Η χορήγηση της ολανζαπίνης σε ασθενείς με φαρμακο-επαγώμενη (ντοπαμινικού
ανταγωνιστή) ψύχωση στο πλαίσιο νόσου Parkinson δεν συνιστάται. Σε κλινικές μελέτες,
επιδείνωση των παρκινσονικών συμπτωμάτων και των ψευδαισθήσεων αναφέρθηκε πολύ
συχνά και σε μεγαλύτερη συχνότητα από το εικονικό φάρμακο (placebo) (βλέπε επίσης Παρ.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες), και η ολανζαπίνη δεν ήταν περισσότερο αποτελεσματική του
εικονικού φαρμάκου (placebo) στην θεραπεία των ψυχωτικών συμπτωμάτων. Στις μελέτες
αυτές, οι ασθενείς απαιτείτο αρχικά να είναι σταθεροποιημένοι στη χαμηλότερη
αποτελεσματική δόση των αντι-Παρκινσονικών φαρμάκων (ντοπαμινικού αγωνιστή) και να
παραμένουν στην ίδια αντι-Παρκινσονική αγωγή και δοσολογία, καθ΄όλη τη διάρκεια της
μελέτης. Η αρχική δοσολογία της ολανζαπίνης ήταν 2,5mg/ημερησίως και τιτλοποήθηκε σε
μέγιστη δοσολογία 15mg/ημερησίως, ανάλογα με την κρίση του ερευνητή.
Η ολανζαπίνη δεν είναι εγκεκριμένη για τη θεραπεία ασθενών με ψύχωση και/ή διαταραχές
συμπεριφοράς σχετιζόμενες με άνοια και δεν συνιστάται να χρησιμοποιείται στην ιδιαίτερη
αυτή ομάδα ασθενών λόγω της αυξημένης θνησιμότητας και του κινδύνου εμφάνισης από
εγκεφαλικά αγγεία επεισόδια. Σε ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο (placebo) κλινικές
μελέτες (διάρκειας 6-12 εβδομάδων), ηλικιωμένων ασθενών (μέσης ηλικίας 78 ετών) με
ψύχωση και/ή διαταραχές συμπεριφοράς σχετιζόμενες με άνοια, παρατηρήθηκε διπλάσια
αύξηση της επίπτωσης θανάτου στους ασθενείς υπό ολανζαπίνη συγκριτικά με εκείνη για
τους ασθενείς υπό εικονικό φάρμακο (placebo) (3,5% έναντι 1,5% αντιστοίχως). Η
μεγαλύτερη επίπτωση θανάτου δεν σχετιζόταν με τη δοσολογία της ολανζαπίνης (μέση
ημερήσια δόση 4,4mg) ή τη διάρκεια της αγωγής. Οι παράγοντες κινδύνου που ενδέχεται να
προδιαθέσουν το πληθυσμό αυτό των ασθενών σε αυξημένη θνησιμότητα περιλαμβάνουν:
ηλικία > 65 ετών, δυσφαγία, καταστολή, κακή διατροφή και αφυδάτωση, πνευμονικές
καταστάσεις (π.χ. πνευμονία μετά από ή όχι εισρόφηση) ή συγχορήγηση βενζοδιαζεπινών. Σε
κάθε περίπτωση, η επίπτωση θανάτου ήταν μεγαλύτερη στους ασθενείς σε θεραπεία με
ολανζαπίνη συγκριτικά με τους ασθενείς υπό εικονικό φάρμακο (placebo), ανεξάρτητα από
αυτούς τους παράγοντες κινδύνου.
Στις ίδιες κλινικές μελέτες, αναφέρθηκαν ανεπιθύμητες από εγκεφαλικά αγγεία ενέργειες
(CVAE, όπως εγκεφαλικό επεισόδιο, παροδικό ισχαιμικό επεισόδιο), περιλαμβανομένων
εκείνων με μοιραία έκβαση. Παρατηρήθηκε μια τριπλάσια αύξηση σε CVAE σε ασθενείς που
έλαβαν ολανζαπίνη συγκριτικά με ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο (placebo) (1,3%
έναντι 0,4% αντιστοίχως). Όλοι οι ασθενείς σε θεραπεία με ολανζαπίνη και εικονικό
φάρμακο (placebo) που εμφάνισαν CVAE, είχαν προϋπάρχοντες παράγοντες κινδύνου.
Ηλικία>75 ετών και αγγειακού/μικτού τύπου άνοια διαπιστώθηκαν ως παράγοντες κινδύνου
για την ανάπτυξη CVAE που σχετίζεται με την αγωγή με ολανζαπίνη. Η αποτελεσματικότητα
της ολανζαπίνης δεν έχει διαπιστωθεί στις μελέτες αυτές.
Κατά τη διάρκεια της αντιψυχωτικής αγωγής, η κλινική βελτίωση των ασθενών θα
παρατηρηθεί μετά από την πάροδο μερικών ημερών έως και μερικών εβδομάδων. Οι
ασθενείς θα πρέπει να βρίσκονται υπό στενή ιατρική παρακολούθηση κατά τη διάρκεια της
περιόδου αυτής.
Παροδική, ασυμπτωματική ανύψωση των ηπατικών τρανσαμινασών, ALT, AST έχει συχνά
παρατηρηθεί, ιδιαίτερα στα αρχικά στάδια της θεραπείας. Προσοχή απαιτείται σε ασθενείς με
αυξημένες τιμές ALT και/ή AST, σε ασθενείς με σημεία και συμπτώματα ηπατικής βλάβης,
σε ασθενείς με προϋπάρχουσα κατάσταση που συνοδεύεται από περιορισμό της ηπατικής
λειτουργικής επάρκειας και σε ασθενείς οι οποίοι αντιμετωπίζονται με δυνητικά ηπατοτοξικά
φάρμακα. Σε περίπτωση αύξηση της ALT και/ή AST κατά την διάρκεια της θεραπείας, θα
πρέπει να σχεδιασθεί παρακολούθηση και να εξετασθεί το ενδεχόμενο μείωσης της δόσης. Σε
περιπτώσεις όπου έχει διαγνωσθεί ηπατίτιδα (συμπεριλαμβανομένης της ηπατοκυτταρικής,
της χολοστατικής ή της μικτής ηπατικής βλάβης), η θεραπεία με ολανζαπίνη, θα πρέπει να
διακόπτεται.