Deferoxamine / Noridem όσο και ανά διαστήματα 3 μηνών, κατά τη διάρκεια της
θεραπείας, ειδικά αν τα επίπεδα φερριτίνης είναι χαμηλά. Διατηρώντας τον λόγο
μέσης ημερήσιας δόσης (mg/kg Deferoxamine / Noridem) διά της φερριτίνης του
ορού (micro g/L) κάτω από 0,025, μπορεί να μειωθεί ο κίνδυνος ακουομετρικών
ανωμαλιών σε ασθενείς που πάσχουν από θαλασσαιμία. Συνιστάται αναλυτική
οφθαλμολογική αξιολόγηση (μετρήσεις οπτικού πεδίου, βυθοσκόπηση και έλεγχος
χρωματικής όρασης, με χρήση ψευδοϊσοχρωματικών πινάκων και της χρωματικής
εξέτασης Farnsworth D-15, διερεύνηση με σχισμοειδή λυχνία, μελέτες οπτικών
προκλητών δυναμικών).
Αν παρουσιαστούν διαταραχές όρασης ή ακοής, η θεραπεία με Deferoxamine /
Noridem πρέπει να διακοπεί. Οι διαταραχές αυτές συνήθως είναι αναστρέψιμες. Αν
η θεραπεία με Deferoxamine / Noridem συνεχιστεί αργότερα με χαμηλότερη
δοσολογία, πρέπει να παρακολουθείται στενά η οφθαλμολογική/ακουστική
λειτουργία με τη δέουσα μέριμνα για την αναλογία κινδύνου-οφέλους.
Παιδιατρικός πληθυσμός: καθυστέρηση ανάπτυξης
Η χρήση ακατάλληλα υψηλών δόσεων της δεσφερριοξαμίνης σε ασθενείς με
χαμηλά επίπεδα φερριτίνης ή μικρά παιδιά (< 3 ετών στην αρχή της θεραπείας)
έχει επίσης συσχετιστεί με καθυστέρηση της ανάπτυξης. Η μείωση της δόσης έχει
δειχθεί ότι επαναφέρει το ρυθμό ανάπτυξης στα επίπεδα προ της θεραπείας σε
ορισμένες περιπτώσεις. Συνιστώνται τριμηνιαίοι έλεγχοι του σωματικού βάρους
και του ύψους στα παιδιά.
Η καθυστέρηση της ανάπτυξης, αν συσχετιστεί με υπερβολικά μεγάλες δόσεις
δεσφερριοξαμίνης, πρέπει να διαχωρίζεται από την καθυστέρηση της ανάπτυξης
λόγω υπερφόρτωσης σιδήρου. Η καθυστέρηση της ανάπτυξης λόγω της χρήσης
της δεσφερριοξαμίνης είναι σπάνια όταν η δόση διατηρείται κάτω από 40 mg/kg.
Αν η καθυστέρηση της ανάπτυξης έχει συσχετιστεί με υψηλότερες δόσεις από
αυτήν την τιμή, τότε η μείωση της δόσης μπορεί να επαναφέρει την ταχύτητα της
ανάπτυξης, ωστόσο δεν επιτυγχάνεται το προβλεπόμενο ύψος του ενήλικα.
Σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας
Έχει περιγραφεί σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας μετά από θεραπεία
με υπερβολικά υψηλές ενδοφλέβιες δόσεις δεσφερριοξαμίνης σε ασθενείς με
οξεία δηλητηρίαση σιδήρου και επίσης σε θαλασσαιμικούς ασθενείς (βλ.
παράγραφο 4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες). Για τον λόγο αυτόν δεν πρέπει να
υπερβαίνονται οι συνιστώμενες ημερήσιες δόσεις.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η δεσφερριοξαμίνη θα επηρεάσει τα επίπεδα αλουμινίου
και ενδεχομένως να απαιτηθεί προσαρμογή της δόσης της ερυθροποιητίνης σε
περίπτωση ταυτόχρονης συνταγογράφησης.
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Η από του στόματος χορήγηση βιταμίνης C (έως τη μέγιστη δόση των 200 mg
ημερησίως, χορηγούμενη σε διαιρεμένες δόσεις) μπορεί να εξυπηρετήσει στην
ενίσχυση της απέκκρισης του συμπλέγματος σιδήρου ως ανταπόκριση στη
δεσφερριοξαμίνη. Μεγαλύτερες δόσεις βιταμίνης C δεν επιφέρουν επιπρόσθετα
αποτελέσματα. Η παρακολούθηση της καρδιακής λειτουργίας ενδείκνυται κατά
τη διάρκεια συνδυασμένης θεραπείας αυτού του είδους. Βιταμίνη C πρέπει να
χορηγείται μόνο αν ο ασθενής λαμβάνει τακτικά δεσφερριοξαμίνη και δεν πρέπει
να χορηγείται τον πρώτο μήνα της θεραπείας με δεσφερριοξαμίνη.
Σε ασθενείς με σοβαρή χρόνια νόσο αποθήκευσης σιδήρου που υποβάλλονται σε
συνδυασμένη θεραπεία με δεσφερριοξαμίνη και υψηλές δόσεις βιταμίνης C (άνω
των 500 mg ημερησίως) έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις καρδιακής