ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Valsartan/Sandoz επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία 40 mg
Valsartan/Sandoz επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία 80 mg
Valsartan/Sandoz επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία 160 mg
Valsartan/Sandoz επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία 320 mg
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Ένα επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 40 mg βαλσαρτάνης.
Ένα επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 80 mg βαλσαρτάνης.
Ένα επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 160 mg βαλσαρτάνης.
Ένα επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 320 mg βαλσαρτάνης.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Eπικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο
Valsartan / Sandoz επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία 40 mg:
Kίτρινο, ωοειδές, κατά προσέγγιση 9,1 mm x 3,5 mm, επικαλυμμένο με λεπτό
υμένιο δισκίο, με στρογγυλεμένα άκρα, ελαφρώς αμφίκυρτο, το οποίο στη μία
όψη του φέρει εγκοπή με το εντύπωμα “D” στη μια πλευρά της εγκοπής και το
“O” στην άλλη πλευρά της εγκοπής και το διακριτικό “NVR στην άλλη όψη του
δισκίου.
Το δισκίο μπορεί να διαχωρισθεί σε δύο ίσες δόσεις.
Valsartan/Sandoz επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία 80 mg:
Ανοιχτό κόκκινο, στρογγυλό, κατά προσέγγιση διαμέτρου 8,2 mm,
επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο, με στρογγυλεμένα άκρα, το οποίο στη
μία όψη του φέρει εγκοπή με το εντύπωμα “D” στη μια πλευρά της εγκοπής και
το V στην άλλη πλευρά της εγκοπής και το διακριτικό “NVR στην άλλη όψη
του δισκίου.
μ μ Η εγκοπή χρησι εύει όνο για να διευκολύνει τη θραύση του δισκίου και την
μ .κατάποση του και όχι για τον διαχωρισ ό σε ίσες δόσεις
Valsartan/Sandoz επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία 160 mg:
Γκρι-πορτοκαλί, ωοειδές, κατά προσέγγιση 14,2 mm x 5,7 mm, επικαλυμμένο με
λεπτό υμένιο δισκίο, ελαφρώς αμφίκυρτο, το οποίο στη μία όψη του φέρει
εγκοπή με το εντύπωμα “DX” στη μια πλευρά της εγκοπής και το “DX” στην
άλλη πλευρά της εγκοπής και το διακριτικό “NVR” στην άλλη όψη του δισκίου.
μμ μ μ Η διαχωριστική γρα ή χρησι εύει όνο για να διευκολύνει τη θραύση του
μ .δισκίου και την κατάποσή του και όχι για τον διαχωρισ ό σε ίσες δόσεις
Valsartan/Sandoz επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία 320 mg:
Σκούρο γκρι-βιολετί, ωοειδές, κατά προσέγγιση 17,6 mm x 8,1 mm,
επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο, με στρογγυλεμένα άκρα, ελαφρώς
1
αμφίκυρτο, το οποίο στη μία όψη του φέρει εγκοπή με το εντύπωμα “DC” στη
μια πλευρά της εγκοπής και το “DC” στην άλλη πλευρά της εγκοπής και το
διακριτικό “NVR στην άλλη όψη του δισκίου.
μμ μ μ Η διαχωριστική γρα ή χρησι εύει όνο για να διευκολύνει τη θραύση του
μ .δισκίου και την κατάποση του και όχι για τον διαχωρισ ό σε ίσες δόσεις
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Υπέρταση (μόνο για τα 40 mg )
Θεραπεία της υπέρτασης σε παιδιά και εφήβους ηλικίας 6 έως 18 ετών.
Υπέρταση (μόνο για τα 80 mg , 160 mg και 320 mg )
Θεραπεία της ιδιοπαθούς υπέρτασης σε ενηλίκους και της υπέρτασης σε παιδιά
και εφήβους ηλικίας 6 έως 18 ετών.
Πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου (μόνο για τα 40 mg , 80 mg και 160 mg )
Θεραπεία κλινικά σταθερών ενηλίκων ασθενών με συμπτωματική καρδιακή
ανεπάρκεια ή ασυμπτωματική συστολική δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας
μετά από πρόσφατο (12 ώρες-10 ημέρες) έμφραγμα του μυοκαρδίου (βλ.
παραγράφους 4.4 και 5.1).
Καρδιακή ανεπάρκεια (μόνο για τα 40 mg , 80 mg και 160 mg )
Θεραπεία ενήλικων ασθενών με συμπτωματική καρδιακή ανεπάρκεια, όταν οι
αναστολείς ΜΕΑ δεν είναι ανεκτοί ή σε ασθενείς με δυσανεξία στους β-
αποκλειστές ως πρόσθετη θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ, όταν δεν μπορούν να
χρησιμοποιηθούν ανταγωνιστές των μεταλλοκορτικοειδών υποδοχέων (βλ.
παραγράφους 4.2, 4.4, 4.5 και 5.1).
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Υπέρταση (μόνο για τα 80 mg , 160 mg και 320 mg )
Η συνιστώμενη δόση έναρξης του Valsartan/Sandoz είναι 80 mg μία φορά την
ημέρα. Η αντιυπερτασική δράση εμφανίζεται ουσιαστικά εντός 2 εβδομάδων
και η μέγιστη επίδραση επιτυγχάνεται εντός 4 εβδομάδων. Σε ορισμένους
ασθενείς, των οποίων η αρτηριακή πίεση δεν ελέγχεται επαρκώς, η δόση μπορεί
να αυξηθεί στα 160 mg και με μέγιστο τα 320 mg.
Το Valsartan/Sandoz μπορεί επίσης να χορηγηθεί με άλλους αντιυπερτασικούς
παράγοντες (βλ. παραγράφους 4.3, 4.4, 4.5 και 5.1). Η προσθήκη ενός
διουρητικού, όπως η υδροχλωροθειαζίδη, θα μειώσει την αρτηριακή πίεση
ακόμη περισσότερο σ’ αυτούς τους ασθενείς.
Πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου (μόνο για τα 40 mg , 80 mg και 160 mg )
Σε κλινικά σταθερούς ασθενείς, η θεραπεία μπορεί ήδη να ξεκινήσει 12 ώρες
μετά το έμφραγμα του μυοκαρδίου. Μετά από μία αρχική δόση 20 mg δύο φορές
την ημέρα, η βαλσαρτάνη θα πρέπει να τιτλοποιείται στα 40 mg, 80 mg και 160
mg δύο φορές την ημέρα κατά τη διάρκεια των επόμενων λίγων εβδομάδων. Η
δόση έναρξης παρέχεται με το διαιρούμενο δισκίο των 40 mg.
2
Η μέγιστη δόση-στόχος είναι 160 mg δύο φορές την ημέρα. Γενικά, συνιστάται
οι ασθενείς να φτάνουν στο επίπεδο των 80 mg δύο φορές την ημέρα σε δύο
εβδομάδες από την έναρξη της θεραπείας και η μέγιστη δόση-στόχος των 160
mg δύο φορές την ημέρα να επιτυγχάνεται εντός τριών μηνών, ανάλογα με την
ανοχή του ασθενούς. Αν εμφανιστεί συμπτωματική υπόταση ή νεφρική
δυσλειτουργία, θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο μείωσης της δόσης.
Η βαλσαρτάνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ασθενείς που λαμβάνουν και άλλες
θεραπείες μετά το έμφραγμα του μυοκαρδίου π.χ. θρομβολυτικά,
ακετυλοσαλικυλικό οξύ, β-αποκλειστές, στατίνες και διουρητικά. Δε
συνιστάται ο συνδυασμός με αναστολείς ΜΕΑ (βλ. παραγράφους 4.4 και 5.1).
Η αξιολόγηση των ασθενών μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου πρέπει πάντα
να περιλαμβάνει εκτίμηση της νεφρικής λειτουργίας.
Καρδιακή ανεπάρκεια (μόνο για τα 40 mg , 80 mg και 160 mg )
Η συνιστώμενη δόση έναρξης του Valsartan/Sandoz είναι 40 mg δύο φορές την
ημέρα. Η προς τα άνω τιτλοποίηση σε 80 mg και 160 mg δύο φορές την ημέρα θα
πρέπει να γίνεται σε διαστήματα τουλάχιστον δύο εβδομάδων μέχρι τη μέγιστη
ανεκτή από τον ασθενή δόση. Θα πρέπει να εξετάζεται η μείωση της δόσης των
συγχορηγούμενων διουρητικών. Η μέγιστη ημερήσια δόση που έχει χορηγηθεί
σε κλινικές δοκιμές είναι τα 320 mg σε διηρημένες δόσεις.
Η βαλσαρτάνη μπορεί να χορηγείται μαζί με άλλες θεραπείες για την καρδιακή
ανεπάρκεια. Παρόλα αυτά, δε συνιστάται ο τριπλός συνδυασμός ενός
αναστολέα ΜΕΑ, βαλσαρτάνης και ενός β-αποκλειστή ή ενός
καλιοσυντηρητικού διουρητικού (βλ. παραγράφους 4.4 και 5.1).
Η αξιολόγηση των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια θα πρέπει πάντα να
περιλαμβάνει την εκτίμηση της νεφρικής τους λειτουργίας.
Επιπλέον πληροφορίες για ειδικούς πληθυσμούς
Ηλικιωμένοι
Δε χρειάζεται προσαρμογή της δοσολογίας για ηλικιωμένους ασθενείς.
Νεφρική δυσλειτουργία
Δε χρειάζεται προσαρμογή της δόσης για ενηλίκους ασθενείς με κάθαρση
κρεατινίνης > 10 ml/λεπτό (βλ. παραγράφους 4.4 και 5.2).
Η ταυτόχρονη χρήση βαλσαρτάνης με αλισκιρένη αντενδείκνυται σε ασθενείς
με νεφρική δυσλειτουργία (GFR < 60 mL/min/1,73 m
2
) (βλ. παράγραφο 4.3).
Σακχαρώδης διαβήτης
Η ταυτόχρονη χρήση βαλσαρτάνης και αλισκιρένης αντενδείκνυται σε ασθενείς
με σακχαρώδη διαβήτηλ. παράγραφο 4.3).
Ηπατική δυσλειτουργία
Το Valsartan/Sandoz αντενδείκνυται σε ασθενείς με βαριά ηπατική
δυσλειτουργία, με χολική κίρρωση και σε ασθενείς με χολόσταση (βλ.
παραγράφους 4.3, 4.4 και 5.2). Σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια ηπατική
δυσλειτουργία χωρίς χολόσταση, η δόση της βαλσαρτάνης δεν πρέπει να
υπερβαίνει τα 80 mg.
Παιδιατρικός πληθυσμός
3
Παιδιατρική υπέρταση
Παιδιά και έφηβοι ηλικίας 6 έως 18 ετών
Η αρχική δόση είναι 40 mg άπαξ ημερησίως για παιδιά που ζυγίζουν λιγότερο
από 35 kg και 80 mg άπαξ ημερησίως για εκείνα που ζυγίζουν 35 kg ή
περισσότερο. Η δόση πρέπει να αναπροσαρμόζεται με βάση την ανταπόκριση
της αρτηριακής πίεσης. Για τις μέγιστες δόσεις που μελετήθηκαν σε κλινικές
δοκιμές, παρακαλούμε ανατρέξτε στον παρακάτω πίνακα.
Δόσεις υψηλότερες από εκείνες που αναφέρονται, δεν έχουν μελετηθεί και
επομένως δε συνιστώνται.
Βάρος Μέγιστη δόση που μελετήθηκε σε κλινικές
δοκιμές
18 kg έως <35 kg 80 mg
35 kg έως <80 kg 160 mg
80 kg έως
160 kg
320 mg
Παιδιά ηλικίας κάτω των 6 ετών
Τα διαθέσιμα δεδομένα περιγράφονται στις παραγράφους 4.8, 5.1 και 5.2.
Ωστόσο, η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του Valsartan/Sandoz σε παιδιά
ηλικίας 1 έως 6 ετών δεν έχουν τεκμηριωθεί.
Χρήση σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6 έως 18 ετών με νεφρική
δυσλειτουργία
Χρήση σε παιδιατρικούς ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης <30 ml/λεπτό και
παιδιατρικούς ασθενείς που υποβάλλονται σε διύλιση δεν έχει μελετηθεί,
επομένως η βαλσαρτάνη δε συνιστάται σε αυτούς τους ασθενείς. Δεν
απαιτείται αναπροσαρμογή της δόσης για παιδιατρικούς ασθενείς με κάθαρση
κρεατινίνης >30 ml/λεπτό. Η νεφρική λειτουργία και το κάλιο ορού θα πρέπει
να παρακολουθούνται στενά (βλ. παραγράφους 4.4 και 5.2).
Χρήση σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6 έως 18 ετών με ηπατική
δυσλειτουργία
Όπως στους ενηλίκους, το Valsartan/Sandoz αντενδείκνυται σε παιδιατρικούς
ασθενείς με σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία, χολική κίρρωση και σε ασθενείς με
χολόσταση λ. παραγράφους 4.3, 4.4 και 5.2). Υπάρχει περιορισμένη κλινική
εμπειρία με βαλσαρτάνη σε παιδιατρικούς ασθενείς με ήπια έως μέτρια ηπατική
δυσλειτουργία. Η δόση της βαλσαρτάνης δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 80 mg σε
αυτούς τους ασθενείς.
Καρδιακή ανεπάρκεια και πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου σε παιδιά
Το Valsartan/Sandoz δε συνιστάται για τη θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας
ή του πρόσφατου εμφράγματος του μυοκαρδίου σε παιδιά και εφήβους ηλικίας
κάτω των 18 ετών λόγω έλλειψης δεδομένων για την ασφάλεια και την
αποτελεσματικότητα.
Τρόπος χορήγησης
Το Valsartan/Sandoz μπορεί να λαμβάνεται ανεξάρτητα από γεύμα και πρέπει
να χορηγείται με νερό.
4.3 Αντενδείξεις
- Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
- Βαριά ηπατική ανεπάρκεια, χολική κίρρωση και χολόσταση.
4
- Δεύτερο και τρίτο τρίμηνο κύησης (βλ. παραγράφους 4.4 και 4.6).
- Η ταυτόχρονη χρήση του Valsartan/Sandoz με προϊόντα που περιέχουν αλισκιρένη
αντενδείκνυται σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ή νεφρική δυσλειτουργία
(GFR < 60 ml/min/1,73 m
2
) (βλ. παραγράφους 4.5 και 5.1).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Υπερκαλιαιμία
Η ταυτόχρονη χρήση με συμπληρώματα καλίου, καλιοπροστατευτικά
διουρητικά, υποκατάστατα άλατος που περιέχουν κάλιο, ή άλλους παράγοντες
που μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα καλίου (ηπαρίνη κλπ) δε συνιστάται. Θα
πρέπει να γίνεται παρακολούθηση του καλίου όπως απαιτείται.
Νεφρική δυσλειτουργία
Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει εμπειρία για την ασφαλή χρήση σε ασθενείς με
κάθαρση κρεατινίνης <10 ml/λεπτό και ασθενείς που υποβάλλονται σε διύλιση,
επομένως η βαλσαρτάνη θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε αυτούς
τους ασθενείς. Δεν απαιτείται αναπροσαρμογή της δόσης για ενηλίκους
ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης >10 ml/λεπτό (βλ. παραγράφους 4.2 και 5.2).
Η ταυτόχρονη χρήση ανταγωνιστών υποδοχέων αγγειοτασίνης ΥΑ)
συμπεριλαμβανομένης της βαλσαρτάνης ή αναστολέων ΜΕΑ με αλισκιρένη
αντενδείκνυται σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία (GFR < 60
mL/min/1,73m
2
) (βλ. παραγράφους 4.3 και 4.5).
Ηπατική δυσλειτουργία
Σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια ηπατική δυσλειτουργία χωρίς χολόσταση, η
βαλσαρτάνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή (βλ. παραγράφους 4.2 και
5.2).
Ασθενείς με υπονατριαιμία ή/και υποογκαιμία
Σε ασθενείς με σοβαρή υπονατριαιμία ή/και υποογκαιμία, όπως εκείνοι που
λαμβάνουν υψηλές δόσεις διουρητικών, μπορεί να παρουσιασθεί συμπτωματική
υπόταση σε σπάνιες περιπτώσεις μετά από την έναρξη της θεραπείας με
βαλσαρτάνη. Η υπονατριαιμία ή/και η υποογκαιμία πρέπει να αναταχθεί πριν
από την έναρξη της θεραπείας με το Valsartan/Sandoz, για παράδειγμα
μειώνοντας τη δόση του διουρητικού.
Στένωση της νεφρικής αρτηρίας
Σε ασθενείς με αμφοτερόπλευρη στένωση της νεφρικής αρτηρίας ή με στένωση
σε μονήρη νεφρό, δεν έχει διαπιστωθεί η ασφαλής χρήση του Valsartan/Sandoz.
Η βραχυπρόθεσμη χορήγηση της βαλσαρτάνης σε δώδεκα ασθενείς με
νεφραγγειακή υπέρταση οφειλόμενη σε ετερόπλευρη στένωση της νεφρικής
αρτηρίας δεν προκάλεσε σημαντικές μεταβολές στη νεφρική αιμοδυναμική, την
κρεατινίνη του ορού, ή το άζωτο της ουρίας αίματος (BUN). Ωστόσο, άλλοι
παράγοντες που επηρεάζουν το σύστημα ρενίνης-αγγειοτασίνης μπορεί να
αυξήσουν την ουρία του αίματος και την κρεατινίνη του ορού σε ασθενείς με
ετερόπλευρη στένωση της νεφρικής αρτηρίας, επομένως συνιστάται
παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας όταν χορηγείται βαλσαρτάνη στους
ασθενείς.
Μεταμόσχευση νεφρού
Δεν υπάρχει επί του παρόντος εμπειρία για την ασφαλή χρήση της βαλσαρτάνης
σε ασθενείς που υποβλήθηκαν προσφάτως σε μεταμόσχευση νεφρού.
Πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός
5
Ασθενείς με πρωτοπαθή υπεραλδοστερονισμό δεν πρέπει να υποβληθούν σε
θεραπεία με τη βαλσαρτάνη, επειδή το σύστημα ρενίνης - αγγειοτασίνης σε
αυτούς δεν είναι ενεργοποιημένο.
Στένωση της αορτικής και μιτροειδούς βαλβίδας, αποφρακτική υπερτροφική
μυοκαρδιοπάθεια
Όπως με όλα τα αγγειοδιασταλτικά, ενδείκνυται ιδιαίτερη προσοχή σε
ασθενείς που πάσχουν από στένωση αορτικής ή μιτροειδούς βαλβίδας ή
αποφρακτική υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια (HOCM).
Κύηση
Η χρήση των ανταγωνιστών των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ (AIIRAs) δε
θα πρέπει να ξεκινά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Εκτός εάν η
συνεχιζόμενη θεραπεία με AIIRAs θεωρηθεί απαραίτητη, οι ασθενείς που
προγραμματίζουν εγκυμοσύνη θα πρέπει να μεταβούν σε εναλλακτικές
αντιυπερτασικές θεραπείες οι οποίες έχουν καθιερωμένο προφίλ ασφάλειας για
χρήση κατά την εγκυμοσύνη. Όταν διαγνωστεί εγκυμοσύνη, η θεραπεία με
AIIRAs θα πρέπει να διακόπτεται αμέσως, και, εφόσον απαιτείται, θα πρέπει να
ξεκινάει μια εναλλακτική θεραπεία (βλ. παραγράφους 4.3 και 4.6).
Πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου (μόνο για τα 40 mg , 80 mg και 160 mg )
Ο συνδυασμός καπτοπρίλης και βαλσαρτάνης δεν έδειξε κάποιο επιπλέον
κλινικό όφελος, αντίθετα ο κίνδυνος ανεπιθύμητων συμβαμάτων αυξήθηκε σε
σύγκριση με τη θεραπεία με κάθε ένα από τα φάρμακα ξεχωριστά (βλ.
παραγράφους 4.2 και 5.1). Επομένως, ο συνδυασμός βαλσαρτάνης με κάποιο
αναστολέα ΜΕΑ δε συνιστάται.
Η έναρξη της θεραπείας σε ασθενείς μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου θα
πρέπει να γίνεται με προσοχή. Η αξιολόγηση των ασθενών μετά από έμφραγμα
του μυοκαρδίου πρέπει πάντα να περιλαμβάνει εκτίμηση της νεφρικής
λειτουργίας (βλ. παράγραφο 4.2).
Η χρήση της βαλσαρτάνης σε ασθενείς μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου
οδηγεί συνήθως σε κάποιου βαθμού μείωση της αρτηριακής πίεσης, αλλά
συνήθως δεν απαιτείται διακοπή της θεραπείας εξαιτίας συνεχιζόμενης
συμπτωματικής υπότασης με την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι οδηγίες σχετικά
με τη δοσολογία (βλ. παράγραφο 4.2).
Καρδιακή ανεπάρκεια (μόνο για τα 40 mg , 80 mg και 160 mg )
Ο κίνδυνος ανεπιθύμητων ενεργειών, ιδιαίτερα υπότασης, υπερκαλιαιμίας και
μειωμένης νεφρικής λειτουργίας (συμπεριλαμβανομένης της οξείας νεφρικής
ανεπάρκειας), μπορεί να αυξηθεί, όταν το Valsartan/Sandoz χρησιμοποιείται σε
συνδυασμό με έναν αναστολέα ΜΕΑ. Σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, ο
τριπλός συνδυασμός ενός αναστολέα ΜΕΑ, ενός β-αποκλειστή και του
Valsartan/Sandoz δεν έχει δείξει κλινικό όφελος (βλ. παράγραφο 5.1). Ο
συνδυασμός αυτός φαινομενικά αυξάνει τον κίνδυνο ανεπιθύμητων συμβάντων
και συνεπώς δε συνιστάται. Δε συνιστάται, επίσης, ο τριπλός συνδυασμός ενός
αναστολέα ΜΕΑ, ενός ανταγωνιστή των υποδοχέων των αλατοκορτικοειδών
και της βαλσαρτάνης. Η χρήση αυτών των συνδυασμών θα πρέπει να λαμβάνει
χώρα κάτω από την επίβλεψη ειδικού και με συχνή στενή παρακολούθηση της
νεφρικής λειτουργίας, των ηλεκτρολυτών και της αρτηριακής πίεσης.
Θα πρέπει να δίνεται προσοχή όταν αρχίζει η θεραπεία σε ασθενείς με
καρδιακή ανεπάρκεια. Η αξιολόγηση των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια
πρέπει πάντα να περιλαμβάνει εκτίμηση της νεφρικής λειτουργίας (βλ.
παράγραφο 4.2).
6
Η χρήση του Valsartan/Sandoz σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια οδηγεί
συνήθως σε κάποια μείωση της αρτηριακής πίεσης, αλλά συνήθως δεν
απαιτείται διακοπή της θεραπείας εξαιτίας συνεχιζόμενης συμπτωματικής
υπότασης με την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι οδηγίες δοσολογίας (βλ.
παράγραφο 4.2).
Σε ασθενείς των οποίων η νεφρική λειτουργία μπορεί να εξαρτάται από τη
δραστικότητα του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης (π.χ. ασθενείς με σοβαρή
συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια), η θεραπεία με αναστολείς του
Μετατρεπτικού Ενζύμου της Αγγειοτασίνης έχει συσχετιστεί με ολιγουρία
ή/και προοδευτική αζωθαιμία και σε σπάνιες περιπτώσεις με οξεία νεφρική
ανεπάρκεια ή/και θάνατο. Καθώς η βαλσαρτάνη είναι ανταγωνιστής της
αγγειοτασίνης ΙΙ, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η χρήση του Valsartan/Sandoz
μπορεί να συσχετιστεί με έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας.
Οι αναστολείς ΜΕΑ και οι αποκλειστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ δε
θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα σε ασθενείς με διαβητική
νεφροπάθεια.
Ιστορικό αγγειοοιδήματος
Αγγειοοίδημα, συμπεριλαμβανομένου οιδήματος του λάρυγγα και της
γλωττίδας, το οποίο προκαλεί απόφραξη των αεραγωγών και/ή οίδημα του
προσώπου, των χειλιών, του φάρυγγα και/ή της γλώσσας έχει αναφερθεί σε
ασθενείς που έλαβαν αγωγή με βαλσαρτάνη, από τους οποίους μερικοί είχαν
στον παρελθόν εμφανίσει αγγειοοίδημα με άλλα φάρμακα
συμπεριλαμβανομένων αναστολέων ΜΕΑ. Το Valsartan/Sandoz θα πρέπει να
διακοπεί άμεσα σε ασθενείς που παρουσιάζουν αγγειοοίδημα, ενώ δε θα πρέπει
να τους επαναχορηγηθεί βαλσαρτάνη λ. παράγραφο 4.8).
Άλλες καταστάσεις με διέγερση του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης (μόνο
για τα 320
mg
)
Σε ασθενείς στους οποίους η νεφρική λειτουργία μπορεί να εξαρτάται από τη
δραστικότητα του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης (π.χ. ασθενείς με σοβαρή
συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια), η θεραπεία με αναστολείς του
μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης έχει συσχετιστεί με ολιγουρία ή/και
προοδευτική αζωθαιμία και σε σπάνιες περιπτώσεις με οξεία νεφρική
ανεπάρκεια ή/και θάνατο. Καθώς η βαλσαρτάνη είναι ανταγωνιστής της
αγγειοτασίνης ΙΙ, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η χρήση του Valsartan/Sandoz
μπορεί να συσχετιστεί με έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας.
Διπλός αποκλεισμός του συστήματος Ρενίνης-Αγγειοτασίνης-Αλδοστερόνης
( RAAS )
Υπάρχουν αποδείξεις ότι η ταυτόχρονη χρήση αναστολέων ΜΕΑ, αποκλειστών
των υποδοχέων αγγειοτασίνης ΙΙ ή αλισκιρένης αυξάνει τον κίνδυνο υπότασης,
υπερκαλιαιμίας και μειωμένης νεφρικής λειτουργίας (συμπεριλαμβανομένης
της οξείας νεφρικής ανεπάρκειας). Ως εκ τούτου, δεν συνιστάται ο διπλός
αποκλεισμός του RAAS μέσω της συνδυασμένης χρήσης αναστολέων ΜΕΑ,
αποκλειστών των υποδοχέων αγγειοτασίνης ΙΙ ή αλισκιρένης (βλ.
παραγράφους 4.5 και 5.1) .
Εάν η θεραπεία διπλού αποκλεισμού θεωρείται απολύτως απαραίτητη, αυτό θα
πρέπει να λάβει χώρα μόνο κάτω από την επίβλεψη ειδικού και με συχνή στενή
παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας, των ηλεκτρολυτών και της πίεσης
του αίματος.
Οι αναστολείς ΜΕΑ και οι αποκλειστές των υποδοχέων αγγειοτασίνης ΙΙ δε θα
πρέπει να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα σε ασθενείς με διαβητική
νεφροπάθεια.
7
Παιδιατρικός πληθυσμός
Νεφρική δυσλειτουργία
Χρήση σε παιδιατρικούς ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης <30 ml/λεπτό και
παιδιατρικούς ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση δεν έχει μελετηθεί,
επομένως η βαλσαρτάνη δε συνιστάται σε αυτούς τους ασθενείς. Δεν
απαιτείται αναπροσαρμογή της δόσης για παιδιατρικούς ασθενείς με κάθαρση
κρεατινίνης >30 ml/λεπτό (βλ. παραγράφους 4.2 και 5.2). Η νεφρική λειτουργία
και το κάλιο ορού θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά κατά τη διάρκεια της
θεραπείας με βαλσαρτάνη. Αυτό εφαρμόζεται κυρίως όταν η βαλσαρτάνη
χορηγείται παρουσία άλλων καταστάσεων (πυρετός, αφυδάτωση) οι οποίες
ενδέχεται να μειώσουν τη νεφρική λειτουργία.
Η ταυτόχρονη χρήση ανταγωνιστών υποδοχέων αγγειοτασίνης ΥΑ)
συμπεριλαμβανομένης της βαλσαρτάνης ή αναστολέων ΜΕΑ με αλισκιρένη
αντενδείκνυται σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία (GFR < 60 mL/min/1,73
m
2
) αντενδείκνυται (βλ. παραγράφους 4.3 και 4.5).
Ηπατική δυσλειτουργία
Όπως στους ενηλίκους, το Valsartan/Sandoz αντενδείκνυται σε παιδιατρικούς
ασθενείς με σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία, χολική κίρρωση και σε ασθενείς με
χολόσταση (βλ. παραγράφους 4.3 και 5.2). Υπάρχει περιορισμένη κλινική
εμπειρία με τη βαλσαρτάνη σε παιδιατρικούς ασθενείς με ήπια έως μέτρια
ηπατική δυσλειτουργία. Η δόση της βαλσαρτάνης δεν πρέπει να υπερβαίνει τα
80 mg σε αυτούς τους ασθενείς.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Διπλός αποκλεισμός του συστήματος Ρενίνης-Αγγειοτασίνης (
R
Α
S
) με ΑΥΑ,
αναστολείς ΜΕΑ ή αλισκιρένη
Δεδομένα από κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι ο διπλός αποκλεισμός του
συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης (RAAS) μέσω της
συνδυασμένης χρήσης αναστολέων ΜΕΑ, αποκλειστών των υποδοχέων
αγγειοτασίνης ΙΙ ή αλισκιρένης συσχετίζεται με υψηλότερη συχνότητα
ανεπιθύμητων συμβάντων, όπως υπόταση, υπερκαλιαιμία και μειωμένη νεφρική
λειτουργία (περιλαμβανομένης της οξείας νεφρικής ανεπάρκειας) σε σύγκριση
με τη χρήση ενός μόνου παράγοντα που δρα στο σύστημα RAAS (βλ.
παραγράφους 4.3, 4.4 και 5.1).
Απαιτείται προσοχή κατά τη συγχορήγηση ανταγωνιστών υποδοχέων
αγγειοτασίνης (ΑΥΑ), συμπεριλαμβανομένης της βαλσαρτάνης, με άλλους
αποκλειστές του RΑAS όπως οι αναστολείς ΜΕΑ ή η αλισκιρένη (βλ. παράγραφο
4.4).
Η ταυτόχρονη χρήση ανταγωνιστών υποδοχέων αγγειοτασίνης ΥΑ)
συμπεριλαμβανομένης της βαλσαρτάνης ή αναστολέων του μετατρεπτικού
ενζύμου της αγγειοτασίνης (αναστολέων ΜΕΑ) με αλισκιρένη σε ασθενείς με
σακχαρώδη διαβήτη ή με νεφρική δυσλειτουργία (GFR < 60 mL/min/1,73m
2
)
αντενδείκνυται (βλ. παράγραφο 4.3).
Δε συνιστάται η ταυτόχρονη χρήση
Λίθιο
Αναστρέψιμες αυξήσεις στις συγκεντρώσεις λιθίου του ορού και τοξικότητα
έχουν αναφερθεί κατά τη διάρκεια ταυτόχρονης χορήγησης λιθίου με
8
αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου ή ανταγωνιστές των υποδοχέων της
αγγειοτασίνης ΙΙ συμπεριλαμβανομένης της βαλσαρτάνης, Εάν ο συνδυασμός
αποδειχτεί απαραίτητος, συνιστάται προσεκτική παρακολούθηση των επιπέδων
λιθίου στον ορό. Εάν χρησιμοποιείται επίσης διουρητικό, ο κίνδυνος
τοξικότητας από λίθιο μπορεί πιθανώς να αυξηθεί περαιτέρω.
Καλιοπροστατευτικά διουρητικά, συμπληρώματα καλίου, υποκατάστατα
άλατος που περιέχουν κάλιο και άλλες ουσίες που μπορεί να αυξήσουν τα
επίπεδα του καλίου
Εάν κάποιο φαρμακευτικό προϊόν που επηρεάζει τα επίπεδα καλίου θεωρείται
απαραίτητο να ληφθεί σε συνδυασμό με τη βαλσαρτάνη, συνιστάται
παρακολούθηση των επιπέδων καλίου στο πλάσμα.
Προσοχή απαιτείται με ταυτόχρονη χρήση
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ), συμπεριλαμβανομένων των
εκλεκτικών αναστολέων της
COX
-2, του ακετυλοσαλικυλικού οξέος >3
g
/ημέρα
και των μη εκλεκτικών ΜΣΑΦ
Όταν οι ανταγωνιστές της αγγειοτασίνης ΙΙ χορηγούνται ταυτόχρονα με
ΜΣΑΦ, μπορεί να εμφανιστεί εξασθένηση της αντιυπερτασικής δράσης τους.
Επιπλέον, η ταυτόχρονη χρήση των ανταγωνιστών της αγγειοτασίνης ΙΙ και
των ΜΣΑΦ μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο επιδείνωσης της νεφρικής
λειτουργίας και αύξησης του καλίου του ορού. Επομένως, συνιστάται να
γίνεται έλεγχος της νεφρικής λειτουργίας στην αρχή της θεραπείας καθώς και
επαρκής ενυδάτωση του ασθενούς.
Μεταφορείς
Τα δεδομένα in vitro δείχνουν ότι η βαλσαρτάνη αποτελεί υπόστρωμα του
μεταφορέα ηπατικής πρόσληψης OATP1B1/OATP1B3 και του μεταφορέα
ηπατικής εκροής MRP2. Η κλινική σημασία αυτού του ευρήματος είναι
άγνωστη. Η συγχορήγηση των αναστολέων του μεταφορέα πρόσληψης (π.χ.
ριφαμπικίνη, κυκλοσπορίνη) ή του μεταφορέα εκροής (π.χ. ριτοναβίρη) μπορεί
να αυξήσει τη συστηματική έκθεση στη βαλσαρτάνη. Θα πρέπει να δίδεται
προσοχή όταν ξεκινά ή σταματά συγχορηγούμενη αγωγή με φάρμακα αυτής της
κατηγορίας.
Άλλα
Σε μελέτες αλληλεπιδράσεων με βαλσαρτάνη, δε βρέθηκαν αλληλεπιδράσεις
κλινικής σημασίας με βαλσαρτάνη ή με οποιαδήποτε από τις ακόλουθες ουσίες:
σιμετιδίνη, βαρφαρίνη, φουροσεμίδη, διγοξίνη, ατενολόλη, ινδομεθακίνη,
υδροχλωροθειαζίδη, αμλοδιπίνη, γκλιβενκλαμίδη.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Στην υπέρταση σε παιδιά και εφήβους, σε περιπτώσεις στις οποίες είναι συχνές
υποκείμενες νεφρικές ανωμαλίες, συνιστάται προσοχή με την παράλληλη
χρήση βαλσαρτάνης και άλλων ουσιών που αναστέλλουν το σύστημα ρενίνης-
αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης, γεγονός που μπορεί να αυξήσει το κάλιο ορού. Η
νεφρική λειτουργία και το κάλιο ορού θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
9
Οι επιδημιολογικές ενδείξεις σχετικά με τον κίνδυνο τερατογένεσης έπειτα
από έκθεση σε αναστολείς του ΜΕΑ κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης δεν
ήταν αποδεικτικές, ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί κάποια μικρή αύξηση
του κινδύνου. Αν και δεν υπάρχουν ελεγχόμενα επιδημιολογικά δεδομένα για
τον κίνδυνο με τους AIIRAs, παρόμοιοι κίνδυνοι ενδέχεται να υπάρχουν για
αυτήν την κατηγορία φαρμάκων. Εκτός εάν η συνεχιζόμενη θεραπεία με AIIRA
θεωρηθεί απαραίτητη, οι ασθενείς που προγραμματίζουν εγκυμοσύνη θα πρέπει
να μεταβούν σε εναλλακτικές αντιυπερτασικές θεραπείες οι οποίες έχουν
καθιερωμένο προφίλ ασφάλειας για χρήση κατά την εγκυμοσύνη. Όταν
διαγνωστεί εγκυμοσύνη, η θεραπεία με AIIRAs θα πρέπει να διακόπτεται
αμέσως, και, εφόσον απαιτείται, θα πρέπει να ξεκινάει μια εναλλακτική
θεραπεία.
Η έκθεση στη θεραπεία με AIIRA κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο είναι
γνωστό ότι προκαλεί εμβρυοτοξικότητα στον άνθρωπο (μειωμένη νεφρική
λειτουργία, ολιγοϋδράμνιο, καθυστερημένη οστεοποίηση του κρανίου) και
νεογνική τοξικότητα (νεφρική ανεπάρκεια, υπόταση, υπερκαλιαιμία).
Βλέπε επίσης παράγραφο 5.3 «Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια».
Σε περίπτωση που η έκθεση σε AIIRAs έχει συμβεί από το δεύτερο τρίμηνο της
κύησης, συνιστάται να πραγματοποιηθεί υπερηχογραφικός έλεγχος της
νεφρικής λειτουργίας και του κρανίου.
Βρέφη των οποίων οι μητέρες έχουν πάρει AIIRAs θα πρέπει να
παρακολουθούνται στενά για υπόταση (βλ. επίσης παραγράφους 4.3 και 4.4).
Θηλασμός
Επειδή δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη χρήση της
βαλσαρτάνης κατά το θηλασμό, το Valsartan/Sandoz δε συνιστάται και
εναλλακτικές θεραπείες με πιο καθιερωμένα προφίλ ασφάλειας κατά το
θηλασμό είναι προτιμότερες, ειδικά κατά το θηλασμό ενός νεογέννητου ή
πρόωρου βρέφους.
Γονιμότητα
Η βαλσαρτάνη δεν είχε ανεπιθύμητες ενέργειες στην αναπαραγωγική
ικανότητα αρσενικών ή θηλυκών αρουραίων σε από του στόματος δόσεις μέχρι
200 mg/kg/ημέρα. Αυτή η δόση είναι 6 φορές η μέγιστη συνιστώμενη δόση στον
άνθρωπο με βάση mg/m
2
(οι υπολογισμοί υποθέτουν από του στόματος δόση 320
mg/ημέρα και ασθενή 60 kg).
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν έχουν γίνει μελέτες για την επίδραση στην ικανότητα οδήγησης. Κατά την
οδήγηση οχήματος ή το χειρισμό μηχανών, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι
περιστασιακά μπορεί να εμφανισθεί ζάλη ή κόπωση.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες σε ενηλίκους ασθενείς με υπέρταση, τα
συνολικά ποσοστά εμφάνισης των ανεπιθύμητων ενεργειών (ΑΕΦ), ήταν
συγκρίσιμα με αυτά του εικονικού φαρμάκου και ήταν συνεπή με τις
φαρμακολογικές ιδιότητες της βαλσαρτάνης. Τα ποσοστά εμφάνισης των ΑΕΦ
10
Η χρήση των ανταγωνιστών των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ (AIIRAs) δεν
συνιστάται κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης (βλ. παράγραφο 4.4). Η χρήση
AIIRAs αντενδείκνυται κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης (βλ.
παραγράφους 4.3 και 4.4).
δεν έδειξαν να συσχετίζονται με τη δοσολογία ή τη διάρκεια της θεραπείας και
επίσης δεν έδειξαν να συσχετίζονται με το φύλο, την ηλικία ή τη φυλή.
Οι ΑΕΦ που αναφέρθηκαν από κλινικές μελέτες, μετά την κυκλοφορία του
προϊόντος και από εργαστηριακά ευρήματα παρουσιάζονται στον παρακάτω
πίνακα σύμφωνα με κατηγορία οργάνου συστήματος.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες κατατάσσονται ανά συχνότητα, με πρώτη την πιο
συχνή, χρησιμοποιώντας την ακόλουθη συνθήκη: πολύ συχνές (≥1/10), συχνές
(≥1/100 έως <1/10), όχι συχνές (≥1/1.000 έως <1/100), σπάνιες (≥1/10.000
έως <1/1.000), πολύ σπάνιες( <1/10.000), συμπεριλαμβανομένων μεμονωμένων
αναφορών. Εντός κάθε κατηγορίας συχνότητας εμφάνισης, οι ανεπιθύμητες
ενέργειες κατατάσσονται κατά φθίνουσα σειρά σοβαρότητας.
Για όλες τις ΑΕΦ που αναφέρθηκαν μετά την κυκλοφορία του προϊόντος και
από εργαστηριακά ευρήματα, δεν είναι δυνατό να ισχύσει κάποια συχνότητα
ΑΕΦ και επομένως αναφέρονται με συχνότητα «μη γνωστή».
- Υπέρταση
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Μη γνωστές Μείωση στην αιμοσφαιρίνη, Μείωση
στον αιματοκρίτη, Ουδετεροπενία,
Θρομβοπενία
Δ μ ιαταραχές του ανοσοποιητικού συστή ατος
Μη γνωστές Υπερευαισθησία
μ μ μ συ περιλα βανο ένης της ορονοσίας
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Μη γνωστές Αύξηση του καλίου ορού,
υπονατριαιμία
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου
Όχι συχνές Ίλιγγος
Αγγειακές διαταραχές
Μη γνωστές Αγγειίτιδα
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του
μεσοθωράκιου
Όχι συχνές Βήχας
Δ ιαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος
Όχι συχνές Κοιλιακό άλγος
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Μη γνωστές Αύξηση των τιμών της ηπατικής
λειτουργίας συμπεριλαμβανομένης
της αύξησης της χολερυθρίνης ορού
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Μη γνωστές Αγγειοοίδημα, Δερματίτιδα
πομφολυγώδης, Εξάνθημα, Κνησμός
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού
Μη γνωστές Μυαλγία
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Μη γνωστές Νεφρική ανεπάρκεια και
δυσλειτουργία, Αύξηση της
κρεατινίνης ορού
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Όχι συχνές Κόπωση
11
Παιδιατρικός πληθυσμός
Υπέρταση
Η αντιυπερτασική δράση της βαλσαρτάνης έχει αξιολογηθεί σε δύο
τυχαιοποιημένες, διπλά τυφλές κλινικές μελέτες σε 561 παιδιατρικούς
ασθενείς ηλικίας 6 έως 18 ετών. Με εξαίρεση μεμονωμένων γαστρεντερικών
διαταραχών (όπως κοιλιακό άλγος, ναυτία, έμετος) και ζάλη, δεν
αναγνωρίστηκαν σχετικές διαφορές ως προς τον τύπο, τη συχνότητα και τη
βαρύτητα ανεπιθύμητων ενεργειών ανάμεσα στο προφίλ ασφαλείας για
παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6 έως 18 ετών και εκείνο που αναφέρθηκε στο
παρελθόν για ενηλίκους ασθενείς.
Νευρογνωσιακή αξιολόγηση και αξιολόγηση της ανάπτυξης παιδιατρικών
ασθενών ηλικίας 6 έως 16 ετών δεν αποκάλυψε συνολική κλινικά σχετική
ανεπιθύμητη επίδραση μετά από θεραπεία με βαλσαρτάνη μέχρι ένα έτος.
Σε μία διπλά τυφλή τυχαιοποιημένη μελέτη σε 90 παιδιά ηλικίας 1 έως 6 ετών,
την οποία ακολούθησε παράταση ενός έτους ανοικτού τύπου, διαπιστώθηκαν
δύο θάνατοι και μεμονωμένες περιπτώσεις σημαντικών αυξήσεων των
τρανσαμινασών ορού. Αυτές οι περιπτώσεις παρουσιάστηκαν σε πληθυσμό, ο
οποίος παρουσίαζε σημαντικές συν-νοσηρότητες. Αιτιολογική σχέση με τη
βαλσαρτάνη δεν τεκμηριώθηκε. Σε μία δεύτερη μελέτη, κατά την οποία
τυχαιοποιήθηκαν 75 παιδιά ηλικίας 1 έως 6 ετών, δεν παρουσιάστηκαν
σημαντικές αυξήσεις των ηπατικών τρανσαμινασών ή συμβάν θανάτου με
θεραπεία με βαλσαρτάνη.
Υπερκαλιαιμία παρατηρήθηκε συχνότερα σε παιδιά και εφήβους ηλικίας 6 έως
18 ετών με υποκείμενη χρόνια νεφρική νόσο.
Το προφίλ ασφαλείας που παρατηρείται σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες σε
ενηλίκους ασθενείς μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου ή/και καρδιακή
ανεπάρκεια διαφέρει από το συνολικό προφίλ ασφαλείας που παρατηρείται σε
υπερτασικούς ασθενείς. Αυτό ενδέχεται να σχετίζεται με την υποκείμενη νόσο
των ασθενών. Οι ΑΕΦ που παρατηρήθηκαν σε ενηλίκους ασθενείς μετά από
έμφραγμα του μυοκαρδίου ή/και ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια
καταγράφονται παρακάτω.
- Μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου ή/και καρδιακή ανεπάρκεια (μελετήθηκε
μόνο σε ενηλίκους ασθενείς)
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Μη γνωστές μ Θρο βοπενία
Δ μ ιαταραχές του ανοσοποιητικού συστή ατος
Μη γνωστές Υπερευαισθησία
μ μ μ συ περιλα βανο ένης της ορονοσίας
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Όχι συχνές Υπερκαλιαιμία
Μη γνωστές Αύξηση του καλίου ορού,
υπονατριαιμία
Δ ιαταραχές του νευρικού συστήματος
12
Συχνές Ζάλη, Ζάλη θέσης
Όχι συχνές Συγκοπή, Κεφαλαλγία
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου
Όχι συχνές Ίλιγγος
Καρδιακές διαταραχές
Όχι συχνές Καρδιακή ανεπάρκεια
Αγγειακές διαταραχές
Συχνές Υπόταση, Ορθοστατική υπόταση
Μη γνωστές Αγγειίτιδα
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του
μεσοθωράκιου
Όχι συχνές Βήχας
Δ ιαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος
Όχι συχνές Ναυτία, Διάρροια
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Μη γνωστές Αύξηση των τιμών της ηπατικής
λειτουργίας
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Όχι συχνές μΑγγειοοίδη α
Μη γνωστές Δ μερ ατίτιδα
μπο φολυγώδης, μ , μ Εξάνθη α Κνησ ός
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού
Μη γνωστές Μυαλγία
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Συχνές Νεφρική ανεπάρκεια και
δυσλειτουργία
Όχι συχνές Οξεία νεφρική ανεπάρκεια, Αύξηση
της κρεατινίνης ορού
Μη γνωστές Αύξηση στο άζωτο ουρίας αίματος
(BUN)
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Όχι συχνές Εξασθένηση, Κόπωση
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς: μΕθνικός Οργανισ ός
μ , 284, GR-15562 , . : + 30 Φαρ άκων Μεσογείων Χολαργός Αθήνα Τηλ 21
32040380/337, Φαξ: + 30 21 06549585, Ιστότοπος: http://www.eof.gr
4.9 Υπερδοσολογία
Συμπτώματα
Υπερδοσολογία με βαλσαρτάνη μπορεί να καταλήξει σε αξιοσημείωτη υπόταση,
η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένα επίπεδα συνείδησης, κυκλοφορική
κατέρρειψη ή/και καταπληξία.
Θεραπεία
13
Τα θεραπευτικά μέτρα εξαρτώνται από το χρόνο της λήψης και τον τύπο και τη
βαρύτητα των συμπτωμάτων. Η σταθεροποίηση της κυκλοφορικής κατάστασης
είναι πρωταρχικής σπουδαιότητας.
Εάν παρουσιασθεί υπόταση, ο ασθενής πρέπει να τοποθετηθεί σε ύπτια θέση
και να γίνει διόρθωση του όγκου του αίματος.
Η βαλσαρτάνη είναι απίθανο να αφαιρεθεί με αιμοκάθαρση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Ανταγωνιστές της αγγειοτασίνης ΙΙ, απλοί,
κωδικός ATC: C09CA03
Η βαλσαρτάνη είναι ένας από του στόματος ενεργός, ισχυρός, και ειδικός
ανταγωνιστής υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ (Ang II). Δρα εκλεκτικά στον
υπότυπο ΑΤ
1
του υποδοχέα, που είναι υπεύθυνος για τις γνωστές δράσεις της
αγγειοτασίνης ΙΙ. Τα αυξημένα επίπεδα της αγγειοτασίνης ΙΙ στο πλάσμα, λόγω
του αποκλεισμού του υποδοχέα ΑΤ
1
με τη βαλσαρτάνη μπορεί να διεγείρουν το
μη αποκλεισμένο υποδοχέα ΑΤ
2
ο οποίος εμφανίζεται να αντισταθμίζει τη
δράση του υποδοχέα ΑΤ
1
. Η βαλσαρτάνη δεν εμφανίζει καμία μερική
αγωνιστική δράση στον υποδοχέα ΑΤ
1
και έχει πολύ μεγαλύτερη χημική
συγγένεια (περίπου 20.000 φορές) για τον υποδοχέα ΑΤ
1
από ό,τι για τον
υποδοχέα ΑΤ
2
. Η βαλσαρτάνη δε δεσμεύεται με ούτε αποκλείει άλλους
υποδοχείς ορμονών ή διαύλους ιόντων, που είναι γνωστοί για τη σπουδαιότητά
τους στην καρδιαγγειακή ρύθμιση.
Η βαλσαρτάνη δεν αναστέλλει το ΜΕΑ (γνωστό επίσης σαν κινινάση ΙΙ) που
μετατρέπει την αγγειοτασίνη Ι σε αγγειοτασίνη ΙΙ και αποδομεί τη βραδυκινίνη.
Καθώς δεν υπάρχει επίδραση στο ΜΕΑ και ενίσχυση της βραδυκινίνης ή της
ουσίας Ρ, οι ανταγωνιστές της αγγειοτασίνης ΙΙ είναι απίθανο να σχετίζονται
με το βήχα. Σε κλινικές δοκιμές, όπου η βαλσαρτάνη συγκρίθηκε με έναν
αναστολέα του ΜΕΑ, η συχνότητα εμφάνισης του ξηρού βήχα ήταν σημαντικά
μικρότερη (p < 0,05) σε ασθενείς, που υποβλήθηκαν σε θεραπεία με
βαλσαρτάνη από ό,τι σε εκείνους που υποβλήθηκαν σε θεραπεία με έναν
αναστολέα του ΜΕΑ (2,6% έναντι 7,9% αντίστοιχα). Σε μία κλινική δοκιμή
ασθενών με ιστορικό ξηρού βήχα κατά τη διάρκεια θεραπείας με αναστολέα του
ΜΕΑ, το 19,5% των ατόμων της δοκιμής, που έλαβαν βαλσαρτάνη και το 19,0%
εκείνων που πήραν ένα θειαζιδικό διουρητικό, είχαν βήχα σε σύγκριση με το
68,5% εκείνων, που υποβλήθηκαν σε θεραπεία με έναν αναστολέα του ΜΕΑ (p
< 0,05).
Υπέρταση (μόνο για τα 80 mg , 160 mg και 320 mg )
Η χορήγηση βαλσαρτάνης σε ασθενείς με υπέρταση έχει σαν αποτέλεσμα τη
μείωση της αρτηριακής πίεσης χωρίς να επηρεασθεί η συχνότητα του σφυγμού.
Στους περισσότερους ασθενείς, μετά από χορήγηση εφάπαξ δόσης από το
στόμα, η έναρξη της αντιυπερτασικής δράσης εμφανίζεται μέσα σε 2 ώρες και
η μέγιστη μείωση της αρτηριακής πίεσης επιτυγχάνεται μέσα σε 4-6 ώρες. Η
αντιυπερτασική δράση διαρκεί για περισσότερες από 24 ώρες μετά τη
χορήγηση της δόσης. Κατά τη χορήγηση επαναλαμβανόμενης δοσολογίας, η
αντιυπερτασική δράση εμφανίζεται ουσιαστικά εντός 2 εβδομάδων και η
μέγιστη επίδραση επιτυγχάνεται εντός 4 εβδομάδων και διατηρείται κατά τη
διάρκεια μακροχρόνιας θεραπείας. Σε συνδυασμό με υδροχλωροθειαζίδη,
επιτυγχάνεται σημαντική επιπρόσθετη μείωση της αρτηριακής πίεσης.
14
Η απότομη διακοπή της βαλσαρτάνης δεν έχει συσχετισθεί με υπερτασική
αναπήδηση (rebound hypertension) ή με άλλα ανεπιθύμητα κλινικά συμβάντα.
Σε υπερτασικούς ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 και μικρολευκωματινουρία, η
βαλσαρτάνη έχει φανεί ότι μειώνει την απέκκριση της λευκωματίνης στα ούρα.
Η μελέτη MARVAL (μείωση μικρολευκωματινουρίας με βαλσαρτάνη)
αξιολόγησε τη μείωση στην απέκκριση της λευκωματίνης στα ούρα (UAE) με
βαλσαρτάνη (80-160 mg μία φορά την ημέρα) έναντι αμλοδιπίνης (5-10 mg μία
φορά την ημέρα), σε 332 ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 (μέση ηλικία: 58 χρόνια,
265 άντρες) με μικρολευκωματινουρία (βαλσαρτάνη: 58 μg/min, αμλοδιπίνη:
55,4 μg/min), με φυσιολογική ή υψηλή αρτηριακή πίεση και με διατηρούμενη
νεφρική λειτουργία (κρεατινίνη αίματος <120 μmol/l). Στις 24 εβδομάδες, η
UAE μειώθηκε (p<0,001) κατά 42% (-24,2 μg/min, 95% Δ.Ε.: -40,4 έως -19,1) με
βαλσαρτάνη και περίπου κατά 3% (-1,7 μg/min, 95% Δ.Ε.: -5,6 έως 14,9) με
αμλοδιπίνη παρά τους παρόμοιους ρυθμούς μείωσης της αρτηριακής πίεσης και
στις δύο ομάδες.
Η μελέτη Diovan Reduction of Proteinuria (DROP) εξέτασε περαιτέρω την
αποτελεσματικότητα της βαλσαρτάνης στη μείωση της UAE σε 391
υπερτασικούς ασθενείς (αρτηριακή πίεση=150/88 mmHg) με διαβήτη τύπου 2,
μικρολευκωματινουρία (μέση=102 μg/min, 20-700 μg/min) και διατηρούμενη
νεφρική λειτουργία (μέση κρεατινίνη ορού=80 μmol/l). Οι ασθενείς
τυχαιοποιήθηκαν σε μία από 3 δόσεις βαλσαρτάνης (160, 320 και 640 mg μία
φορά την ημέρα) και έλαβαν θεραπεία για 30 εβδομάδες. Ο σκοπός της μελέτης
ήταν να καθορίσει τη βέλτιστη δόση της βαλσαρτάνης για τη μείωση της UAE
σε υπερτασικούς ασθενείς με διαβήτη τύπου 2. Σε 30 εβδομάδες, το ποσοστό
αλλαγής στην UAE μειώθηκε σημαντικά κατά 36% από τη γραμμή αναφοράς με
βαλσαρτάνη 160 mg (95% Δ.Ε.: 22 έως 47%) και κατά 44% με βαλσαρτάνη 320
mg (95% Δ.Ε.: 31 έως 54%). Προέκυψε ότι 160-320 mg βαλσαρτάνης
προκάλεσαν κλινικά σχετικές μειώσεις στην UAE σε υπερτασικούς ασθενείς με
διαβήτη τύπου 2.
Πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου (μόνο για τα 40 mg , 80 mg και 160 mg )
Η μελέτη VALsartan In Acute myocardial iNfarcTion (VALIANT) ήταν μία
τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη, πολυεθνική, διπλά-τυφλή μελέτη σε 14.703
ασθενείς με οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και σημεία, συμπτώματα ή
ακτινολογικές ενδείξεις συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας ή/και ενδείξεις
συστολικής δυσλειτουργίας της αριστερής κοιλίας (που εκδηλώνεται ως
κλάσμα εξώθησης ≤40% στην κοιλιογραφία με ραδιονουκλεοτίδιο ή ≤35% στο
ηχοκαρδιογράφημαή στην κοιλιακή αγγειογραφία αντίθεσης). Οι ασθενείς
τυχαιοποιήθηκαν σε διάστημα 12 ωρών έως 10 ημερών από την έναρξη των
συμπτωμάτων του εμφράγματος του μυοκαρδίου στη βαλσαρτάνη, στην
καπτοπρίλη ή στο συνδυασμό τους. Η μέση διάρκεια της θεραπείας ήταν δύο
χρόνια. Το κύριο τελικό σημείο ήταν ο χρόνος μέχρι τη θνησιμότητα από κάθε
αίτιο.
Η βαλσαρτάνη ήταν εξίσου αποτελεσματική με την καπτοπρίλη στη μείωση της
θνησιμότητας από κάθε αίτιο μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Η
θνησιμότητα από κάθε αίτιο ήταν παρόμοια στις ομάδες της βαλσαρτάνης
(19,9%), της καπτοπρίλης (19,5%), και της βαλσαρτάνης + καπτοπρίλης
(19,3%). Ο συνδυασμός της βαλσαρτάνης και της καπτοπρίλης δεν πρόσθεσε
κανένα επιπλέον όφελος σε σχέση με την καπτοπρίλη μόνο. Δεν υπήρξαν
διαφορές μεταξύ βαλσαρτάνης και καπτοπρίλης αναφορικά με τη θνησιμότητα
από κάθε αίτιο σε σχέση με την ηλικία, το φύλο, τη φυλή, τις θεραπείες
αναφοράς ή την υποκείμενη νόσο. Η βαλσαρτάνη ήταν επίσης αποτελεσματική
στην επιμήκυνση του χρόνου μέχρι την εμφάνιση θνησιμότητας
καρδιαγγειακής αιτιολογίας και στη μείωση της θνησιμότητας καρδιαγγειακής
αιτιολογίας, της νοσηλείας για καρδιακή ανεπάρκεια, του νέου εμφράγματος
15
μυοκαρδίου, της καρδιακής παύσης που ανατάχτηκε και του μη-θανατηφόρου
εγκεφαλικού επεισοδίου (δευτερεύον σύνθετο τελικό σημείο).
Το προφίλ ασφαλείας της βαλσαρτάνης ήταν συνεπές με την κλινική πορεία
των ασθενών που έλαβαν θεραπεία μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Σχετικά με τη νεφρική λειτουργία, διπλασιασμός της κρεατινίνης ορού
παρατηρήθηκε σε 4,2% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία με βαλσαρτάνη,
4,8% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία με βαλσαρτάνη+καπτοπρίλη και 3,4%
των ασθενών που έλαβαν θεραπεία με καπτοπρίλη. Διακοπή της θεραπείας
λόγω διαφόρων τύπων νεφρικής δυσλειτουργίας παρατηρήθηκε στο 1,1% των
ασθενών που έλαβαν θεραπεία με βαλσαρτάνη, στο 1,3% των ασθενών που
έλαβαν θεραπεία με βαλσαρτάνη+καπτοπρίλη και στο 0,8% των ασθενών που
έλαβαν θεραπεία με καπτοπρίλη. Η αξιολόγηση των ασθενών μετά από
έμφραγμα του μυοκαρδίου πρέπει πάντα να περιλαμβάνει εκτίμηση της
νεφρικής λειτουργίας.
Δεν υπήρξε διαφορά στη θνησιμότητα από όλα τα αίτια, τη θνησιμότητα
καρδιαγγειακής αιτιολογίας και τη νοσηρότητα όταν χορηγήθηκαν β-
αποκλειστές μαζί με το συνδυασμό βαλσαρτάνης + καπτοπρίλης, βαλσαρτάνη
μόνο ή καπτοπρίλη μόνο. Ανεξάρτητα από την ομάδα φαρμάκου της μελέτης, η
θνησιμότητα ήταν χαμηλότερη στην ομάδα των ασθενών που έλαβαν θεραπεία
με β-αποκλειστή, γεγονός που υποδεικνύει ότι το προταθέν όφελος από τους β-
αποκλειστές στον πληθυσμό αυτό διατηρήθηκε και στη δοκιμή αυτή.
Καρδιακή ανεπάρκεια (μόνο για τα 40 mg , 80 mg και 160 mg )
Η Val-HeFT ήταν μία τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη, πολυεθνική κλινική δοκιμή
σύγκρισης της βαλσαρτάνης με το εικονικό φάρμακο όσον αφορά τη
νοσηρότητα και τη θνησιμότητα σε 5.010 ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια,
τάξης II (62%), III (36%) και IV (2%) κατά NYHA που λαμβάνουν τη συνήθη
θεραπεία με LVEF <40% και εσωτερική διαστολική διάμετρο της αριστερής
κοιλίας (LVIDD) >2,9 cm/m
2
. Η θεραπεία αναφοράς περιελάμβανε αναστολείς
ΜΕΑ (93%), διουρητικά (86%), διγοξίνη (67%) και β-αποκλειστές (36%). Η
μέση διάρκεια της παρακολούθησης ήταν σχεδόν δύο χρόνια. Η μέση ημερήσια
δόση βαλσαρτάνης στη μελέτη Val-HeFT ήταν 254 mg. Η μελέτη είχε δύο
πρωτεύοντα τελικά σημεία: θνησιμότητα από οποιαδήποτε αιτία (χρόνος έως το
θάνατο) και σύνθετη θνησιμότητα και νοσηρότητα από καρδιακή ανεπάρκεια
(χρόνος έως το πρώτο συμβάν νοσηρότητας) που ορίζεται ως θάνατος, ως
αιφνίδιος θάνατος με ανάνηψη, νοσηλεία για καρδιακή ανεπάρκεια ή χορήγηση
ενδοφλέβιων ινοτρόπων ή αγγειοδιασταλτικών φαρμάκων για τέσσερις ώρες ή
περισσότερο χωρίς εισαγωγή στο νοσοκομείο.
Η θνησιμότητα ανεξαρτήτως αιτίας ήταν παρόμοια (p=NS) στις ομάδες της
βαλσαρτάνης (19,7%) και του εικονικού φαρμάκου (19,4%). Το κύριο όφελος
ήταν η κατά 27,5% (95% Δ.Ε.: 17 έως 37%) μείωση του κινδύνου που αφορά
στο χρόνο μέχρι την πρώτη νοσηλεία για την καρδιακή ανεπάρκεια (13,9%
έναντι 18,5%). Τα αποτελέσματα που φαίνονται ευνοϊκά για το εικονικό
φάρμακο σύνθετη θνησιμότητα και νοσηρότητα ήταν 21,9% στο εικονικό
φάρμακο έναντι 25,4% στην ομάδα βαλσαρτάνης) παρατηρήθηκαν στους
ασθενείς εκείνους που ελάμβαναν τον τριπλό συνδυασμό, αναστολέα ΜΕΑ, β-
αποκλειστή και βαλσαρτάνης.
Σε μια υποομάδα ασθενών που δεν ελάμβαναν αναστολέα ΜΕΑ (n=366), τα
οφέλη νοσηρότητας ήταν μέγιστα. Σε αυτή την υποομάδα η θνησιμότητα από
όλα τα αίτια μειώθηκε σημαντικά με τη βαλσαρτάνη σε σύγκριση με το
εικονικό φάρμακο κατά 33% (95% Δ.Ε.: –6% έως 58%) (17,3% βαλσαρτάνη
έναντι 27,1% εικονικό φάρμακο) και ο κίνδυνος σύνθετης θνησιμότητας και
νοσηρότητας μειώθηκε σημαντικά κατά 44% (24,9% βαλσαρτάνη έναντι 42,5%
εικονικό φάρμακο).
16
Στους ασθενείς που ελάμβαναν αναστολέα ΜΕΑ χωρίς κάποιο β-αποκλειστή, η
θνησιμότητα από όλα τα αίτια ήταν παρόμοια (p=NS) στην ομάδα βαλσαρτάνης
(21,8%) και στην ομάδα εικονικού φαρμάκου (22,5%). Ο κίνδυνος σύνθετης
θνησιμότητας και νοσηρότητας μειώθηκε σημαντικά κατά 18,3% (95% Δ.Ε.: 8%
έως 28%) με τη βαλσαρτάνη σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο (31,0%
έναντι 36,3%).
Στο συνολικό πληθυσμό της μελέτης Val-HeFT, οι ασθενείς που έλαβαν θεραπεία
με βαλσαρτάνη παρουσίασαν σημαντική βελτίωση στην κατηγορία κατά NYHA
και στα σημεία και συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας,
συμπεριλαμβανομένης της δύσπνοιας, του αισθήματος κόπωσης, του οιδήματος
και των ρόγχων σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο. Οι ασθενείς που
ελάμβαναν βαλσαρτάνη είχαν καλύτερη ποιότητα ζωής, όπως καταδείχτηκε στη
βαθμολογία της κλίμακας Minnesota Living with Heart Failure Quality of Life από τη
γραμμή αναφοράς έως το τελικό σημείο σε σύγκριση με τους ασθενείς που
ελάμβαναν εικονικό φάρμακο. Το κλάσμα εξώθησης στους ασθενείς που
έλαβαν βαλσαρτάνη ήταν σημαντικά αυξημένο και η LVIDD σημαντικά
μειωμένη από την αρχική μέτρηση έως το τελικό σημείο σε σύγκριση με το
εικονικό φάρμακο.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Υπέρταση
Η αντιυπερτασική δράση της βαλσαρτάνης έχει αξιολογηθεί σε τέσσερις
τυχαιοποιημένες, διπλά τυφλές κλινικές μελέτες σε 561 παιδιατρικούς
ασθενείς ηλικίας 6 έως 18 ετών και 165 παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 1 έως
6 ετών. Νεφρικές και ουρολογικές διαταραχές και παχυσαρκία ήταν οι
συχνότερες υποκείμενες ιατρικές καταστάσεις που ενδεχομένως συνέβαλαν
στην υπέρταση στα παιδιά που εντάχθηκαν σε αυτές τις μελέτες.
Κλινική εμπειρία σε παιδιά ηλικίας 6 ετών και άνω
Σε μία κλινική μελέτη, στην οποία συμπεριελήφθησαν 261 υπερτασικοί
παιδιατρικοί ασθενείς ηλικίας 6 έως 16 ετών, ασθενείς που ζύγιζαν <35kg
έλαβαν δισκία βαλσαρτάνης των 10, 40 ή 80 mg ημερησίως (χαμηλή, μεσαία και
υψηλή δόση) και ασθενείς που ζύγιζαν ≥35kg έλαβαν δισκία βαλσαρτάνης των
20, 80 και 160 mg ημερησίως (χαμηλή, μεσαία και υψηλή δόση). Στο πέρας των
2 εβδομάδων, η βαλσαρτάνη μείωσε τη συστολική και τη διαστολική αρτηριακή
κατά τρόπο εξαρτώμενο από τη δόση. Συνολικά, τα τρία δοσολογικά επίπεδα
βαλσαρτάνης (χαμηλό, μεσαίο και υψηλό) μείωσαν σημαντικά τη συστολική
αρτηριακή πίεση κατά 8, 10, 12 mmHg σε σχέση με την αρχική τιμή αντίστοιχα.
Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν εκ νέου για να συνεχίσουν να λαμβάνουν την
ίδια δόση βαλσαρτάνης ή μετέβησαν σε εικονικό φάρμακο. Σε ασθενείς που
συνέχισαν να λαμβάνουν τη μεσαία και υψηλή δόση βαλσαρτάνης, η συστολική
αρτηριακή πίεση στην κατώτατη τιμή ήταν -4 και -7 mmHg χαμηλότερα σε σχέση
με ασθενείς που έλαβαν τη θεραπεία με εικονικό φάρμακο. Σε ασθενείς που
έλαβαν τη χαμηλή δόση βαλσαρτάνης, η συστολική αρτηριακή πίεση στην
κατώτατη τιμή ήταν παρόμοια με εκείνη ασθενών που έλαβαν τη θεραπεία με
εικονικό φάρμακο. Συνολικά, η εξαρτώμενη από τη δόση αντιυπερτασική δράση
της βαλσαρτάνης ήταν συνεπής σε όλες τις δημογραφικές υποομάδες.
Σε μία άλλη κλινική μελέτη, στην οποία συμπεριελήφθησαν 300 υπερτασικοί
παιδιατρικοί ασθενείς ηλικίας 6 έως 18 ετών, κατάλληλοι ασθενείς
τυχαιοποιήθηκαν για να λάβουν δισκία βαλσαρτάνης ή εναλαπρίλης για 12
εβδομάδες. Παιδιά που ζύγιζαν από ≥18 kg έως <35 kg έλαβαν βαλσαρτάνη 80
mg ή εναλαπρίλη 10 mg. Εκείνα από ≥35 kg έως <80 kg έλαβαν βαλσαρτάνη 160
mg ή εναλαπρίλη 20 mg. Εκείνα ≥80 kg έλαβαν βαλσαρτάνη 320 mg ή
17
εναλαπρίλη 40 mg. Μειώσεις της συστολικής αρτηριακής πίεσης ήταν
συγκρίσιμες σε ασθενείς που έλαβαν βαλσαρτάνη (15 mmHg) και εναλαπρίλη
(14 mmHg) ιμή p μη κατωτερότητας <0,0001). Συνεπή αποτελέσματα
παρατηρήθηκαν για τη διαστολική αρτηριακή πίεση με μειώσεις 9,1 mmHg και
8,5 mmHg με βαλσαρτάνη και εναλαπρίλη αντίστοιχα.
Κλινική εμπειρία σε παιδιά ηλικίας κάτω των 6 ετών
Διεξήχθησαν δύο κλινικές μελέτες σε ασθενείς ηλικίας 1 έως 6 ετών με 90 και
75 ασθενείς αντίστοιχα. Σε αυτές τις μελέτες δεν εντάχθηκαν παιδιά ηλικίας
κάτω του 1 έτους. Στην πρώτη μελέτη, η αποτελεσματικότητα της βαλσαρτάνης
επιβεβαιώθηκε σε σχέση με εικονικό φάρμακο, αλλά δεν ήταν δυνατό να
καταδειχθεί ανταπόκριση στη δόση. Στη δεύτερη μελέτη, υψηλότερες δόσεις
βαλσαρτάνης συσχετίστηκαν με μεγαλύτερες μειώσεις της ΑΠ, αλλά η τάση
ανταπόκρισης στη δόση δεν πέτυχε στατιστική σημαντικότητα και η διαφορά
ανάμεσα στις θεραπείες σε σχέση με το εικονικό φάρμακο δεν ήταν σημαντική.
Λόγω αυτών των ασυνεπειών, δε συνιστάται βαλσαρτάνη σε αυτήν την
ηλικιακή ομάδα (βλ. παράγραφο 4.8).
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων παραιτήθηκε της υποχρέωσης υποβολής
των αποτελεσμάτων των μελετών με τη βαλσαρτάνη σε όλες τις υποκατηγορίες
του παιδιατρικού πληθυσμού στην καρδιακή ανεπάρκεια και στην καρδιακή
ανεπάρκεια μετά από πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου. Βλ. παράγραφο 4.2
για πληροφορίες σχετικά με την παιδιατρική χρήση.
Διπλός αποκλεισμός του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης
(
RAAS
)
Δύο μεγάλες τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες μελέτες ONTARGET (ONgoing
Telmisartan Alone and in combination with Ramipril Global Endpoint Trial) και
η VA NEPHRON-D (The Veterans A•airs Nephropathy in Diabetes)) εξέτασαν τη
χρήση του συνδυασμού ενός αναστολέα ΜΕΑ με έναν αποκλειστή των
υποδοχέων αγγειοτασίνης II.
Η ONTARGET ήταν μία μελέτη που διεξήχθη σε ασθενείς με ιστορικό
καρδιαγγειακής ή εγκεφαλικής αγγειακής νόσου ή σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2
συνοδευόμενο από ένδειξη βλάβης τελικού οργάνου. Η VA NEPHRON D ήταν
μία μελέτη σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και διαβητική
νεφροπάθεια.
Αυτές οι μελέτες δεν έχουν δείξει σημαντικά ωφέλιμη επίδραση στις νεφρικές
και/ή στις καρδιαγγειακές εκβάσεις και τη θνησιμότητα, ενώ παρατηρήθηκε
αυξημένος κίνδυνος υπερκαλιαιμίας, οξείας νεφρικής βλάβης και/ή υπότασης
σε σύγκριση με τη μονοθεραπεία. Δεδομένων των παρόμοιων
φαρμακοδυναμικών ιδιοτήτων, τα αποτελέσματα αυτά είναι επίσης σχετικά για
άλλους αναστολείς ΜΕΑ και αποκλειστές των υποδοχέων αγγειοτασίνης ΙΙ.
Ως εκ τούτου, οι αναστολείς ΜΕΑ και οι αποκλειστές των υποδοχέων
αγγειοτασίνης ΙΙ δε θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα σε ασθενείς με
διαβητική νεφροπάθεια.
Η ALTITUDE (Aliskiren Trial in Type 2 Diabetes Using Cardiovascular and
Renal Disease Endpoints) ήταν μία μελέτη που σχεδιάστηκε για να ελέγξει το
όφελος της προσθήκης αλισκιρένης σε μία πρότυπη θεραπεία με έναν
αναστολέα ΜΕΑ ή έναν αποκλειστή υποδοχέων αγγειοτασίνης ΙΙ σε ασθενείς
με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και χρόνια νεφρική νόσο, καρδιαγγειακή νόσο
ή και τα δύο. Η μελέτη διεκόπη πρόωρα λόγω του αυξημένου κινδύνου
ανεπιθύμητων εκβάσεων. Ο καρδιαγγειακός θάνατος και το εγκεφαλικό
επεισόδιο ήταν και τα δύο αριθμητικά συχνότερα στην ομάδα της αλισκιρένης
από ότι στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου και τα ανεπιθύμητα συμβάντα και
τα σοβαρά ανεπιθύμητα συμβάντα που ενδιαφέρουν (υπερκαλιαιμία, υπόταση
18
και νεφρική δυσλειτουργία) αναφέρθηκαν συχνότερα στην ομάδα της
αλισκιρένης από ό,τι στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση:
Μετά από του στόματος χορήγηση βαλσαρτάνης μόνο, οι μέγιστες
συγκεντρώσεις της βαλσαρτάνης στο πλάσμα επιτυγχάνονται σε 2-4 ώρες με
δισκία και 1-2 ώρες με σύνθεση διαλύματος. Η μέση απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα
είναι 23% και 39% με δισκία και σύνθεση διαλύματος αντίστοιχα. Οι τροφές
μειώνουν την έκθεση (όπως μετριέται από την AUC) στη βαλσαρτάνη κατά
περίπου 40% και τις μέγιστες συγκεντρώσεις της βαλσαρτάνης στο πλάσμα
(C
max
) κατά περίπου 50%, παρόλο που 8 ώρες περίπου μετά τη χορήγηση των
δόσεων οι συγκεντρώσεις της βαλσαρτάνης στο πλάσμα είναι παρόμοιες για
την ομάδα που πήρε τροφή και αυτήν που βρισκόταν σε κατάσταση νηστείας.
Αυτή η μείωση στην περιοχή συγκεντρώσεων κάτω από την καμπύλη (AUC),
ωστόσο, δε συνοδεύεται από κλινικά σημαντική μείωση στη θεραπευτική
δράση, επομένως η βαλσαρτάνη μπορεί να λαμβάνεται με ή χωρίς τροφή.
Κατανομή:
Ο όγκος κατανομής σταθερής κατάστασης της βαλσαρτάνης έπειτα από
ενδοφλέβια χορήγηση είναι περίπου 17 λίτρα, υποδεικνύοντας ότι η
βαλσαρτάνη δεν κατανέμεται εκτενώς στους ιστούς. Η βαλσαρτάνη δεσμεύεται
ισχυρά με τις πρωτεΐνες του ορού (94-97%), κυρίως με τη λευκωματίνη του
ορού.
Βιομετασχηματισμός:
Η βαλσαρτάνη δε βιομετασχηματίζεται σε υψηλό βαθμό καθώς περίπου μόνο το
20% της δόσης ανακτάται ως μεταβολίτες. Ένας υδροξυμεταβολίτης έχει
αναγνωρισθεί στο πλάσμα σε χαμηλές συγκεντρώσεις (λιγότερο από το 10%
των συγκεντρώσεων της περιοχής κάτω από την καμπύλη (AUC) της
βαλσαρτάνης). Αυτός ο μεταβολίτης είναι φαρμακολογικά αδρανής.
Αποβολή:
Η βαλσαρτάνη εμφανίζει πολυεκθετική φθίνουσα κινητική (t
½α
< 1 ώρα και t
½ß
περίπου 9 ώρες). Η βαλσαρτάνη αποβάλλεται κυρίως μέσω χολικής απέκκρισης
στα κόπρανα (περίπου το 83% της δόσης) και μέσω νεφρικής απέκκρισης στα
ούρα (περίπου το 13% της δόσης), κυρίως σαν αμετάβλητο φάρμακο. Έπειτα
από ενδοφλέβια χορήγηση, η κάθαρση της βαλσαρτάνης στο πλάσμα είναι
περίπου 2 l/h και η νεφρική της κάθαρση είναι 0,62 l/h (περίπου το 30% της
συνολικής κάθαρσης). Ο χρόνος ημίσειας ζωής της βαλσαρτάνης είναι 6 ώρες.
Σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια (μόνο για τα 40 mg , 80 mg και 160 mg ):
Ο μέσος χρόνος μέχρι τη μέγιστη συγκέντρωση και ο χρόνος ημίσειας ζωής-
απέκκρισης της βαλσαρτάνης στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια είναι
παρόμοιοι με αυτούς που παρατηρούνται σε υγιείς εθελοντές. Οι τιμές AUC και
C
max
της βαλσαρτάνης είναι σχεδόν ανάλογες με την αύξηση της δόσης στο
εύρος δοσολογίας στην κλινική πράξη (40 έως 160 mg δύο φορές την ημέρα). Ο
μέσος συντελεστής συσσώρευσης είναι περίπου 1,7. Η κάθαρση της
βαλσαρτάνης που παρατηρείται μετά από χορήγηση από το στόμα είναι περίπου
4,5 l/h. Η ηλικία δεν επηρεάζει την φαινομενική κάθαρση στους ασθενείς με
καρδιακή ανεπάρκεια.
Ειδικοί πληθυσμοί
19
Ηλικιωμένοι
Κάπως υψηλότερη συστηματική έκθεση στη βαλσαρτάνη παρατηρήθηκε σε
ορισμένα ηλικιωμένα άτομα από ό,τι σε νέα άτομα. Ωστόσο, δεν έχει
καταδειχθεί ότι αυτό έχει οποιαδήποτε κλινική σημασία.
Έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας
Όπως αναμένεται για μία ουσία, όπου η νεφρική κάθαρση είναι υπεύθυνη μόνο
για το 30% της συνολικής κάθαρσης στο πλάσμα, δεν παρατηρήθηκε καμία
συσχέτιση μεταξύ νεφρικής λειτουργίας και συστηματικής έκθεσης στη
βαλσαρτάνη. Δεν απαιτείται, κατά συνέπεια, προσαρμογή της δοσολογίας σε
ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης >10 ml/min). Επί του
παρόντος δεν υπάρχει εμπειρία για την ασφαλή χρήση σε ασθενείς με κάθαρση
κρεατινίνης <10 ml/min και σε ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοδιύλιση,
επομένως η βαλσαρτάνη θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε αυτούς
τους ασθενείς (βλέπε παραγράφους 4.2 και 4.4).
Η βαλσαρτάνη έχει υψηλή δέσμευση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος και είναι
απίθανο να απομακρυνθεί με αιμοδιύλιση.
Ηπατική δυσλειτουργία
Περίπου το 70% της απορροφούμενης δόσης απεκκρίνεται στη χολή, κυρίως
σαν αναλλοίωτη ένωση. Η βαλσαρτάνη δεν υφίσταται αξιοσημείωτο
βιομετασχηματισμό. Διπλασιασμός της έκθεσης (AUC) παρατηρήθηκε σε
ασθενείς με ήπια έως μέτρια ηπατική δυσλειτουργία σε σύγκριση με υγιή
άτομα. Ωστόσο, δεν παρατηρήθηκε συσχέτιση μεταξύ της συγκέντρωσης της
βαλσαρτάνης στο πλάσμα έναντι του βαθμού ηπατικής δυσλειτουργίας. Το
Valsartan/Sandoz δεν έχει μελετηθεί σε ασθενείς με βαριά ηπατική
δυσλειτουργία (βλ. παραγράφους 4.2, 4.3 και 4.4).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Σε μία μελέτη 26 παιδιατρικών υπερτασικών ασθενών (ηλικίας 1 έως 16 ετών),
στους οποίους χορηγήθηκε εφάπαξ δόση εναιωρήματος βαλσαρτάνης (μέση
τιμή: 0,9 έως 2 mg/kg, με μέγιστη δόση 80 mg), η κάθαρση (λίτρα/h/kg) της
βαλσαρτάνης ήταν συγκρίσιμη σε όλο το ηλικιακό εύρος 1 έως 16 ετών και
παρόμοια με εκείνη των ενηλίκων που έλαβαν την ίδια σύνθεση.
Νεφρική δυσλειτουργία
Χρήση σε παιδιατρικούς ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης <30 ml/min και
παιδιατρικούς ασθενείς που υποβάλλονται σε διύλιση δεν έχει μελετηθεί,
επομένως η βαλσαρτάνη δε συνιστάται σε αυτούς τους ασθενείς. Δεν
απαιτείται αναπροσαρμογή της δόσης για παιδιατρικούς ασθενείς με κάθαρση
κρεατινίνης >30 ml/min. Η νεφρική λειτουργία και το κάλιο ορού θα πρέπει να
παρακολουθούνται στενά (βλ. παραγράφους 4.2 και 4.4).
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα μη κλινικά δεδομένα δεν αποκαλύπτουν ιδιαίτερο κίνδυνο για τον άνθρωπο
με βάση τις συμβατικές μελέτες φαρμακολογικής ασφάλειας, τοξικότητας
επαναλαμβανόμενων δόσεων, γονοτοξικότητας, ενδεχόμενης καρκινογόνου
δράσης.
Σε αρουραίους, μητρικές τοξικές δόσεις (600 mg/kg/ημέρα) κατά τις τελευταίες
ημέρες της κύησης και κατά τη γαλουχία οδήγησαν σε μικρότερη επιβίωση,
χαμηλότερη αύξηση βάρους και καθυστερημένη ανάπτυξη (αποκόλληση του
πτερυγίου του ωτός και του έξω ακουστικού πόρου) των απογόνων (βλ.
παράγραφο 4.6). Οι δόσεις αυτές σε αρουραίους (600 mg/kg/ημέρα) είναι
περίπου 18 φορές η μέγιστη συνιστώμενη ανθρώπινη δόση σε βάση mg/m
2
(οι
20
υπολογισμοί θεωρούν ως δεδομένη μια από του στόματος δόση των 320
mg/ημέρα και ασθενή 60 κιλών).
Σε μη κλινικές μελέτες για την ασφάλεια, υψηλές δόσεις βαλσαρτάνης (200
έως 600 mg/kg σωματικού βάρους) προκάλεσαν στους αρουραίους μείωση των
παραμέτρων των ερυθρών αιμοσφαιρίων (ερυθροκύτταρα, αιμοσφαιρίνη,
αιματοκρίτης) και ένδειξη μεταβολών στη νεφρική αιμοδυναμική (ελαφρά
αυξημένη ουρία του πλάσματος, υπερπλασία των νεφρικών σωληναρίων και
βασεοφιλία σε άρρενες). Οι δόσεις αυτές σε αρουραίους (200 και 600
mg/kgμέρα) είναι περίπου 6 και 18 φορές η μέγιστη συνιστώμενη ανθρώπινη
δόση σε βάση mg/m
2
(οι υπολογισμοί θεωρούν ως δεδομένη μια από του
στόματος δόση των 320 mg/ημέρα και ασθενή 60 κιλών).
Σε αρκτόμυες σε παρόμοιες δόσεις, οι μεταβολές ήταν παρόμοιες αν και
σοβαρότερες, ιδιαίτερα στα νεφρά, όπου οι μεταβολές εξελίχθηκαν σε
νεφροπάθεια, που περιλάμβανε αυξημένη ουρία και κρεατινίνη.
Υπερτροφία των παρασπειραματικών κυττάρων παρατηρήθηκε επίσης και στα
δύο είδη ζώων. Όλες οι μεταβολές θεωρήθηκε ότι προκλήθηκαν από τη
φαρμακολογική δράση της βαλσαρτάνης, που προκαλεί παρατεταμένη υπόταση,
ιδιαίτερα στους αρκτόμυες. Για τις θεραπευτικές δόσεις βαλσαρτάνης στον
άνθρωπο, η υπερτροφία των παρασπειραματικών κυττάρων δε φαίνεται να έχει
καμία σχετική σημασία.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η ημερήσια από του στόματος χορήγηση δόσης βαλσαρτάνης σε
νεογέννητους/εφήβους αρουραίους (από τη μεταγεννητική ημέρα 7 έως τη
μεταγεννητική ημέρα 70) σε δόσεις τόσο χαμηλές όσο 1 mg/kgμέρα (περίπου
10-35% της μέγιστης συνιστώμενης παιδιατρικής δόσης των 4 mg/kg/ημέρα με
βάση συστηματική έκθεση) οδήγησε σε εμμένουσα, μη αναστρέψιμη νεφρική
βλάβη. Αυτές οι δράσεις που αναφέρονται παραπάνω, αντιπροσωπεύουν
αναμενόμενη υπερβολική φαρμακολογική δράση αναστολέων του
Μετατρεπτικού Ενζύμου της Αγγειοτασίνης και αποκλειστών τύπου 1 της
αγγειοτασίνης ΙΙ. Τέτοιες δράσεις παρατηρούνται εάν αρουραίοι λάβουν
θεραπεία κατά τις πρώτες 13 ημέρες ζωής. Αυτό το διάστημα συμπίπτει με 36
εβδομάδες κύησης στον άνθρωπο, το οποίο θα μπορούσε περιστασιακά να
παραταθεί έως τις 44 εβδομάδες μετά από τη σύλληψη στον άνθρωπο. Οι
αρουραίοι στη μελέτη εφήβων αρουραίων έλαβαν δόση μέχρι την ημέρα 70 και
δεν μπορούν να αποκλειστούν επιδράσεις στη νεφρική ωρίμανση
(μεταγεννητική 4-6 εβδομάδες). Η λειτουργική νεφρική ωρίμανση αποτελεί
συνεχή διεργασία μέσα στο πρώτο έτος της ζωής στον άνθρωπο. Συνεπώς, δεν
μπορεί να αποκλειστεί κλινική συσχέτιση σε παιδιά <1 έτους ηλικίας, ενώ
προκλινικά δεδομένα δεν υποδεικνύουν θέμα ασφάλειας για παιδιά ηλικίας
άνω του 1 έτους.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Πυρήνας δισκίου:
Κυτταρίνη μικροκρυσταλλική
Κροσποβιδόνη
Colloidal anhydrous silica
Μαγνήσιο στεατικό.
Επικάλυψη με λεπτό υμένιο:
40 mg:
Υπρομελλόζη
21
Τιτανίου διοξείδιο (E171)
Πολυαιθυλενογλυκόλη 8000
Σιδήρου οξείδιο ερυθρό (E172)
Σιδήρου οξείδιο κίτρινο (E172)
Σιδήρου οξείδιο μέλαν (E172)
80 mg:
Υπρομελλόζη
Τιτανίου διοξείδιο (E171)
Πολυαιθυλενογλυκόλη 8000
Σιδήρου οξείδιο ερυθρό (E172)
Σιδήρου οξείδιο κίτρινο (E172)
160 mg:
Υπρομελλόζη
Τιτανίου διοξείδιο (E171)
Πολυαιθυλενογλυκόλη 8000
Σιδήρου οξείδιο ερυθρό (E172)
Σιδήρου οξείδιο κίτρινο (E172)
Σιδήρου οξείδιο μέλαν (E172)
320 mg:
Υπρομελλόζη
Τιτανίου διοξείδιο (E171)
Πολυαιθυλενογλυκόλη 8000
Σιδήρου οξείδιο ερυθρό (E172)
Σιδήρου οξείδιο κίτρινο (E172)
Σιδήρου οξείδιο μέλαν (E172)
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
3 χρόνια
6.4Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 30ºC.
Φυλάσσετε στην αρχική συσκευασία για να προστατεύεται από την υγρασία.
6.5Φύση και συστατικά του περιέκτη
Valsartan/Sandoz επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία 40 mg/-80 mg/-160 mg:
Συσκευασίες κυψέλης από PVC/PVDC
Συσκευασίες κυψέλης από PVC/PE/PVDC
Συσκευασίες κυψέλης από PA/AL/PVC
Όλες οι συσκευασίες κυψέλης φέρουν υποστηρικτικό φύλλο αλουμινίου με
στρώμα θερμής σφράγισης (Vinyl/Acryl).
Μεγέθη συσκευασίας: μια συσκευασία περιέχει 7, 10, 14, 15, 20, 28, 30, 50,
50x1, 56, 60, 84, 90, 98, 100 ή 280 επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία.
Valsartan/Sandoz επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία 320 mg:
Συσκευασίες κυψέλης από PVC/PVDC
22
Συσκευασίες κυψέλης από PA/AL/PVC
Όλες οι συσκευασίες κυψέλης φέρουν υποστηρικτικό φύλλο αλουμινίου με
στρώμα θερμής σφράγισης (Vinyl/Acryl).
Μεγέθη συσκευασίας: μια συσκευασία περιέχει 7, 10, 14, 15, 20, 28, 30, 50,
50x1, 56, 60, 84, 90, 98, 100 ή 280 επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Καμία ειδική υποχρέωση.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Sandoz GmbH
Biochemiestrasse 10
6250 Kundl, Αυστρία
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
23