σχηματισμού ταπενταδόλ-Ο-γλυκουρονιδίου ήταν μικρότερος στα άτομα με
αυξημένη ηπατική δυσλειτουργία.
Φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις
Η ταπενταδόλη μεταβολίζεται κυρίως μέσω γλυκουρονιδίωσης και μόνο μια
μικρή ποσότητα μεταβολίζεται από τις οξειδωτικές οδούς.
Από τη στιγμή που η γλυκουρονιδίωση είναι ένα σύστημα υψηλής
απόδοσης/χαμηλής συνάφειας, που δεν υφίσταται εύκολα κορεσμό ακόμα και
σε συνθήκες νόσου, και καθώς οι θεραπευτικές συγκεντρώσεις των δραστικών
ουσιών βρίσκονται γενικά κάτω από τις απαιτούμενες συγκεντρώσεις για την
πιθανή αναστολή της γλυκουρονιδίωσης, δεν είναι πιθανό να εμφανιστούν οι
όποιες κλινικά σχετικές αλληλεπιδράσεις προκαλούνται από τη
γλυκουρονιδίωση. Σε ένα σύνολο μελετών φαρμακευτικής αλληλεπίδρασης,
όπου χρησιμοποιήθηκε παρακεταμόλη, ναπροξένη, ακετυλοσαλικυλικό οξύ και
προβενεσίδη, διερευνήθηκε η πιθανή επίδραση αυτών των δραστικών ουσιών
στη γλυκουρονιδίωση της ταπενταδόλης. Οι μελέτες με ναπροξένη (500 mg δύο
φορές την ημέρα για 2 ημέρες) και προβενεσίδη (500 mg δύο φορές την ημέρα
για 2 ημέρες) ως διερευνητικές δραστικές ουσίες έδειξαν αυξήσεις στην AUC
της ταπενταδόλης κατά 17% και 57%, αντίστοιχα. Συνολικά, στις μελέτες
αυτές δεν παρατηρήθηκαν κλινικά σχετικές επιδράσεις στις συγκεντρώσεις της
ταπενταδόλης στον ορό.
Επιπλέον, πραγματοποιήθηκαν μελέτες αλληλεπίδρασης της ταπενταδόλης με
μετοκλοπραμίδη και ομεπραζόλη για να διευρευνηθεί η πιθανή επίδραση αυτών
των δραστικών ουσιών στην απορρόφηση της ταπενταδόλης.
Οι μελέτες αυτές
δεν έδειξαν επίσης κλινικά σχετικές επιδράσεις στις συγκεντρώσεις της
ταπενταδόλης στον ορό.
In vitro
μελέτες δεν έδειξαν ότι η ταπενταδόλη έχει τη δυνατότητα είτε να
αναστείλει είτε να επάγει τα ένζυμα του κυτοχρώματος P450. Επομένως, δεν
είναι πιθανό να εμφανιστούν κλινικά σχετικές αλληλεπιδράσεις που
καταλύονται από το σύστημα του κυτοχρώματος P450.
Η σύνδεση της ταπενταδόλης με τις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι χαμηλή
(περίπου 20%). Επομένως, είναι χαμηλή η πιθανότητα φαρμακοκινητικών
φαρμακευτικών αλληλεπιδράσεων με εκτόπιση από το σημείο δέσμευσης της
πρωτεΐνης.
5.3 Προκλινικά δεδομένα ασφάλειας
Η ταπενταδόλη δεν ήταν γενοτοξική σε βακτήρια στην εξέταση Ames.
Παρατηρήθηκαν αμφιλεγόμενα ευρήματα σε μια
in vitro
εξέταση χρωμοσωμικής
αλλοίωσης, αλλά όταν η εξέταση επαναλήφθηκε, τα αποτελέσματα ήταν
εμφανώς αρνητικά. Η ταπενταδόλη δεν ήταν γενοτοξική
in vivo
,
χρησιμοποιώντας τα δυο τελικά σημεία της χρωμοσωμικής αλλοίωσης και της
μη προγραμματισμένης σύνθεσης DNA, κατά την εξέταση έως τη μέγιστη
ανεκτή δόση. Οι μακροχρόνιες μελέτες σε πειραματόζωα δεν έδειξαν πιθανό
κίνδυνο καρκινογένεσης σε σχέση με τους ανθρώπους.
Η ταπενταδόλη δεν είχε καμία επίδραση στη γονιμότητα σε αρσενικούς και
θηλυκούς αρουραίους, αλλά υπήρξε μειωμένη επιβίωση εντός της μήτρας στην
υψηλή δόση. Δεν είναι γνωστό αν αυτό ήταν αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης
του άνδρα ή της γυναίκας. Η ταπενταδόλη δεν έδειξε τερατογόνες επιδράσεις
σε αρουραίους και κουνέλια μετά από ενδοφλέβια και υποδόρια έκθεση. Παρ’
όλα αυτά, παρατηρήθηκε επιβραδυμένη ανάπτυξη και εμβρυοτοξικότητα μετά
από τη χορήγηση δόσεων που οδηγούν σε μεγεθυμένη φαρμακολογική δράση
(επιδράσεις στο ΚΝΣ σχετιζόμενες με τους μ-υποδοχείς -των οπιοειδών, οι
οποίες συνδέονται με δοσολογία μεγαλύτερη του θεραπευτικού εύρους). Μετά
από την ενδοφλέβια δοσολόγηση, παρατηρήθηκε μειωμένη επιβίωση εντός της