ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Bilaz 20 mg δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε δισκίο περιέχει 20 mg βιλαστίνης.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Δισκίο.
Ωοειδή, αμφίκυρτα δισκία λευκού χρώματος με χαραγή (μήκος 10mm, πλάτος 5mm).
Η χαραγή χρησιμεύει μόνο για να διευκολύνει τη θραύση του δισκίου και την κατάποσή
του και όχι για τον διαχωρισμό σε ίσες δόσεις.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Συμπτωματική θεραπεία της αλλεργικής ρινοεπιπεφυκίτιδας (εποχικής και χρόνιας) και
της κνίδωσης.
Το Bilaz ενδείκνυται για χρήση σε ενήλικες και εφήβους (ηλικίας 12 ετών και άνω).
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Ενήλικες και έφηβοι (ηλικίας 12 ετών και άνω)
20 mg βιλαστίνης (1 δισκίο) μία φορά την ημέρα για την ανακούφιση των
συμπτωμάτων της αλλεργικής ρινοεπιπεφυκίτιδας (εποχικής και χρόνιας) και της
κνίδωσης.
Το δισκίο θα πρέπει να λαμβάνεται μία ώρα πριν ή δύο ώρες μετά από την πρόσληψη
φαγητού ή φρουτοχυμού (βλέπε παράγραφο 4.5).
Ειδικοί Πληθυσμοί
Ηλικιωμένοι
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης στους ηλικιωμένους ασθενείς (βλέπε
παραγράφους 5.1 και 5.2).
Νεφρική δυσλειτουργία
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία λέπε
παράγραφο 5.2).
Ηπατική δυσλειτουργία
Δεν υπάρχει κλινική εμπειρία σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία. Από τη στιγμή
που η βιλαστίνη δεν μεταβολίζεται και η νεφρική κάθαρση είναι η κύρια οδός
αποβολής, η ηπατική δυσλειτουργία δεν αναμένεται να αυξήσει τη συστηματική έκθεση
πάνω από το όριο ασφαλείας. Επομένως, δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης σε
ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία (βλέπε παράγραφο 5.2).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Δεν υπάρχει σχετική χρήση της βιλαστίνης παιδιά ηλικίας 0 έως 2 ετών για τις
ενδείξεις της αλλεργικής ρινίτιδας και κνίδωσης. Η ασφάλεια και η
αποτελεσματικότητα στα παιδιά κάτω των 12 ετών δεν έχουν ακόμα τεκμηριωθεί.
Διάρκεια θεραπείας:
Στην αλλεργική ρινίτιδα η θεραπεία θα πρέπει να περιορίζεται για το χρονικό διάστημα
της έκθεσης στα αλλεργιογόνα. Για την εποχική αλλεργική ρινίτιδα η θεραπεία μπορεί
να διακόπτεται εφόσον τα συμπτώματα έχουν υποχωρήσει και να ξαναρχίζει με την
επανεμφάνισή τους. Σε ασθενείς με χρόνια αλλεργική ρινίτιδα, μπορεί να προτείνεται
συνεχής θεραπεία κατά τη διάρκεια των περιόδων έκθεσής τους στα αλλεργιογόνα. Για
την κνίδωση η διάρκεια θεραπείας εξαρτάται από τον τύπο, τη διάρκεια και την εξέλιξη
των συμπτωμάτων.
Τρόπος χορήγησης
Από του στόματος χρήση.
Το δισκίο είναι να καταπίνεται με νερό. Συνιστάται η λήψη της ημερήσιας δόσης σε
μία εφάπαξ πρόσληψη.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην
παράγραφο 6.1.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η αποτελεσματικότητα και ασφάλεια της βιλαστίνης σε παιδιά κάτω των 12 ετών δεν
έχει τεκμηριωθεί.
Σε ασθενείς με μέτρια ή σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία, η συγχορήγηση βιλαστίνης με
αναστολείς της P-γλυκοπρωτεΐνης, όπως είναι η κετοκοναζόλη, η ερυθρομυκίνη, η
κυκλοσπορίνη, η ριτοναβίρη ή η διλτιαζέμη, μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα της
βιλαστίνης στο πλάσμα και κατά συνέπεια να αυξήσει τον κίνδυνο ανεπιθύμητων
ενεργειών από τη βιλαστίνη. Έτσι, η συγχορήγηση της βιλαστίνης με αναστολείς της P-
γλυκοπρωτεϊνης, θα πρέπει να αποφεύγεται σε ασθενείς με μέτρια ή σοβαρή νεφρική
δυσλειτουργία.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Αλληλεπίδραση με το φαγητό: Το φαγητό μειώνει σημαντικά την από του στόματος
βιοδιαθεσιμότητα της βιλαστίνης κατά 30%.
Αλληλεπίδραση με τον χυμό από γκρέιπφρουτ: η ταυτόχρονηλήψη 20 mg βιλαστίνης και
χυμού από γκρέιπφρουτ μείωσε τη βιοδιαθεσιμότητα της βιλαστίνης κατά 30%. Η
επίδραση αυτή μπορεί να υφίσταται και με τους χυμούς άλλων φρούτων. Ο βαθμός της
μείωσης της βιοδιαθεσιμότητας μπορεί να ποικίλει μεταξύ των παραγωγών και των
φρούτων. Ο μηχανισμός για αυτή την αλληλεπίδραση είναι μια αναστολή του
ΟΑΤΡ1A2, ενός μεταφορέα πρόσληψης για το οποίο η βιλαστίνη είναι ένα υπόστρωμα
(βλέπε παράγραφο 5.2). Φαρμακευτικά προϊόντα τα οποία είναι υποστρώματα ή
αναστολείς του ΟΑΤΡ1Α2, όπως η ριτοναβίρη ή η ριφαμπικίνη, μπορεί επίσης να έχουν
την δυνατότητα να μειώσουν τις συγκεντρώσεις στο πλάσμα της βιλαστίνης.
Αλληλεπίδραση με την κετοκοναζόλη ή την ερυθρομυκίνη: Η ταυτόχρονη λήψη
βιλαστίνης και κετοκοναζόλης ή ερυθρομυκίνης αύξησε την AUC της βιλαστίνης κατά
δύο φορές και τη C
max
κατά 2-3 φορές. Οι αλλαγές αυτές μπορεί να εξηγηθούν από την
αλληλεπίδραση με τους εντερικούς μεταφορείς εκροής, καθώς η βιλαστίνη είναι
υπόστρωμα για τηP-gp και δεν μεταβολίζεται (βλέπε παράγραφο 5.2). Οι αλλαγές αυτές
δεν φαίνεται να επηρεάζουν το προφίλ ασφάλειας της βιλαστίνης και της
κετοκοναζόλης ή της ερυθρομυκίνης, αντίστοιχα. Άλλα φαρμακευτικά προϊόντα τα
οποία είναι υποστρώματα ή αναστολείς της P-gp, όπως η κυκλοσπορίνη, μπορεί επίσης
να έχουν την δυνατότητα να αυξήσουν τις συγκεντρώσεις στο πλάσμα της βιλαστίνης.
Αλληλεπίδραση με τη διλτιαζέμη: Η ταυτόχρονη λήψη 20 mg βιλαστίνης και 60 mg
διλτιαζέμης αύξησε τη C
max
της βιλαστίνης κατά 50%. Η επίδραση αυτή μπορεί να
αποδοθεί στην αλληλεπίδραση με τους εντερικούς μεταφορείς εκροής (βλέπε
παράγραφο 5.2.), αλλά δεν φαίνεται να επηρεάζει το προφίλ ασφάλειας της βιλαστίνης.
Αλληλεπίδραση με το αλκοόλ: Η ψυχοκινητική απόδοση μετά από την ταυτόχρονη λήψη
αλκοόλ και 20 mg βιλαστίνης ήταν παρόμοια με αυτή που παρατηρήθηκε μετά από την
κατανάλωση αλκοόλ και τη λήψη εικονικού φαρμάκου.
Αλληλεπίδραση με τη λοραζεπάμη: Η ταυτόχρονη λήψη 20 mg βιλαστίνης και 3 mg
λοραζεπάμης για 8 ημέρες δεν ενίσχυσε την κατασταλτική δράση της λοραζεπάμης στο
ΚΝΣ.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Μελέτες αλληλεπιδράσεων έχουν πραγματοποιηθεί μόνο σε ενήλικες. Η έκταση της
αλληλεπίδρασης με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
αναμένεται να είναι παρόμοια στον παιδιατρικό πληθυσμό ηλικίας από 12 έως 17
ετών.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση: Δεν υπάρχουν ή υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα από τη χρήση της βιλαστίνης
σε εγκύους.
Οι μελέτες σε ζώα δεν καταδεικνύουν άμεσες ή έμμεσες επικίνδυνες επιπτώσεις όσον
αφορά στην τοξικότητα στην αναπαραγωγική ικανότητα, στον τοκετό ή τη
μεταγεννητική ανάπτυξη (βλέπε παράγραφο 5.3). Ως μέτρο προφύλαξης, είναι
προτιμότερο να αποφεύγεται η χρήση του Bilaz κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Θηλασμός: Η απέκκριση της βιλαστίνης στο γάλα δεν έχει μελετηθεί σε ανθρώπους. Τα
διαθέσιμα
φαρμακοκινητικά δεδομένα σε ζώα έδειξαν απέκκριση της βιλαστίνης στο γάλα (βλέπε
παράγραφο 5.3). Πρέπει να αποφασιστεί εάν θα διακοπεί ο θηλασμός ή θα διακοπεί/θα
αποφευχθεί η θεραπεία, λαμβάνοντας υπόψη το όφελος του θηλασμού για το παιδί και
το όφελος της θεραπείας με τη βιλαστίνη για τη μητέρα.
Γονιμότητα: Δεν υπάρχουν ή υπάρχουν περιορισμένα κλινικά δεδομένα. Μία μελέτη σε
αρουραίους δεν έδειξε καμία αρνητική επίδραση στη γονιμότητα (βλέπε παράγραφο
5.3).
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε για να εκτιμηθούν οι επιδράσεις της βιλαστίνης
στην ικανότητα οδήγησης έδειξε ότι η θεραπεία με τα 20 mg δεν επηρέασε την
ικανότητα οδήγησης. Παρόλα αυτά, οι ασθενείς πρέπει να ενημερώνονται ότι πολύ
σπάνια μερικοί άνθρωποι παρουσιάζουν υπνηλία, η οποία μπορεί να επηρεάσει την
ικανότητά τους για οδήγηση ή χειρισμό μηχανημάτων.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Σύνοψη του προφίλ ασφαλείας
Η συχνότητα εμφάνισης των ανεπιθύμητων ενεργειών σε ασθενείς που έπασχαν από
αλλεργική ρινοεπιπεφυκίτιδα ή χρόνια ιδιοπαθή κνίδωση, οι οποίοι έλαβαν θεραπεία με
20 mg βιλαστίνης στις κλινικές μελέτες ήταν συγκρίσιμη με την συχνότητα εμφάνισης
σε ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο (12,7% έναντι 12,8%).
Οι κλινικές δοκιμές φάσης ΙΙ και ΙΙΙ που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του
προγράμματος κλινικής ανάπτυξης περιλάμβαναν 2.525 ασθενείς που έλαβαν θεραπεία
με διαφορετικές δόσεις βιλαστίνης, από τους οποίους 1.697 έλαβαν βιλαστίνη 20mg. Σε
αυτές τις δοκιμές 1.362 αθενείς έλαβαν εικονικό φάρμακο. Οι συχνότερα αναφερθείσες
ανεπιθύμητες ενέργειες από ασθενείς που έλαβαν 20 mg βιλαστίνης για την ένδειξη
της αλλεργικής ρινίτιδας ή της χρόνιας ιδιοπαθούς κνίδωσης ήταν ο πονοκέφαλος, η
υπνηλία, η ζάλη και η κόπωση. Η συχνότητα αυτών των ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν
συγκρίσιμη με αυτή των ασθενών που έλαβαν εικονικό φάρμακο.
Συνοπτικός πίνακας ανεπιθύμητων ενεργειών
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες τουλάχιστον πιθανώς συσχετιζόμενες με τη βιλαστίνη που
αναφέρθηκαν σε περισσότερο από το 0,1% των ασθενών που έλαβαν 20 mg βιλαστίνης
κατά τη διάρκεια του προγράμματος κλινικής ανάπτυξης (Ν=1.697) παρατίθενται στη
συνέχεια σε μορφή πίνακα.
Οι συχνότητες ορίζονται ως εξής:
Πολύ συχνές (≥ 1/10)
Συχνές (≥1/100 έως <1/10)
Όχι συχνές (≥1/1.000 έως <1/100)
Σπάνιες (≥1/10.000 έως <1/1,000)
Πολύ σπάνιες (<1/10.000)
Μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα)
Οι σπάνιες, πολύ σπάνιες και οι ανεπιθύμητες ενέργειες με μη γνωστή συχνότητα δεν
έχουν συμπεριληφθεί στον πίνακα.
Κατηγορία οργανικού συστήματος
Συχνότητα Ανεπιθύμητη
ενέργεια
Βιλαστίνη
20 mg
N=1.697
Όλες οι
δόσεις
βιλαστίνης
N=2.525
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις
Όχι συχνές Επιχείλιος έρπης
2 (0,12%) 2 (0,08%)
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Όχι συχνές Αυξημένη όρεξη
10 (0,59%) 11 (0,44%)
Ψυχιατρικές διαταραχές
Όχι συχνές
Άγχος
6 (0,35%) 8 (0,32%)
Αϋπνία
2 (0.12%) 4 (0,16%)
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Συχνές
Υπνηλία
52 (3,06%) 82 (3,25%)
Κεφαλαλγία
68(4,01%) 90 (3,56%)
Όχι συχνές Ζάλη
14 (0,83%) 23 (0,91%)
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου
Όχι συχνές
Εµβοές
2 (0,12%) 2 (0,08%)
Ίλιγγος
3 (0,18%) 3 (0,12%)
Καρδιακές διαταραχές
Κατηγορία οργανικού συστήματος
Συχνότητα Ανεπιθύμητη
ενέργεια
Βιλαστίνη
20 mg
N=1.697
Όλες οι
δόσεις
βιλαστίνης
N=2.525
Όχι συχνές Αποκλεισμός δεξιού
σκέλους
4 (0,24%) 5 (0,20%)
Φλεβοκομβική αρρυθμία
5 (0,30%) 5 (0,20%)
Ηλεκτροκαρδιογραφική
παράταση του
QT
9 (0,53%) 10 (0,40%)
Άλλες ανωμαλίες στο
ΗΚΓ
7 (0,41%) 11 (0,44%)
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του
μεσοθωράκιου
Όχι συχνές
Δύσπνοια
2 (0,12%) 2 (0,08%)
Ρινική δυσφορία
2 (0,12%) 2 (0,08%)
Ξηρότητα ρινικού
βλεννογόνου
3 (0,18%) 6 (0,24%)
Διαταραχές του γαστρεντερικού
Όχι συχνές
Άλγος άνω κοιλίας
11 (0,65%) 14 (0,55%)
Κοιλιακό άλγος
5 (0,30%) 5 (0,20%)
Ναυτία
7 (0,41%) 10 (0,40%)
Δυσφορία στομάχου
3 (0,18%) 4 (0,16%)
Διάρροια
4 (0,24%) 6 (0,24%)
Ξηροστομία
2 (0,12%) 6 (0,24%)
Δυσπεψία
2 (0,12%) 4 (0,16%)
Γαστρίτιδα
4 (0,24%) 4 (0,16%)
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Όχι συχνές Kνησμός
2 (0,12%) 4 (0,16%)
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Όχι συχνές
Κόπωση
14 (0,83%) 19 (0,75%)
Δίψα
3 (0,18%) 4 (0,16%)
Βελτίωση προϋπάρχουσας
κατάστασης
2 (0,12%) 2 (0,08%)
Πυρεξία
2 (0,12%) 3 (0,12%)
Εξασθένιση
3 (0,18%) 4 (0,16%)
Παρακλινικές εξετάσεις
Όχι συχνές Αυξημένη γ-
γλουταμυλτρανσφεράση
7 (0,41%) 8 (0,32%)
Αυξημένη
αμινοτρανσφεράση της
αλανίνης
5 (0,30%) 5 (0,20%)
Αυξημένη ασπαρτική
αμινοτρανσφεράση
3 (0,18%) 3 (0,12%)
Αυξημένη κρεατινίνη
αίματος
2 (0,12%) 2 (0,08%)
Αυξημένα τριγλυκερίδια
αίματος
2 (0,12%) 2 (0,08%)
Αύξηση σωματικού
βάρους
8 (0,47%) 12 (0,48%)
Συχνότητα μη-γνωστή
εν μπορεί να εκτιμηθεί από τα διαθέσιμα δεδομένα):
A
ίσθημα παλμών και ταχυκαρδία
έχουν παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια της
περιόδου μετά την κυκλοφορία στην αγορά.
Περιγραφή επιλεγμένων ανεπιθύμητων ενεργειών
Οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν δύο συχνές (υπνηλία και
κεφαλαλγία) και δύο όχι συχνές (ζάλη και κόπωση). Η συχνότητά τους με τη βιλαστίνη
έναντι του εικονικού φαρμάκου ήταν 3,06% έναντι 2,86% για την υπνηλία, 4,01%
έναντι 3,38% για την κεφαλαλγία, 0,83% έναντι 0,59% για τη ζάλη, και 0,83% έναντι
1,32% για την κόπωση.
Σχεδόν όλες οι ανεπιθύμητες ενέργειες, που περιλαμβάνονται στον παραπάνω πίνακα,
παρατηρήθηκαν είτε σε ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία με βιλαστίνη 20mg είτε με
εικονικό φάρμακο με παρόμοια συχνότητα εμφάνισης.
Οι πληροφορίες που συλλέχθησαν κατά την διάρκεια της παρακολούθησης μετά την
κυκλοφορία στην αγορά έχουν επιβεβαιώσει το προφίλ ασφαλείας που παρατηρήθηκε
κατά την κλινική ανάπτυξη.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Κατά τη διάρκεια του προγράμματος κλινικής ανάπτυξης η συχνότητα, ο τύπος και η
σοβαρότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών σε εφήβους (ηλικίας 12 ετών έως 17 ετών)
ήταν ίδια με αυτά που παρατηρήθηκαν στους ενήλικες. Οι πληροφορίες που
συλλέχθησαν σε αυτόν τον πληθυσμό κατά την διάρκεια της παρακολούθησης μετά την
κυκλοφορία στην αγορά έχουν επιβεβαιώσει τα ευρήματα των κλινικών δοκιμών.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας
κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή
παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται
από τους επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες
ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς:
Ελλάδα
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων
Μεσογείων 284
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: + 30 213 2040380/337
Φαξ: + 30 210 6549585
Ιστότοπος: http :// www . eof . gr
Κύπρος
Φαρμακευτικές Υπηρεσίες
Υπουργείο Υγείας
CY-1475 Λευκωσία
Φαξ: + 357 22608649
Ιστότοπος: www . moh . gov . cy / phs
4.9 Υπερδοσολογία
Οι πληροφορίες σε σχέση με την οξεία υπερδοσολογία της βιλαστίνης ανακτήθηκαν
από την εμπειρία των κλινικών μελετών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του
προγράμματος ανάπτυξης και της παρακολούθησης μετά την κυκλοφορία στην αγορά.
Σε κλινικές δοκιμές, μετά από χορήγηση βιλαστίνης σε δόσεις 10 έως 11 φορές πάνω
από τη θεραπευτική δόση (220 mg μία δόση μόνο, ή 200 mg/ημέρα για 7 ημέρες) σε
υγιείς εθελοντές, η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών που οφείλονταν στη
θεραπεία ήταν δύο φορές υψηλότερη σε σχέση με το εικονικό φάρμακο. Οι συχνότερα
αναφερθείσες ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν ζάλη, κεφαλαλγία και ναυτία. Δεν
αναφέρθηκε καμία σοβαρή ανεπιθύμητη ενέργεια και καμία σημαντική παράταση του
διαστήματος QTc. Οι πληροφορίες που συλλέχθησαν κατά την παρακολούθηση μετά την
κυκλοφορία στην αγορά είναι σύμφωνες με αυτές που αναφέρθηκαν στις κλινικές
δοκιμές.
Η κριτική αξιολόγηση της επίδρασης των πολλαπλών δόσεων βιλαστίνης (100 mg x 4
ημέρες) στην κοιλιακή επαναπόλωση με «εκτενή διασταυρούμενη μελέτη του QT/QTc”
στην οποία συμμετείχαν 30 υγιείς εθελοντές δεν έδειξε σημαντική παράταση του QTc.
Στην περίπτωση υπερδοσολογίας συνιστάται συμπτωματική και υποστηρικτική
θεραπεία.
Δεν υπάρχει γνωστό ειδικό αντίδοτο για τη βιλαστίνη.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αντιϊσταμινικά για συστηματική χρήση, άλλα
αντιϊσταμινικά για συστηματική χρήση
Κωδικός ATC RO6AX29.
Η βιλαστίνη είναι ένας μη κατασταλτικός, μακράς δράσης ανταγωνιστής της
ισταμίνης με εκλεκτική ανταγωνιστική συγγένεια στον περιφερικό υποδοχέα Η
1
και
χωρίς συγγένεια για τους μουσκαρινικούς υποδοχείς.
Η βιλαστίνη ανέστειλε τις επαγόμενες από την ισταμίνη δερματικές αντιδράσεις
πομφού και ερυθήματος για 24 ώρες μετά από τη λήψη εφάπαξ δόσης.
Σε κλινικές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε ενήλικες και εφήβους ασθενείς με
ρινοεπιπεφυκίτιδα (εποχιακή και χρόνια), τα 20 mg βιλαστίνης, χορηγούμενα μία φορά
την ημέρα για 14-28 ημέρες, ήταν αποτελεσματικά στην ανακούφιση συμπτωμάτων
όπως είναι ο πταρμός, η ρινική καταρροή, ο ρινικός κνησμός, η ρινική συμφόρηση, ο
οφθαλμικός κνησμός, η δακρύρροια και η ερυθρότητα των οφθαλμών. Η βιλαστίνη
έλεγξε αποτελεσματικά τα συμπτώματα για 24 ώρες.
Σε δύο κλινικές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε ασθενείς με χρόνια ιδιοπαθή
κνίδωση, τα 20 mg βιλαστίνης, χορηγούμενα μία φορά την ημέρα για 28 ημέρες ήταν
αποτελεσματικά στην ανακούφιση της έντασης του κνησμού και του αριθμού και του
μεγέθους των πομφών, καθώς και της δυσφορίας των ασθενών λόγω της κνίδωσης. Οι
συνθήκες του ύπνου και η ποιότητα ζωής βελτιώθηκαν σε αυτούς τους ασθενείς.
Δεν παρατηρήθηκε καμία κλινικά σχετική παράταση του διαστήματος QTc ή άλλη
καρδιαγγειακή επίδραση στις κλινικές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν με τη
βιλαστίνη, ακόμα και σε δόσεις των 200 mg ημερησίως (10 φορές πάνω από την
κλινική δόση) για 7 ημέρες σε 9 άτομα, ή ακόμα και κατά τη συγχορήγηση με
αναστολείς της P-gp, όπως είναι η κετοκοναζόλη (24 άτομα) και η ερυθρομυκίνη (24
άτομα). Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε εκτενής μελέτη του QT στην οποία συμμετείχαν
30 εθελοντές.
Σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες στη συνιστώμενη δόση των 20 mg άπαξ ημερησίως, το
προφίλ ασφαλείας στο ΚΝΣ της βιλαστίνης ήταν παρόμοιο με αυτό του εικονικού
φαρμάκου και η επίπτωση της υπνηλίας δεν διέφερε στατιστικά από αυτή του
εικονικού φαρμάκου. Η βιλαστίνη σε δόσεις έως και 40 mg ημερησίως δεν επηρέασε
την ψυχοκινητική απόδοση στις κλινικές μελέτες και δεν επηρέασε την ικανότητα
οδήγησης στη συνήθη δοκιμασία οδήγησης.
Ηλικιωμένοι ασθενείς (≥ 65 ετών) που συμπεριελήφθησαν στις μελέτες φάσης II και III
δεν εμφάνισαν διαφορά στην αποτελεσματικότητα ή την ασφάλεια σε σχέση με τους
ασθενείς μικρότερης ηλικίας. Μία μετά την κυκλοφορία μελέτη σε 146 ηλικιωμένους
ασθενείς δεν έδειξε καμία διαφορά στο προφίλ ασφαλείας σε σχέση με τον πληθυσμό
ενηλίκων.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Έφηβοι (ηλικίας 12 ετών έως 17 ετών) συμπεριελήφθησαν στο πρόγραμμα κλινικής
ανάπτυξης. 128 έφηβοι έλαβαν βιλαστίνη κατά τη διάρκεια των κλινικών μελετών (81
σε διπλά τυφλές μελέτες σε αλλεργική ρινίτιδα). Άλλοι 116 έφηβοι κατανεμήθηκαν
τυχαία σε δραστικά συγκριτικά φάρμακα ή εικονικό φάρμακο. Δεν παρατηρήθηκαν
διαφορές στην ασφάλεια και αποτελεσματικότητα ανάμεσα στους ενήλικες και τους
εφήβους.
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων έχει δώσει αναβολή από την υποχρέωση
υποβολής των αποτελεσμάτων των μελετών με το Bilaz σε μία υποκατηγορία του
παιδιατρικού πληθυσμού στην θεραπεία της αλλεργικής ρινίτιδας και την θεραπεία της
κνίδωσης (βλέπε παράγραφο 4.2 για πληροφορίες σχετικά με την παιδιατρική χρήση).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Η βιλαστίνη απορροφάται ταχέως μετά από του στόματος χορήγηση με χρόνο έως τη
μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα περίπου 1,3 ώρες. Δεν παρατηρήθηκε συσσώρευση.
Η μέση τιμή βιοδιαθεσιμότητας της από του στόματος βιλαστίνης είναι 61%.
Κατανομή
In vitro
και
in vivo
μελέτες έχουν δείξει ότι η βιλαστίνη είναι ένα υπόστρωμα της Pgp
(βλέπε παράγραφο 4.5 «Αλληλεπίδραση με την κετοκοναζόλη, την ερυθρομυκίνη και τη
διλτιαζέμη») και του OATP (βλέπε παράγραφο 4.5 «Αλληλεπίδραση με τον χυμό από
γκρέιπφρουτ»). Η βιλαστίνη δεν εμφανίζεται να είναι υπόστρωμα άλλων μεταφορέων
όπως η BCRP ή νεφρικών μεταφορέων OCT2, OAT1 και ΟΑΤ3. Με βάση τις
in vitro
μελέτες, η βιλαστίνη δεν αναμένεται να αναστέλλει τους ακόλουθους μεταφορείς στη
συστηματική κυκλοφορία: P-gp, MRP2, BCRP, BSEP, OATP1B1, OATP1B3, OATP2B1,
OAT1, OAT3, OCT1, OCT2 και NTCP, εφόσον ανιχνεύτηκε ήπια μόνο αναστολή για P-gp,
ΟΑΤP2B1 και ΟCT1 με μία εκτιμώμενη IC
50
300μΜ πολύ μεγαλύτερη από την
υπολογισμένη κλινική C
max
στο πλάσμα και επομένως αυτές οι αλληλεπιδράσεις δεν θα
είναι κλινικά σχετικές. Παρόλα αυτά, με βάση αυτά τα αποτελέσματα η αναστολή από
τη βιλαστίνη των άλλων μεταφορέων που υπάρχουν στο εντερικό βλεννογόνο, π.χ. P-gp,
δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Σε θεραπευτικές δόσεις η βιλαστίνη δεσμεύεται κατά 84-90% από τις πρωτεΐνες του
πλάσματος.
Βιομετασχηματισμός
Η βιλαστίνη δεν προκάλεσε ούτε ανέστειλε τη δραστηριότητα των ισοενζύμων του
CYP450 στις
in vitro
μελέτες.
Αποβολή
Σε μια μελέτη ισοζυγίου μάζας (mass balance study), μετά από τη χορήγηση μίας
εφάπαξ δόσης 20 mg
14
C-βιλαστίνης, σχεδόν το 95% της χορηγηθείσας δόσης
ανακτήθηκε στα ούρα (28,3%) και τα κόπρανα (66,5%) ως αμετάβλητη βιλαστίνη,
επιβεβαιώνοντας ότι η βιλαστίνη δεν μεταβολίζεται σημαντικά στους ανθρώπους. Η
μέσος χρόνος ημίσειας ζωής αποβολής που υπολογίστηκε σε υγιείς εθελοντές ήταν 14,5
ώρες.
Γραμμικότητα
Η βιλαστίνη παρουσιάζει γραμμική φαρμακοκινητική στο μελετηθέν εύρος δόσεων (5
έως 220mg), με μικρή διατομική ποικιλία.
Νεφρική δυσλειτουργία
Σε μία μελέτη σε άτομα με νεφρική δυσλειτουργία, η μέση (SD) AUC
0-
αυξήθηκε από
737,4 (±260,8) ngxhr/ml στα άτομα χωρίς δυσλειτουργία (GFR: > 80 ml/min/1,73 m
2
)
σε: 967,4 (±140,2) ngxhr/ml στα άτομα με ήπια δυσλειτουργία (GFR: 50-80 ml/min/1,73
m
2
), 1.384,2 (±263,23) ngxhr/ml σε άτομα με μέτρια δυσλειτουργία (GFR: 30 - <50
ml/min/1,73 m
2
), και 1.708,5 (±699,0) ngxhr/ml σε άτομα με σοβαρή δυσλειτουργία
(GFR: < 30 ml/min/1,73 m
2
). Ο μέσος (SD) χρόνος ημίσειας ζωής της βιλαστίνης ήταν
9,3 ώρες 2,8) στα άτομα χωρίς δυσλειτουργία, 15,1 ώρες 7,7) στα άτομα με ήπια
δυσλειτουργία, 10,5 ώρες 2.,) στα άτομα με μέτρια δυσλειτουργία και 18,4 ώρες
11,4) στα άτομα με σοβαρή δυσλειτουργία. Η απέκκριση της βιλαστίνης στα ούρα
ολοκληρώθηκε ουσιαστικά μετά από 48 -72 ώρες σε όλα τα άτομα. Οι
φαρμακοκινητικές αυτές αλλαγές δεν αναμένεται να έχουν κλινικά σχετική επίδραση
στην ασφάλεια της βιλαστίνης, από τη στιγμή που τα επίπεδα της βιλαστίνης στο
πλάσμα σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία εξακολουθούν να βρίσκονται εντός του
εύρους ασφαλείας της βιλαστίνης.
Ηπατική δυσλειτουργία
Δεν υπάρχουν φαρμακοκινητικά δεδομένα για τα άτομα με ηπατική δυσλειτουργία. Η
βιλαστίνη δεν μεταβολίζεται στους ανθρώπους. Από τη στιγμή που τα αποτελέσματα
της μελέτης για τη νεφρική δυσλειτουργία δείχνουν ότι η νεφρική απέκκριση
συμβάλλει σημαντικά στην απέκκριση της βιλαστίνης, η έκκριση από τη χολή
αναμένεται να εμπλέκεται οριακά μόνο στην απέκκριση της βιλαστίνης. Οι αλλαγές
στην ηπατική λειτουργία δεν αναμένεται να έχουν κλινικά σχετική επίδραση στη
φαρμακοκινητική της βιλαστίνης.
Ηλικιωμένοι
Μόνο περιορισμένα φαρμακοκινητικά δεδομένα είναι διαθέσιμα για άτομα ηλικίας άνω
των 65 ετών. Δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές σε σχέση με τη ΦΚ
της βιλαστίνης σε ηλικιωμένους ηλικίας άνω των 65 ετών σε σύγκριση με τον ενήλικο
πληθυσμό ηλικίας μεταξύ 18 και 35 ετών.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα φαρμακοκινητικά δεδομένα για έφηβους (ηλικίας 12 ετών έως
17 ετών) καθώς η αναγωγή των δεδομένων των ενηλίκων κρίθηκε κατάλληλη για αυτό
το προϊόν.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα μη κλινικά δεδομένα με τη βιλαστίνη δεν αποκαλύπτουν ιδιαίτερο κίνδυνο για τον
άνθρωπο με βάση τις συμβατικές μελέτες φαρμακολογικής ασφάλειας, τοξικότητας
επαναλαμβανόμενων δόσεων, γονοτοξικότητας και ενδεχόμενης καρκινογόνου δράσης.
Σε μελέτες τοξικότητας στην αναπαραγωγική ικανότητα, επιδράσεις της βιλαστίνης
στο έμβρυο (απώλεια πριν και μετά από την εμφύτευση σε αρουραίους και ατελής
οστεοποίηση των οστών του κρανίου, του στέρνου και των άκρων σε κουνέλια)
παρατηρήθηκαν μόνο σε τοξικές δόσεις της μητέρας. Τα επίπεδα έκθεσης όπου δεν
παρατηρείται καμία επίδραση (NOAEL) υπερβαίνουν επαρκώς (>30 φορές) την
ανθρώπινη έκθεση στη συνιστώμενη θεραπευτική δόση.
Σε μια μελέτη γαλουχίας, η βιλαστίνη ταυτοποιήθηκε όταν στο γάλα αρουραίων που
θήλαζαν χορηγήθηκε μία
εφάπαξ δόση (20 mg/kg). Οι συγκεντρώσεις βιλαστίνης στο γάλα ήταν περίπου το
μισό από εκείνες στο
μητρικό πλάσμα. Η σημασία των αποτελεσμάτων αυτών για τον άνθρωπο είναι
άγνωστη.
Σε μια μελέτη γονιμότητας σε αρουραίους, η βιλαστίνη χορηγούμενη από του στόματος
έως και 1.000 mg/kg/ημέρα δεν επηρέασε τα γυναικεία και ανδρικά αναπαραγωγικά
όργανα. Οι δείκτες ζευγαρώματος, γονιμότητας και κύησης δεν επηρεάστηκαν.
Όπως βρέθηκε σε μία μελέτη διασποράς (distribution study) σε αρουραίους με
καθορισμένες συγκεντρώσεις του φαρμάκου μέσω αυτοραδιογραφίας, η βιλαστίνη δεν
συσσωρεύεται στο ΚΝΣ.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Κυτταρίνη, μικροκρυσταλλική
Γλυκολικό Νατριούχο Άμυλο τύπου Α (προερχόμενο από πατάτα)
Πυρίτιο, άνυδρο κολλοειδές
Μαγνήσιο Στεατικό
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
5 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν απαιτεί ιδιαίτερες συνθήκες φύλαξης.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Το φαρμακευτικό προϊόν συσκευάζεται σε κυψέλη (blister), η οποία αποτελείται από
δύο μέρη:
Laminate (φύλλο πολλών στιβάδων) που αποτελείται από προσανατολισμένο πολυαμίδιο
(εξωτερική πλευρά του laminate), αλουμίνιο και PVC (εσωτερική πλευρά του laminate)
Αλουμινόφυλλο
Το αλουμινόφυλλο θερμοσυγκολλάται με heatseal lacquer (συμπολυμερές PVC-PVAC και
ρητίνες butylmethacrylate) στο laminate μετά τη διαμόρφωση και το γέμισμα με δισκία.
Κάθε κυψέλη (blister) περιέχει 10 δισκία. Οι κυψέλες (blisters) συσκευάζονται σε
χάρτινα κουτιά.
Συσκευασίες: 10, 20, 30, 40 ή 50 δισκία.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να απορρίπτεται
σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
MENARINI INTERNATIONAL OPERATIONS LUXEMBOURG SA
1, Avenue de la Gare
L-1611 Luxembourg, Λουξεμβούργο
Τοπικός αντιπρόσωπος:
MENARINIHELLAS AE
Αν. Δαμβέργη 7,
104 45 Αθήνα
Τηλ: 210 8316111-3
Φαξ: 210 8317343
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Για την Ελλάδα: 44881
Για την Κύπρο: 21475
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Ημερομηνία πρώτης έγκρισης
Για την Ελλάδα: 7-7-2011
Για την Κύπρο: 21-9-2012
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ (ΜΕΡΙΚΗΣ) ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Φεβρουάριος 2017