ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. Ονομασία του Φαρμακευτικού Προϊόντος
Meropenem Sandoz, 500 mg, κόνις για ενέσιμο διάλυμα ή διάλυμα προς έγχυση
Meropenem Sandoz, 1000 mg, κόνις για ενέσιμο διάλυμα ή διάλυμα προς έγχυση
2. Ποιοτική και Ποσοτική Σύνθεση
Meropenem Sandoz, 500 mg, κόνις για ενέσιμο διάλυμα ή διάλυμα προς έγχυση
Κάθε φιαλίδιο περιέχει τριένυδρη μεροπενέμη ισοδύναμη με 500 mg άνυδρης μεροπενέμης.
Το περιεχόμενο κάθε φιαλιδίου σε νάτριο είναι 2,0 mmol (45 mg).
Μετά την ανασύσταση με 10 ml διαλύτη, η συγκέντρωση της μεροπενέμης ανέρχεται σε
50 mg/ml.
Meropenem Sandoz, 1000 mg, κόνις για ενέσιμο διάλυμα ή διάλυμα προς έγχυση
Κάθε φιαλίδιο περιέχει τριένυδρη μεροπενέμη ισοδύναμη με 1.000 mg άνυδρης μεροπενέμης.
Το περιεχόμενο κάθε φιαλιδίου σε νάτριο είναι 4,0 mmol (90 mg).
Μετά την ανασύσταση με 20 ml διαλύτη, η συγκέντρωση της μεροπενέμης ανέρχεται σε
50 mg/ml.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. Φαρμακοτεχνική Μορφή
Κόνις για ενέσιμο διάλυμα ή διάλυμα προς έγχυση.
Η κόνις είναι λευκή έως ανοιχτή κίτρινη, κρυσταλλική.
4. Κλινικές Πληροφορίες
4.1. Θεραπευτικές Ενδείξεις
Το Meropenem Sandoz ενδείκνυται για τη θεραπεία των ακόλουθων λοιμώξεων σε ενήλικες
και παιδιά ηλικίας άνω των 3 μηνών (βλ. παραγράφους 4.4 και 5.1):
Πνευμονία, συμπεριλαμβανομένης της εξωνοσοκομειακής και της
ενδονοσοκομειακής πνευμονίας.
Βρογχο-πνευμονικές λοιμώξεις στην κυστική ίνωση
Επιπλεγμένες λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος
Επιπλεγμένες ενδοκοιλιακές λοιμώξεις
Λοιμώξεις στη διάρκεια του τοκετού ή επιλόχειες λοιμώξεις
Επιπεπλεγμένες λοιμώξεις του δέρματος και των μαλακών μορίων
Οξεία βακτηριακή μηνιγγίτιδα
Το Meropenem Sandoz μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην αντιμετώπιση ουδετεροπενικών
ασθενών με πυρετό όταν υπάρχει υποψία ότι οφείλεται σε βακτηριακή λοίμωξη.
Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι επίσηµες οδηγίες σχετικά µε την ορθή χρήση των
αντιβακτηριακών παραγόντων.
4.2. Δοσολογία και Τρόπος Χορήγησης
Οι παρακάτω πίνακες παρέχουν γενικές συστάσεις για τη δοσολογία.
Η δόση της μεροπενέμης που χορηγείται και η διάρκεια της θεραπείας καθορίζονται ανάλογα
με τον τύπο της λοίμωξης που αντιμετωπίζεται, συμπεριλαμβανομένης της σοβαρότητας και
της κλινικής ανταπόκρισης.
Μία δόση έως 2 g τρεις φορές ημερησίως σε ενήλικες και εφήβους και μία δόση έως
40 mg/kg τρεις φορές ημερησίως σε παιδιά μπορεί να είναι περισσότερο κατάλληλη για την
αντιμετώπιση ορισμένων τύπων λοιμώξεων, όπως είναι οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις από
Pseudomonas aeruginosa ή Acinetobacter spp.
Απαιτείται επιπρόσθετη προσοχή στη δοσολογία όταν αντιμετωπίζονται ασθενείς με νεφρική
ανεπάρκεια (βλ. παρακάτω).
Ενήλικες και Έφηβοι
Λοίμωξη Δόση χορηγούμενη
κάθε 8 ώρες
Πνευμονία,
συμπεριλαμβανομένης της
εξωνοσοκομειακής και της
ενδονοσοκομειακής
πνευμονίας.
500 mg ή 1 g
Βρογχο-πνευμονικές
λοιμώξεις στην κυστική
ίνωση
2 g
Επιπλεγμένες λοιμώξεις του
ουροποιητικού συστήματος
500 mg ή 1 g
Επιπλεγμένες ενδοκοιλιακές
λοιμώξεις
500 mg ή 1 g
Λοιμώξεις στη διάρκεια του
τοκετού ή επιλόχειες
λοιμώξεις
500 mg ή 1 g
Επιπεπλεγμένες λοιμώξεις
του δέρματος και των
500 mg ή 1 g
μαλακών μορίων
Οξεία βακτηριακή
μηνιγγίτιδα
2 g
Αντιμετώπιση εμπύρετων
ουδετεροπενικών ασθενών
1 g
Η μεροπενέμη χορηγείται συνήθως με ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας περίπου 15 έως
30 λεπτών (βλ. παράγραφο 6.2, 6.3 και 6.6).
Εναλλακτικά, δόσεις έως 1 g μπορούν να χορηγηθούν με ενδοφλέβια bolus ένεση διάρκειας
περίπου 5 λεπτών. Υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα ασφάλειας που να υποστηρίζουν τη
χορήγηση δόσης 2 g σε ενήλικες με ενδοφλέβια bolus ένεση.
Νεφρική δυσλειτουργία
Η δόση για ενήλικες και εφήβους πρέπει να προσαρμόζεται όταν η κάθαρση κρεατινίνης
είναι μικρότερη από 51 ml/min, όπως φαίνεται παρακάτω. Υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα
που να υποστηρίζουν την εφαρμογή αυτών των δοσολογικών ρυθμίσεων για μια μονάδα
δόσης των 2 g.
Κάθαρση
κρεατινίνης
(ml/min)
Δόση
(βάσει μονάδων δόσεων των 500 mg ή του
1 g ή των 2 g, βλ. παραπάνω πίνακα)
Συχνότητα
26-50 μία μονάδα δόσης κάθε 12 ώρες
10-25 ήμισυ μίας μονάδας δόσης κάθε 12 ώρες
< 10 ήμισυ μίας μονάδας δόσης κάθε 24 ώρες
Η μεροπενέμη απομακρύνεται με την αιμοδιύλιση και την αιμοδιήθηση. Η απαιτούμενη δόση
πρέπει να χορηγείται μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αιμοδιύλισης.
Δεν υπάρχουν τεκμηριωμένες δοσολογικές συστάσεις για ασθενείς υπό περιτοναϊκή διύλιση.
Ηπατική δυσλειτουργία
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία (βλ.
παράγραφο 4.4).
Δόση σε ηλικιωμένους ασθενείς
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης σε ηλικιωμένους με φυσιολογική νεφρική λειτουργία
ή τιμές κάθαρσης κρεατινίνης άνω των 50 ml/min.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Παιδιά ηλικίας κάτω των 3 μηνών
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της μεροπενέμης σε παιδιά ηλικίας κάτω των
3 μηνών δεν έχουν τεκμηριωθεί και το βέλτιστο δοσολογικό σχήμα δεν έχει καθοριστεί.
Ωστόσο, περιορισμένα φαρμακοκινητικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι τα 20 mg/kg κάθε
8 ώρες μπορεί να είναι κατάλληλο δοσολογικό σχήμα (βλ. παράγραφο 5.2).
Παιδιά ηλικίας από 3 μηνών έως 11 ετών και με σωματικό βάρος έως 50 kg
Τα συνιστώμενα δοσολογικά σχήματα παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα:
Λοίμωξη Δόση χορηγούμενη κάθε 8 ώρες
Πνευμονία, συμπεριλαμβανομένης της
εξωνοσοκομειακής και της ενδονοσοκομειακής
πνευμονίας.
10 ή 20 mg/kg
Βρογχο-πνευμονικές λοιμώξεις στην κυστική
ίνωση
40 mg/kg
Επιπλεγμένες λοιμώξεις του ουροποιητικού
συστήματος
10 ή 20 mg/kg
Επιπλεγμένες ενδοκοιλιακές λοιμώξεις 10 ή 20 mg/kg
Επιπεπλεγμένες λοιμώξεις του δέρματος και
των μαλακών μορίων
10 ή 20 mg/kg
Οξεία βακτηριακή μηνιγγίτιδα 40 mg/kg
Αντιμετώπιση εμπύρετων ουδετεροπενικών
ασθενών
20 mg/kg
Παιδιά με σωματικό βάρος άνω των 50 kg
Πρέπει να χορηγείται η δόση των ενηλίκων.
Δεν υπάρχει εμπειρία σε παιδιά με νεφρική δυσλειτουργία.
Η μεροπενέμη χορηγείται συνήθως με ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας περίπου 15 έως
30 λεπτών (βλ. παράγραφο 6.2, 6.3 και 6.6). Εναλλακτικά, δόσεις μεροπενέμης έως 20 mg/kg
μπορούν να χορηγηθούν με ενδοφλέβια bolus ένεση διάρκειας περίπου 5 λεπτών. Υπάρχουν
περιορισμένα δεδομένα ασφάλειας που να υποστηρίζουν τη χορήγηση μιας δόσης 40 mg/kg
σε παιδιά με ενδοφλέβια bolus ένεση.
4.3. Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα.
Υπερευαισθησία σε οποιονδήποτε άλλο αντιβακτηριακό παράγοντα καρβαπενέμης.
Σοβαρή υπερευαισθησία (π.χ. αναφυλακτική αντίδραση, σοβαρή δερματική αντίδραση) σε
οποιονδήποτε άλλον αντιβακτηριακό παράγοντα τύπου β-λακτάμης (π.χ. πενικιλλίνες ή
κεφαλοσπορίνες)
4.4. Ειδικές Προειδοποιήσεις και Προφυλάξεις κατά τη Χρήση
Κατά την επιλογή της μεροπενέμης για την αντιμετώπιση ενός μεμονωμένου ασθενούς θα
πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η καταλληλότητα της χρήσης ενός αντιβακτηριακού παράγοντα
καρβαπενέμης, με βάση παράγοντες όπως η σοβαρότητα της λοίμωξης, ο επιπολασμός της
ανθεκτικότητας σε άλλους κατάλληλους αντιβακτηριακούς παράγοντες και ο κίνδυνος
επιλογής σε βακτήρια ανθεκτικά στην καρβαπενέμη.
Όπως με όλα τα αντιβιοτικά β-λακτάμης, έχουν αναφερθεί σοβαρές και ορισμένες φορές
θανατηφόρες αντιδράσεις υπερευαισθησίας (βλ. παραγράφους 4.3 και 4.8).
Οι ασθενείς με ιστορικό υπερευαισθησίας στις καρβαπενέμες, τις πενικιλλίνες ή άλλα
αντιβιοτικά β-λακτάμης μπορεί επίσης να εμφανίσουν υπερευαισθησία στη μεροπενέμη. Πριν
την έναρξη θεραπείας με μεροπενέμη, απαιτείται προσεκτική διερεύνηση για τυχόν
προηγούμενες αντιδράσεις υπερευαισθησίας σε αντιβιοτικά β-λακτάμης.
Εάν εμφανιστεί σοβαρή αλλεργική αντίδραση, θα πρέπει να διακοπεί το φαρμακευτικό
προϊόν και να ληφθούν κατάλληλα μέτρα.
Έχει αναφερθεί κολίτιδα σχετιζόμενη µε αντιβιοτικά και ψευδοµεµβρανώδης κολίτιδα µε
σχεδόν όλους τους αντιβακτηριακούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της μεροπενέμης,
ενώ η σοβαρότητα µπορεί να κυµαίνεται από ήπια µέχρι απειλητική για τη ζωή. Επομένως,
είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη αυτή τη διάγνωση σε ασθενείς που εμφανίζουν διάρροια
στη διάρκεια χορήγησης μεροπενέμης ή μετά από αυτήν (βλ. παράγραφο 4.8). Η διακοπή της
θεραπείας με μεροπενέμη και η χορήγηση ειδικής θεραπείας για Clostridium difficile πρέπει
να λαμβάνεται υπόψη. Δεν πρέπει να χορηγούνται φαρμακευτικά προϊόντα που αναστέλλουν
την περισταλτικότητα.
Δεν υπάρχουν συχνές αναφορές για σπασμούς στη διάρκεια θεραπείας με καρβαπενέμες,
συμπεριλαμβανομένης της μεροπενέμης (βλ. παράγραφο 4.8).
Η ηπατική λειτουργία πρέπει να παρακολουθείται στενά στη διάρκεια της θεραπείας με
μεροπενέμη, εξαιτίας του κινδύνου ηπατικής τοξικότητας (ηπατική δυσλειτουργία με
χολόσταση και κυτταρόλυση) (βλ. παράγραφο 4.8).
Χρήση σε ασθενείς με ηπατική νόσο: Στους ασθενείς με προϋπάρχουσες ηπατικές διαταραχές
απαιτείται παρακολούθηση της ηπατικής λειτουργίας στη διάρκεια της θεραπείας με
μεροπενέμη. Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης (βλ. παράγραφο 4.2).
Μπορεί να αναπτυχθεί θετικό άμεσο ή έμμεσο τεστ Coombs στη διάρκεια της θεραπείας με
μεροπενέμη.
Η ταυτόχρονη χρήση μεροπενέμης και βαλπροϊκού οξέος/βαλπροϊκού νατρίου δεν
συνιστάται (βλ. παράγραφο 4.5).
Το Meropenem Sandoz περιέχει νάτριο.
Meropenem Sandoz, 500mg: Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει περίπου 2,0 mEq
νατρίου ανά δόση των 500 mg, γεγονός το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε ασθενείς
που βρίσκονται σε δίαιτα χαμηλού νατρίου.
Meropenem Sandoz, 1g: Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει περίπου 4,0 mEq νατρίου
ανά δόση των 1 g, γεγονός το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε ασθενείς που βρίσκονται
σε δίαιτα χαμηλού νατρίου.
4.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες αλληλεπιδράσεων με συγκεκριμένα φαρμακευτικά
προϊόντα, με εξαίρεση την προβενεσίδη.
Η προβενεσίδη ανταγωνίζεται την ενεργητική σωληναριακή έκκριση της μεροπενέμης και
έτσι αναστέλλει τη νεφρική απέκκριση της μεροπενέμης, με αποτέλεσμα την αύξηση του
χρόνου ημίσειας ζωής αποβολής της μεροπενέμης και της συγκέντρωσής της στο πλάσμα.
Απαιτείται προσοχή όταν γίνεται συγχορήγηση προβενεσίδης και μεροπενέμης.
Η ενδεχόμενη επίδραση της μεροπενέμης στη δέσμευση σε πρωτεΐνες άλλων φαρμακευτικών
προϊόντων ή στον μεταβολισμό δεν έχει μελετηθεί. Ωστόσο, η δέσμευση σε πρωτεΐνες είναι
τόσο χαμηλή που δεν αναμένονται αλληλεπιδράσεις με άλλες ουσίες με βάση αυτόν τον
μηχανισμό.
Έχει αναφερθεί μείωση των επιπέδων αίματος του βαλπροϊκού οξέος όταν αυτό
συγχορηγείται με καρβαπενέμες, συμβάλλοντας σε 60-100 % μείωση των επιπέδων
βαλπροϊκού οξέος σε περίπου δύο ημέρες. Λόγω της ταχείας έναρξης και της έκτασης της
μείωσης, η συγχορήγηση βαλπροϊκού οξέος με καρβαπενέμες δεν είναι αντιμετωπίσιμη και,
επομένως, πρέπει να αποφεύγεται (βλ. παράγραφο 4.4).
Από του στόματος αντιπηκτικά
Η ταυτόχρονη χορήγηση αντιβιοτικών με βαρφαρίνη μπορεί να αυξήσει τις αντιπηκτικές της
δράσεις. Έχουν υπάρξει πολλές αναφορές για αύξηση της αντιπηκτικής δράσης των από του
στόματος χορηγούμενων αντιπηκτικών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της βαρφαρίνης,
σε ασθενείς που λαμβάνουν παράλληλα αντιβακτηριακούς παράγοντες. Ο κίνδυνος μπορεί να
ποικίλλει ανάλογα με την υποκείμενη λοίμωξη, την ηλικία και τη γενική κατάσταση του
ασθενούς και έτσι η συμβολή του αντιβιοτικού στην αύξηση της INR (διεθνής
κανονικοποιημένη αναλογία) είναι δύσκολο να αξιολογηθεί. Συνιστάται συχνή
παρακολούθηση της INR στη διάρκεια και λίγο μετά τη συγχορήγηση αντιβιοτικών με από
του στόματος αντιπηκτικό παράγοντα.
4.6. Κύηση και Γαλουχία
Κύηση
Δεν υπάρχουν ή υπάρχουν περιορισμένα στοιχεία σχετικά με τη χρήση της μεροπενέμης σε
έγκυες γυναίκες.
Μελέτες σε πειραματόζωα δεν δείχνουν άμεσες ή έμμεσες επιβλαβείς επιδράσεις όσον αφορά
την τοξικότητα κατά την αναπαραγωγή (βλ. παράγραφο 5.3).
Ως προληπτικό μέτρο, είναι καλύτερα να αποφεύγεται η χρήση μεροπενέμης στη διάρκεια
της κύησης.
Γαλουχία
Δεν είναι γνωστό εάν η μεροπενέμη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Η μεροπενέμη είναι
ανιχνεύσιμη σε πολύ χαμηλές συγκεντρώσεις στο μητρικό γάλα ζώων. Η απόφαση για τη
διακοπή του θηλασμού ή τη διακοπή/αποχή από τη θεραπεία με μεροπενέμη πρέπει να ληφθεί
λαμβάνοντας υπόψη το όφελος της θεραπείας για τη γυναίκα.
4.7. Επιδράσεις στην Ικανότητα Οδήγησης και Χειρισμού Μηχανών
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες σχετικά με την επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και
χειρισμού μηχανών.
4.8. Ανεπιθύμητες Ενέργειες
Σε μια ανασκόπηση 4.872 ασθενών με 5.026 εκθέσεις σε θεραπεία με μεροπενέμη, οι
σχετιζόμενες με τη μεροπενέμη ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν συχνότερα ήταν
διάρροια (2,3 %), εξάνθημα (1,4 %), ναυτία/έμετος (1,4 %) και φλεγμονή στο σημείο της
ένεσης (1,1 %). Οι σχετιζόμενες με τη μεροπενέμη ανεπιθύμητες ενέργειες στα εργαστηριακά
ευρήματα, που αναφέρθηκαν συχνότερα ήταν θρομβοκυττάρωση (1,6 %) και αύξηση των
ηπατικών ενζύμων (1,5-4,3 %).
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρονται στον πίνακα με συχνότητα «μη γνωστές» δεν
παρατηρήθηκαν στους 2.367 ασθενείς που συμπεριλήφθηκαν στις κλινικές μελέτες με
ενδοφλέβια και ενδομυϊκή χορήγηση μεροπενέμης πριν την έγκρισή της, αλλά αναφέρθηκαν
στη διάρκεια της κυκλοφορίας του προϊόντος στην αγορά.
Στον παρακάτω πίνακα, όλες οι ανεπιθύμητες ενέργειες αναφέρονται ανά κατηγορία οργάνου
συστήματος και συχνότητα: πολύ συχνές (≥ 1/10), συχνές (≥ 1/100 έως < 1/10), όχι συχνές
(≥ 1/1.000 έως < 1/100), σπάνιες (≥ 1/10.000 έως < 1/1.000), πολύ σπάνιες (< 1/10.000) και
μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία). Εντός κάθε
κατηγορίας συχνότητας εμφάνισης, οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρατίθενται κατά φθίνουσα
σειρά σοβαρότητας.
Πίνακας 1
Κατηγορία Οργάνου Συστήματος Συχνότητα Ανεπιθύμητη ενέργεια
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις Όχι συχνές Στοματική και κολπική
καντιντίαση
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του
λεμφικού συστήματος
Συχνές θρομβοκυτταραιμία
Όχι συχνές ηωσινοφιλία,
θρομβοκυτταροπενία, λευκοπενία,
ουδετεροπενία
Κατηγορία Οργάνου Συστήματος Συχνότητα Ανεπιθύμητη ενέργεια
Μη γνωστή ακοκκιοκυτταραιμία,
αιμολυτική αναιμία
Διαταραχές του ανοσοποιητικού
συστήματος
Μη γνωστή αγγειοοίδημα, αναφυλαξία (βλ.
παραγράφους 4.3 και 4.4)
Διαταραχές του νευρικού συστήματος Συχνές κεφαλαλγία
Όχι συχνές παραισθησίες
Σπάνιες σπασμοί (βλ. παράγραφο 4.4).
Διαταραχές του γαστρεντερικού Συχνές διάρροια, έμετος, ναυτία, κοιλιακό
άλγος
Μη γνωστή Κολίτιδα σχετιζόμενη με
αντιβιοτικό (βλ. παράγραφο 4.4)
Διαταραχές του ήπατος και των
χοληφόρων
Συχνές αυξημένες τρανσαμινάσες,
αυξημένη αλκαλική φωσφατάση
αίματος, αυξημένη γαλακτική
αφυδρογονάση αίματος.
Όχι συχνές αυξημένη χολερυθρίνη αίματος
Διαταραχές του δέρματος και του
υποδόριου ιστού
Συχνές εξάνθημα, κνησμός
Όχι συχνές κνίδωση
Μη γνωστή τοξική επιδερμική νεκρόλυση,
σύνδρομο Stevens Johnson,
πολύμορφο ερύθημα.
Διαταραχές των νεφρών και των
ουροφόρων οδών
Όχι συχνές αυξημένη κρεατινίνη αίματος,
αυξημένη ουρία αίματος
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις
της οδού χορήγησης
Συχνές φλεγμονή, άλγος
Όχι συχνές θρομβοφλεβίτιδα
Μη γνωστή άλγος στο σημείο της ένεσης
4.9. Υπερδοσολογία
Είναι πιθανή η σχετική υπερδοσολογία σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία, εάν η δόση
δεν είναι προσαρμοσμένη όπως περιγράφεται στην παράγραφο 4.2. Περιορισμένη εμπειρία
μετά την κυκλοφορία του προϊόντος στην αγορά δείχνει ότι αν εμφανιστούν ανεπιθύμητες
ενέργειες μετά από υπερδοσολογία, αυτές συμφωνούν με το προφίλ των ανεπιθύμητων
ενεργειών που περιγράφεται στην παράγραφο 4.8, είναι γενικά ήπιας βαρύτητας και
υποχωρούν με τη διακοπή του φαρμάκου ή τη μείωση της δόσης. Θα πρέπει να ληφθούν
υπόψη συμπτωματικές θεραπείες.
Σε άτομα με φυσιολογική νεφρική λειτουργία, θα υπάρξει ταχεία νεφρική απέκκριση.
Η αιμοδιύλιση θα απομακρύνει τη μεροπενέμη και τον μεταβολίτη της.
5. Φαρμακολογικές Ιδιότητες
5.1. Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: αντιβακτηριακά για συστηματική χρήση, καρβαπενέμες,
κωδικός ATC: J01DH02
Μηχανισμός δράσης
Η μεροπενέμη ασκεί τη βακτηριοκτόνο δράση της αναστέλλοντας τη σύνθεση του
βακτηριακού κυτταρικού τοιχώματος των Gram-θετικών και Gram-αρνητικών βακτηρίων,
μέσω της δέσμευσής της με τις δεσμεύουσες την πενικιλλίνη πρωτεΐνες (PBPs).
Σχέση Φαρμακοκινητικής/Φαρμακοδυναμικής (PK/PD)
Όπως και για άλλους αντιβακτηριακούς παράγοντες β-λακτάμης, έχει αποδειχθεί ότι ο χρόνος
που οι συγκεντρώσεις της μεροπενέμης υπερβαίνουν τις ελάχιστες συγκεντρώσεις αναστολής
(MIC) (T>MIC) σχετίζεται βέλτιστα με την αποτελεσματικότητα. Σε προκλινικά μοντέλα, η
μεροπενέμη επέδειξε δράση όταν οι συγκεντρώσεις πλάσματος υπερέβαιναν τη MIC των
μολυσματικών οργανισμών για περίπου το 40 % του δοσολογικού μεσοδιαστήματος. Ο
στόχος αυτός δεν έχει τεκμηριωθεί κλινικά.
Μηχανισµός ανθεκτικότητας
Η ανθεκτικότητα των βακτηρίων στη μεροπενέμη μπορεί να προκύπτει από τα εξής: (1)
μειωμένη διαπερατότητα της εξωτερικής μεμβράνης των Gram-αρνητικών βακτηρίων (λόγω
μειωμένης παραγωγής πορινών) (2) μειωμένη συγγένεια των PBP-στόχων (3) αυξημένη
έκφραση των συστατικών της αντλίας εκροής και (4) παραγωγή β-λακταμασών που μπορούν
να υδρολύσουν τις καρβαπενέμες.
Τοπικές εστίες λοιμώξεων οφειλόμενων σε βακτήρια ανθεκτικά στην καρβαπενέμη έχουν
αναφερθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δεν παρατηρείται διασταυρούμενη ανθεκτικότητα μεταξύ της μεροπενέμης και παραγόντων
που ανήκουν στις κατηγορίες των κινολονών, των αμινογλυκοσιδών, των μακρολίδων και
των τετρακυκλινών. Ωστόσο, τα βακτήρια μπορεί να εμφανίσουν ανθεκτικότητα σε
περισσότερες από μία κατηγορίες αντιβακτηριακών παραγόντων, όταν ο εμπλεκόμενος
μηχανισμός περιλαμβάνει την αδιαπερατότητα και/ή την(τις) αντλία(-ες) εκροής.
Όρια ευαισθησίας
Παρακάτω παρουσιάζονται τα κλινικά οριακά σημεία για τη MIC της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Δοκιμής της Ευαισθησίας σε Αντιμικροβιακούς Παράγοντες (EUCAST).
Κλινικά οριακά σημεία MIC για τη μεροπενέμη από τη EUCAST (2009-06-05, v 3.1)
Μικροοργανισμός Ευαίσθητος (S)
(mg/l)
Ανθεκτικός (R)
(mg/l)
Enterobacteriaceae ≤ 2 > 8
Pseudomonas ≤ 2 > 8
Acinetobacter ≤ 2 > 8
Streptococcus ομάδες A, B, C, G ≤ 2 > 2
Streptococcus pneumoniae
1
≤ 2 > 2
Άλλοι στρεπτόκοκκοι 2 2
Enterococcus -- --
Staphylococcus
2
σημείωση 3 σημείωση 3
Haemophilus influenzae
1
και
Moraxella catarrhalis
≤ 2 > 2
Neisseria meningitidis
2,4
≤ 0.25 > 0.25
Gram-θετικά αναερόβια ≤ 2 > 8
Gram-αρνητικά αναερόβια ≤ 2 > 8
Οριακά σημεία που δεν σχετίζονται με
είδη
5
≤ 2 > 8
1
Τα όρια ευαισθησίας της μεροπενέμης για τον Streptococcus pneumoniae και τον
Haemophilus influenzae στη μηνιγγίτιδα είναι 0,25/1 mg/L.
2
Τα στελέχη με τιμές MIC πάνω από το όριο ευαισθησίας S/I είναι σπάνια ή δεν έχουν
ακόμη αναφερθεί. Η ταυτοποίηση και η δοκιμασία αντιμικροβιακής ευαισθησίας σε
οποιοδήποτε τέτοιο απομονωθέν στέλεχος πρέπει να επαναλαμβάνονται και αν το
αποτέλεσμα επιβεβαιωθεί το στέλεχος πρέπει να στέλνεται σε εργαστήριο αναφοράς. Έως
ότου υπάρξουν στοιχεία σχετικά με την κλινική ανταπόκριση επιβεβαιωμένων
απομονωθέντων στελεχών με MIC πάνω από το τρέχον όριο ευαισθησίας (σε πλάγια
γραφή), αυτά τα στελέχη πρέπει να αναφέρονται ως ανθεκτικά.
3
Η ευαισθησία των σταφυλόκοκκων στη μεροπενέμη συμπεραίνεται από την ευαισθησία
στη μεθικιλλίνη.
4
Τα όρια ευαισθησίας της Neisseria meningitidis στη μεροπενέμη αφορούν τη μηνιγγίτιδα
μόνο.
5
Τα μη σχετιζόμενα με είδη όρια ευαισθησίας έχουν καθοριστεί κυρίως από δεδομένα
PK/PD και είναι ανεξάρτητα από τις κατανομές MIC για συγκεκριμένα είδη.
Χρησιμοποιούνται για είδη που δεν αναφέρονται στον πίνακα και τις υποσημειώσεις.
-- = Τα τεστ ευαισθησίας δεν συνιστώνται, καθώς το είδος δεν είναι στόχος για θεραπεία με
το φαρμακευτικό προϊόν.
Ο επιπολασµός της επίκτητης ανθεκτικότητας µπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τη
γεωγραφική περιοχή και το χρόνο για τα επιλεγµένα είδη και είναι προτιµότερο οι ιατροί να
ανατρέχουν σε τοπικές πληροφορίες σχετικά µε την ανθεκτικότητα, ιδιαίτερα όταν έχουν να
αντιμετωπίσουν σοβαρές λοιµώξεις. Όταν είναι απαραίτητη, θα πρέπει να ζητηθεί συμβουλή
ειδικού όταν ο τοπικός επιπολασµός της ανθεκτικότητας είναι τέτοιος που να καθιστά τη
χρησιμότητα του παράγοντα τουλάχιστον σε κάποιους τύπους λοιμώξεων αμφισβητήσιμη.
Ο ακόλουθος πίνακας παθογόνων προέρχεται από την κλινική εμπειρία και τις
κατευθυντήριες γραμμές θεραπείας.
Συνήθως ευαίσθητα είδη
Gram-θετικά αερόβια
Enterococcus faecalis
$
Staphylococcus aureus (ευαίσθητος στη μεθικιλλίνη)
£
Είδη Staphylococcus (ευαίσθητα στη μεθικιλλίνη) συμπεριλαμβανομένου του
Staphylococcus epidermidis
Streptococcus agalactiae (Ομάδα B)
Ομάδα Streptococcus milleri (S. anginosus, S. constellatus και S. intermedius)
Streptococcus pneumoniae
Streptococcus pyogenes (Ομάδα A)
Gram-αρνητικά αερόβια
Citrobacter freudii
Citrobacter koseri
Enterobacter aerogenes
Enterobacter cloacae
Escherichia coli
Haemophilus influenzae
Klebsiella oxytoca
Klebsiella pneumoniae
Morganella morganii
Neisseria meningitidis
Proteus mirabilis
Proteus vulgaris
Serratia marcescens
Gram-θετικά αναερόβια
Clostridium perfringens
Peptoniphilus asaccharolyticus
Είδη Peptostreptococcus (συμπεριλαμβανομένων των P. micros, P anaerobius, P.
magnus)
Gram-αρνητικά αναερόβια
Bacteroides caccae
Ομάδα Bacteroides fragilis
Prevotella bivia
Prevotella disiens
Είδη για τα οποία η επίκτητη ανθεκτικότητα μπορεί να αποτελεί πρόβλημα
Gram-θετικά αερόβια
Enterococcus faecium
$†
Gram-αρνητικά αερόβια
Acinetobacter species
Burkholderia cepacia
Pseudomonas aeruginosa
Εγγενώς ανθεκτικοί οργανισμοί
Gram-αρνητικά αερόβια
Stenotrophomonas maltophilia
Είδη Legionella
Άλλοι μικροοργανισμοί
Chlamydophila pneumoniae
Chlamydophila psittaci
Coxiella burnetii
Mycoplasma pneumoniae
$
Είδη που εμφανίζουν φυσική ενδιάμεση ευαισθησία
£
Όλοι οι ανθεκτικοί στη μεθικιλίνη σταφυλόκοκκοι είναι ανθεκτικοί στη μεροπενέμη
Ποσοστό ανθεκτικότητας 50 % σε μία ή περισσότερες χώρες της Ε.Ε.
5.2. Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Σε υγιή άτομα, ο μέσος χρόνος ημίσειας ζωής στο πλάσμα είναι περίπου 1 ώρα, ο μέσος
όγκος κατανομής είναι περίπου 0,25 l/kg (11-27 l) και η μέση κάθαρση είναι 287 ml/min στα
250 mg, ενώ μειώνεται στα 205 ml/min στα 2 g. Δόσεις των 500, 1000 και 2000 mg
εγχεόμενες επί 30 λεπτά δίνουν μέσες τιμές Cmax περίπου 23, 49 και 115 μg/ml, αντίστοιχα,
ενώ οι αντίστοιχες τιμές AUC ήταν 39,3, 62,3 και 153 μg.h/ml. Μετά από έγχυση επί
5 λεπτά, οι τιμές Cmax είναι 52 και 112 μg/ml μετά από δόσεις 500 και 1000 mg, αντίστοιχα.
Όταν χορηγούνται πολλαπλές δόσεις ανά 8 ώρες σε άτομα με φυσιολογική νεφρική
λειτουργία, δεν παρατηρείται συσσώρευση της μεροπενέμης.
Μελέτη 12 ασθενών που έλαβαν μεροπενέμη 1000 mg ανά 8 ώρες μετεγχειρητικά για
ενδοκοιλιακές λοιμώξεις έδειξε συγκρίσιμη Cmax και χρόνο ημίσειας ζωής με αυτές των
φυσιολογικών ατόμων αλλά μεγαλύτερο όγκο κατανομής 27 l.
Κατανομή
Ο μέσος όρος δέσμευσης της μεροπενέμης με τις πρωτεΐνες πλάσματος ήταν περίπου 2 % και
ήταν ανεξάρτητος από τη συγκέντρωση. Μετά από ταχεία χορήγηση (5 λεπτά ή λιγότερο) η
φαρμακοκινητική είναι δι-εκθετική, αλλά αυτό είναι πολύ λιγότερο εμφανές μετά από έγχυση
30 λεπτών. Η μεροπενέμη έχει αποδειχθεί ότι διεισδύει καλά σε αρκετά υγρά και ιστούς του
σώματος, συμπεριλαμβανομένου του πνεύμονα, των βρογχικών εκκρίσεων, της χολής, του
εγκεφαλονωτιαίου υγρού, των γυναικολογικών ιστών, του δέρματος, της περιτονίας, των
μυών και των περιτοναϊκών εξιδρωμάτων.
Μεταβολισμός
Η μεροπενέμη μεταβολίζεται μέσω υδρόλυσης του δακτυλίου της β-λακτάμης, και παράγεται
ένας μικροβιολογικά αδρανής μεταβολίτης. In vitro η μεροπενέμη εμφανίζει μειωμένη
ευαισθησία στην υδρόλυση από την ανθρώπινη διυδροπεπτιδάση-I (DHP-I), σε σύγκριση με
την ιμιπενέμη, και δεν είναι απαραίτητη η συγχορήγηση αναστολέα της DHP-I.
Αποβολή
Η μεροπενέμη αποβάλλεται κυρίως αμετάβλητη από τους νεφρούς. Περίπου το 70 %
(50-75 %) της δόσης αποβάλλεται αμετάβλητο μέσα σε 12 ώρες. Άλλο ένα 28 % ανακτάται
ως μικροβιολογικά αδρανής μεταβολίτης. Η αποβολή με τα κόπρανα αντιπροσωπεύει μόνο το
2 % περίπου της δόσης. Η μέτρηση της νεφρικής κάθαρσης και η επίδραση της προβενεσίδης
δείχνουν ότι η μεροπενέμη υφίσταται τόσο διήθηση όσο και σωληναριακή απέκκριση.
Νεφρική ανεπάρκεια
Η νεφρική ανεπάρκεια οδηγεί σε υψηλότερη AUC πλάσματος και μεγαλύτερο χρόνο
ημίσειας ζωής για τη μεροπενέμη. Παρατηρήθηκαν αυξήσεις της AUC κατά 2,4 φορές σε
ασθενείς με μέτρια δυσλειτουργία (CrCL 33-74 ml/min), κατά 5 φορές σε βαριά
δυσλειτουργία (CrCL 4-23 ml/min) και κατά 10 φορές σε ασθενείς υπό αιμοδιύλιση
(CrCL <2 ml/min), σε σύγκριση με υγιή άτομα (CrCL >80 ml/min). Η AUC του
μικροβιολογικά αδρανούς μεταβολίτη με ανοιχτό δακτύλιο ήταν επίσης πολύ αυξημένη σε
ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία. Συνιστάται προσαρμογή της δόσης για ασθενείς με
μέτρια και βαριά νεφρική δυσλειτουργία (βλ. παράγραφο 4.2).
Η μεροπενέμη αποβάλλεται με την αιμοδιύλιση με την κάθαρση στη διάρκεια της
αιμοδιύλισης να είναι περίπου 4 φορές υψηλότερη από ό,τι σε ασθενείς με ανουρία.
Ηπατική ανεπάρκεια
Μελέτη σε ασθενείς με αλκοολική κίρρωση δεν δείχνει καμία επίδραση της ηπατικής νόσου
στη φαρμακοκινητική της μεροπενέμης μετά από επαναλαμβανόμενες δόσεις.
Ενήλικοι ασθενείς
Μελέτες φαρμακοκινητικής που πραγματοποιήθηκαν σε ασθενείς δεν έχουν δείξει
σημαντικές φαρμακοκινητικές διαφορές έναντι υγιών ατόμων με ισοδύναμη νεφρική
λειτουργία. Πληθυσμιακό μοντέλο που αναπτύχθηκε από δεδομένα 79 ασθενών με
ενδοκοιλιακή λοίμωξη ή πνευμονία έδειξε εξάρτηση του κεντρικού όγκου από το βάρος και
της κάθαρσης από την κάθαρση κρεατινίνης και την ηλικία.
Παιδιατρικοί ασθενείς
Η φαρμακοκινητική σε βρέφη και παιδιά με λοίμωξη που έλαβαν δόσεις 10, 20 και 40 mg/kg
έδειξε τιμές Cmax περίπου ίσες με αυτές σε ενήλικες που έλαβαν δόσεις 500, 1000 και
2000 mg, αντίστοιχα. Η σύγκριση έδειξε σταθερή φαρμακοκινητική μεταξύ των δόσεων και
των τιμών ημίσειας ζωής, παρόμοια με αυτή που παρατηρήθηκε σε ενήλικες, σε όλα τα
παιδιά, πλην των πολύ μικρών (< 6 μηνών t1/2 1,6 ώρες). Οι μέσες τιμές κάθαρσης της
μεροπενέμης ήταν 5,8 ml/min/kg (6-12 ετών), 6,2 ml/min/kg (2-5 ετών), 5,3 ml/min/kg
(6-23 μηνών) και 4,3 ml/min/kg (2-5 μηνών). Περίπου το 60 % της δόσης αποβάλλεται με τα
ούρα μέσα σε 12 ώρες ως μεροπενέμη, ενώ ένα περαιτέρω 12 % ως μεταβολίτης. Οι
συγκεντρώσεις μεροπενέμης στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό παιδιών με μηνιγγίτιδα είναι περίπου
20 % των ταυτόχρονων επιπέδων πλάσματος, αν και υπάρχει σημαντική ποικιλότητα μεταξύ
των ατόμων.
Η φαρμακοκινητική της μεροπενέμης σε νεογνά που απαιτούν αντι-λοιμώδη θεραπεία έδειξε
μεγαλύτερη κάθαρση στα νεογνά με υψηλότερη χρονολογική ηλικία ή ηλικία κύησης, με
συνολικά μέσο όρο χρόνου ημίσειας ζωής 2,9 ώρες. Προσομοίωση Monte Carlo βασισμένη
σε πληθυσμιακό μοντέλο φαρμακοκινητικής έδειξε ότι το δοσολογικό σχήμα 20 mg/kg ανά
8 ώρες πέτυχε 60 % T > MIC για την P. aeruginosa στο 95 % των πρόωρων και στο 91 %
των τελειόμηνων νεογνών.
Ηλικιωμένοι
Μελέτες φαρμακοκινητικής σε υγιή ηλικιωμένα άτομα (65-80 ετών) έχουν δείξει μείωση της
κάθαρσης πλάσματος, η οποία συνδέθηκε με σχετιζόμενη με την ηλικία μείωση της
κάθαρσης κρεατινίνης και μια μικρότερη μείωση της μη νεφρικής κάθαρσης. Δεν απαιτείται
προσαρμογή της δόσης σε ηλικιωμένους ασθενείς, με εξαίρεση τις περιπτώσεις με μέτρια έως
βαριά νεφρική δυσλειτουργία (βλ. παράγραφο 4.2).
5.3. Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Μελέτες σε πειραματόζωα δείχνουν ότι η μεροπενέμη είναι καλά ανεκτή από τον νεφρό.
Ιστολογικές ενδείξεις βλάβης του νεφρικού σωληναρίου παρατηρήθηκαν σε ποντίκια και
σκύλους μόνο με δόσεις 2000 mg/kg και άνω μετά από εφάπαξ χορήγηση ή περισσότερο και
σε πιθήκους με δόσεις 500 mg/kg σε μια μελέτη 7 ημερών.
Η μεροπενέμη είναι γενικά καλά ανεκτή από το κεντρικό νευρικό σύστημα. Επιδράσεις
παρατηρήθηκαν σε μελέτες οξείας τοξικότητας σε τρωκτικά που έλαβαν δόσεις άνω των
1000 mg/kg.
Το LD
50
της ενδοφλέβιας μεροπενέμης σε τρωκτικά είναι μεγαλύτερο από 2000 mg/kg.
Σε μελέτες επαναλαμβανόμενης δόσης διάρκειας έως 6 μηνών παρατηρήθηκαν μόνο
ελάσσονες επιδράσεις, συμπεριλαμβανομένης μιας μείωσης των παραμέτρων των ερυθρών
αιμοσφαιρίων σε σκύλους.
Δεν υπήρξαν ενδείξεις μεταλλαξογόνου δυνατότητας σε ένα κλασικό σύνολο δοκιμών και
δεν υπήρξαν ενδείξεις τοξικότητας κατά την αναπαραγωγή, συμπεριλαμβανομένης της
τερατογόνου δυνατότητας, σε μελέτες σε επίμυες με δόσεις έως 750 mg/kg και σε πιθήκους
με δόσεις έως 360 mg/kg.
Υπήρξαν αυξημένα στοιχεία για αποβολές με δόση 500 mg/kg σε μια προκαταρκτική μελέτη
σε πιθήκους.
Δεν υπήρξαν ενδείξεις αυξημένης ευαισθησίας στη μεροπενέμη σε νεαρά έναντι ενήλικων
ζώων. Το ενδοφλέβιο σκεύασμα ήταν καλά ανεκτό σε μελέτες με πειραματόζωα.
Ο μοναδικός μεταβολίτης της μεροπενέμης είχε παρόμοιο προφίλ τοξικότητας σε μελέτες με
πειραματόζωα.
6. Φαρμακευτικές Πληροφορίες
6.1. Κατάλογος εκδόχων
Άνυδρο ανθρακικό νάτριο.
6.2. Ασυμβατότητες
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμιγνύεται με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα
εκτός αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 6.6.
6.3. Διάρκεια ζωής
Πριν ανοιχτεί:
2 έτη
Μετά την ανασύσταση:
Τα ανασυσταθέντα διαλύματα για ενδοφλέβια ένεση ή έγχυση πρέπει να χρησιμοποιούνται
αμέσως. Το χρονικό διάστημα από την έναρξη της ανασύστασης έως και το τέλος της
ενδοφλέβιας ένεσης ή έγχυσης δεν πρέπει να υπερβαίνει τη μία ώρα.
6.4. Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Δεν απαιτούνται ειδικές συνθήκες φύλαξης γι' αυτό το φαρμακευτικό προϊόν.
Μην καταψύχετε το ανασυσταθέν διάλυμα.
6.5. Φύση και Περιεχόμενο του Περιέκτη
Meropenem Sandoz, 500 mg, κόνις για ενέσιμο διάλυμα ή διάλυμα προς έγχυση
674 mg κόνις σε γυάλινα φιαλίδια Τύπου 1 των 20 ml, με πώμα (γκρι βρωμοβουτυλιωμένο
ελαστικό, σφραγισμένα με προ-αποστειρωμένο προστατευτικό κάλυμμα αλουμινίου)
Meropenem Sandoz, 1000 mg, κόνις για ενέσιμο διάλυμα ή διάλυμα προς έγχυση
1.348 mg κόνις σε γυάλινα φιαλίδια Τύπου 1 των 30 ml, με πώμα (γκρι βρωμοβουτυλιωμένο
ελαστικό, σφραγισμένα με προ-αποστειρωμένο προστατευτικό κάλυμμα αλουμινίου)
Το φαρμακευτικό προϊόν παρέχεται σε συσκευασίες του 1 ή των 10 φιαλιδίων
Μπορεί να μη κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6. Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Ένεση
Η μεροπενέμη που θα χρησιμοποιηθεί για ενδοφλέβια bolus ένεση πρέπει να ανασυσταθεί με
αποστειρωμένο νερό για ενέσεις (5 ml ανά 250 mg μεροπενέμης). Αυτό παρέχει μία συγκέντρωση
περίπου 50 mg/ml. Τα ανασυσταθέντα διαλύματα είναι άχρωμα έως κίτρινα.
Έγχυση
Για ενδοφλέβια έγχυση τα φιαλίδια με τη μεροπενέμη μπορούν να ανασυσταθούν απευθείας
με χλωριούχο νάτριο 0,9 % ή διαλύματα γλυκόζης 5 % για έγχυση έως τελικό όγκο 50-200 ml.
Κάθε φιαλίδιο είναι για μία μόνο χρήση.
Η συνήθης τεχνική ασηψίας πρέπει να ακολουθείται κατά την προετοιμασία του διαλύματος
και τη χορήγηση.
Το διάλυμα πρέπει να ανακινείται πριν τη χρήση.
Κάθε προϊόν που δεν έχει χρησιμοποιηθεί ή υπόλειμμα πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με τις
κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7. Κάτοχος άδειας κυκλοφορίας
Novartis Hellas A.E.B.E.
12
ο
χλμ. Εθνικής Οδού Νο 1
Μεταμόρφωση 14451
Ελλάδα
8. Αριθμός Άδειας Κυκλοφορίας
Meropenem Sandoz, 500 mg: 411/5-1-2011
Meropenem Sandoz, 1000 mg: 413/5-1-2011
9. Ημερομηνία Πρώτης Έγκρισης/ Ανανέωσης της Άδειας
5-1-2011
10. Ημερομηνία Αναθεώρησης του Κειμένου
5-1-2011