ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
PALEXIA retard 25 mg δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης
PALEXIA retard 50 mg δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης
PALEXIA retard 100 mg δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης
PALEXIA retard 150 mg δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης
PALEXIA retard 200 mg δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης
PALEXIA retard 250 mg δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης
2. ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε δισκίο παρατεταμένης αποδέσμευσης περιέχει 25 mg ταπενταδόλης ς
υδροχλωρική).
Κάθε δισκίο παρατεταμένης αποδέσμευσης περιέχει 50 mg ταπενταδόλης ς
υδροχλωρική).
Κάθε δισκίο παρατεταμένης αποδέσμευσης περιέχει 100 mg ταπενταδόλης (ως
υδροχλωρική).
Κάθε δισκίο παρατεταμένης αποδέσμευσης περιέχει 150 mg ταπενταδόλης (ως
υδροχλωρική).
Κάθε δισκίο παρατεταμένης αποδέσμευσης περιέχει 200 mg ταπενταδόλης (ως
υδροχλωρική).
Κάθε δισκίο παρατεταμένης αποδέσμευσης περιέχει 250 mg ταπενταδόλης (ως
υδροχλωρική).
Έκδοχο με γνωστή δράση:
Το PALEXIA retard 25 mg περιέχει 1,330 mg λακτόζης.
Το PALEXIA retard 50 mg περιέχει 3,026 mg λακτόζης.
Το PALEXIA retard 100 mg περιέχει 3,026 mg λακτόζης.
Το PALEXIA retard 150 mg περιέχει 3,026 mg λακτόζης.
Το PALEXIA retard 200 mg περιέχει 3,026 mg λακτόζης.
Το PALEXIA retard 250 mg περιέχει 3,026 mg λακτόζης.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Δισκίο παρατεταμένης αποδέσμευσης
[25 mg]: Επιμήκη (5,5 mm x 10 mm), επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία,
ελαφρώς καφέ-πορτοκαλί χρώματος, με το λογότυπο Grünenthal στη μία
πλευρά και το “H9στην άλλη πλευρά.
[50 mg]: Επιμήκη (6,5 mm x 15 mm), επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία,
λευκού χρώματος, με το λογότυπο Grünenthal στη μία πλευρά και το “H1” στην
άλλη πλευρά.
[100 mg]: Επιμήκη (6,5 mm x 15 mm), επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία,
ανοιχτού κίτρινου χρώματος, με το λογότυπο Grünenthal στη μία πλευρά και το
“H2” στην άλλη πλευρά.
[150 mg]: Επιμήκη (6,5 mm x 15 mm), επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία,
ανοιχτού ροζ χρώματος, με το λογότυπο Grünenthal στη μία πλευρά και το
“H3” στην άλλη πλευρά.
[200 mg]: Επιμήκη (7 mm x 17 mm), επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία,
ανοιχτού πορτοκαλί χρώματος, με το λογότυπο Grünenthal στη μία πλευρά και
το “H4” στην άλλη πλευρά.
[250 mg]: Επιμήκη (7 mm x 17 mm), επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία,
καφέ-κόκκινου χρώματος, με το λογότυπο Grünenthal στη μία πλευρά και το
“H5” στην άλλη πλευρά.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το PALEXIA retard ενδείκνυται για την αντιμετώπιση του σοβαρού χρόνιου
πόνου σε ενήλικες που μπορεί να αντιμετωπιστεί ικανοποιητικά μόνο με
οπιοειδή αναλγητικά.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Το δοσολογικό σχήμα πρέπει να εξατομικεύεται ανάλογα με τη σοβαρότητα του
πόνου προς θεραπεία, την προηγούμενη θεραπευτική εμπειρία και τη
δυνατότητα παρακολούθησης του ασθενούς.
Το PALEXIA retard πρέπει να λαμβάνεται δύο φορές την ημέρα, περίπου κάθε
12 ώρες.
Έναρξη της θεραπείας
Έναρξη της θεραπείας σε ασθενείς που δεν λαμβάνουν αυτή τη στιγμή οπιοειδή
αναλγητικά
Οι ασθενείς πρέπει να ξεκινήσουν τη θεραπεία με μονές δόσεις ταπενταδόλης
των 50 mg ως δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης που χορηγούνται δύο
φορές την ημέρα.
Έναρξη της θεραπείας σε ασθενείς που λαμβάνουν αυτή τη στιγμή οπιοειδή
αναλγητικά
Κατά την αλλαγή από οπιοειδή σε PALEXIA retard και για την επιλογή της
αρχικής δόσης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η φύση του προηγούμενου
φαρμακευτικού προϊόντος, ο τρόπος χορήγησης και η μέση ημερήσια δόση.
Μπορεί να απαιτούνται υψηλότερες αρχικές δόσεις PALEXIA retard για τους
ασθενείς που αυτή τη στιγμή λαμβάνουν οπιοειδή σε σύγκριση με αυτούς που
δεν έχουν λάβει οπιοειδή πριν από την έναρξη της θεραπείας με PALEXIA
retard.
Τιτλοποίηση και συντήρηση
Μετά από την έναρξη της θεραπείας, η δόση πρέπει να τιτλοποιείται σε
εξατομικευμένη βάση σε επίπεδο που παρέχει επαρκή αναλγησία και
ελαχιστοποιεί τις ανεπιθύμητες επιδράσεις, κάτω από τη στενή επίβλεψη του
γιατρού που συνταγογραφεί το φάρμακο.
Η εμπειρία από τις κλινικές μελέτες έχει δείξει ότι ένα δοσολογικό σχήμα
τιτλοποίησης με προοδευτικές αυξήσεις κατά 50 mg ταπενταδόλης ως δισκία
παρατεταμένης αποδέσμευσης δύο φορές την ημέρα κάθε 3 μέρες ήταν
κατάλληλο για να επιτευχθεί επαρκής έλεγχος του πόνου στους περισσότερους
ασθενείς. Για εξατομικευμένες προσαρμογές της δόσης μπορούν επίσης να
χρησιμοποιηθούν τα δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης ταπενταδόλης των
25 mg.
Δεν έχουν ακόμα μελετηθεί συνολικές ημερήσιες δόσεις PALEXIA retard άνω
των 500 mg ταπενταδόλης και, επομένως, δεν συνιστώνται.
Διακοπή της θεραπείας
Μετά από την απότομη διακοπή της θεραπείας με ταπενταδόλη θα μπορούσαν
να εμφανιστούν συμπτώματα απόσυρσης (βλ. παράγραφο 4.8).
Όταν ο ασθενής
δεν χρειάζεται πλέον θεραπεία με ταπενταδόλη, συνιστάται η σταδιακή μείωση
της δόσης, ώστε να προληφθούν τα συμπτώματα της απόσυρσης.
Νεφρική δυσλειτουργία
Σε ασθενείς με ήπια ή μέτρια νεφρική δυσλειτουργία, δεν απαιτείται
προσαρμογή της δόσης (βλ. παράγραφο 5.2).
Το PALEXIA retard δεν έχει μελετηθεί σε ελεγχόμενες μελέτες
αποτελεσματικότητας σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία.
Επομένως, δεν συνιστάται η χρήση του σε αυτό τον πληθυσμό (βλ.
παραγράφους 4.4 και 5.2).
Ηπατική δυσλειτουργία
Σε ασθενείς με ήπια ηπατική δυσλειτουργία, δεν απαιτείται προσαρμογή της
δόσηςλ. παράγραφο 5.2).
Το PALEXIA retard πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με
μέτρια ηπατική δυσλειτουργία. Η θεραπεία σε αυτούς τους ασθενείς πρέπει να
ξεκινήσει με τη χαμηλότερη διαθέσιμη περιεκτικότητα, δηλ. με <25 mg><50
mg> ταπενταδόλης ως δισκίο παρατεταμένης αποδέσμευσης, και δεν πρέπει να
χορηγείται συχνότερα από μία φορά κάθε 24 ώρες. Κατά την έναρξη της
θεραπείας, δεν συνιστάται ημερήσια δόση μεγαλύτερη από 50 mg
ταπενταδόλης ως δισκίο παρατεταμένης αποδέσμευσης. Η περαιτέρω θεραπεία
πρέπει να αντανακλά τη διατήρηση της αναλγησίας με αποδεκτή ανεκτικότητα
(βλ. παραγράφους 4.4 και 5.2).
Το PALEXIA retard δεν έχει μελετηθεί σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική
δυσλειτουργία. Επομένως, δεν συνιστάται η χρήση του σε αυτό τον πληθυσμό
(βλ. παραγράφους 4.4 και 5.2).
Ηλικιωμένοι ασθενείς (άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών)
Σε γενικές γραμμές, δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης για τους
ηλικιωμένους ασθενείς. Ωστόσο, καθώς οι ηλικιωμένοι ασθενείς είναι
πιθανότερο να έχουν μειωμένη νεφρική και ηπατική λειτουργία, πρέπει να
δίνεται προσοχή κατά την επιλογή της δόσης σύμφωνα με τις συστάσεις (βλ.
παραγράφους 4.2 και 5.2).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του PALEXIA retard σε παιδιά και
εφήβους κάτω των 18 ετών δεν έχουν ακόμα τεκμηριωθεί. Επομένως, το
PALEXIA retard δεν συνιστάται για χρήση σε αυτό τον πληθυσμό.
Τρόπος χορήγησης
Το PALEXIA retard πρέπει να λαμβάνεται ολόκληρο, χωρίς να σπάσει ή να
μασηθεί, για να διασφαλιστεί η διατήρηση του μηχανισμού παρατεταμένης
αποδέσμευσης. Το PALEXIA retard πρέπει να λαμβάνεται με επαρκή ποσότητα
υγρού. Το PALEXIA retard μπορεί να λαμβάνεται με ή χωρίς φαγητό.
4.3 Αντενδείξεις
Το PALEXIA retard αντενδείκνυται:
σε ασθενείς με υπερευαισθησία στην ταπενταδόλη ή σε κάποιο από τα
έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
σε καταστάσεις όπου αντενδείκνυνται δραστικές ουσίες με δράση αγωνιστή
στον μ-υποδοχέα οπιοειδών, δηλ. σε ασθενείς με σημαντική αναπνευστική
καταστολή (σε συνθήκες μη παρακολούθησης ή απουσία εξοπλισμού
καρδιοπνευμονικής ανάνηψης), και σε ασθενείς με οξύ ή σοβαρό βρογχικό
άσθμα ή υπερκαπνία.
σε οποιονδήποτε ασθενή πάσχει ή υπάρχει υποψία ότι πάσχει από
παραλυτικό ειλεό
σε ασθενείς με οξεία δηλητηρίαση από οινόπνευμα, υπνωτικά, κεντρικώς
δρώντα αναλγητικά ή ψυχοτρόπες δραστικές ουσίες (βλ. παράγραφο 4.5).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Πιθανότητα κατάχρησης και συνδρόμου εθισμού/εξάρτησης
Το PALEXIA retard είναι πιθανό να οδηγήσει σε κατάχρηση και εξάρτηση. Το
ενδεχόμενο αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη συνταγογράφηση ή
διάθεση του PALEXIA retard σε περιπτώσεις όπου υπάρχει ανησυχία για
αυξημένο κίνδυνο λανθασμένης χρήσης, κατάχρησης, εξάρτησης ή
παρεκτροπής.
Όλοι οι ασθενείς που ακολουθούν θεραπεία με δραστικές ουσίες με δράση
αγωνιστή στον υποδοχέα mu οπιοειδών πρέπει να παρακολουθούνται
προσεκτικά για σημεία κατάχρησης και εξάρτησης.
Αναπνευστική καταστολή
Σε υψηλές δόσεις ή σε ασθενείς ευαίσθητους σε αγωνιστή των μ-υποδοχέων
των οπιοειδών, το PALEXIA retard μπορεί να οδηγήσει σε δοσοεξαρτώμενη
αναπνευστική καταστολή. Επομένως, το PALEXIA retard πρέπει να χορηγείται
με προσοχή σε ασθενείς με διαταραγμένη αναπνευστική λειτουργία. Πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο λήψης εναλλακτικών αναλγητικών χωρίς
δράση αγωνιστή στον μ-υποδοχέα οπιοειδών και το PALEXIA retard πρέπει να
χρησιμοποιείται μόνο κάτω από προσεκτική ιατρική περίθαλψη στη χαμηλότερη
αποτελεσματική δόση σε αυτού του είδους τους ασθενείς. Αν εμφανιστεί
αναπνευστική καταστολή, πρέπει να αντιμετωπιστεί όπως αντιμετωπίζεται
οποιαδήποτε αναπνευστική καταστολή επαγόμενη από αγωνιστή των μ-
υποδοχέων των οπιοειδώνλ. παράγραφο 4.9).
Τραυματισμός στην κεφαλή και αυξημένη ενδοκράνια πίεση
Το PALEXIA retard δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε ασθενείς που μπορεί να
είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στις ενδοκράνιες επιδράσεις της κατακράτησης
διοξειδίου του άνθρακα, όπως είναι αυτοί για τους οποίους υπάρχουν ενδείξεις
αυξημένης ενδοκράνιας πίεσης, μειωμένης συνείδησης και κώματος. Τα
αναλγητικά με δράση αγωνιστή στον μ-υποδοχέα οπιοειδών μπορεί να
περιπλέξουν την κλινική πορεία ασθενών με τραύμα στην κεφαλή. Το PALEXIA
retard πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με τραύμα στην
κεφαλή και όγκους στον εγκέφαλο.
Επιληπτικές κρίσεις
Το PALEXIA retard δεν έχει αξιολογηθεί συστηματικά σε ασθενείς με
διαταραχή που ενέχει επιληπτικές κρίσεις και οι ασθενείς αυτοί
αποκλείστηκαν από τις κλινικές μελέτες. Παρ’ όλα αυτά, όπως και όλα τα
άλλα αναλγητικά με δράση αγωνιστή στον μ-υποδοχέα οπιοειδών, το PALEXIA
retard δεν συνιστάται σε ασθενείς με ιστορικό διαταραχής που ενέχει
επιληπτικές κρίσεις ή άλλη πάθηση που θα μπορούσε να θέσει τον ασθενή σε
κίνδυνο επιληπτικών κρίσεων.
Νεφρική δυσλειτουργία
Το PALEXIA retard δεν έχει μελετηθεί σε ελεγχόμενες μελέτες
αποτελεσματικότητας σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία.
Επομένως, δεν συνιστάται η χρήση του σε αυτό τον πληθυσμό (βλ.
παραγράφους 4.2 και 5.2).
Ηπατική δυσλειτουργία
Οι ασθενείς με ήπια και μέτρια ηπατική δυσλειτουργία εμφάνισαν αύξηση στη
συστηματική έκθεση κατά 2 φορές και κατά 4,5 φορές, αντίστοιχα, σε σύγκριση
με τους ασθενείς με φυσιολογική ηπατική λειτουργία. Το PALEXIA retard
πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με ήπια ηπατική
δυσλειτουργία (βλ. παράγραφο 4.2 και 5.2), ειδικά κατά την έναρξη της
θεραπείας.
Το PALEXIA retard δεν έχει μελετηθεί σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική
δυσλειτουργία. Επομένως, δεν συνιστάται η χρήση του σε αυτό τον πληθυσμό
(βλ. παραγράφους 4.2 και 5.2).
Χρήση σε παγκρεατική νόσο/νόσο των χοληφόρων
Οι δραστικές ουσίες με δράση αγωνιστή στον μ-υποδοχέα οπιοειδών μπορεί να
προκαλέσουν σπασμό στον σφιγκτήρα του Oddi. Το PALEXIA retard πρέπει να
χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με νόσο των χοληφόρων,
συμπεριλαμβανομένης της οξείας παγκρεατίτιδας.
Μικτοί αγωνιστές/ανταγωνιστές οπιοειδών
Πρέπει να δίνεται προσοχή κατά τον συνδυασμό του PALEXIA retard με μικτούς
αγωνιστές/ανταγωνιστές των μ-υποδοχέων των οπιοειδών (όπως πενταζοκίνη,
ναλβουφίνη) ή με μερικούς αγωνιστές των μ-υποδοχέων των οπιοειδών (όπως
βουπρενορφίνη). Σε ασθενείς που συνεχίζουν με βουπρενορφίνη για τη θεραπεία
της εξάρτησης από οπιοειδή, πρέπει να εξετάζονται εναλλακτικές θεραπευτικές
επιλογές (όπως π.χ. προσωρινή διακοπή της βουπρενορφίνης), εάν γίνει
απαραίτητη η χορήγηση πλήρων αγωνιστών των μ-υποδοχέων (όπως η
ταπενταδόλη) σε καταστάσεις οξέος πόνου. Κατά τη συνδυασμένη χρήση με
βουπρενορφίνη αναφέρθηκαν απαιτήσεις για υψηλότερες δόσεις των πλήρων
αγωνιστών των μ-υποδοχέων και σε τέτοιες περιπτώσεις απαιτείται στενή
παρακολούθηση των ανεπιθύμητων ενεργειών, όπως η αναπνευστική
καταστολή.
Τα δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης PALEXIA retard περιέχουν λακτόζη. Οι
ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη,
ανεπάρκεια λακτάσης Lapp ή δυσαπορρόφηση γαλακτόζης-γλυκόζης δεν πρέπει
να λαμβάνουν αυτό το φαρμακευτικό προϊόν.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Φαρμακευτικά προϊόντα, όπως είναι οι βενζοδιαζεπίνες, τα βαρβιτουρικά και
τα οπιοειδή (αναλγητικά, αντιβηχικά ή θεραπείες υποκατάστασης), μπορεί να
ενισχύσουν τον κίνδυνο αναπνευστικής καταστολής, αν ληφθούν σε
συνδυασμό με PALEXIA retard. Τα κατασταλτικά του ΚΝΣ (π.χ.
βενζοδιαζεπίνες, αντιψυχωσικά, αντιϊσταμινικά Η1, οπιοειδή, οινόπνευμα)
μπορούν να ενισχύσουν την κατασταλτική επίδραση της ταπενταδόλης και να
επηρεάσουν την εγρήγορση. Επομένως, όταν συζητείται το ενδεχόμενο
συγχορήγησης του PALEXIA retard με κατασταλτικό για το αναπνευστικό ή το
κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ), πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο
μείωσης της δόσης ενός ή και των δύο παραγόντων.
Μικτοί αγωνιστές/ανταγωνιστές οπιοειδών
Πρέπει να δίνεται προσοχή κατά τον συνδυασμό του PALEXIA retard με μικτούς
αγωνιστές/ανταγωνιστές των μ-υποδοχέων των οπιοειδών (όπως πενταζοκίνη,
ναλβουφίνη) ή με μερικούς αγωνιστές των μ-υποδοχέων των οπιοειδών (όπως
βουπρενορφίνη)λ. επίσης παράγραφο 4.4).
Σε μεμονωμένες περιπτώσεις έχουν υπάρξει αναφορές σεροτονινεργικού
συνδρόμου σε χρονικό συσχετισμό με τη θεραπευτική χρήση ταπενταδόλης σε
συνδυασμό με σεροτονινεργικά φαρμακευτικά προϊόντα, όπως οι εκλεκτικοί
αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs). Σημεία του σεροτονινεργικού
συνδρόμου μπορεί να είναι για παράδειγμα σύγχυση, διέγερση, πυρετός,
εφίδρωση, αταξία, αύξηση αντανακλαστικών, μυόκλωνος και διάρροια. Η
διακοπή των σεροτονινεργικών φαρμακευτικών προϊόντων συνήθως επιφέρει
ταχεία βελτίωση. Η θεραπεία εξαρτάται από τη φύση και τη σοβαρότητα των
συμπτωμάτων.
Η κύρια οδός απομάκρυνσης της ταπενταδόλης είναι η σύζευξη με το
γλυκουρονικό οξύ μέσω της διφωσφονικής ουριδινικής τρανσφεράσης (UGT),
κυρίως των ισομορφών UGT1A6, UGT1A9 και UGT2B7. Επομένως, η
παράλληλη χορήγηση με ισχυρούς αναστολείς αυτών των ισοενζύμων (π.χ.
κετοκοναζόλη, φλουκοναζόλη, μεκλοφεναμικό οξύ) μπορεί να οδηγήσει σε
αυξημένη συστηματική έκθεση της ταπενταδόληςλ. παράγραφο 5.2).
Όσον αφορά στους ασθενείς που ακολουθούν θεραπεία με ταπενταδόλη, πρέπει
να δοθεί προσοχή αν ξεκινήσει ή σταματήσει παράλληλη χορήγηση φαρμάκου
με ισχυρή ενζυμική επαγωγική δράση (π.χ. ριφαμπικίνη, φαινοβαρβιτάλη,
βότανο St. John (Hypericum perforatum)), καθώς αυτό μπορεί να οδηγήσει σε
μειωμένη αποτελεσματικότητα ή κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών, αντίστοιχα.
Η θεραπεία με PALEXIA retard πρέπει να αποφεύγεται σε ασθενείς που
λαμβάνουν αναστολείς της μονοαμινοξειδάσης (ΜΑΟ) ή που τους έλαβαν κατά
τη διάρκεια των τελευταίων 14 ημερών, λόγω των πιθανών αθροιστικών
επιδράσεων στις συγκεντρώσεις της νοραδρεναλίνης στις συνάψεις, οι οποίες
μπορεί να οδηγήσουν σε ανεπιθύμητα καρδιαγγειακά συμβάντα, όπως
υπερτασική κρίση.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Υπάρχει πολύ περιορισμένος αριθμός δεδομένων από τη χρήση σε εγκύους.
Οι μελέτες σε πειραματόζωα δεν έχουν δείξει τερατογόνο δράση. Παρ’ όλα
αυτά, παρατηρήθηκε καθυστέρηση στην ανάπτυξη και εμβρυοτοξικότητα σε
δόσεις που οδήγησαν σε υπερβολική αύξηση της φαρμακολογικής δράσης
(επιδράσεις στο ΚΝΣ σχετιζόμενες με τους μ-υποδοχείς των οπιοειδών, οι
οποίες συνδέονται με δοσολογία μεγαλύτερη του θεραπευτικού εύρους).
Επιδράσεις στην ανάπτυξη μετά τη γέννηση παρατηρήθηκαν ήδη στο μητρικό
NOAEL (επίπεδο στο οποίο δεν παρατηρούνται δυσμενείς επιδράσεις) λ.
παράγραφο 5.3).
Το PALEXIA retard πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης, μόνο αν το πιθανό όφελος δικαιολογεί τον πιθανό κίνδυνο για το
έμβρυο.
Τοκετός
Η επίδραση της ταπενταδόλης στον τοκετό στους ανθρώπους είναι άγνωστη.
Το PALEXIA retard δεν συνιστάται για χρήση σε γυναίκες κατά τη διάρκεια και
αμέσως πριν από τον τοκετό. Λόγω της δράσης αγωνιστή στον μ-υποδοχέα των
οπιοειδών της ταπενταδόλης, τα νεογνά των οποίων οι μητέρες έχουν λάβει
ταπενταδόλη πρέπει να παρακολουθούνται για αναπνευστική καταστολή.
Θηλασμός
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την απέκκριση της ταπενταδόλης στο
ανθρώπινο γάλα. Από μια μελέτη σε νεογνά αρουραίων κατά τη διάρκεια
γαλουχίας από μητέρες που έλαβαν ταπενταδόλη, προέκυψε το συμπέρασμα ότι
η ταπενταδόλη απεκκρίνεται στο γάλα (βλ. παράγραφο 5.3). Επομένως, δεν
μπορεί να αποκλειστεί ο κίνδυνος για το παιδί που θηλάζει. Το PALEXIA retard
δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια του θηλασμού.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Το PALEXIA retard μπορεί να έχει σημαντική επίδραση στην ικανότητα
οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων, επειδή μπορεί να επηρεάσει αρνητικά
τις λειτουργίες του ΚΝΣ (βλ. παράγραφο 4.8). Αυτό αναμένεται ειδικά κατά την
έναρξη της θεραπείας, όταν γίνεται οποιαδήποτε αλλαγή της δόσης, καθώς και
σε σχέση με τη χρήση οινοπνεύματος ή ηρεμιστικών (βλ. παράγραφο 4.4). Οι
ασθενείς πρέπει να προειδοποιούνται ως προς το αν τους επιτρέπεται να
οδηγούν ή να χειρίζονται μηχανήματα.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου που εμφανίστηκαν σε ασθενείς στις
ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο μελέτες που πραγματοποιήθηκαν με το
PALEXIA retard ήταν κυρίως ήπιας και μέτριας σοβαρότητας. Οι συχνότερες
ανεπιθύμητες ενέργειες εμφανίστηκαν από το γαστρεντερικό και το κεντρικό
νευρικό σύστημα (ναυτία, ζάλη, δυσκοιλιότητα, πονοκέφαλος και υπνηλία).
Ο πίνακας που ακολουθεί αναφέρει τις ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου
που διαπιστώθηκαν στις κλινικές δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν με PALEXIA
retard και από το περιβάλλον μετά την κυκλοφορία του. Αναφέρονται ανά
κατηγορία και συχνότητα. Οι συχνότητες ορίζονται ως πολύ συχνές (1/10),
συχνές (1/100 έως <1/10), όχι συχνές (1/1.000 έως <1/100), σπάνιες
(1/10.000 έως <1/1.000), πολύ σπάνιες (<1/10.000), μη γνωστές (δεν μπορούν
να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΦΑΡΜΑΚΟΥ
Κατηγορία/
Οργανικό
σύστημα
Συχνότητα
Πολύ
συχνές
Συχνές Όχι συχνές Σπάνιες
Διαταραχές
του
ανοσοποιητικ
ού
συστήματος
Υπερευαισθησία σε
φάρμακο*
Διαταραχές
του
μεταβολισμού
και της
θρέψης
Μειωμένη
όρεξη
Μειωμένο
σωματικό βάρος
Ψυχιατρικές
διαταραχές
Άγχος,
καταθλιπτική
Αποπροσανατολισμ
ός, συγχυτική
Φαρμακευτικ
ή εξάρτηση,
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΦΑΡΜΑΚΟΥ
Κατηγορία/
Οργανικό
σύστημα
Συχνότητα
Πολύ
συχνές
Συχνές Όχι συχνές Σπάνιες
διάθεση,
διαταραχή
ύπνου,
νευρικότητα,
ανησυχία
κατάσταση,
διέγερση,
διαταραχές της
αντίληψης,
ανώμαλα όνειρα,
ευφορική
συναισθηματική
διάθεση
σκέψη μη
φυσιολογική
Διαταραχές
του νευρικού
συστήματος
Ζάλη,
υπνηλία,
κεφαλαλγία
Διαταραχή
στην προσοχή,
τρόμος, μυϊκές
συσπάσεις
ακούσιες
Επηρεασμένο
επίπεδο
συνείδησης,
επηρεασμένη
μνήμη,
επηρεασμένη
διανοητική
κατάσταση,
συγκοπή,
καταστολή,
διαταραχή της
ισορροπίας,
δυσαρθρία,
υπαισθησία,
παραισθησία
Σπασμός,
προσυγκοπή,
συντονισμός
μη
φυσιολογικός
Οφθαλμικές
διαταραχές
Οπτική διαταραχή
Καρδιακές
διαταραχές
Καρδιακός ρυθμός
αυξημένος,
καρδιακός ρυθμός
μειωμένος,
αίσθημα παλμών
Αγγειακές
διαταραχές
Έξαψη Αρτηριακή πίεση
μειωμένη
Διαταραχές
του
αναπνευστικο
ύ συστήματος,
του θώρακα
και του
μεσοθωρακίου
Δύσπνοια Αναπνευστικ
ή καταστολή
Διαταραχές
του
γαστρεντερικο
ύ συστήματος
Ναυτία,
δυσκοιλιότη
τα
Έμετος,
διάρροια,
δυσπεψία
Κοιλιακή δυσφορία Επιβραδυνθεί
σα γαστρική
κένωση
Διαταραχές
του δέρματος
και του
υποδόριου
ιστού
Κνησμός,
υπερίδρωση,
εξάνθημα
Κνίδωση
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΦΑΡΜΑΚΟΥ
Κατηγορία/
Οργανικό
σύστημα
Συχνότητα
Πολύ
συχνές
Συχνές Όχι συχνές Σπάνιες
Διαταραχές
των νεφρών
και των
ουροφόρων
οδών
Δυσκολία στην
ούρηση, συχνουρία
Διαταραχές
του
αναπαραγωγικ
ού
συστήματος
και του
μαστού
Σεξουαλική
δυσλειτουργία
Γενικές
διαταραχές
και
καταστάσεις
της οδού
χορήγησης
Εξασθένιση,
κόπωση,
αίσθηση
μεταβολής της
θερμοκρασίας
του σώματος,
ξηρότητα
βλεννογόνου,
οίδημα
Σύνδρομο από
απόσυρση
φαρμάκου, αίσθηση
μη φυσιολογική,
ευερεθιστότητα
Αίσθηση
μέθης,
αίσθηση
χαλάρωσης
* Μετά την κυκλοφορία έχουν αναφερθεί σπάνια περιστατικά αγγειοοιδήματος,
αναφυλαξίας και αναφυλακτικής καταπληξίας.
Οι κλινικές δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν με PALEXIA retard με έκθεση
ασθενών έως και 1 έτος έχουν δείξει λίγα στοιχεία συμπτωμάτων απόσυρσης
μετά από απότομη διακοπή και τα συμπτώματα αυτά ταξινομήθηκαν γενικά ως
ήπια, όταν εμφανίστηκαν. Παρ’ όλα αυτά, οι γιατροί πρέπει να βρίσκονται σε
εγρήγορση για συμπτώματα απόσυρσης (βλ. παράγραφο 4.2) και να
αντιμετωπίσουν κατάλληλα τους ασθενείς, εάν αυτά εμφανιστούν.
Είναι γνωστό ότι ο κίνδυνος ιδεασμού αυτοκτονίας και πραγματοποίησης
αυτοκτονίας είναι υψηλότερος σε ασθενείς που υποφέρουν από χρόνιο πόνο.
Επιπρόσθετα, οι ουσίες με έκδηλη επίδραση στο μονοαμινεργικό σύστημα
έχουν συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο αυτοκτονικότητας σε ασθενείς που
πάσχουν από κατάθλιψη, ιδίως στην αρχή της θεραπείας. Όσον αφορά στην
ταπενταδόλη, τα δεδομένα από τις κλινικές δοκιμές και τις αναφορές μετά την
κυκλοφορία του προϊόντος δεν παρουσιάζουν ενδείξεις για αυξημένο κίνδυνο.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν
οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες απευθείας στον
Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων Μεσογείων 284, GR-15562 Χολαργός, Αθήνα,
Τηλ: + 30 21 32040380/337, Φαξ: + 30 21 06549585 Ιστότοπος: http :// www . eof . gr.
4.9 Υπερδοσολογία
Συμπτώματα
Η εμπειρία από υπερδοσολογία ταπενταδόλης σε ανθρώπους είναι πολύ
περιορισμένη. Τα προκλινικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι σε περίπτωση
δηλητηρίασης από ταπενταδόλη, αναμένονται συμπτώματα παρόμοια με αυτά
άλλων κεντρικώς δρώντων αναλγητικών με δράση αγωνιστή στον μ-υποδοχέα
των οπιοειδών. Κατά κύριο λόγο, τα συμπτώματα αυτά περιλαμβάνουν,
ανάλογα με τις κλινικές συνθήκες, ιδιαίτερα μύση, έμετο, καρδιαγγειακή
κατάρρευση, διαταραχές της συνειδήσεως έως και κώμα, σπασμούς και
αναπνευστική καταστολή έως αναπνευστική ανακοπή.
Αντιμετώπιση
Η αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας πρέπει να επικεντρώνεται στη θεραπεία
των συμπτωμάτων της δράσης του αγωνιστού στον μ-υποδοχέα των οπιοειδών.
Πρέπει να δίνεται αρχικά προσοχή στην εξασφάλιση βατού αεραγωγού και
στην εγκατάσταση υποβοηθούμενου ή ελεγχόμενου αερισμού, όταν
πιθανολογείται υπερδοσολογία ταπενταδόλης.
Οι γνήσιοι ανταγωνιστές του υποδοχέα οπιοειδών, όπως είναι η ναλοξόνη,
συνιστούν ειδικά αντίδοτα της αναπνευστικής καταστολής που είναι
αποτέλεσμα της υπερδοσολογίας οπιοειδών. Η αναπνευστική καταστολή μετά
από την υπερδοσολογία μπορεί να ξεπεράσει τη διάρκεια δράσης του
ανταγωνιστή του υποδοχέα οπιοειδών. Η χορήγηση ανταγωνιστή του υποδοχέα
οπιοειδών δεν υποκαθιστά τη συνεχή παρακολούθηση του αεραγωγού, την
αναπνοή και την κυκλοφορία μετά από υπερδοσολογία οπιοειδών. Αν η
ανταπόκριση στους ανταγωνιστές του υποδοχέα των οπιοειδών είναι
υποβέλτιστη ή πολύ σύντομη ως προς τη φύση της, πρέπει να χορηγηθεί
πρόσθετη δόση ανταγωνιστή (π.χ. ναλοξόνη) σύμφωνα με τις οδηγίες του
παρασκευαστή του προϊόντος.
Μπορεί να ληφθεί υπόψη το ενδεχόμενο γαστρεντερικής κάθαρσης προκειμένου
να απομακρυνθεί η μη απορροφημένη δραστική ουσία. Το ενδεχόμενο
γαστρεντερικής κάθαρσης με ενεργό άνθρακα ή πλύσης στομάχου μπορεί να
ληφθεί υπόψη σε διάστημα 2 ωρών μετά από την πρόσληψη. Πριν γίνει
απόπειρα για γαστρεντερική κάθαρση, πρέπει να διασφαλιστεί η βατότητα του
αεραγωγού.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: Αναλγητικά, οπιοειδή, λοιπά οπιοειδή
Κωδικός ATC: N02AX06
Η ταπενταδόλη είναι ένα ισχυρό αναλγητικό με ιδιότητες αγωνιστού του μ-
υποδοχέα των οπιοειδών και επιπρόσθετα αναστολής της επαναπρόσληψης της
νοραδρεναλίνης. Η ταπενταδόλη ασκεί την αναλγητική της δράση απευθείας
χωρίς φαρμακολογικά δραστικό μεταβολίτη.
Η ταπενταδόλη επέδειξε αποτελεσματικότητα σε προκλινικά μοντέλα
αλγαισθητικού, νευροπαθητικού, σπλαγχνικού και φλεγμονώδους πόνου. Η
αποτελεσματικότητα έχει επαληθευτεί σε κλινικές δοκιμές με δισκία
ταπενταδόλης παρατεταμένης αποδέσμευσης σε συνθήκες μη κακοήθους
αλγαισθητικού και νευροπαθητικού χρόνιου πόνου, καθώς και χρόνιου πόνου
σχετιζόμενου με όγκους. Οι μελέτες στον πόνο που οφείλεται σε
οστεοαρθρίτιδα και στον πόνο που οφείλεται σε χρόνια οσφυαλγία έδειξαν
παρόμοια αναλγητική αποτελεσματικότητα ανάμεσα στην ταπενταδόλη και ένα
ισχυρό οπιοειδές που χρησιμοποιήθηκε ως ουσία σύγκρισης. Στη μελέτη για την
επώδυνη διαβητική περιφερική νευροπάθεια, η ταπενταδόλη διαφοροποιήθηκε
από το εικονικό φάρμακο που χρησιμοποιήθηκε ως ουσία σύγκρισης.
Επιδράσεις στο καρδιαγγειακό σύστημα: Σε μια εκτενή μελέτη του
διαστήματος QT σε ανθρώπους, δεν καταδείχθηκε καμία επίδραση των
πολλαπλών θεραπευτικών και υπερθεραπευτικών δόσεων της ταπενταδόλης
στο διάστημα QT. Αντίστοιχα, η ταπενταδόλη δεν είχε παρόμοια επίδραση στις
λοιπές παραμέτρους του ΗΚΓ (καρδιακή συχνότητα, διάστημα PR, διάρκεια
QRS, κύμα Τ ή μορφολογία κύματος U).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων έχει δώσει αναβολή από την υποχρέωση
υποβολής των αποτελεσμάτων των μελετών με το PALEXIA retard σε όλες τις
υποκατηγορίες του παιδιατρικού πληθυσμού στον σοβαρό χρόνιο πόνο (βλ.
παράγραφο 4.2 για πληροφορίες σχετικά με την παιδιατρική χρήση).
Δεδομένα μετά την κυκλοφορία
Πραγματοποιήθηκαν δύο μελέτες μετά την κυκλοφορία για να εξεταστεί η
πρακτική χρήση της ταπενταδόλης.
Η αποτελεσματικότητα των δισκίων παρατεταμένης αποδέσμευσης
ταπενταδόλης έχει αξιολογηθεί σε μία πολυκεντρική, τυχαιοποιημένη, διπλά
τυφλή μελέτη παράλληλων ομάδων, με ασθενείς που έπασχαν από οσφυαλγία
με νευροπαθητικά στοιχεία (KF5503/58). Οι μειώσεις στη μέση ένταση του
πόνου ήταν παρόμοιες στην ομάδα θεραπείας με ταπενταδόλη και στην ομάδα
της ουσίας σύγκρισης, η οποία λάμβανε έναν συνδυασμό δισκίων
παρατεταμένης αποδέσμευσης ταπενταδόλης και δισκίων πρεγκαμπαλίνης
άμεσης αποδέσμευσης.
Σε μία ανοιχτής επισήμανσης, πολυκεντρική, τυχαιοποιημένη μελέτη με
ασθενείς που έπασχαν από σοβαρή χρόνια οσφυαλγία με νευροπαθητικά
στοιχεία (KF5503/60), τα δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης ταπενταδόλης
συσχετίστηκαν με σημαντικές μειώσεις στη μέση ένταση του πόνου.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Η μέση απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα μετά από χορήγηση μίας δόσης (σε νηστεία)
του PALEXIA retard είναι περίπου 32% λόγω του εκτενούς μεταβολισμού
πρώτης διόδου. Οι μέγιστες συγκεντρώσεις της ταπενταδόλης στον ορό
παρατηρούνται μεταξύ 3 και 6 ωρών μετά από τη χορήγηση δισκίων
παρατεταμένης αποδέσμευσης.
Έχουν παρατηρηθεί δοσοεξαρτώμενες αυξήσεις στην AUC μετά από τη
χορήγηση δισκίων παρατεταμένης αποδέσμευσης στο θεραπευτικό εύρος της
δόσης.
Μια μελέτη πολλαπλής δόσης με χορήγηση δύο φορές την ημέρα, όπου
χρησιμοποιούνταν 86 mg και 172 mg ταπενταδόλης χορηγούμενα ως δισκία
παρατεταμένης αποδέσμευσης, έδειξε λόγο άθροισης της τάξης του 1,5 περίπου
για τη μητρική δραστική ουσία, τιμή που καθορίζεται κυρίως από το
δοσολογικό διάστημα και τη φαινόμενη ημιπερίοδο ζωής της ταπενταδόλης. Οι
συγκεντρώσεις της ταπενταδόλης στον ορό σε σταθερή κατάσταση
επιτυγχάνονται τη δεύτερη ημέρα του θεραπευτικού σχήματος.
Επίδραση της τροφής
Η AUC και η C
max
αυξήθηκαν κατά 8% και 18%, αντίστοιχα, όταν τα δισκία
παρατεταμένης αποδέσμευσης χορηγήθηκαν μετά από πρωινό γεύμα πλούσιο σε
λιπαρά και θερμίδες. Αυτό θεωρήθηκε ότι δεν είναι κλινικά σχετικό, καθώς
βρίσκεται εντός του πλαισίου της φυσιολογικής μεταβλητότητας των
φαρμακοκινητικών παραμέτρων της ταπενταδόλης μεταξύ διαφορετικών
ατόμων. Το PALEXIA retard μπορεί να λαμβάνεται με ή χωρίς φαγητό.
Κατανομή
Η ταπενταδόλη κατανέμεται ευρέως στο σώμα. Μετά από ενδοφλέβια
χορήγηση, ο όγκος κατανομής (Vz) για την ταπενταδόλη είναι 540 +/- 98 l. Η
σύνδεση με πρωτεΐνες του ορού είναι χαμηλή και φτάνει περίπου το 20%.
Βιομετασχηματισμός
Στους ανθρώπους ο μεταβολισμός της ταπενταδόλης είναι εκτενής.
Μεταβολίζεται περίπου το 97% της μητρικής ουσίας. Η κύρια οδός
μεταβολισμού της ταπενταδόλης είναι η σύζευξη με το γλυκουρονικό οξύ για
την παραγωγή γλυκουρονιδίων. Μετά την από του στόματος χορήγηση, περίπου
το 70% της δόσης εκκρίνεται στα ούρα ως συζευγμένη μορφή (55%
γλυκουρονίδιο και 15% θειϊκή ταπενταδόλη). Η UDP γλυκουρονυλ-τρανσφεράση
(UGT) είναι το κύριο ένζυμο που συμμετέχει στη γλυκουρονιδίωση (κυρίως οι
ισομορφές UGT1A6, UGT1A9 και UGT2B7). Συνολικά, το 3% της δραστικής
ουσίας απεκκρίνεται στα ούρα ως αμετάβλητη δραστική ουσία. Η ταπενταδόλη
μεταβολίζεται επιπλέον σε Ν-διμεθυλ-ταπενταδόλη (13%) από τα CYP2C9 και
CYP2C19 και σε υδροξυ-ταπενταδόλη (2%) από το CYP2D6, οι οποίες εν
συνεχεία μεταβολίζονται μέσω σύζευξης. Επομένως, ο μεταβολισμός της
δραστικής ουσίας που γίνεται μέσω του κυτοχρώματος P450 είναι λιγότερο
σημαντικός από τη γλυκουρονιδίωση.
Κανένας από τους μεταβολίτες δεν συμβάλλει στην αναλγητική δράση.
Αποβολή
Η ταπενταδόλη και οι μεταβολίτες της απεκκρίνονται σχεδόν αποκλειστικά
(99%) μέσω των νεφρών. Η ολική κάθαρση μετά από ενδοφλέβια χορήγηση
είναι 1530 ± 177 ml/min. Ο τελικός χρόνος ημίσειας ζωής είναι κατά μέσο όρο
5-6 ώρες μετά από την από του στόματος χορήγηση.
Ειδικοί πληθυσμοί
Ηλικιωμένοι ασθενείς
Η μέση έκθεση (AUC) στην ταπενταδόλη ήταν παρόμοια σε μια μελέτη με
ηλικιωμένους (65-78 ετών) σε σύγκριση με τους νεαρούς ενήλικες (19-43 ετών),
με 16% χαμηλότερη μέση C
max
να παρατηρείται στην ομάδα των ηλικιωμένων
ατόμων σε σύγκριση με τους νεαρούς ενήλικες.
Νεφρική δυσλειτουργία
Η AUC και η C
max
της ταπενταδόλης ήταν συγκρίσιμες σε άτομα με ποικίλο
βαθμό νεφρικής λειτουργίας (από φυσιολογική έως σοβαρή διαταραχή).
Αντίθετα, παρατηρήθηκε αυξανόμενη έκθεση (AUC) στο ταπενταδόλ-Ο-
γλυκουρονίδιο με αυξανόμενο βαθμό νεφρικής διαταραχής. Στα άτομα με ήπια,
μέτρια και σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία, η AUC για το ταπενταδόλ-Ο-
γλυκουρονίδιο είναι 1,5, 2,5 και 5,5 φορές υψηλότερη σε σύγκριση με τη
φυσιολογική νεφρική λειτουργία, αντίστοιχα.
Ηπατική δυσλειτουργία
Η χορήγηση ταπενταδόλης οδήγησε σε υψηλότερη έκθεση και επίπεδα ορού της
ταπενταδόλης σε άτομα με διαταραγμένη ηπατική λειτουργία σε σύγκριση με
τους ασθενείς με φυσιολογική ηπατική λειτουργία. Η αναλογία των
φαρμακοκινητικών παραμέτρων της ταπενταδόλης για τις ομάδες με ήπια και
μέτρια ηπατική δυσλειτουργία σε σύγκριση με την ομάδα με φυσιολογική
ηπατική λειτουργία ήταν 1,7 και 4,2, αντίστοιχα, για την AUC, 1,4 και 2,5,
αντίστοιχα, για τη C
max
και 1,2 και 1,4, αντίστοιχα, για τον
t
1/2
.
Ο ρυθμός
σχηματισμού ταπενταδόλ-Ο-γλυκουρονιδίου ήταν μικρότερος στα άτομα με
αυξημένη ηπατική δυσλειτουργία.
Φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις
Η ταπενταδόλη μεταβολίζεται κυρίως μέσω γλυκουρονιδίωσης και μόνο μια
μικρή ποσότητα μεταβολίζεται από τις οξειδωτικές οδούς.
Από τη στιγμή που η γλυκουρονιδίωση είναι ένα σύστημα υψηλής
απόδοσης/χαμηλής συνάφειας, που δεν υφίσταται εύκολα κορεσμό ακόμα και
σε συνθήκες νόσου, και καθώς οι θεραπευτικές συγκεντρώσεις των δραστικών
ουσιών βρίσκονται γενικά κάτω από τις απαιτούμενες συγκεντρώσεις για την
πιθανή αναστολή της γλυκουρονιδίωσης, δεν είναι πιθανό να εμφανιστούν οι
όποιες κλινικά σχετικές αλληλεπιδράσεις προκαλούνται από τη
γλυκουρονιδίωση. Σε ένα σύνολο μελετών φαρμακευτικής αλληλεπίδρασης,
όπου χρησιμοποιήθηκε παρακεταμόλη, ναπροξένη, ακετυλοσαλικυλικό οξύ και
προβενεσίδη, διερευνήθηκε η πιθανή επίδραση αυτών των δραστικών ουσιών
στη γλυκουρονιδίωση της ταπενταδόλης. Οι μελέτες με ναπροξένη (500 mg δύο
φορές την ημέρα για 2 ημέρες) και προβενεσίδη (500 mg δύο φορές την ημέρα
για 2 ημέρες) ως διερευνητικές δραστικές ουσίες έδειξαν αυξήσεις στην AUC
της ταπενταδόλης κατά 17% και 57%, αντίστοιχα. Συνολικά, στις μελέτες
αυτές δεν παρατηρήθηκαν κλινικά σχετικές επιδράσεις στις συγκεντρώσεις της
ταπενταδόλης στον ορό.
Επιπλέον, πραγματοποιήθηκαν μελέτες αλληλεπίδρασης της ταπενταδόλης με
μετοκλοπραμίδη και ομεπραζόλη για να διευρευνηθεί η πιθανή επίδραση αυτών
των δραστικών ουσιών στην απορρόφηση της ταπενταδόλης.
Οι μελέτες αυτές
δεν έδειξαν επίσης κλινικά σχετικές επιδράσεις στις συγκεντρώσεις της
ταπενταδόλης στον ορό.
In vitro
μελέτες δεν έδειξαν ότι η ταπενταδόλη έχει τη δυνατότητα είτε να
αναστείλει είτε να επάγει τα ένζυμα του κυτοχρώματος P450. Επομένως, δεν
είναι πιθανό να εμφανιστούν κλινικά σχετικές αλληλεπιδράσεις που
καταλύονται από το σύστημα του κυτοχρώματος P450.
Η σύνδεση της ταπενταδόλης με τις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι χαμηλή
(περίπου 20%). Επομένως, είναι χαμηλή η πιθανότητα φαρμακοκινητικών
φαρμακευτικών αλληλεπιδράσεων με εκτόπιση από το σημείο δέσμευσης της
πρωτεΐνης.
5.3 Προκλινικά δεδομένα ασφάλειας
Η ταπενταδόλη δεν ήταν γενοτοξική σε βακτήρια στην εξέταση Ames.
Παρατηρήθηκαν αμφιλεγόμενα ευρήματα σε μια
in vitro
εξέταση χρωμοσωμικής
αλλοίωσης, αλλά όταν η εξέταση επαναλήφθηκε, τα αποτελέσματα ήταν
εμφανώς αρνητικά. Η ταπενταδόλη δεν ήταν γενοτοξική
in vivo
,
χρησιμοποιώντας τα δυο τελικά σημεία της χρωμοσωμικής αλλοίωσης και της
μη προγραμματισμένης σύνθεσης DNA, κατά την εξέταση έως τη μέγιστη
ανεκτή δόση. Οι μακροχρόνιες μελέτες σε πειραματόζωα δεν έδειξαν πιθανό
κίνδυνο καρκινογένεσης σε σχέση με τους ανθρώπους.
Η ταπενταδόλη δεν είχε καμία επίδραση στη γονιμότητα σε αρσενικούς και
θηλυκούς αρουραίους, αλλά υπήρξε μειωμένη επιβίωση εντός της μήτρας στην
υψηλή δόση. Δεν είναι γνωστό αν αυτό ήταν αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης
του άνδρα ή της γυναίκας. Η ταπενταδόλη δεν έδειξε τερατογόνες επιδράσεις
σε αρουραίους και κουνέλια μετά από ενδοφλέβια και υποδόρια έκθεση. Παρ’
όλα αυτά, παρατηρήθηκε επιβραδυμένη ανάπτυξη και εμβρυοτοξικότητα μετά
από τη χορήγηση δόσεων που οδηγούν σε μεγεθυμένη φαρμακολογική δράση
(επιδράσεις στο ΚΝΣ σχετιζόμενες με τους μ-υποδοχείς -των οπιοειδών, οι
οποίες συνδέονται με δοσολογία μεγαλύτερη του θεραπευτικού εύρους). Μετά
από την ενδοφλέβια δοσολόγηση, παρατηρήθηκε μειωμένη επιβίωση εντός της
μήτρας στους αρουραίους. Στους αρουραίους, η ταπενταδόλη προκάλεσε
αυξημένη θνησιμότητα στα F
1
νεογνά που εκτέθηκαν απευθείας μέσω του
γάλακτος ανάμεσα στις ημέρες 1 και 4 μετά από τον τοκετό σε δόσεις που δεν
προκάλεσαν τοξικότητα στη μητέρα. Δεν υπήρξε επίδραση στις
νευροσυμπεριφορικές παραμέτρους.
Η απέκκριση στο μητρικό γάλα διερευνήθηκε σε νεογνά αρουραίων κατά τη
διάρκεια γαλουχίας από μητέρες που είχαν λάβει ταπενταδόλη. Τα νεογνά
είχαν εκτεθεί με δοσοεξαρτώμενο τρόπο στην ταπενταδόλη και το Ο-
γλυκουρονίδιο της ταπενταδόλης. Το συμπέρασμα ήταν ότι η ταπενταδόλη
απεκκρίνεται στο γάλα.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
[25 mg]:
Πυρήνας δισκίου:
Υπρομελλόζη
Μικροκρυσταλλική κυτταρίνη
Κολλοειδές άνυδρο διοξείδιο πυριτίου
Στεατικό μαγνήσιο
Επικάλυψη δισκίου:
Υπρομελλόζη
Μονοϋδρική λακτόζη
Τάλκης
Πολυαιθυλενογλυκόλη 400
Πολυαιθυλενογλυκόλη 6000
Διοξείδιο τιτανίου (E 171)
Κίτρινο οξείδιο σιδήρου 172)
Ερυθρό οξείδιο σιδήρου 172)
[50 mg]:
Πυρήνας δισκίου:
Υπρομελλόζη
Μικροκρυσταλλική κυτταρίνη
Κολλοειδές άνυδρο διοξείδιο πυριτίου
Στεατικό μαγνήσιο
Επικάλυψη δισκίου:
Υπρομελλόζη
Μονοϋδρική λακτόζη
Τάλκης
Πολυαιθυλενογλυκόλη 6000
Προπυλενογλυκόλη
Διοξείδιο τιτανίου (E 171)
[100 mg]:
Πυρήνας δισκίου:
Υπρομελλόζη
Μικροκρυσταλλική κυτταρίνη
Κολλοειδές άνυδρο διοξείδιο πυριτίου
Στεατικό μαγνήσιο
Επικάλυψη δισκίου:
Υπρομελλόζη
Μονοϋδρική λακτόζη
Τάλκης
Πολυαιθυλενογλυκόλη 6000
Προπυλενογλυκόλη
Διοξείδιο τιτανίου (E 171)
Κίτρινο οξείδιο σιδήρου (E 172)
[150 mg]:
Πυρήνας δισκίου:
Υπρομελλόζη
Μικροκρυσταλλική κυτταρίνη
Κολλοειδές άνυδρο διοξείδιο πυριτίου
Στεατικό μαγνήσιο
Επικάλυψη δισκίου:
Υπρομελλόζη
Μονοϋδρική λακτόζη
Τάλκης
Πολυαιθυλενογλυκόλη 6000
Προπυλενογλυκόλη
Διοξείδιο τιτανίου (E 171)
Κίτρινο οξείδιο σιδήρου (E 172)
Ερυθρό οξείδιο σιδήρου (E 172)
[200 mg]:
Πυρήνας δισκίου:
Υπρομελλόζη
Μικροκρυσταλλική κυτταρίνη
Κολλοειδές άνυδρο διοξείδιο πυριτίου
Στεατικό μαγνήσιο
Επικάλυψη δισκίου:
Υπρομελλόζη
Μονοϋδρική λακτόζη
Τάλκης
Πολυαιθυλενογλυκόλη 6000
Προπυλενογλυκόλη
Διοξείδιο τιτανίου (E 171)
Κίτρινο οξείδιο σιδήρου (E 172)
Ερυθρό οξείδιο σιδήρου (E 172)
[250 mg]:
Πυρήνας δισκίου:
Υπρομελλόζη
Μικροκρυσταλλική κυτταρίνη
Κολλοειδές άνυδρο διοξείδιο πυριτίου
Στεατικό μαγνήσιο
Επικάλυψη δισκίου:
Υπρομελλόζη
Μονοϋδρική λακτόζη
Τάλκης
Πολυαιθυλενογλυκόλη 6000
Προπυλενογλυκόλη
Διοξείδιο τιτανίου (E 171)
Κίτρινο οξείδιο σιδήρου (E 172)
Ερυθρό οξείδιο σιδήρου (E 172)
Μέλαν οξείδιο σιδήρου (E 172)
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται
6.3 Διάρκεια ζωής
[25 mg]:
2 χρόνια
[50 mg, 100 mg, 150 mg, 200 mg, 250 mg]:
3 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Δεν υπάρχουν ειδικές οδηγίες διατήρησης για το προϊόν αυτό.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
[25 mg]:
Κυψέλες (blisters) από PVC/PVDC-αλουμίνιο
Συσκευασίες των 7, 10, 14, 20, 24, 28, 30, 40, 50, 54, 56, 60, 90, 100 δισκίων
παρατεταμένης αποδέσμευσης.
Διάτρητες κυψέλες (blisters) μοναδιαίων δόσεων από PVC/PVDC αλουμίνιο
Συσκευασίες με 10x1, 14x1, 20x1, 28x1, 30x1, 50x1, 56x1, 60x1, 90x1, 100x1
δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης.
[50 mg, 100 mg, 150 mg, 200 mg, 250 mg]:
Κυψέλες (blisters) από PVC/PVDC-αλουμίνιο/χαρτί/PET
Συσκευασίες των 7, 10, 14, 20, 24, 28, 30, 40, 50, 54, 56, 60, 90, 100 δισκίων
παρατεταμένης αποδέσμευσης.
Διάτρητες κυψέλες (blisters) μοναδιαίων δόσεων από PVC/PVDC
αλουμίνιο/χαρτί/PET
Συσκευασίες με 10x1, 14x1, 20x1, 28x1, 30x1, 50x1, 56x1, 60x1, 90x1, 100x1
δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Καμία ειδική υποχρέωση.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Grünenthal GmbH
Zieglerstraße 6
52078 Aachen
Germany
Τοπικός αντιπρόσωπος:
Janssen-Cilag Φαρμακευτική Α.Ε.Β.Ε.
Λ. Ειρήνης 56
151 21 Πεύκη, Αθήνα
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Palexia retard 25 mg: 33651/25.4.2013
Palexia retard 50 mg: 19219/15.3.2011
Palexia retard 100 mg: 19220/15.3.2011
Palexia retard 150 mg: 19221/15.3.2011
Palexia retard 200 mg: 19222/15.3.2011
Palexia retard 250 mg: 19223/15.3.2011
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Ημερομηνία πρώτης έγκρισης:
Palexia retard 50 mg/100 mg/150 mg/200 mg/250 mg: 15 Μαρτίου 2011
Palexia retard 25 mg: 25 Απριλίου 2013
Ημερομηνία ανανέωσης: 6 Απριλίου 2016
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
ΤΡΟΠΟΣ ΔΙΑΘΕΣΗΣ:
Φαρμακευτικό προϊόν για το οποίο απαιτείται ειδική ιατρική συνταγή.
Υπάγεται στον Πίνακα Γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν.3459/2006.