ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Esomeprazole/Generics 20 mg γαστροανθεκτικά καψάκια, σκληρά
Esomeprazole/Generics 40 mg γαστροανθεκτικά καψάκια, σκληρά
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε καψάκιο περιέχει 20 mg εσομεπραζόλης (ως εσομεπραζόλη μαγνησιούχο).
Κάθε καψάκιο περιέχει 40 mg εσομεπραζόλης (ως εσομεπραζόλη μαγνησιούχο).
Έκδοχο(α): 20 mg: Σακχαρόζη 46 mg. 40 mg: Σακχαρόζη 92 mg.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλέπε παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Γαστροανθεκτικό καψάκιο, σκληρό.
20mg:
Λευκά προς υπόλευκα σύμπηκτα τα οποία περιέχονται σε σκληρά καψάκια ζελατίνης με ροζ πώμα
και ροζ σώμα, που φέρουν την επιγραφή «Mylan» προς «EM 20» με μαύρη μελάνη στο πώμα και
στο σώμα τους.
40mg:
Λευκά προς υπόλευκα σύμπηκτα τα οποία περιέχονται σε σκληρά καψάκια ζελατίνης με καφέ πώμα
και καφέ σώμα, που φέρουν την επιγραφή «Mylan» προς «EM 40» με μαύρη μελάνη στο πώμα και
στο σώμα τους.
4. ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Τα καψάκια Esomeprazole/Generics ενδείκνυνται για:
Γαστρο-οισοφαγική παλινδρομική νόσο (ΓΟΠΝ)
- Θεραπεία της διαβρωτικής οισοφαγίτιδας από γαστρο-οισοφαγική παλινδρόμηση
- Μακροχρόνια θεραπεία για την πρόληψη υποτροπής σε ασθενείς στους οποίους οι βλάβες από
την οισοφαγίτιδα έχουν επουλωθεί
- Αντιμετώπιση συμπτωμάτων γαστρο-οισοφαγικής παλινδρομικής νόσου (ΓΟΠΝ)
Σε συνδυασμό με το κατάλληλο αντιβακτηριακό θεραπευτικό σχήμα για την εκρίζωση του
Helicobacter pylori και την
- επούλωση του δωδεκαδακτυλικού έλκους που σχετίζεται με το Helicobacter pylori, και
- πρόληψη της υποτροπής του πεπτικού έλκους σε ασθενείς με έλκος που σχετίζεται με
το Helicobacter pylori
Σε ασθενείς που απαιτείται συνεχής θεραπεία με ΜΣΑΦ
Επούλωση γαστρικών ελκών που σχετίζονται με τη χρήση ΜΣΑΦ.
Πρόληψη γαστρικών και δωδεκαδακτυλικών ελκών που σχετίζονται με τη χρήση ΜΣΑΦ σε
ασθενείς που διατρέχουν κίνδυνο δημιουργίας έλκους.
Παρατεταμένη θεραπεία μετά από ενδοφλέβια αγωγή πρόληψης υποτροπής αιμορραγίας
πεπτικού έλκους
Θεραπεία του συνδρόμου Zollinger Ellison
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Τα καψάκια πρέπει να καταπίνονται ολόκληρα με τη βοήθεια υγρού. Τα καψάκια δεν πρέπει να
μασώνται ή να θρυμματίζονται. Για ασθενείς που παρουσιάζουν δυσκολία στην κατάποση, τα
καψάκια μπορούν να ανοιχθούν και τα σύμπηκτα να διαλυθούν σε μισό ποτήρι μη ανθρακούχο
νερό. Δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται άλλα υγρά επειδή μπορεί να διαλυθεί η γαστροανθεκτική
επικάλυψη. Πιείτε το υγρό με τα σύμπηκτα αμέσως ή εντός 30 λεπτών. Ρίξτε στο ποτήρι νερό έως
τη μέση ξεπλένοντας τα τοιχώματα και πιείτε το. Τα σύμπηκτα δεν πρέπει να μασώνται ή να
θρυμματίζονται.
Για ασθενείς που παρουσιάζουν αδυναμία κατάποσης, τα καψάκια μπορούν να ανοιχθούν και τα
περιεχόμενα σύμπηκτα να διαλυθούν σε μη ανθρακούχο νερό και να χορηγηθούν μέσω
ρινογαστρικού σωλήνα. Είναι σημαντικό να ελέγχεται προσεκτικά η καταλληλότητα της σύριγγας
και του σωλήνα που επιλέχθηκαν. Για τις οδηγίες παρασκευής και χορήγησης βλέπε παράγραφο 6.6.
Ενήλικες και έφηβοι ηλικίας 12 ετών και άνω
Γαστρο-οισοφαγική παλινδρομική νόσος (ΓΟΠΝ)
- θεραπεία της διαβρωτικής οισοφαγίτιδας από γαστρο-οισοφαγική παλινδρόμηση
40 mg μια φορά την ημέρα για 4 εβδομάδες
Συνιστάται η συνέχιση της θεραπείας για άλλες 4 εβδομάδες σε όσους ασθενείς δεν έχει επιτευχθεί
επούλωση των βλαβών της οισοφαγίτιδας ή σε όσους έχουν συμπτώματα που επιμένουν.
- μακροχρόνια θεραπεία για την πρόληψη υποτροπής σε ασθενείς στους οποίους οι
βλάβες από την οισοφαγίτιδα έχουν επουλωθεί
20 mg μια φορά την ημέρα
- αντιμετώπιση συμπτωμάτων γαστρο-οισοφαγικής παλινδρομικής νόσου (ΓΟΠΝ)
20 mg μία φορά την ημέρα σε ασθενείς χωρίς οισοφαγίτιδα. Αν δεν επιτευχθεί ο έλεγχος
των συμπτωμάτων μετά από 4 εβδομάδες, πρέπει να γίνεται περαιτέρω έλεγχος των
ασθενών. Μετά την απαλλαγή από τα συμπτώματα, ο έλεγχος των συμπτωμάτων στο
μέλλον μπορεί να επιτευχθεί με 20 mg μια φορά την ημέρα. Σε ενήλικες, όταν υπάρχει
ανάγκη, μπορεί να γίνει κατ'επίκληση λήψη 20 mg μια φορά την ημέρα. Σε ασθενείς που
λαμβάνουν ΜΣΑΦ με κίνδυνο να εμφανίσουν γαστρικά και δωδεκαδακτυλικά έλκη, η
μετέπειτα κατ' επίκληση λήψη για τον έλεγχο των συμπτωμάτων δε συνιστάται.
Ενήλικες
Σε συνδυασμό με το κατάλληλο αντιβακτηριακό θεραπευτικό σχήμα για την εκρίζωση του
Helicobacter pylori και την
- επούλωση του δωδεκαδακτυλικού έλκους που σχετίζεται με το Helicobacter pylori , και
- πρόληψη της υποτροπής του πεπτικού έλκους σε ασθενείς με έλκος που σχετίζεται με
το Helicobacter pylori .
20 mg Esomeprazole/Generics με 1 g αμοξυκιλλίνη και 500 mg κλαριθρομυκίνη δύο φορές
την ημέρα για 7 ημέρες.
Σε ασθενείς που απαιτείται συνεχής θεραπεία με ΜΣΑΦ
Επούλωση γαστρικών ελκών που σχετίζονται με τη χρήση ΜΣΑΦ:
Η συνήθης δοσολογία είναι 20 mg μια φορά την ημέρα. Η διάρκεια της θεραπείας είναι 4-8
εβδομάδες.
Πρόληψη γαστρικών και δωδεκαδακτυλικών ελκών που σχετίζονται με τη χρήση ΜΣΑΦ σε
ασθενείς που διατρέχουν κίνδυνο δημιουργίας έλκους: 20 mg μια φορά την ημέρα.
Παρατεταμένη θεραπεία μετά από ενδοφλέβια αγωγή πρόληψης υποτροπής αιμορραγίας
πεπτικού έλκους
40 mg μια φορά την ημέρα για 4 εβδομάδες έπειτα από την ενδοφλέβια αγωγή πρόληψης
υποτροπής αιμορραγίας σε πεπτικά έλκη.
Θεραπεία του Συνδρόμου Zollinger-Ellison
Η συνιστώμενη αρχική δοσολογία είναι 40 mg Esomeprazole/Generics δύο φορές την ημέρα. Η
δοσολογία κατόπιν πρέπει να εξατομικεύεται και η θεραπεία να συνεχίζεται για όσο
διάστημα ενδείκνυται κλινικά. Βάσει των διαθέσιμων κλινικών δεδομένων, το μεγαλύτερο
ποσοστό των ασθενών μπορεί να ελεγχθεί με δόσεις μεταξύ 80 και 160 mg
εσομεπραζόλης την ημέρα. Οι δόσεις που υπερβαίνουν τα 80 mg ημερησίως, θα πρέπει να
διαιρούνται και να χορηγούνται δύο φορές την ημέρα.
Παιδιά ηλικίας κάτω των 12 ετών
To Esomeprazole/Generics δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε παιδιά μικρότερα των 12 ετών,
καθώς δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία.
Μειωμένη νεφρική λειτουργία
Σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία δεν χρειάζεται τροποποίηση της δοσολογίας.
Συνιστάται προσοχή σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια, καθώς υπάρχει περιορισμένη
εμπειρία (βλέπε παράγραφο 5.2).
Μειωμένη ηπατική λειτουργία
Σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια ηπατική ανεπάρκεια δεν χρειάζεται τροποποίηση της δοσολογίας.
Σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια, η μέγιστη δόση είναι 20 mg Esomeprazole/Generics
και δεν πρέπει να υπερβαίνεται (βλέπε παράγραφο 5.2).
Ηλικιωμένοι
Στους ηλικιωμένους δεν χρειάζεται τροποποίηση της δοσολογίας.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στην εσομεπραζόλη, στις υποκατεστημένες βενζιμιδαζόλες ή σε κάποιο από τα
έκδοχα.
Η εσομεπραζόλη δεν πρέπει να συγχορηγείται με νελφιναβίρη (βλέπε παράγραφο 4.5).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Παρουσία ανησυχητικών συμπτωμάτων (π.χ. σημαντική μη επιδιωκόμενη απώλεια βάρους,
επαναλαμβανόμενοι έμετοι, δυσφαγία, αιματέμεση ή μέλαινα) και σε περίπτωση υποψίας ή
παρουσίας γαστρικού έλκους, θα πρέπει πρώτα να αποκλείεται η ύπαρξη κακοήθειας, αφού η
θεραπεία με Esomeprazole/Generics μπορεί να ανακουφίσει από τα συμπτώματα,
καθυστερώντας έτσι τη διάγνωση.
Ασθενείς σε μακροχρόνια θεραπεία (ιδιαίτερα όσοι ακολουθούν θεραπεία για πάνω από ένα χρόνο)
πρέπει να παρακολουθούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Ασθενείς που βρίσκονται σε κατ' επίκληση θεραπεία θα πρέπει να συμβουλεύονται να
επικοινωνήσουν με τον γιατρό τους αν εμφανισθεί αλλαγή στους χαρακτήρες των συμπτωμάτων
τους. Όταν συνταγογραφείται εσομεπραζόλη ως κατ' επίκληση θεραπεία, πρέπει να λαμβάνονται
υπόψη οι συνέπειες των αλληλεπιδράσεων με άλλες φαρμακευτικές ουσίες, λόγω των
κυμαινόμενων συγκεντρώσεων της εσομεπραζόλης στο πλάσμα. Βλέπε παράγραφο 4.5.
Όταν συνταγογραφείται εσομεπραζόλη για την εκρίζωση του Helicobacter pylori, πρέπει να
λαμβάνονται υπόψη πιθανές αλληλεπιδράσεις για όλα τα συστατικά του τριπλού θεραπευτικού
σχήματος. Η κλαριθρομυκίνη είναι ένας ισχυρός αναστολέας του CYP3A4 και γι' αυτό το λόγο
πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι αντενδείξεις και οι αλληλεπιδράσεις της κλαριθρομυκίνης όταν
χρησιμοποιείται το τριπλό θεραπευτικό σχήμα σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα άλλα
φάρμακα που μεταβολίζονται από το CYP3A4 όπως η σισαπρίδη.
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει σακχαρόζη. Ασθενείς με σπάνια κληρονομικά
προβλήματα δυσανεξίας στη φρουκτόζη, δυσαπορρόφησης γλυκόζης-γαλακτόζης ή
ανεπάρκειας σακχαράσης-ισομαλτάσης δεν πρέπει να λαμβάνουν αυτό το φάρμακο.
Η θεραπεία με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων μπορεί να οδηγήσει σε ελαφρά αύξηση του
κινδύνου γαστρεντερικών λοιμώξεων όπως από Salmonella και Campylobacter (βλέπε παράγραφο
5.1).
Δε συνιστάται συγχορήγηση της εσομεπραζόλης με την αταζαναβίρη (βλέπε παράγραφο 4.5). Σε
περίπτωση που κρίνεται απολύτως απαραίτητη η συγχορήγηση αταζαναβίρης με έναν αναστολέα
της αντλίας πρωτονίων, συνιστάται στενή κλινική παρακολούθηση σε συνδυασμό με αύξηση της
δόσης της αταζαναβίρης στα 400 mg μαζί με δόση ριτοναβίρης 100 mg. Η δόση των 20 mg
εσομεπραζόλης δε θα πρέπει να υπερβαίνεται.
Η εσομεπραζόλη είναι αναστολέας του CYP2C19. Κατά την έναρξη ή τον τερματισμό της αγωγής
με εσομεπραζόλη, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο αλληλεπιδράσεων με φάρμακα
που μεταβολίζονται μέσω του CYP2C19. Έχει παρατηρηθεί αλληλεπίδραση μεταξύ της
κλοπιδογρέλης και της ομεπραζόλης (βλέπε παράγραφο 4.5). Η κλινική συσχέτιση αυτής
της αλληλεπίδρασης δεν είναι σαφής. Προληπτικά, θα πρέπει να αποθαρρύνεται η
ταυτόχρονη χρήση εσομεπραζόλης και κλοπιδογρέλης.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Επίδραση της εσομεπραζόλης στη φαρμακοκινητική άλλων φαρμάκων
Φαρμακευτικά προϊόντα των οποίων η απορρόφηση εξαρτάται από το
Η μειωμένη ενδογαστρική οξύτητα κατά τη διάρκεια θεραπείας με εσομεπραζόλη, μπορεί να
αυξήσει ή να μειώσει την απορρόφηση κάποιων φαρμάκων εάν ο μηχανισμός απορρόφησης
επηρεάζεται από τη γαστρική οξύτητα. Όπως συμβαίνει και με άλλους αναστολείς της έκκρισης
οξέος ή με αντιόξινα, η απορρόφηση της κετοκοναζόλης και της ιτρακοναζόλης μπορεί να μειωθεί
κατά τη διάρκεια της θεραπείας με εσομεπραζόλη.
Έχει αναφερθεί πως η ομεπραζόλη αλληλεπιδρά με μερικούς αναστολείς πρωτεασών. Η κλινική
σημασία και οι υποκείμενοι μηχανισμοί για αυτές τις αλληλεπιδράσεις που έχουν αναφερθεί δεν
είναι πάντα γνωστοί. Το αυξημένο γαστρικό pH κατά τη διάρκεια της αγωγής με την ομεπραζόλη
μπορεί να μεταβάλλει την απορρόφηση των αναστολέων πρωτεασών. Άλλοι πιθανοί μηχανισμοί
αλληλεπίδρασης διαμεσολαβούνται από την αναστολή του CYP2C19. Για την αταζαναβίρη και τη
νελφιναβίρη, αναφέρθηκαν μειωμένα επίπεδα στον ορό όταν χορηγήθηκαν μαζί με ομεπραζόλη και
η συγχορήγησή τους δε συνιστάται. Η συγχορήγηση ομεπραζόλης (40 mg εφάπαξ
ημερησίως) με αταζαναβίρη 300 mg/ριτοναβίρη 100 mg σε υγιείς εθελοντές είχε σαν
αποτέλεσμα σημαντική μείωση της έκθεσης στην αταζαναβίρη (περίπου 75 % μείωση της
AUC, C
max
και C
min
). Αύξηση της δόσης της αταζαναβίρης σε 400 mg δεν αντιστάθμισε την
επίπτωση της ομεπραζόλης στην έκθεση στην αταζαναβίρη. Η συγχορήγηση ομεπραζόλης
(20 mg qd) με αταζαναβίρη 400 mg / ριτοναβίρη 100 mg σε υγιείς εθελοντές είχε ως αποτέλεσμα τη
μείωση κατά περίπου 30 % στην έκθεση στην αταζαναβίρη σε σύγκριση με την έκθεση που
σημειώνεται με αταζαναβίρη 300 mg/ριτοναβίρη 100 mg qd χωρίς ομεπραζόλη 20 mg qd. Η
συγχορήγηση ομεπραζόλης (40 mg qd) μείωσε τη μέση AUC, Cmax και Cmin της νελφιναβίρης
κατά 36–39 % και η μέση AUC, Cmax και Cmin του φαρμακολογικά δραστικού μεταβολίτη M8
μειώθηκε κατά 75-92 %. Για την σακουιναβίρη (σε συνδυασμό με ριτοναβίρη), έχουν αναφερθεί
αυξημένα επίπεδα στον ορό (80-100 %) κατά την ταυτόχρονη χορήγηση αγωγής ομεπραζόλης (40
mg qd). Η αγωγή με ομεπραζόλη 20 mg qd δεν είχε επίδραση στην έκθεση στη δαρουναβίρη (σε
συνδυασμό με ριτοναβίρη) και στην αμπρεναβίρη (σε συνδυασμό με ριτοναβίρη). Η αγωγή με
εσομεπραζόλη 20 mg qd δεν είχε επίδραση στην έκθεση στην αμπρεναβίρη (σε συνδυασμό με
ριτοναβίρη ή χωρίς). Η αγωγή με ομεπραζόλη 40 mg qd δεν είχε επίδραση στην έκθεση στη
λοπιναβίρη (σε συνδυασμό με ριτοναβίρη). Λόγω των παρόμοιων φαρμακοδυναμικών επιδράσεων
και φαρμακοκινητικών ιδιοτήτων της ομεπραζόλης και της εσομεπραζόλης, η ταυτόχρονη
χορήγηση με εσομεπραζόλη και αταζαναβίρη δε συνιστάται και η ταυτόχρονη χορήγηση με
εσομεπραζόλη και νελφιναβίρη αντενδείκνυται.
Φάρμακα τα οποία μεταβολίζονται από το CYP2C19
Η εσομεπραζόλη αναστέλλει το CYP2C19, το κύριο ένζυμο που μεταβολίζει την
εσομεπραζόλη. Έτσι, στις περιπτώσεις που η εσομεπραζόλη συνδυάζεται με φάρμακα που
μεταβολίζονται από το CYP2C19, όπως η διαζεπάμη, σιταλοπράμη, ιμιπραμίνη,
κλομιπραμίνη, φαινυτοΐνη κ.λ.π., μπορεί να αυξηθεί η συγκέντρωση αυτών των φαρμάκων
στο πλάσμα και να χρειαστεί μείωση της δόσης τους. Αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη
ιδιαίτερα όταν συνταγογραφείται εσομεπραζόλη για θεραπεία κατ'επίκληση. Η ταυτόχρονη
χορήγηση 30 mg εσομεπραζόλης είχε σαν αποτέλεσμα την κατά 45 % μείωση της
κάθαρσης της διαζεπάμης που είναι υπόστρωμα του CYP2C19. Η ταυτόχρονη χορήγηση
40 mg εσομεπραζόλης σε επιληπτικούς ασθενείς είχε σαν αποτέλεσμα την κατά 13 %
αύξηση των χαμηλότερων επιπέδων της φαινυτοΐνης στο πλάσμα. Συνιστάται ο έλεγχος
των συγκεντρώσεων της φαινυτοΐνης στο πλάσμα όταν αρχίζει ή σταματά η θεραπεία με
εσομεπραζόλη. Η ομεπραζόλη (40 mg εφάπαξ ημερησίως) αυξάνει την C
max
και την AUC
T
της βορικοναζόλης (υπόστρωμα του CYP2C19) κατά 15 % και 41 % αντίστοιχα.
Σε μία κλινική μελέτη η ταυτόχρονη χορήγηση 40 mg εσομεπραζόλης σε ασθενείς που
λάμβαναν βαρφαρίνη έδειξε ότι ο χρόνος πήξης ήταν μέσα στα αποδεκτά όρια. Εντούτοις,
μετά την κυκλοφορία του προϊόντος, κατά τη διάρκεια ταυτόχρονης χορήγησης
αναφέρθηκαν μεμονωμένες περιπτώσεις αύξησης του INR, κλινικά σημαντικές. Συνιστάται
έλεγχος κατά την έναρξη και τη λήξη της συγχορήγησης εσομεπραζόλης κατά τη διάρκεια
θεραπείας με βαρφαρίνη ή άλλα παράγωγα κουμαρίνης.
Η ταυτόχρονη χορήγηση 40 mg εσομεπραζόλης σε υγιείς εθελοντές είχε σαν αποτέλεσμα την
κατά 32 % αύξηση του εμβαδού κάτω από την καμπύλη της συγκέντρωσης στο πλάσμα ως
προς τον χρόνο (AUC) και την κατά 31 % παράταση του χρόνου ημιζωής (t
1/2
) της
σισαπρίδης αλλά δεν αύξησε σημαντικά τα υψηλότερα επίπεδα της σισαπρίδης στο
πλάσμα. Το ελαφρά παρατεταμένο QTc διάστημα που παρατηρείται μετά τη χορήγηση της
σισαπρίδης ως μονοθεραπεία, δεν παρουσίασε περαιτέρω παράταση όταν η σισαπρίδη
χορηγήθηκε σε συνδυασμό με εσομεπραζόλη (βλέπε επίσης παράγραφο 4.4).
Έχει αποδειχθεί ότι η εσομεπραζόλη δεν έχει κλινικά σημαντική επίδραση στη φαρμακοκινητική
της αμοξυκιλλίνης ή της κινιδίνης.
Μελέτες που αξιολογούν τη συγχορήγηση εσομεπραζόλης με ναπροξένη ή με ροφεκοξίμπη δεν
έδειξαν κάποια κλινικά σημαντική φαρμακοκινητική αλληλεπίδραση κατά τη διάρκεια
βραχυχρόνιων μελετών.
Σε μία κλινική μελέτη διασταυρούμενου σχεδιασμού, η κλοπιδογρέλη (300 mg ως δόση εφόδου
ακολουθούμενη από 75 mg/ημέρα) ως μονοθεραπεία και σε συνδυασμό με ομεπραζόλη
(δόση 80 mg χορηγούμενη ταυτόχρονα με την κλοπιδογρέλη) χορηγήθηκαν επί 5 ημέρες.
Η έκθεση στο δραστικό μεταβολίτη της κλοπιδογρέλης μειώθηκε κατά 46 % (Ημέρα 1) και
κατά 42 % (ημέρα 5) όταν η κλοπιδογρέλη και η ομεπραζόλη χορηγήθηκαν μαζί. Η μέση
αναστολή συσσώρευσης αιμοπεταλίων (IPA) μειώθηκε κατά 47 % (24 ώρες) και κατά 30 %
(Ημέρα 5) όταν η κλοπιδογρέλη και η ομεπραζόλη χορηγήθηκαν μαζί. Μία άλλη μελέτη
έδειξε ότι η χορήγηση κλοπιδογρέλης και ομεπραζόλης σε διαφορετικές χρονικές στιγμές
δεν εμπόδισε την αλληλεπίδρασή τους, το οποίο πιθανόν οφείλεται στην ανασταλτική
δράση της ομεπραζόλης επί του CYP2C19. Τα δεδομένα που έχουν αναφερθεί από
μελέτες παρατήρησης και από κλινικές μελέτες σχετικά με τις κλινικές επιπτώσεις αυτής της
φαρμακοκινητικής/φαρμακοδυναμικής αλληλεπίδρασης σε ό,τι αφορά τα μείζονα
καρδιαγγειακά συμβάντα κρίνονται ασυνεπή.
Επίδραση άλλων φαρμάκων στη φαρμακοκινητική της εσομεπραζόλης
Η εσομεπραζόλη μεταβολίζεται από το CYP2C19 και το CYP3A4. Η ταυτόχρονη χορήγηση της
εσομεπραζόλης με έναν αναστολέα του CYP3A4, την κλαριθρομυκίνη (500 mg δύο φορές την
ημέρα), είχε σαν αποτέλεσμα τον διπλασιασμό της έκθεσης (AUC) της εσομεπραζόλης. Η
ταυτόχρονη χορήγηση εσομεπραζόλης και ενός αναστολέα τόσο του CYP2C19 όσο και του
CYP3A4, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον διπλασιασμό και πλέον των συγκεντρώσεων της
εσομεπραζόλης. Η βορικοναζόλη, αναστολέας των CYP2C19 και CYP3A4 αυξάνει την AUC
T
της
ομεπραζόλης κατά 280 %. Κανονικά δεν απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας της
εσομεπραζόλης σε καμία από αυτές τις καταστάσεις. Ωστόσο, προσαρμογή της
δοσολογίας πρέπει να εξετάζεται σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια και όπου
ενδείκνυται μακρόχρονη θεραπεία.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Δεν υπάρχουν επαρκή κλινικά στοιχεία για έκθεση στην εσομεπραζόλη κατά τη διάρκεια της
κύησης. Στοιχεία που προέκυψαν από επιδημιολογικές μελέτες σε μεγάλο αριθμό εκτεθειμένων
κυήσεων, με το ρακεμικό μίγμα ομεπραζόλης, δεν έδειξαν δυσμορφική ή εμβρυοτοξική δράση. Οι
μελέτες σε ζώα με την εσομεπραζόλη δεν έχουν δείξει άμεση ή έμμεση βλαπτική επίδραση σε
σχέση με την ανάπτυξη του εμβρύου. Μελέτες σε ζώα με το ρακεμικό μίγμα δεν έδειξαν άμεση ή
έμμεση βλαπτική επίδραση όσον αφορά την κύηση, τον τοκετό ή την ανάπτυξη του νεογνού.
Συνιστάται προσοχή όταν συνταγογραφείται σε εγκύους γυναίκες.
Δεν είναι γνωστό αν η εσομεπραζόλη απεκκρίνεται στο ανθρώπινο μητρικό γάλα. Δεν έχουν γίνει
μελέτες σε γυναίκες που θηλάζουν. Για το λόγο αυτό, το Esomeprazole/Generics δεν πρέπει να
χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της γαλουχίας.
4.7 Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν έχει παρατηρηθεί επίδραση.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν διαπιστωθεί ή υπάρχει υποψία συσχέτισής τους με την
εσομεπραζόλη από τις κλινικές μελέτες και από την περίοδο μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου.
Καμία απ' αυτές δεν έχει βρεθεί ότι είναι δοσοεξαρτώμενη.
Οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις κατατάσσονται σύμφωνα με τη συχνότητα σε:
Πολύ συχνές (1/10)
Συχνές (1/100 έως <1/10)
Όχι συχνές (1/1.000 έως <1/100)
Σπάνιες (1/10.000 έως <1/1.000)
Πολύ σπάνιες (<1/10.000), μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν από τα διαθέσιμα δεδομένα)
Εντός κάθε κατηγορίας συχνότητας εμφάνισης, οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρατίθενται κατά
φθίνουσα σειρά σοβαρότητας.
Συχνές Όχι συχνές Σπάνιες Πολύ σπάνιες
Διαταραχές του
αιμοποιητικού
και του
λεμφικού
συστήματος
Λευκοπενία,
θρομβοπενία
Ακοκκιοκυτταραιμία,
πανκυτταροπενία
Διαταραχές του
ανοσοποιητικού
συστήματος
Αντιδράσεις
υπερευαισθησίας π.χ.
πυρετός, αγγειοοίδημα
και αναφυλακτικές
αντιδράσεις/καταπληξία
(shock)
Διαταραχές του
μεταβολισμού
και της θρέψης
Περιφερικό
οίδημα
Υπονατριαιμία Υπομαγνησιαιμία
Ψυχιατρικές
διαταραχές
Αϋπνία Διέγερση,
σύγχυση,
κατάθλιψη
Επιθετικότητα,
ψευδαισθήσεις
Διαταραχές
νευρικού
συστήματος
Κεφαλαλγία Ζάλη,
παραισθησία,
υπνηλία
Διαταραχές της γεύσης
Οφθαλμικές
διαταραχές
Θάμβος όρασης
Διαταραχές του
ωτός και του
λαβυρίνθου
Ίλιγγος
Διαταραχές του
αναπνευστικού
συστήματος,
του θώρακα
και του
μεσοθωρακίου
Βρογχόσπασμος
Διαταραχές του
γαστρεντερικού
συστήματος
Κοιλιακό
άλγος,
δυσκοιλιότητα,
διάρροια,
μετεωρισμός,
ναυτία/έμετος
Ξηροστομία Στοματίτιδα,
γαστρεντερική
καντιντίαση
Διαταραχές του
ήπατος και των
χοληφόρων
Αύξηση των
ηπατικών
ενζύμων
Ηπατίτιδα με ή χωρίς
ίκτερο
Ηπατική ανεπάρκεια,
εγκεφαλοπάθεια σε
ασθενείς με
προϋπάρχουσα
ηπατική νόσο
Διαταραχές του
δέρματος και
του υποδόριου
ιστού
Δερματίτιδα,
κνησμός,
εξάνθημα,
κνίδωση
Αλωπεκία,
φωτοευαισθησία
Πολύμορφο
ερύθημα, σύνδρομο
Stevens-Johnson,
τοξική επιδερμική
νεκρόλυση (TEN)
Διαταραχές του
μυοσκελετικού
συστήματος,
του συνδετικού
ιστού και των
οστών
Αρθραλγία, μυαλγία Μυϊκή αδυναμία
Διαταραχές
των νεφρών
και των
ουροφόρων
οδών
Διάμεση νεφρίτιδα
Διαταραχές του
αναπαραγωγικ
ού συστήματος
και των
μαστών
Γυναικομαστία
Γενικές
διαταραχές και
καταστάσεις
της οδού
χορήγησης
Αίσθημα κακουχίας,
αυξημένη εφίδρωση
4.9 Υπερδοσολογία
Η μέχρι σήμερα εμπειρία από την σκόπιμη λήψη υπερβολικής δόσης είναι πολύ περιορισμένη.
Μετά από τη λήψη 280 mg αναφέρθησαν συμπτώματα από το γαστρεντερικό και αδυναμία.
Εφάπαξ δόση 80 mg εσομεπραζόλης δεν προκάλεσε κανένα πρόβλημα. Δεν είναι γνωστό
κάποιο ειδικό αντίδοτο για το φάρμακο. Η εσομεπραζόλη συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τις
πρωτεΐνες του πλάσματος και γι αυτό δεν μπορεί να αιμοδιυλιθεί σημαντικά. Όπως σε κάθε
περίπτωση υπερδοσολογίας η αγωγή πρέπει να είναι συμπτωματική και να
χρησιμοποιούνται γενικά υποστηρικτικά μέτρα.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αναστολέας της αντλίας πρωτονίων
Κωδικός ATC: Α02Β C05
Η εσομεπραζόλη είναι το S-ισομερές της ομεπραζόλης και ελαττώνει τη γαστρική έκκριση
οξέος μέσω ενός ειδικού στοχευμένου μηχανισμού δράσης. Είναι ένας ειδικός αναστολέας
της αντλίας πρωτονίων στα τοιχωματικά κύτταρα. To R- και το S-ισομερές της
ομεπραζόλης έχουν παρόμοια φαρμακοδυναμική δράση.
Θέση και μηχανισμός δράσης
Η εσομεπραζόλη είναι μια ασθενής βάση, που συγκεντρώνεται και μετατρέπεται σε δραστική
μορφή στο πολύ όξινο περιβάλλον των εκκριτικών σωληναρίων του τοιχωματικού κυττάρου, όπου
και αναστέλλει το ένζυμο Η
+
+
-ΑΤΡάση, δηλ. την αντλία πρωτονίων και αναστέλλει τόσο τη
βασική, όσο και την μετά από διέγερση έκκριση οξέος.
Δράση στην έκκριση γαστρικού οξέος
Η έναρξη της δράσης εμφανίζεται μέσα σε μία ώρα μετά την από του στόματος λήψη δόσης 20 mg
και 40 mg εσομεπραζόλης. Μετά από επαναλαμβανόμενη χορήγηση 20mg εσομεπραζόλης
μία φορά την ημέρα για πέντε ημέρες, η μέση μέγιστη έκκριση οξέος μετά από διέγερση με
πενταγαστρίνη μειώνεται κατά 90 % όταν μετράται 6-7 ώρες μετά τη λήψη της δόσης κατά
την πέμπτη ημέρα.
Μετά από πέντε ημέρες από του στόματος χορήγηση δόσης 20 mg και 40 mg εσομεπραζόλης σε
ασθενείς με συμπτωματική γαστρο-οισοφαγική παλινδρομική νόσο (ΓΟΠΝ), τιμές του
ενδογαστρικού pΗ άνω του 4 διατηρήθηκαν για διάστημα 13 ωρών και 17 ωρών κατά μέσο
όρο αντίστοιχα, στη διάρκεια του 24ώρου. Το ποσοστό των ασθενών στους οποίους
διατηρείται ενδογαστρικό pΗ > 4 για τουλάχιστο 8, 12 και 16 ώρες με 20 mg
εσομεπραζόλης είναι 76 %, 54 % και 24 % αντίστοιχα. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τα 40
mg εσομεπραζόλης είναι 97 %, 92 % και 56 %.
Χρησιμοποιώντας την AUC ως παράμετρο για την εκτίμηση της συγκέντρωσης του
φαρμάκου στο πλάσμα, καταδεικνύεται μία σχέση μεταξύ της αναστολής της έκκρισης του
γαστρικού οξέος και της έκθεσης στο φάρμακο.
Θεραπευτική δράση στην έκκριση γαστρικού οξέος
Η επούλωση της οισοφαγίτιδας από γαστρο-οισοφαγική παλινδρόμηση με 40 mg εσομεπραζόλης
επιτυγχάνεται στο 78 % περίπου των ασθενών μετά από τέσσερις εβδομάδες και στο 93 %
μετά από οκτώ εβδομάδες θεραπείας.
Θεραπεία μιας εβδομάδας με την εσομεπραζόλη 20 mg δύο φορές την ημέρα και κατάλληλα
αντιβιοτικά έχει σαν αποτέλεσμα την επιτυχή εκρίζωση του Η. pylori περίπου στο 90 % των
ασθενών.
Μετά από τη θεραπεία εκρίζωσης για μία εβδομάδα, δεν υπάρχει ανάγκη επακόλουθης
μονοθεραπείας με αντι-εκκριτικά φάρμακα για την αποτελεσματική επούλωση του έλκους και την
εξάλειψη των συμπτωμάτων σε δωδεκαδακτυλικά έλκη χωρίς επιπλοκές.
Σε μια τυχαιοποιημένη, διπλά τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο κλινική μελέτη, ασθενείς με
ενδοσκοπικά τεκμηριωμένο πεπτικό έλκος με αιμορραγία, χαρακτηριζόμενο ως βαθμίδας Forrest Ia,
Ib, IIa ή IIb (9%, 43%, 38% και 10% αντίστοιχα) τυχαιοποιήθηκαν προκειμένου να λάβουν
εσομεπραζόλη σε μορφή διαλύματος προς έγχυση (n=375) ή εικονικό φάρμακο (n=389). Έπειτα
από ενδοσκοπικώς επαχθείσα αιμόσταση, οι ασθενείς έλαβαν είτε 80 mg εσομεπραζόλης ως μία
ενδοφλέβια έγχυση χορηγούμενη επί 30 λεπτά ακολουθούμενη από μια συνεχή έγχυση 8 mg ανά
ώρα ή εικονικό φάρμακο επί 72 ώρες. Μετά από την αρχική περίοδο διάρκειας 72 ωρών, όλοι οι
ασθενείς έλαβαν σε ανοιχτή φάση, 40 mg από του στόματος εσομεπραζόλη επί 27 ημέρες για την
καταστολή της έκκρισης του γαστρικού οξέος. Επανεμφάνιση της αιμορραγίας εντός 3 ημερών
σημειώθηκε σε ποσοστό 5,9% στη ομάδα που έλαβε την αγωγή της εσομεπραζόλης συγκριτικά με
10,3% στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου. 30 ημέρες μετά το πέρας της αγωγής, επανεμφάνιση
της αιμορραγίας στην ομάδα που είχε λάβει εσομεπραζόλη, σημειώθηκε σε ποσοστό 7,7% έναντι
13,6% για την ομάδα του εικονικού φαρμάκου.
Άλλες δράσεις που σχετίζονται με την αναστολή έκκρισης του οξέος
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με αντι-εκκριτικά φάρμακα τα επίπεδα της γαστρίνης στον ορό
αυξάνονται ως απάντηση στη μειωμένη έκκριση γαστρικού οξέος.
Αύξηση στον αριθμό των ECL-κυττάρων που πιθανά σχετίζεται με την αύξηση των επιπέδων
της γαστρίνης στον ορό έχει παρατηρηθεί σε μερικούς ασθενείς, κατά τη διάρκεια
μακροχρόνιας θεραπείας με εσομεπραζόλη.
Κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας θεραπείας με αντι-εκκριτικά φάρμακα έχει αναφερθεί η
εμφάνιση γαστρικών αδενικών κύστεων με κάπως αυξημένη συχνότητα. Οι αλλαγές αυτές
είναι ένα φυσιολογικό επακόλουθο της έντονης αναστολής της έκκρισης οξέος, είναι
καλοήθεις και φαίνεται ότι είναι αναστρέψιμες.
Η μειωμένη γαστρική οξύτητα κάθε αιτίας συμπεριλαμβανομένων των αναστολέων της αντλίας
πρωτονίων, αυξάνει το επίπεδο των γαστρικών βακτηρίων που είναι φυσιολογικά παρόντα στο
γαστρεντερικό σωλήνα. Η αγωγή με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων ενδέχεται να οδηγήσει σε
ελαφρά αυξημένο κίνδυνο γαστρεντερικών λοιμώξεων όπως από Salmonella και Campylobacter.
Σε δύο μελέτες με φάρμακο σύγκρισης τη ρανιτιδίνη, η εσομεπραζόλη έδειξε καλύτερη δράση στην
επούλωση των γαστρικών ελκών σε ασθενείς που χρησιμοποίησαν ΜΣΑΦ, συμπεριλαμβανομένων
των COX-2 εκλεκτικών ΜΣΑΦ.
Σε δύο μελέτες σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο, η εσομεπραζόλη έδειξε καλύτερη
δράση στην πρόληψη γαστρικών και δωδεκαδακτυλικών ελκών σε ασθενείς που
χρησιμοποίησαν ΜΣΑΦ (ασθενείς ηλικίας >60 ετών και/ή με προϋπάρχον έλκος),
συμπεριλαμβανομένων των COX-2 εκλεκτικών ΜΣΑΦ.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση και κατανομή
Η εσομεπραζόλη είναι οξεο-ευαίσθητη ουσία και χορηγείται από το στόμα υπό μορφή
γαστροανθεκτικών κοκκίων. Η in vivo μετατροπή στο R-ισομερές είναι αμελητέα. Η απορρόφηση
της εσομεπραζόλης είναι ταχεία, με επίτευξη μέγιστων επιπέδων στο πλάσμα εντός περίπου 1-2
ωρών από τη λήψη. Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα του φαρμάκου είναι 64 % μετά από εφάπαξ δόση
40 mg και αυξάνεται σε 89 % μετά από επαναλαμβανόμενες χορηγήσεις εφάπαξ ημερησίως. Για τα
20 mg εσομεπραζόλης οι αντίστοιχες τιμές είναι 50 % και 68 %. Ο φαινόμενος όγκος κατανομής
στη σταθεροποιημένη κατάσταση σε υγιή άτομα είναι περίπου 0,22 L/Kg βάρους σώματος. Η
εσομεπραζόλη συνδέεται με τις πρωτεΐνες του πλάσματος σε ποσοστό 97 %.
Η λήψη της τροφής καθυστερεί και μειώνει την απορρόφηση της εσομεπραζόλης χωρίς
όμως αυτό να έχει κάποια σημαντική επίπτωση στη δράση της εσομεπραζόλης στην
ενδογαστρική οξύτητα.
Μεταβολισμός και απέκκριση
Η εσομεπραζόλη μεταβολίζεται εξ ολοκλήρου από το ενζυμικό σύστημα του κυτοχρώματος Ρ450
(CYP). Ο μεταβολισμός της εσομεπραζόλης κατά το μεγαλύτερο μέρος, εξαρτάται από το
πολυμορφικό CYP2C19, που είναι υπεύθυνο για το σχηματισμό των υδρόξυ- και
απομέθυλο- μεταβολιτών της εσομεπραζόλης. Το υπόλοιπο μέρος του μεταβολισμού
εξαρτάται από μια άλλη ειδική ισομορφή, το CYP3Α4, που είναι υπεύθυνη για το
σχηματισμό της σουλφονικής εσομεπραζόλης, κυρίου μεταβολίτη στο πλάσμα.
Οι ακόλουθες παράμετροι απεικονίζουν κυρίως τη φαρμακοκινητική σε άτομα με λειτουργικό
CYP2C19 ένζυμο, δηλαδή άτομα με δυνατότητα εκτεταμένου μεταβολισμού.
Η ολική κάθαρση πλάσματος είναι περίπου 17 L/h μετά από μία εφάπαξ δόση και περίπου 9
L/h μετά από επαναλαμβανόμενες χορηγήσεις. Ο χρόνος ημιζωής απομάκρυνσης της
εσομεπραζόλης στο πλάσμα είναι περίπου 1,3 ώρες μετά από επαναλαμβανόμενες
εφάπαξ ημερησίως χορηγήσεις. Η φαρμακοκινητική της εσομεπραζόλης έχει μελετηθεί σε
δόσεις μέχρι 40 mg δύο φορές την ημέρα. Η περιοχή κάτω από την καμπύλη της
συγκέντρωσης ως προς τον χρόνο, στο πλάσμα, αυξάνει μετά από επαναλαμβανόμενες
χορηγήσεις εσομεπραζόλης. Αυτή η αύξηση είναι δοσο-εξαρτώμενη και έχει σαν
αποτέλεσμα μία μεγαλύτερη αύξηση της AUC αναλογικά με την δόση μετά από
επαναλαμβανόμενη χορήγηση. Αυτή η χρονο-δοσο-εξάρτηση οφείλεται στη μείωση του
μεταβολισμού πρώτης διόδου και της συστηματικής κάθαρσης που πιθανά προκαλείται
από την αναστολή του ενζύμου CYP2C19 από την εσομεπραζόλη και/ή τον σουλφονικό
μεταβολίτη της. Η εσομεπραζόλη απομακρύνεται εξ ολοκλήρου από το πλάσμα μεταξύ των
δόσεων χωρίς να εμφανίζεται τάση συσσώρευσης σε εφάπαξ ημερήσια χορήγηση.
Οι κύριοι μεταβολίτες της εσομεπραζόλης δεν έχουν καμιά δράση στην έκκριση γαστρικού οξέος.
Το 80 % περίπου της από του στόματος χορηγούμενης δόσης της εσομεπραζόλης αποβάλλεται υπό
τη μορφή μεταβολιτών στα ούρα και το υπόλοιπο στα κόπρανα. Λιγότερο από 1 % της αρχικής
ουσίας βρίσκεται στα ούρα.
Ειδικές ομάδες ασθενών
Περίπου 2,9 ± 1,5 % του πληθυσμού παρουσιάζει έλλειψη λειτουργικού CYP2C19 ενζύμου και
ονομάζονται άτομα με μικρή δυνατότητα μεταβολισμού. Στα άτομα αυτά ο μεταβολισμός
της εσομεπραζόλης πιθανά καταλύεται κυρίως από το CYP3A4. Μετά από
επαναλαμβανόμενες χορηγήσεις 40 mg εσομεπραζόλης εφάπαξ ημερησίως, το μέσο
εμβαδόν της περιοχής κάτω από την καμπύλη της συγκέντρωσης ως προς τον χρόνο, στο
πλάσμα, ήταν περίπου 100 % μεγαλύτερο σε άτομα με μικρή δυνατότητα μεταβολισμού
από ότι σε άτομα που έχουν λειτουργικό CYP2C19 ένζυμο (άτομα με δυνατότητα
εκτεταμένου μεταβολισμού). Η μέση τιμή των μέγιστων συγκεντρώσεων στο πλάσμα
αυξήθηκε περίπου 60 %. Τα ευρήματα αυτά δεν έχουν καμιά επίπτωση στη δοσολογία της
εσομεπραζόλης.
Ο μεταβολισμός της εσομεπραζόλης δεν αλλάζει σημαντικά στους ηλικιωμένους (71-80 ετών).
Μετά από μία εφάπαξ δόση 40 mg εσομεπραζόλης η μέση τιμή του εμβαδού της περιοχής
κάτω από την καμπύλη της συγκέντρωσης ως προς τον χρόνο είναι περίπου 30 %
μεγαλύτερη στις γυναίκες από τους άντρες. Δεν έχει παρατηρηθεί διαφορά μεταξύ των δύο
φύλων μετά από επαναλαμβανόμενες χορηγήσεις, εφ' άπαξ ημερησίως. Τα ευρήματα αυτά
δεν έχουν καμιά επίπτωση στη δοσολογία της εσομεπραζόλης.
Μειωμένη οργανική λειτουργία
Ο μεταβολισμός της εσομεπραζόλης μπορεί να ελαττωθεί σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια ηπατική
δυσλειτουργία. Ο ρυθμός μεταβολισμού μειώνεται σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία
με αποτέλεσμα το διπλασιασμό του εμβαδού της περιοχής κάτω από την καμπύλη συγκέντρωσης -
χρόνου της εσομεπραζόλης. Για τον λόγο αυτό, σε ασθενείς με σοβαρή δυσλειτουργία δεν πρέπει να
χορηγείται δόση μεγαλύτερη από 20 mg. Η εσομεπραζόλη ή οι κύριοι μεταβολίτες της δεν
παρουσιάζουν τάση συσσώρευσης όταν χορηγούνται εφάπαξ ημερησίως.
Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία. Καθώς οι νεφροί είναι
υπεύθυνοι για την απέκκριση των μεταβολιτών της εσομεπραζόλης αλλά όχι για την απομάκρυνση
της αρχικής ουσίας, ο μεταβολισμός της εσομεπραζόλης δεν αναμένεται να αλλάξει σε ασθενείς με
μειωμένη νεφρική λειτουργία.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Έφηβοι 12-18 ετών:
Μετά από επαναλαμβανόμενη χορήγηση δόσης 20 mg και 40 mg εσομεπραζόλης, η συνολική
έκθεση (AUC) και ο χρόνος που απαιτείται για να επιτευχθεί η μέγιστη συγκέντρωση του
φαρμάκου στο πλάσμα (tmax) σε εφήβους ηλικίας 12-18 ετών ήταν παρόμοια με αυτά των
ενηλίκων και για τις δύο δόσεις εσομεπραζόλης.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Οι προκλινικές μελέτες δεν έδειξαν κάποιο ιδιαίτερο κίνδυνο για τον άνθρωπο, βάσει των
συμβατικών μελετών για τοξικότητα επαναλαμβανόμενων δόσεων, γονοτοξικότητα και τοξικότητα
κατά την αναπαραγωγή. Μελέτες καρκινογένεσης σε αρουραίους με το ρακεμικό μίγμα έδειξαν
υπερπλασία των γαστρικών ECL-κυττάρων και καρκινοειδή. Οι γαστρικές αυτές δράσεις
στους αρουραίους είναι αποτέλεσμα της παρατεταμένης και έντονης υπερ-γαστριναιμίας
σαν επακόλουθο της μειωμένης παραγωγής γαστρικού οξέος και παρατηρούνται μετά από
μακρόχρονη θεραπεία στους αρουραίους με αναστολείς της έκκρισης γαστρικού οξέος.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος των εκδόχων
Πυρήνας
Σφαιρίδια ζάχαρης (sugar spheres) (τα οποία περιέχουν σακχαρόζη και άμυλο αραβοσίτου)
Κροσποβιδόνη
Υδροξυπροπυλοκυτταρίνη
Προεπικάλυψη
Μαννιτόλη
Γαστροανθεκτική επικάλυψη
Συμπολυμερές μεθακρυλικού οξέος αιθακρυλικού εστέρα (1:1) Διασποράς 30%
Κιτρικός τριαιθυλεστέρας
Γλυκερόλη μονοστεατική
Πολυσορβικό 80
Λιπαντικό
Τάλκης
Κέλυφος και σώμα καψακίου
Σιδήρου οξείδιο, ερυθρό E172
Σιδήρου οξείδιο, κίτρινο E172 (μόνο για την περιεκτικότητα των 40 mg)
Τιτανίου διοξείδιο E171
Ζελατίνη
Ύδωρ κεκαθαρμένο
Νάτριο λαουρυλοθειΐκό
Μελάνη εντύπωσης
Κόμμεα λάκκας
Προπυλενογλυκόλη
Διάλυμα αμμωνίας, πυκνό
Σιδήρου οξείδιο μέλαν Ε172
Καλίου υδροξείδιο
Αλκοόλη αφυδατωμένη
Αλκοόλη ισοπροπυλική
Ύδωρ κεκαθαρμένο
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
Γαστροανθεκτικά καψάκια 40 mg
Κυψέλες (blisters): 2 χρόνια
Φιάλες: 2 χρόνια. 3 μήνες μετά από το πρώτο άνοιγμα
Γαστροανθεκτικά καψάκια 20 mg
Κυψέλες (blisters): 18 μήνες
Φιάλες: 18 μήνες, 3 μήνες μετά από το πρώτο άνοιγμα
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Κυψέλη (blister): Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 25°C. Φυλάσσετε στην αρχική
συσκευασία για να προστατεύεται από την υγρασία.
Φιάλη: Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 25°C. Φυλάσσετε τη φιάλη ερμητικά
κλεισμένη για να προστατεύεται από την υγρασία.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Ταινίες κυψέλης (blister strips) από OPA-AL-PVC/Al, οι οποίες περιέχουν 7, 14, 15, 28, 30, 50, 56,
60, 90, 98 & 100 καψάκια.
Φιάλη από υψηλής πυκνότητας πολυαιθυλένιο (HDPE) με λευκό αδιαφανές πώμα από
πολυπροπυλένιο (PP), η οποία περιέχει 7, 14, 28, 30, 56, 98 & 100 καψάκια.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Κάθε προϊόν που δεν έχει χρησιμοποιηθεί ή υπόλειμμα πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με τις κατά
τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις
Χορήγηση μέσω γαστρικού σωλήνα:
1. Ανοίξτε το καψάκιο και αδειάστε τα σύμπηκτα σε κατάλληλη σύριγγα και γεμίστε
την με περίπου 25 ml νερό και 5 ml αέρα. Σε ορισμένους σωλήνες, για να αποφευχθεί το
φράξιμο του σωλήνα από τα σύμπηκτα, απαιτείται η διάλυση να γίνεται σε 50 ml νερού.
2. Ανακινείστε αμέσως τη σύριγγα για την ομοιογενή διασπορά των κοκκίων στο
εναιώρημα.
3. Κρατείστε τη σύριγγα με την άκρη προς τα πάνω και βεβαιωθείτε ότι η άκρη δεν
έχει φράξει.
4. Προσαρμόστε τη σύριγγα στο σωλήνα ενώ διατηρείτε την προηγούμενη θέση της.
1. Ανακινείστε τη σύριγγα και τοποθετείστε την με την άκρη προς τα κάτω. Ενέσατε αμέσως
5-10 ml μέσα στο σωλήνα. Αναποδογυρίστε τη σύριγγα μετά την ένεση και ανακινείστε την
(πρέπει να έχετε συνεχώς το άκρο της σύριγγας προς τα πάνω για να μη φράξει).
2. Γυρίστε τη σύριγγα με την άκρη προς τα κάτω και αμέσως ενέσατε άλλα 5-10 ml μέσα στο
σωλήνα. Επαναλάβετε τη διαδικασία αυτή μέχρι να αδειάσει η σύριγγα.
3. Γεμίστε τη σύριγγα με 25 ml νερό και 5 ml αέρα και επαναλάβετε τη διαδικασία από
το βήμα 5 αν απαιτείται για να καθαρίσετε τα υπολείμματα που έμειναν στη σύριγγα.
Σε ορισμένους σωλήνες χρειάζονται 50 ml νερό.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΑΔΕΙΑΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Δικαιούχος Προϊόντος & Κάτοχος Άδειας Κυκλοφορίας για την Ελλάδα:
Generics Pharma Hellas ΕΠΕ, Λ. Βουλιαγμένης 577
Α
, 164-51 Αργυρούπολη,
τηλ: 210-9936410
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Esomeprazole/Generics 20 mg: 50384/13-07-2011
Esomeprazole/Generics 40 mg: 50385/13-07-
2011
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ
13-07-2011
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ