θεραπεία. Σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία, η συγκέντρωση της
βανκομυκίνης στον ορό θα πρέπει να παρακολουθείται τη δεύτερη ημέρα της
θεραπείας αμέσως πριν από την επόμενη δόση.
Σε ασθενείς με διαλείπουσα αιμοκάθαρση, τα επίπεδα βανκομυκίνης πρέπει να
λαμβάνονται συνήθως πριν από την έναρξη της συνεδρίας αιμοκάθαρσης.
Μετά από χορήγηση από το στόμα, θα πρέπει να πραγματοποιείται
παρακολούθηση των συγκεντρώσεων ορού βανκομυκίνης σε ασθενείς με
φλεγμονώδεις εντερικές διαταραχές (βλ. παράγραφο 4.4).
Τα θεραπευτικά (ελάχιστα) επίπεδα βανκομυκίνης στο αίμα πρέπει κανονικά να
είναι 10-20 mg/l, ανάλογα με το σημείο της μόλυνσης και την ευαισθησία του
παθογόνου. Από κλινικά εργαστήρια συνιστώνται συνήθως ελάχιστα επιπέδου
15-20 mg/l για την καλύτερη κάλυψη ταξινομημένων ως ευαίσθητων παθογόνων
μικροοργανισμών με MIC ≥1 mg/L (βλ. παραγράφους 4.4 και 5.1).
Στην πρόβλεψη επιμέρους απαιτήσεων δόσης για να επιτευχθεί επαρκές AUC
μπορεί να είναι χρήσιμες μοντελοποιημένες μέθοδοι. Η προσέγγιση με βάση
μοντέλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο για τον υπολογισμό της
εξατομικευμένης αρχικής δόσης όσο και για την προσαρμογή της δόσης με βάση
τα αποτελέσματα TDM (βλ. παράγραφο 5.1).
Μέθοδος χορήγησης:
Ενδοφλέβια χορήγηση
Η ενδοφλέβια βανκομυκίνη χορηγείται συνήθως σε διαλείπουσα έγχυση και οι
συστάσεις ως προς την δοσολογία που παρουσιάζονται σε αυτό το τμήμα για
την ενδοφλέβια οδό αντιστοιχούν σε αυτόν τον τύπο χορήγησης.
Η βανκομυκίνη χορηγείται μόνον ως βραδεία ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας
τουλάχιστον μιας ώρας ή με μέγιστη ταχύτητα 10 mg/min (όποια είναι
μεγαλύτερη), η οποία είναι επαρκώς αραιωμένη (τουλάχιστον 100 ml ανά 500
mg ή τουλάχιστον 200 ml ανά 1000 mg) (βλ. παράγραφο 4.4).
Ασθενείς που πρέπει να υπόκεινται σε περιορισμένη λήψη υγρών, μπορούν
επίσης να λαμβάνουν ένα διάλυμα 500 mg/50 ml ή 1000 mg/100 ml, παρόλο που
ο κίνδυνος ανεπιθύμητων ενεργειών που σχετίζονται με την έγχυση μπορεί να
αυξηθεί με αυτές τις υψηλότερες συγκεντρώσεις.
Για πληροφορίες σχετικά με την προετοιμασία της λύσης, βλ. παράγραφο 6.6.
Μπορεί να εξεταστεί και η περίπτωση συνεχούς έγχυσης βανκομυκίνης, π.χ. σε
ασθενείς με ασταθή κάθαρση βανκομυκίνης.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1 (βλ. παράγραφο 4.4).
Η βανκομυκίνη δεν πρέπει να χορηγείται ενδομυϊκώς λόγω του κινδύνου
νέκρωσης στο σημείο της χορήγησης.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας
Είναι πιθανές σοβαρές και περιστασιακά θανατηφόρες αντιδράσεις
υπερευαισθησίας (βλ. παραγράφους 4.3 και 4.8). Σε περίπτωση αντιδράσεων
υπερευαισθησίας, η θεραπεία με βανκομυκίνη πρέπει να διακόπτεται αμέσως
και να εφαρμόζονται τα κατάλληλα επείγοντα μέτρα.
Σε ασθενείς που λαμβάνουν βανκομυκίνη για μεγαλύτερη χρονική περίοδο ή
ταυτόχρονα με άλλα φάρμακα που μπορεί να προκαλέσουν ουδετεροπενία ή
ακοκκιοκυτταραιμία, πρέπει να παρακολουθείται σε τακτά χρονικά διαστήματα
ο αριθμός των λευκοκυττάρων. Όλοι οι ασθενείς που λαμβάνουν βανκομυκίνη
πρέπει να υποβάλλονται σε περιοδικές αιματολογικές μελέτες, ανάλυση ούρων,
Σελίδα 5 από 18