρέπει να ζητείται η
συμβουλή ενός γιατρού με εμπειρία στη διαχείριση νεογνών. Ένας πιθανός
τρόπος δοσολόγησης βανκομυκίνης σε νεογνά απεικονίζεται στον ακόλουθο
πίνακα: (βλ. παράγραφο 4.4)
PMA
(εβδομά
δες)
Δόση
(mg/k
g)
Διάστημα
χορήγησης
(h)
<29 15 24
29-35 15 12
>35 15 8
PMA: post-menstrual age/μετεμμηνοροϊκή ηλικία [(χρόνος μεταξύ της πρώτης
ημέρας της τελευταίας έμμηνης περιόδου και της γέννησης (ηλικία κύησης) συν
τον χρόνο μετά τη γέννηση (μεταγεννητική ηλικία)].
Περιεπεμβατική προφύλαξη βακτηριακής ενδοκαρδίτιδας σε όλες τις ηλικιακές
ομάδες
Η συνιστώμενη δόση είναι μια αρχική δόση 15 mg/kg πριν από την πρόκληση
της αναισθησίας. Ανάλογα με τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης, μπορεί
να απαιτείται μια δεύτερη δόση βανκομυκίνης.
Διάρκεια θεραπείας
Η συνιστώμενη διάρκεια θεραπείας παρουσιάζεται στον παρακάτω πίνακα. Σε
κάθε περίπτωση, η διάρκεια της θεραπείας θα πρέπει να προσαρμόζεται
ανάλογα με τον τύπο και τη σοβαρότητα της λοίμωξης και την κλινική
ανταπόκριση.
Ένδειξη
Διάρκεια
θεραπείας
Επιπλεγμένες λοιμώξεις δέρματος και
μαλακών μορίων
-Μη νεκρωτικές 7 έως 14 ημέρες
-Νεκρωτικές 4 έως 6
εβδομάδες*
Λοιμώξεις οστών και αρθρώσεων
4 έως 6
εβδομάδες**
Πνευμονία κοινότητας
7 έως 14 ημέρες
Σελίδα 2 από 18
Ενδονοσοκομειακή πνευμονία,
συμπεριλαμβανομένης της
σχετιζόμενης με αναπνευστήρα
πνευμονίας
7 έως 14 ημέρες
Μολυσματική ενδοκαρδίτιδα
4 έως 6
εβδομάδες***
Οξεία βακτηριακή μηνιγγίτιδα (Για
παρεντερικά σκευάσματα εγκεκριμένα
για οξεία βακτηριακή μηνιγγίτιδα)
10 έως 21
ημέρες
*Συνεχίζετε μέχρις ότου δεν είναι αναγκαία περαιτέρω αφαίρεση ρακών, ο
ασθενής παρουσιάζει κλινική βελτίωση και είναι απύρετος για 48 έως 72 ώρες
**Για λοιμώξεις προθετικών αρθρώσεων θα πρέπει να προτιμάται η περίπτωση
μακρύτερων κύκλων ή θεραπείας από του στόματος με κατάλληλα αντιβιοτικά
***Η διάρκεια και η ανάγκη για συνδυαστική θεραπεία βασίζεται στον τύπο
βαλβίδων και τον οργανισμό
Ειδικοί πληθυσμοί
Ηλικιωμένοι
Μπορεί να απαιτούνται χαμηλότερες δόσεις συντήρησης λόγω της μείωσης της
νεφρικής λειτουργίας που σχετίζεται με την ηλικία.
Νεφρική δυσλειτουργία:
Σε ενήλικες και παιδιατρικούς ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία, θα πρέπει
να δίδεται προσοχή στην αρχική δόση έναρξης και στη συνέχεια στα ελάχιστα
της βανκομυκίνης στον ορό και όχι σε κάποιο προγραμματισμένο δοσολογικό
σχήμα, ιδιαίτερα σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία ή σε ασθενείς
που υποβάλλονται σε θεραπεία υποκατάστασης νεφρού (RRT) λόγω πολλών και
διαφορετικών παραγόντων που μπορεί να επηρεάσουν τα επίπεδα βανκομυκίνης
σε αυτούς.
Σε ασθενείς με ήπια ή μέτρια νεφρική ανεπάρκεια, η δόση έναρξης δεν πρέπει να
μειώνεται. Σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια, είναι προτιμότερο να
παρατείνεται το διάστημα χορήγησης αντί να χορηγούνται χαμηλότερες
ημερήσιες δόσεις.
Θα πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η ταυτόχρονη χορήγηση
φαρμακευτικών προϊόντων που μπορούν να μειώσουν την κάθαρση
βανκομυκίνης και/ή να ενισχύσουν τις ανεπιθύμητες ενέργειες (βλέπε
παράγραφο 4.4).
Η βανκομυκίνη παρουσιάζει πολύ χαμηλό βαθμό διύλισης σε διαλείπουσα
αιμοκάθαρση. Ωστόσο, η χρήση μεμβρανών υψηλής ροής και η συνεχής
νεφρική θεραπεία υποκατάστασης (CRRT) αυξάνει την κάθαρση βανκομυκίνης
και γενικά απαιτεί δοσολογία υποκατάστασης (συνήθως μετά τη συνεδρία
αιμοκάθαρσης σε περίπτωση διαλείπουσας αιμοκάθαρσης).
Ενήλικοι
Οι προσαρμογές της δόσης σε ενήλικες ασθενείς μπορούν να στηρίζονται στον
εκτιμώμενο ρυθμό σπειραματικής διήθησης (eGFR) με τον ακόλουθο τύπο:
Άνδρες: [Βάρος (kg) x 140 - ηλικία (έτη)]/72 x κρεατινίνη ορού (mg/dl)
Γυναίκες: 0,85 x τιμή που υπολογίζεται από τον παραπάνω τύπο.
Η συνήθης δόση έναρξης για ενήλικες ασθενείς είναι 15 έως 20 mg/kg που
μπορεί να χορηγείται κάθε 24 ώρες σε ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης μεταξύ
20 και 49 ml/min. Σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση
κρεατινίνης κάτω από 20 ml/λεπτό) ή σε ασθενείς με αγωγή νεφρικής
υποκατάστασης, ο κατάλληλος χρονισμός και η ποσότητα των επακόλουθων
δόσεων εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη μορφή RRT και θα πρέπει να
βασίζονται στα ελάχιστα της βανκομυκίνης στον ορό και στην υπολειμματική
Σελίδα 3 από 18
νεφρική λειτουργία (Βλ. παράγραφο 4.4). Ανάλογα με την κλινική κατάσταση,
μπορεί να τίθεται υπό εξέταση και η παρακράτηση της επόμενης δόσης εν
αναμονή των αποτελεσμάτων των επιπέδων βανκομυκίνης.
Σε σοβαρά ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια, δεν θα πρέπει να μειώνεται η
αρχική δόση εφόδου (25 έως 30 mg/kg).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Οι προσαρμογές της δόσης σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 1 έτους και άνω
θα μπορούσαν να βασιστούν στον εκτιμώμενο ρυθμό σπειραματικής διήθησης
(eGFR) από τον αναθεωρημένο τύπο Schwartz:
EGFR (ml/min/1,73 m
2
) = (ύψος cm x 0,413)/κρεατινίνη ορού (mg/dl)
EGFR (ml/min/1,73 m
2
) = (ύψος cm x 36,2/κρεατινίνη ορού (μmοl/L)
Για νεογνά και βρέφη ηλικίας κάτω του 1 έτους, θα πρέπει να ζητούνται
συμβουλές από ειδικούς καθώς ο αναθεωρημένος τύπος Schwartz δεν ισχύει γι’
αυτά.
Ενδεικτικές συστάσεις δοσολογίας για τον παιδιατρικό πληθυσμό
παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα που ακολουθούν τις ίδιες αρχές με τους
ενήλικες ασθενείς.
GFR (mL/min/1.73
m
2
)
IV δόση Συχνότητα
50-30 15 mg/kg 12 ώρες
29-10 15 mg/kg 24 ώρες
< 10
10-15
mg/kg
Επαναχορήγηση
με βάση τα
επίπεδα*
Διαλείπουσα
αιμοκάθαρση
Περιτοναϊκή κάθαρση
Συνεχής θεραπεία
νεφρικής
αντικατάστασης
15 mg/kg
Επαναχορήγηση
με βάση τα
επίπεδα *
* Ο κατάλληλος χρονικός προγραμματισμός και η ποσότητα των επακόλουθων
δόσεων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη μορφή της RRT και θα πρέπει να
βασίζεται στα επίπεδα βανκομυκίνης ορού που λαμβάνονται πριν από τη
χορήγηση και στην υπολειμματική νεφρική λειτουργία. Ανάλογα με την κλινική
κατάσταση, μπορεί να εξεταστεί το ενδεχόμενο παρακράτησης της επόμενης
δόσης εν αναμονή των αποτελεσμάτων των επιπέδων βανκομυκίνης.
Ηπατική δυσλειτουργία:
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια.
Εγκυμοσύνη
Μπορεί να απαιτούνται σημαντικά αυξημένες δόσεις για την επίτευξη
θεραπευτικών συγκεντρώσεων ορού σε έγκυες γυναίκες (βλ. παράγραφο 4.6).
Παχύσαρκοι ασθενείς
Σε παχύσαρκους ασθενείς, η αρχική δόση θα πρέπει να προσαρμόζεται
μεμονωμένα ανάλογα με το συνολικό σωματικό βάρος, όπως σε μη
παχύσαρκους ασθενείς.
Παρακολούθηση των συγκεντρώσεων της βανκομυκίνης στον ορό:
Η συχνότητα παρακολούθησης του θεραπευτικού φαρμάκου (TDM) πρέπει να
εξατομικεύεται με βάση την κλινική κατάσταση και την ανταπόκριση στη
θεραπεία, ξεκινώντας από καθημερινή δειγματοληψία που μπορεί να απαιτείται
σε ορισμένους αιμοδυναμικώς ασταθείς ασθενείς μέχρι τουλάχιστον μία φορά
την εβδομάδα σε σταθερούς ασθενείς που εμφανίζουν ανταπόκριση στη
Σελίδα 4 από 18
θεραπεία. Σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία, η συγκέντρωση της
βανκομυκίνης στον ορό θα πρέπει να παρακολουθείται τη δεύτερη ημέρα της
θεραπείας αμέσως πριν από την επόμενη δόση.
Σε ασθενείς με διαλείπουσα αιμοκάθαρση, τα επίπεδα βανκομυκίνης πρέπει να
λαμβάνονται συνήθως πριν από την έναρξη της συνεδρίας αιμοκάθαρσης.
Μετά από χορήγηση από το στόμα, θα πρέπει να πραγματοποιείται
παρακολούθηση των συγκεντρώσεων ορού βανκομυκίνης σε ασθενείς με
φλεγμονώδεις εντερικές διαταραχές (βλ. παράγραφο 4.4).
Τα θεραπευτικά (ελάχιστα) επίπεδα βανκομυκίνης στο αίμα πρέπει κανονικά να
είναι 10-20 mg/l, ανάλογα με το σημείο της μόλυνσης και την ευαισθησία του
παθογόνου. Από κλινικά εργαστήρια συνιστώνται συνήθως ελάχιστα επιπέδου
15-20 mg/l για την καλύτερη κάλυψη ταξινομημένων ως ευαίσθητων παθογόνων
μικροοργανισμών με MIC ≥1 mg/L (βλ. παραγράφους 4.4 και 5.1).
Στην πρόβλεψη επιμέρους απαιτήσεων δόσης για να επιτευχθεί επαρκές AUC
μπορεί να είναι χρήσιμες μοντελοποιημένες μέθοδοι. Η προσέγγιση με βάση
μοντέλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο για τον υπολογισμό της
εξατομικευμένης αρχικής δόσης όσο και για την προσαρμογή της δόσης με βάση
τα αποτελέσματα TDM (βλ. παράγραφο 5.1).
Μέθοδος χορήγησης:
Ενδοφλέβια χορήγηση
Η ενδοφλέβια βανκομυκίνη χορηγείται συνήθως σε διαλείπουσα έγχυση και οι
συστάσεις ως προς την δοσολογία που παρουσιάζονται σε αυτό το τμήμα για
την ενδοφλέβια οδό αντιστοιχούν σε αυτόν τον τύπο χορήγησης.
Η βανκομυκίνη χορηγείται μόνον ως βραδεία ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας
τουλάχιστον μιας ώρας ή με μέγιστη ταχύτητα 10 mg/min (όποια είναι
μεγαλύτερη), η οποία είναι επαρκώς αραιωμένη (τουλάχιστον 100 ml ανά 500
mg ή τουλάχιστον 200 ml ανά 1000 mg) (βλ. παράγραφο 4.4).
Ασθενείς που πρέπει να υπόκεινται σε περιορισμένη λήψη υγρών, μπορούν
επίσης να λαμβάνουν ένα διάλυμα 500 mg/50 ml ή 1000 mg/100 ml, παρόλο που
ο κίνδυνος ανεπιθύμητων ενεργειών που σχετίζονται με την έγχυση μπορεί να
αυξηθεί με αυτές τις υψηλότερες συγκεντρώσεις.
Για πληροφορίες σχετικά με την προετοιμασία της λύσης, βλ. παράγραφο 6.6.
Μπορεί να εξεταστεί και η περίπτωση συνεχούς έγχυσης βανκομυκίνης, π.χ. σε
ασθενείς με ασταθή κάθαρση βανκομυκίνης.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1 (βλ. παράγραφο 4.4).
Η βανκομυκίνη δεν πρέπει να χορηγείται ενδομυϊκώς λόγω του κινδύνου
νέκρωσης στο σημείο της χορήγησης.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας
Είναι πιθανές σοβαρές και περιστασιακά θανατηφόρες αντιδράσεις
υπερευαισθησίας (βλ. παραγράφους 4.3 και 4.8). Σε περίπτωση αντιδράσεων
υπερευαισθησίας, η θεραπεία με βανκομυκίνη πρέπει να διακόπτεται αμέσως
και να εφαρμόζονται τα κατάλληλα επείγοντα μέτρα.
Σε ασθενείς που λαμβάνουν βανκομυκίνη για μεγαλύτερη χρονική περίοδο ή
ταυτόχρονα με άλλα φάρμακα που μπορεί να προκαλέσουν ουδετεροπενία ή
ακοκκιοκυτταραιμία, πρέπει να παρακολουθείται σε τακτά χρονικά διαστήματα
ο αριθμός των λευκοκυττάρων. Όλοι οι ασθενείς που λαμβάνουν βανκομυκίνη
πρέπει να υποβάλλονται σε περιοδικές αιματολογικές μελέτες, ανάλυση ούρων,
Σελίδα 5 από 18
δοκιμασίες για το ήπαρ και τη νεφρική λειτουργία.
Η βανκομυκίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με
αλλεργικές αντιδράσεις στην τεϊκοπλανίνη, καθώς μπορεί να εμφανιστεί
διασταυρούμενη υπερευαισθησία, συμπεριλαμβανομένου και θανατηφόρου
αναφυλακτικού σοκ.
Φάσμα αντιβακτηριακής δραστικότητας
Η βανκομυκίνη έχει φάσμα αντιβακτηριακής δραστικότητας που περιορίζεται
σε θετικούς κατά Gram οργανισμούς. Δεν είναι κατάλληλη για χρήση ως
μεμονωμένος παράγοντας για τη θεραπεία ορισμένων τύπων λοιμώξεων εκτός
εάν ο παθογόνος παράγοντας έχει ήδη τεκμηριωθεί και είναι γνωστό ότι είναι
ευαίσθητος ή υπάρχουν ικανές υπόνοιες ότι το πιθανότερο ή πιθανότερα
παθογόνα προσφέρονται για θεραπεία με βανκομυκίνη .
Η ορθολογική χρήση της βανκομυκίνης θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το
βακτηριακό φάσμα δράσης, το προφίλ ασφαλείας και την καταλληλότητα της
τυπικής αντιβακτηριακής θεραπείας για τη θεραπεία του συγκεκριμένου
ασθενούς.
Ωτοτοξικότητα
Σε ασθενείς με προηγούμενη κώφωση, οι οποίοι έλαβαν υπερβολικές
ενδοφλέβιες δόσεις ή οι οποίοι υποβάλλονται σε ταυτόχρονη θεραπεία με άλλη
ωτοτοξική δραστική ουσία όπως αμινογλυκοσίδη, έχει αναφερθεί
ωτοτοξικότητα, η οποία μπορεί να είναι παροδική ή μόνιμη (βλ. παράγραφο 4.8).
Η βανκομυκίνη θα πρέπει επίσης να αποφεύγεται σε ασθενείς με προηγούμενη
απώλεια ακοής. Στην κώφωση μπορεί να προηγηθούν εμβοές. Η εμπειρία από
άλλα αντιβιοτικά δείχνει ότι η κώφωση μπορεί να είναι προοδευτική παρά την
διακοπή της θεραπείας. Για να μειωθεί ο κίνδυνος ωτοτοξικότητας, τα επίπεδα
στο αίμα πρέπει να καθορίζονται περιοδικά και συνιστάται περιοδικός έλεγχος
της ακουστικής λειτουργίας.
Οι ηλικιωμένοι είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς σε ακουστικές βλάβες. Στους
ηλικιωμένους, κατά τη διάρκεια και μετά τη θεραπεία, πρέπει να
πραγματοποιείται παρακολούθηση της αιθουσαίας και ακουστικής
λειτουργίας. Θα πρέπει να αποφεύγεται η ταυτόχρονη ή διαδοχική χρήση άλλων
ωτοτοξικών ουσιών.
Αντιδράσεις που σχετίζονται με την έγχυση
Η ταχεία χορήγηση βλωμού (δηλ. σε διάστημα μερικών λεπτών) μπορεί να
επιφέρει υπερβολική υπόταση (συμπεριλαμβανομένου σοκ και, σπανίως,
καρδιακού επεισοδίου), ισταμινικής μορφής αποκρίσεις και κηλιδοβλατιδώδες ή
ερυθηματώδες εξάνθημα («σύνδρομο ερυθρού ανθρώπου» ή «σύνδρομο του
ερυθρού αυχένα»). Η βανκομυκίνη θα πρέπει να εγχέεται βραδέως εντός αραιού
διαλύματος (2,5 ως 5,0 mg/ml) με ταχύτητα όχι μεγαλύτερη των 10mg/ml σε
περίοδο όχι μικρότερη από 60 λεπτά, για να αποφεύγονται ταχείες αντιδράσεις
που σχετίζονται με την έγχυση. Η διακοπή της έγχυσης συνήθως έχει ως
αποτέλεσμα την ταχεία διακοπή αυτών των αντιδράσεων.
Η συχνότητα των αντιδράσεων που σχετίζονται με την έγχυση (υπόταση,
έξαψη, ερύθημα, κνίδωση και κνησμός) αυξάνεται με την ταυτόχρονη χορήγηση
αναισθητικών παραγόντων (βλ. παράγραφο 4.5). Το σύμπτωμα αυτό μπορεί να
μειωθεί με τη χορήγηση βανκομυκίνης με έγχυση για τουλάχιστον 60 λεπτά,
πριν από την επαγωγή αναισθησίας.
Σελίδα 6 από 18
Σοβαρές φυσαλιδώδεις αντιδράσεις
Κατά τη χρήση βανκομυκίνης έχει αναφερθεί και η εμφάνιση συνδρόμου
Stevens-Johnson (SJS) (βλ. παράγραφο 4.8). Εάν εμφανιστούν συμπτώματα ή
σημάδια SJS .χ. προοδευτικό δερματικό εξάνθημα συχνά με φλύκταινες ή
βλεννογονικές βλάβες), η θεραπεία με βανκομυκίνη θα πρέπει να
διακόπτεται αμέσως και να αναζητείται εξειδικευμένη δερματολογική
αξιολόγηση.
Αντιδράσεις σχετιζόμενες με το σημείο χορήγησης
Σε πολλούς ασθενείς που λαμβάνουν ενδοφλέβια βανκομυκίνη και είναι
περιστασιακώς σε σοβαρή κατάσταση μπορεί να εμφανιστεί πόνος και
θρομβοφλεβίτιδα. Η συχνότητα και η σοβαρότητα της θρομβοφλεβίτιδας μπορεί
να ελαχιστοποιηθεί με τη χορήγηση του φαρμάκου αργά ως αραιωμένο διάλυμα
(βλ. παράγραφο 4.2) και με τακτική αλλαγή των σημείων έγχυσης.
Η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια της βανκομυκίνης δεν έχει τεκμηριωθεί
στην περίπτωση των ενδορραχιαίας, ενδοοσφυϊκής και ενδοκοιλιακής οδών
χορήγησης.
Νεφροτοξικότητα
Η βανκομυκίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με νεφρική
ανεπάρκεια, συμπεριλαμβανομένης της ανουρίας, καθώς η πιθανότητα
εμφάνισης τοξικών επιδράσεων είναι πολύ υψηλότερη παρουσία
παρατεταμένων υψηλών συγκεντρώσεων στο αίμα. Ο κίνδυνος τοξικότητας
αυξάνεται από τις υψηλές συγκεντρώσεις στο αίμα ή την παρατεταμένη
θεραπεία.
Σε θεραπεία υψηλής δόσης και μακροπρόθεσμης χρήσης ενδείκνυται η τακτική
παρακολούθηση των επιπέδων της βανκομυκίνης στο αίμα, ιδιαίτερα σε
ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία ή μειωμένη ικανότητα ακοής καθώς και σε
περίπτωση ταυτόχρονης χορήγησης νεφροτοξικών ή ωτοτοξικών ουσιών,
αντίστοιχα (βλ. παράγραφο 4.2).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Οι τρέχουσες συστάσεις ενδοφλέβιας δοσολογίας για τον παιδιατρικό
πληθυσμό, ιδίως για παιδιά κάτω των 12 ετών, μπορεί να οδηγήσουν σε
υποθεραπευτικά επίπεδα βανκομυκίνης σε σημαντικό αριθμό παιδιών. Ωστόσο,
η ασφάλεια της αυξημένης δοσολογίας βανκομυκίνης δεν έχει αξιολογηθεί
καταλλήλως και δεν μπορούν γενικά να συνιστώνται δόσεις υψηλότερες από 60
mg/kg/ημέρα.
Η βανκομυκίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με ιδιαίτερη προσοχή σε πρόωρα
νεογνά και νεαρά βρέφη, λόγω της νεφρικής τους ανωριμότητας και της πιθανής
αύξησης της συγκέντρωσης βανκομυκίνης στον ορό. Επομένως, οι
συγκεντρώσεις βανκομυκίνης στο αίμα πρέπει να παρακολουθούνται
προσεκτικά σε αυτά τα παιδιά. Η ταυτόχρονη χορήγηση βανκομυκίνης και
αναισθητικών παραγόντων έχει συσχετιστεί με ερύθημα και ισταμινικού τύπου
εξάνθημα στα παιδιά. Ομοίως, η ταυτόχρονη χρήση με νεφροτοξικούς
παράγοντες όπως τα αμινογλυκοσιδικά αντιβιοτικά, τα NSAIDs (π.χ. ibuprofen
για το κλείσιμο ανοικτού αρτηριακού πόρου) ή η αμφοτερικίνη Β σχετίζεται με
αυξημένο κίνδυνο νεφροτοξικότητας (βλ. παράγραφο 4.5) και συνεπώς
συνιστάται συχνότερη παρακολούθηση των επιπέδων βανκομυκίνης στον ορό
και της νεφρικής λειτουργίας.
Χρήση στους ηλικιωμένους
Η φυσική μείωση της σπειραματικής διήθησης με την ηλικία μπορεί να οδηγήσει
σε αυξημένες συγκεντρώσεις της βανκομυκίνης στον ορό εάν η δοσολογία δεν
είναι ρυθμισμένη (βλ. παράγραφο 4.2).
Σελίδα 7 από 18
Αλληλεπιδράσεις φαρμάκων με αναισθητικά μέσα
Η προκαλούμενη από την αναισθησία καταστολή του μυοκαρδίου μπορεί να
ενισχυθεί από τη βανκομυκίνη. Κατά τη διάρκεια της αναισθησίας, οι δόσεις
πρέπει να αραιώνονται και να χορηγούνται αργά με στενή καρδιακή
παρακολούθηση. Οι αλλαγές θέσης θα πρέπει να καθυστερούν έως ότου
ολοκληρωθεί η έγχυση για να γίνεται δυνατή η ρύθμιση της στάσης (βλ,
παράγραφο 4.5).
Ψευδομεμβρανική εντεροκολίτιδα
Σε περίπτωση σοβαρής επίμονης διάρροιας, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η
πιθανότητα ψευδομεμβρανώδους εντεροκολίτιδας που μπορεί να είναι
απειλητική για τη ζωή λ. παράγραφο 4.8). Δεν πρέπει να χορηγούνται
αντιδιαρροϊκά φάρμακα.
Επιλοίμωξη
Η παρατεταμένη χρήση βανκομυκίνης μπορεί να οδηγήσει σε υπερανάπτυξη μη
ευαίσθητων οργανισμών και είναι απαραίτητη η προσεκτική παρακολούθηση
του ασθενούς. Εάν κατά τη διάρκεια της θεραπείας εμφανιστεί επιλοίμωξη,
πρέπει να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Η ταυτόχρονη χορήγηση βανκομυκίνης και αναισθητικών παραγόντων έχει
συσχετισθεί με ερύθημα, έξαψη τύπου ισταμίνης και αναφυλακτοειδείς
αντιδράσεις.
Έχουν αναφερθεί αναφορές ότι η συχνότητα των σχετιζόμενων με την έγχυση
εκδηλώσεων αυξάνεται με την ταυτόχρονη χορήγηση αναισθητικών
παραγόντων. Οι σχετιζόμενες με την έγχυση εκδηλώσεις μπορούν να
ελαχιστοποιηθούν με την χορήγηση της βανκομυκίνης ως έγχυση διάρκειας 60
λεπτών πριν από την εισαγωγή του αναισθητικού.
Η ταυτόχρονη ή διαδοχική συστηματική ή τοπική χρήση άλλων δυνητικά
ωτοτοξικών
, νευροτοξικών ή νεφροτοξικών φαρμάκων, όπως η αμφοτερικίνη Β,
οι αμινογλυκοσίδες, η βακιτρακίνη, η πολυμυξίνη Β, η κολιστίνη, η βιομυκίνη ή
η σισπλατίνη, όταν ενδείκνυται, απαιτεί προσεκτική παρακολούθηση.
Υπάρχει αυξημένο δυναμικό νευρομυϊκού αποκλεισμού κατά την ταυτόχρονη
χορήγηση βανκομυκίνης και παραγόντων νευρομυϊκού αποκλεισμού.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση:
Δεν υπάρχει επαρκής εμπειρία για την ασφάλεια σχετικά με την βανκομυκίνη
κατά την διάρκεια της κύησης στον άνθρωπο. Τοξικολογικές μελέτες για την
αναπαραγωγή σε πειραματόζωα δεν δείχνουν κάποιες επιδράσεις στην
ανάπτυξη του εμβρύου, του κυήματος ή την περίοδο κύησης (βλ. παράγραφο
5.3).
Ωστόσο, η βανκομυκίνη διαπερνά τον πλακούντα και ένας δυνητικός κίνδυνος
εμβρυονικής και νεογνικής ωτοτοξικότητας και νεφροτοξικότητας δεν μπορεί
να αποκλεισθεί. Για το λόγο αυτό η βανκομυκίνη πρέπει να χορηγείται κατά την
κύηση μόνον εάν σαφώς απαιτείται και έπειτα από προσεκτική αξιολόγηση του
κινδύνου/οφέλους.
Σελίδα 8 από 18
Θηλασμός:
Η βανκομυκίνη εκκρίνεται στο γάλα του ανθρώπου και για το λόγο αυτό θα
πρέπει να χρησιμοποιείται κατά την περίοδο της γαλουχίας μόνον εάν τα άλλα
αντιβιοτικά έχουν αποτύχει. Η βανκομυκίνη πρέπει να δίδεται με προσοχή σε
γυναίκες που θηλάζουν λόγω των πιθανών ανεπιθύμητων ενεργειών στο βρέφος
(διαταραχές στην χλωρίδα του εντέρου με διάρροια, αποικισμός με μύκητες που
μοιάζουν με ζυμομύκητες και πιθανή ευαισθητοποίηση).
Λαμβάνοντας υπόψη την σημαντικότητα αυτού του φαρμάκου για την μητέρα
που θηλάζει, θα πρέπει να εξετασθεί η απόφαση για διακοπή της γαλουχίας.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Η βανκομυκίνη έχει ελάχιστη επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Περίληψη του προφίλ ασφαλείας
Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες αντιδράσεις είναι η φλεβίτιδα, οι ψευδοαλλεργικές
αντιδράσεις και η έξαψη του ανώτερου σώματος («σύνδρομο ερυθρού λαιμού»)
σε συνδυασμό με υπερβολικά ταχεία ενδοφλέβια έγχυση βανκομυκίνης.
Πίνακας ανεπιθύμητων αντιδράσεων
Σε κάθε ομάδα συχνοτήτων, οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρατίθενται κατά
φθίνουσα τάξη σοβαρότητας.
Οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις που απαριθμούνται κατωτέρω ορίζονται με χρήση
της ακόλουθης βάσης δεδομένων και συστήματος ταξινόμησης της σύμβασης
MedDRA: Πολύ συχνές (1/10), Συχνές (1/100 έως <1/10), Όχι συχνές
(1/1.000 έως <1/100), Σπάνιες (1/10.000 έως <1/1.000), Πολύ σπάνιες
(<1/10.000), μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν από τα διαθέσιμα
δεδομένα).
Κατηγορία/Οργανικό Σύστημα (
System organ class
)
Συχνότητα Ανεπιθύμητη ενέργεια
Διαταραχές του αιμοποιητικού και λεμφικού συστήματος
Σπάνιες Αναστρέψιμη ουδετεροπενία
1
,
ακοκκιοκυτταραιμία, ηωσινοφιλία,
θρομβοπενία, πανκυτταροπενία.
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Σπάνιες Αντιδράσεις υπερευαισθησίας,
αναφυλακτικές αντιδράσεις
2
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου
Όχι συχνές Μεταβατική ή μόνιμη απώλεια της
ακοής
4
Σπάνιες Ίλιγγος, εμβοές
3
,
ζάλη
Καρδιακές διαταραχές
Πολύ σπάνιες Καρδιακό επεισόδιο
Αγγειακές διαταραχές
Συχνές Μείωση της αρτηριακής πιέσεως
Σπάνιες Αγγειίτιδα
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του
μεσοθωρακίου
Σελίδα 9 από 18
Συχνές Δύσπνοια, συριγμός
Διαταραχές του γαστρεντερικού:
Σπάνιες Ναυτία
Πολύ σπάνιες Ψευδομεμβρανώδης εντεροκολίτιδα
μη γνωστές Έμετος, διάρροια
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Συχνές Έξαψη του ανώτερου σώματος
(«σύνδρομο ερυθρού ανθρώπου»),
εξάνθημα και φλεγμονή του
βλεννογόνου, κνησμός, κνίδωση
Πολύ σπάνιες Αποφολιδωτική δερματίτιδα,
σύνδρομο Stevens-Johnson,
σύνδρομο Lyell, Γραμμική IgA
πομφολυγώδης δερμάτωση
5
μη γνωστές Ηωσινοφιλία και συστηματικά
συμπτώματα (σύνδρομο DRESS),
AGEP (Οξεία Γενικευμένη
Εξανθηματική Φλυκταίνωση)
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών:
Συχνές Νεφρική ανεπάρκεια που
εκδηλώνεται κυρίως με αυξημένη
κρεατινίνη και ουρία ορού
Σπάνιες Διάμεση νεφρίτιδα, οξεία νεφρική
ανεπάρκεια
μη γνωστές Οξεία σωληνωτή νέκρωση
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης:
Συχνές Φλεβίτιδα, ερυθρότητα του άνω
σώματος και του προσώπου
Σπάνιες Φαρμακευτικός πυρετός, ρίγος,
πόνος και μυϊκός σπασμός των μυών
του στήθους και της πλάτης
Περιγραφή επιλεγμένων παρενεργειών του φαρμάκου
1
Αναστρέψιμη ουδετεροπενία που αρχίζει συνήθως μία εβδομάδα ή περισσότερο
μετά την έναρξη ενδοφλέβιας θεραπείας ή μετά από συνολική δόση μεγαλύτερη
από 25 g.
2
Κατά τη διάρκεια ή λίγο μετά από ταχεία έγχυση μπορεί να εμφανιστούν
αναφυλακτικές/ αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις συμπεριλαμβανομένου
συριγμού. Οι αντιδράσεις μειώνονται όταν διακοπεί η χορήγηση, γενικά μεταξύ
20 λεπτών και 2 ωρών. Η βανκομυκίνη θα πρέπει να εγχύεται αργά (βλ.
παραγράφους 4.2 και 4.4). Μετά από ενδομυϊκή ένεση μπορεί να εμφανιστεί
νέκρωση.
3
Εμβοή, πιθανώς πριν από την εμφάνιση κώφωσης, πρέπει να θεωρείται ως
ένδειξη διακοπής της θεραπείας.
4
Ωτοτοξικότητα έχει αναφερθεί κυρίως σε ασθενείς που ελάμβαναν υψηλές
δόσεις ή σε ασθενείς που ελάμβαναν ταυτόχρονη θεραπεία με άλλα ωτοτοξικά
φαρμακευτικά προϊόντα, όπως αμινογλυκοσίδη, ή σε ασθενείς με προϋπάρχουσα
μείωση της νεφρικής λειτουργίας ή της ακοής.
5
Εάν υπάρχει υπόνοια για πομφολυγώδη διαταραχή, η χορήγηση του φαρμάκου
θα πρέπει να διακόπτεται και να διεξάγεται εξειδικευμένη δερματολογική
αξιολόγηση.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Το προφίλ ασφάλειας είναι γενικά συνεπές μεταξύ των παιδιών και των
ενηλίκων ασθενών. Η νεφροτοξικότητα έχει περιγραφεί στα παιδιά, συνήθως σε
Σελίδα 10 από 18
συνδυασμό με άλλους νεφροτοξικούς παράγοντες όπως οι αμινογλυκοσίδες.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν
οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες στον Εθνικό
Οργανισμό Φαρμάκων, Μεσογείων 284, GR-15562 Χολαργός, Αθήνα, Τηλ: + 30
21 32040380/337, Φαξ: + 30 21 06549585, Ιστότοπος: http://www.eof.gr.
4.9 Υπερδοσολογία
Ενδείκνυται η υποστηρικτική φροντίδα με διατήρηση της σπειραματικής
διήθησης. Η βανκομυκίνη απομακρύνεται δύσκολα από το αίμα με την
αιμοδιύλιση ή την περιτοναιοδιύλιση. Αιμοδιήθηση με Amberlite resin XAD-4 έχει
αναφερθεί να έχει περιορισμένη ωφελιμότητα.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: «αντιβακτηριακά συστηματικής χρήσης
Γλυκοπεπτίδια Αντιβακτηριακά», κωδικός ATC: JO1X A01.
Μηχανισμός δράσης
Η βανκομυκίνη είναι ένα τρικυκλικό γλυκοπεπτιδικό αντιβιοτικό που
αναστέλλει τη σύνθεση του κυτταρικού τοιχώματος σε ευαίσθητα βακτήρια
συνδεόμενη με υψηλή συγγένεια στο άκρο της D-αλανυλ-D-αλανίνης μονάδων
πρόδρομων κυτταρικών τοιχωμάτων. Το φάρμακο είναι βακτηριοκτόνο για τη
διαίρεση μικροοργανισμών. Επιπλέον, εμποδίζει τη διαπερατότητα της
βακτηριακής κυτταρικής μεμβράνης και τη σύνθεση RNA.
Φαρμακοκινητική/Φαρμακοδυναμική σχέση
Η βανκομυκίνη εμφανίζει ανεξάρτητη από τη συγκέντρωση δραστικότητα με το
εμβαδόν κάτω από την καμπύλη συγκέντρωσης (AUC) διαιρούμενο με την
ελάχιστη ανασταλτική συγκέντρωση (MIC) του οργανισμού-στόχου ως την
κύρια προγνωστική παράμετρο από πλευράς αποτελεσματικότητας. Με βάση in
vitro, ζωικά και περιορισμένα ανθρώπινα δεδομένα, ένας λόγος AUC/MIC ίσος
με 400 έχει καθοριστεί ως PK/PD στόχος για την επίτευξη κλινικής
αποτελεσματικότητας με βανκομυκίνη. Για την επίτευξη αυτού του στόχου όταν
η MIC είναι ≥ 1,0 mg/l, απαιτούνται δοσολογία στο ανώτερο εύρος και υψηλά
ελάχιστα συγκεντρώσεων ορού (15-20 mg/l) (βλ. παράγραφο 4.2).
Μηχανισμός ανθεκτικότητας
Η επίκτητη ανθεκτικότητα σε γλυκοπεπτίδια είναι συνηθέστατη στους
εντερόκοκκους και βασίζεται στην απόκτηση διαφόρων van γονιδιακών
συμπλόκων που τροποποιούν τον στόχο D-αλανυλ-D-αλανίνη σε D-αλανυλ-D-
γαλακτικό ή D-αλανυλ-D-σερίνη που συνδέεται ασθενώς με βανκομυκίνη. Σε
ορισμένες χώρες παρατηρούνται αυξανόμενες περιπτώσεις ανθεκτικότητας,
ιδιαίτερα σε εντεροκόκκους. Ιδιαιτέρως ανησυχητικά είναι πολυανθεκτικά
στελέχη
Enterococcus faecium
.
Van γονίδια
σπάνια ανευρίσκονται στο Staphylococcus
aureus
,
όπου οι μεταβολές
στη δομή του κυτταρικού τοιχώματος απολήγουν σε «ενδιάμεση» ευαισθησία, η
οποία συνηθέστερα είναι ετερογενής. Επίσης, έχουν αναφερθεί ανθεκτικά στη
Σελίδα 11 από 18
μεθικιλλίνη στελέχη σταφυλοκόκκου (MRSA) με μειωμένη ευαισθησία για
βανκομυκίνη. Η μειωμένη ευαισθησία ή αντοχή σε βανκομυκίνη στον
Staphylococcus
δεν είναι καλά κατανοητή. Απαιτούνται αρκετά γενετικά
στοιχεία και πολλαπλές μεταλλάξεις.
Δεν υπάρχει διασταυρούμενη ανθεκτικότητα μεταξύ της βανκομυκίνης και
άλλων κατηγοριών αντιβιοτικών. Διασταυρούμενη ανθεκτικότητα εμφανίζεται
με άλλα γλυκοπεπτιδικά αντιβιοτικά, όπως η τεϊκοπλανίνη. Δευτερογενής
ανάπτυξη ανθεκτικότητας κατά τη διάρκεια της θεραπείας είναι σπάνια.
Συνέργεια
Ο συνδυασμός βανκομυκίνης με αντιβιοτικό αμινογλυκοσίδης έχει
συνεργιστική δράση έναντι πολλών στελεχών
Staphylococcus aureus
, μη
εντεροκοκκικών ομάδων D-στρεπτοκόκκων, εντεροκόκκων και στρεπτόκοκκων
της ομάδας
Viridans
. Ο συνδυασμός βανκομυκίνης με κεφαλοσπορίνη έχει
συνεργιστική επίδραση έναντι ορισμένων ανθεκτικών σε οξακιλλίνη στελεχών
Staphylococcus epidermidis
ενώ ο συνδυασμός βανκομυκίνης με ριφαμπικίνη
έχει συνεργιστική επίδραση έναντι του
Staphylococcus epidermidis
και μερική
συνεργική δράση έναντι ορισμένων στελεχών
Staphylococcus aureus
. Καθώς η
βανκομυκίνη σε συνδυασμό με κεφαλοσπορίνη μπορεί να έχει ανταγωνιστική
δράση και έναντι κάποιων στελεχών
Staphylococcus epidermidis
και σε
συνδυασμό με ριφαμπικίνη έναντι ορισμένων στελεχών
Staphylococcus aureus
,
η προηγούμενη δοκιμή συνεργιστικής δράσης είναι χρήσιμη.
Πρέπει να λαμβάνονται δείγματα για βακτηριακές καλλιέργειες προκειμένου να
απομονωθούν και να προσδιοριστούν οι αιτιολογικοί οργανισμοί και να
προσδιοριστεί η ευαισθησία τους στη βανκομυκίνη.
Κρίσιμες συγκεντρώσεις στη δοκιμή ευαισθησίας
Η βανκομυκίνη είναι δραστική έναντι των θετικών κατά Gram βακτηρίων, όπως
σταφυλόκοκκοι, στρεπτόκοκκοι, εντερόκοκκοι, πνευμονιόκοκκοι και
κλωστρίδια. Τα αρνητικά κατά Gram βακτήρια είναι ανθεκτικά.
Ο επιπολασμός επίκτητης ανθεκτικότητας μπορεί να ποικίλει γεωγραφικά και
με το χρόνο για επιλεγμένα είδη και είναι επιθυμητή η τοπική πληροφόρηση
σχετικά με την αντίσταση, ιδιαίτερα όταν θεραπεύονται σοβαρές λοιμώξεις.
Εάν είναι απαραίτητο, θα πρέπει να ζητούνται συμβουλές από ειδικούς, όταν ο
τοπικός επιπολασμός της αντοχής είναι τέτοιος ώστε η χρησιμότητα του
παράγοντα σε ορισμένους τουλάχιστον τύπους λοιμώξεων είναι αμφισβητήσιμη.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μόνο προσεγγιστική καθοδήγηση σχετικά με το
εάν οι μικροοργανισμοί είναι ευαίσθητοι στη βανκομυκίνη.
Οι κρίσιμες ελάχιστες συγκεντρώσεις αναστολής (Minimum inhibitory
concentration, MIC) που καθορίστηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δοκιμών
Ευαισθησίας σε Αντιμικροβιακά (EUCAST) έχουν ως εξής:
Ευαίσθητο Ανθεκτικό
Staphylococcus aureus
1
≤ 2 mg/L > 2 mg/L
Coagulase-negative
staphylococci
1
≤ 4 mg/L > 4 mg/L
Enterococcus spp.
≤ 4 mg/L > 4 mg/L
Streptococcus groups A, B, C and G
≤ 2 mg/L > 2 mg/L
Streptococcus pneumoniae
≤ 2 mg/L > 2 mg/L
Gram positive anaerobes ≤ 2 mg/L > 2 mg/L
1
Ο S.aureus με τιμές MIC έναντι βανκομυκίνης 2 mg/L είναι στα όρια της
κατανομής άγριου τύπου και μπορεί να παρουσιαστεί κάποια προβληματική
κλινική απόκριση
Κοινώς ευαίσθητα είδη
Θετικά κατά Gram
Σελίδα 12 από 18
Enterococcus faecalis
Staphylococcus aureus
Methicillin-resistant Staphylococcus aureus
coagulase negative Staphylococci
Streptococcus spp.
Streptococcus pneumonia
Enteroccocus spp.
Staphylococcus spp.
Αναερόβια είδη
Clostridium spp. except Clostridium innocuum
Eubacterium spp.
Peptostreptococcus spp.
Είδη για τα οποία μπορεί να υπάρχει πρόβλημα
επίκτητης ανθεκτικότητας
Enterococcus faecium
Εγγενώς ανθεκτικά
Όλα τα κατά Gram αρνητικά βακτήρια
Θετικά κατά Gram αερόβια είδη
Erysipelothrix rhusiopathiae
Heterofermentative Lactobacillus
Leuconostoc spp.
Pediococcus spp.
Αναερόβια είδη
Clostridium innocuum
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Η βανκομυκίνη χορηγείται ενδοφλεβίως για την θεραπεία συστηματικών
λοιμώξεων.
Στην περίπτωση ασθενών με φυσιολογική νεφρική λειτουργία, η ενδοφλέβια
έγχυση πολλαπλών δόσεων 1g βανκομυκίνης (15 mg/kg) για 60 λεπτά παράγει
κατά προσέγγιση μέσες συγκεντρώσεις στο πλάσμα 50-60 mg/L, 20-25 mg/L και
5-10 mg/L, αμέσως, 2 ώρες και 11 ώρες μετά την ολοκλήρωση της έγχυσης,
αντιστοίχως. Τα επίπεδα πλάσματος που λαμβάνονται μετά από πολλαπλές
δόσεις είναι παρόμοια με εκείνα που επιτυγχάνονται μετά από μια εφάπαξ
δόση.
Κατανομή
Ο όγκος κατανομής είναι περίπου 60 L/1,73 m
2
σωματικής επιφάνειας. Σε
συγκεντρώσεις βανκομυκίνης των 10 mg/l έως 100 mg/l στον ορό, η δέσμευση
Σελίδα 13 από 18
του φαρμάκου στις πρωτεΐνες πλάσματος είναι περίπου 30-55%, μετρούμενη με
υπερδιήθηση.
Η βανκομυκίνη διαχέεται εύκολα στον πλακούντα και διανέμεται στο αίμα του
ομφάλιου λώρου.
Σε μη φλεγμονώδη μηνιγγίτιδα, η βανκομυκίνη διέρχεται από τον
αιματοεγκεφαλικό φραγμό σε χαμηλό μόνο βαθμό.
Βιομεταχηματισμός
Ο μεταβολισμός του φαρμάκου είναι πολύ μικρός. Μετά από παρεντερική
χορήγηση απεκκρίνεται σχεδόν εξ ολοκλήρου ως μικροβιολογικώς δραστική
ουσία (περίπου 75-90% εντός 24 ωρών) μέσω σπειραματικής διήθησης μέσω
των νεφρών.
Αποβολή
Η ημιζωή αποβολής της βανκομυκίνης είναι 4 με 6 ώρες με φυσιολογική νεφρική
λειτουργία και 2,2-3 ώρες σε παιδιά. Η κάθαρση στο πλάσμα είναι περίπου
0,058 L/kg/h και η κάθαρση στα νεφρά είναι περίπου 0,048 L/kg/h. Στις πρώτες
24 ώρες, περίπου το 80% μιας χορηγηθείσας δόσης βανκομυκίνης απεκκρίνεται
στα ούρα μέσω σπειραματικής διήθησης. Η νεφρική δυσλειτουργία καθυστερεί
την απέκκριση της βανκομυκίνης. Σε ανεφρικούς ασθενείς, ο μέσος χρόνος
ημίσειας ζωής είναι 7,5 ημέρες. Λόγω της ωτοτοξικότητας της θεραπείας με
βανκομυκίνη-ανοσοενισχυτικό, σε τέτοιες περιπτώσεις ενδείκνυται η
παρακολούθηση των συγκεντρώσεων στο πλάσμα.
Η χολική απέκκριση είναι ασήμαντη (λιγότερο από 5% μιας δόσης).
Αν και η βανκομυκίνη δεν αποβάλλεται αποτελεσματικά με αιμοκάθαρση ή
περιτοναϊκή κάθαρση, έχουν αναφερθεί περιπτώσεις αύξησης της κάθαρσης
βανκομυκίνης με αιμοδιάχυση και αιμοδιήθηση.
Γραμμικότητα/μη γραμμικότητα
Η συγκέντρωση βανκομυκίνης αυξάνεται εν γένει αναλογικά με την αύξηση της
δόσης. Οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα κατά τη χορήγηση πολλαπλών δόσεων
είναι παρόμοιες με αυτές μετά τη χορήγηση μιας εφάπαξ δόσης.
Χαρακτηριστικά σε συγκεκριμένες ομάδες
Νεφρική δυσλειτουργία
Η βανκομυκίνη καθάρεται κυρίως με σπειραματική διήθηση. Σε ασθενείς με
διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας ο τελικός χρόνος ημιζωής αποβολής της
βανκομυκίνης παρατείνεται και μειώνεται η συνολική κάθαρση του σώματος.
Κατά συνέπεια, η βέλτιστη δόση θα πρέπει να υπολογίζεται σύμφωνα με τις
συστάσεις δοσολογίας που αναφέρονται στην παράγραφο 4.2. Δοσολογία και
τρόπος χορήγησης.
Ηπατική δυσλειτουργία
Η φαρμακοκινητική της βανκομυκίνης δεν μεταβάλλεται σε ασθενείς με
ηπατική δυσλειτουργία.
Έγκυοι γυναίκες
Για την επίτευξη θεραπευτικών συγκεντρώσεων ορού σε έγκυες γυναίκες μπορεί
να απαιτούνται σημαντικά αυξημένες δόσεις (βλ. παράγραφο 4.6).
Υπέρβαροι ασθενείς
Η κατανομή της βανκομυκίνης μπορεί να μεταβληθεί σε υπέρβαρους ασθενείς
λόγω της αύξησης του όγκου κατανομής, της νεφρικής κάθαρσης και πιθανών
αλλαγών στη δέσμευση πρωτεϊνών στο πλάσμα. Σε αυτούς τους
υποπληθυσμούς, η συγκέντρωση βανκομυκίνης στον ορό βρέθηκε υψηλότερη από
την αναμενόμενη σε άρρενες υγιείς ενήλικες (βλ. παράγραφο 4.2).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η βανκομυκίνη ΡΚ έχει δείξει μεγάλη μεταξύ ατόμων μεταβλητότητα σε πρόωρα
Σελίδα 14 από 18
και νεογνά. Στα νεογνά, μετά από ενδοφλέβια χορήγηση, ο όγκος κατανομής
βανκομυκίνης κυμαίνεται μεταξύ 0,38 και 0,97 L/kg, παρόμοια με τις τιμές για
ενήλικες, ενώ η κάθαρση κυμαίνεται μεταξύ 0,63 και 1,4 ml/kg/min. Ο χρόνος
ημιζωής ποικίλει μεταξύ 3,5 και 10 ωρών και είναι μεγαλύτερος από ό, τι στους
ενήλικες, αντικατοπτρίζοντας τις συνήθεις χαμηλότερες τιμές για κάθαρση στο
νεογνό.
Στα βρέφη και στα μεγαλύτερα παιδιά, ο όγκος κατανομής κυμαίνεται μεταξύ
0,26-1,05 L/kg ενώ η κάθαρση κυμαίνεται μεταξύ 0,33-1,87 ml/kg/min.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα μη κλινικά δεδομένα δεν αποκαλύπτουν ιδιαίτερο κίνδυνο για τον άνθρωπο
με βάση τις συμβατικές μελέτες φαρμακολογικής ασφάλειας και τοξικότητας
επαναλαμβανόμενων δόσεων.
Περιορισμένα δεδομένα σχετικά με τις μεταλλαξιογόνες επιδράσεις δείχνουν
αρνητικά αποτελέσματα, μακροχρόνιες μελέτες σε πειραματόζωα σχετικά με
την πιθανότητα καρκινογένεσης δεν είναι διαθέσιμα. Σε μελέτες
τερατογένεσης, όπου αρουραίοι και κουνέλια έλαβαν δόσεις περίπου
αντίστοιχες με την δόση στους ανθρώπους βάσει της επιφάνειας σώματος
(mg/m
2
) δεν έδειξαν άμεσες ή έμμεσες τερατογενείς επιδράσεις.
Μελέτες σε πειραματόζωα για την χρήση κατά την διάρκεια της
περιγενετικής/μεταγεννητικής περιόδου δεν είναι διαθέσιμα.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Κανένα
6.2 Ασυμβατότητες
Η βανκομυκίνη έχει χαμηλό pH το οποίο μπορεί να προκαλέσει χημική ή φυσική
αστάθεια όταν αναμιγνύεται με άλλες ενώσεις. Η ανάμιξη με αλκαλικά
διαλύματα πρέπει να αποφεύγεται. Κάθε παρεντερικώς χορηγούμενο διάλυμα
πρέπει να ελέγχεται οπτικά για καθίζηση και αποχρωματισμό πριν από την
χρήση.
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα
φαρμακευτικά προϊόντα εκτός αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 6.6.
6.3 Διάρκεια ζωής
Κόνις συσκευασμένη προς πώληση:
2 χρόνια
Ανασυσταθέν πυκνό σκεύασμα:
Το ανασυσταθέν πυκνό σκεύασμα πρέπει να διαλύεται αμέσως μετά την
ανασύσταση.
Αραιωμένο προϊόν:
Από μικροβιολογικής και φυσικοχημικής άποψης, το προϊόν πρέπει να
χρησιμοποιείται αμέσως
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Σελίδα 15 από 18
Κόνις συσκευασμένη προς πώληση:
Φυλάσσετε σε θερμοκρασία μικρότερη των 25 °C.
Φυλάσσετε το φιαλίδιο στην εξωτερική συσκευασία για να προστατεύεται από
το φως.
Ανασυσταθέν πυκνό διάλυμα και αραιωμένο προϊόν:
Για τις συνθήκες διατήρησης του ανασυσταμένου πυκνού διαλύματος και του
αραιωμένου προϊόντος βλ. παράγραφο 6.3.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Άχρωμα τύπου Ι γυάλινα φιαλίδια των 10ml με πώμα χλωροβουτυλίου
επικαλυμένο με τύπου Ι σιλικόνη και γκρι χρώματος επίπωμα τύπου flip-off
αλουμινίου/πολυπροπυλενίου.
Μεγέθη συσκευασιών: 1 φιαλίδιο, 10 x 1 φιαλίδιο
ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΕΣ
1. Συσκευασίες που εγκρίθηκαν κατά την αμοιβαία/αποκεντρωμένη διαδικασία:
1 φιαλίδιο, 10 x 1 φιαλίδιο
2. Συσκευασίες που θα κυκλοφορήσουν στην Ελληνική αγορά.
1 φιαλίδιο, 10 x 1 φιαλίδιο
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Το προϊόν πρέπει να ανασυσταθεί και το πυκνό σκεύασμα που λαμβάνεται
πρέπει να αραιώνεται πριν από τη χρήση.
Προετοιμασία του ανασυσταμένου πυκνού σκευάσματος:
Διαλύστε το περιεχόμενο του κάθε φιαλιδίου των 500mg σε 10ml στείρο ενέσιμο
ύδωρ.
Εμφάνιση του ανασυσταμένου πυκνού διαλύματος:
Διαυγές και άχρωμο διάλυμα ελεύθερο σωματιδίων.
Ένα ml ανασυσταμένου διαλύματος περιέχει 50mg βανκομυκίνης.
Για τις συνθήκες φύλαξης του ανασυσταμένου πυκνού διαλύματος βλ.
παράγραφο 6.3
Προετοιμασία του τελικού αραιωμένου διαλύματος προς έγχυση:
Το ανασυσταμένο πυκνό διάλυμα που περιέχει 50 mg/ml βανκομυκίνη πρέπει να
αραιωθεί περαιτέρω αμέσως μετά την ανασύσταση.
Κατάλληλοι διαλύτες είναι:
Ενέσιμο διάλυμα Sodium Chloride 9 mg/ml (0.9%), ενέσιμο διάλυμα Glucose 50 mg/ml
(5%), ενέσιμο διάλυμα Sodium Chloride 9 mg/ml (0.9 %) και Glucose 50 mg/ml (5%) ή
ενέσιμο διάλυμα Ringer acetate.
Πριν από την χορήγηση, τα ανασυσταμένα και αραιωμένα διαλύματα πρέπει να
ελέγχονται οπτικά για σωματίδια και αποχρωματισμό. Μόνον διαυγή και
άχρωμα διαλύματα ελεύθερα σωματιδίων πρέπει να χρησιμοποιούνται.
Διαλείπουσα έγχυση
Το ανασυσταθέν πυκνό διάλυμα που περιέχει 500 mg βανκομυκίνης (50 mg/ml)
πρέπει να αραιώνεται περαιτέρω με τουλάχιστον 100 ml διαλύτη αμέσως μετά
Σελίδα 16 από 18
την ανασύσταση.
Η συγκέντρωση της βανκομυκίνης στο Διάλυμα για έγχυση δεν πρέπει να
υπερβαίνει τα 5 mg/ml.
Η επιθυμητή δόση πρέπει να χορηγείται αργά με ενδοφλέβια έγχυση με ρυθμό
όχι μεγαλύτερο από 10 mg/λεπτό, για τουλάχιστον 60 λεπτά ή ακόμη
περισσότερο.
Για τις συνθήκες φύλαξης του αραιωμένου φαρμακευτικού προϊόντος, βλ.
παράγραφο 6.3.
Απόρριψη
Τα φιαλίδια προορίζονται για μία μόνον χρήση. Προϊόν που παραμένει πρέπει
να απορρίπτεται.
Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να
απορρίπτεται σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Fresenius Kabi Hellas A.E.
Λ. Μεσογείων 354
153 41 Αγία Παρασκευή
Τηλέφωνο: +30 210 6542909
Fax: +30 210 6548909
e-mail: FKHinfo@fresenius-kabi.com
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
67587/15-09-2016
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
6-12-2012 / 15-09-2016
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Σελίδα 17 από 18
Σελίδα 18 από 18