ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Σελίδα 1
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Deferoxamine / Noridem 2 g Κόνις για ενέσιμο διάλυμα ή διάλυμα για έγχυση.
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε φιαλίδιο περιέχει δεσφερριοξαμίνη μεθανοσουλφονική 2g.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Στείρα, λυοφιλοποιημένη κόνις διαθέσιμη σε φιαλίδια που περιέχουν 2g
μεθανοσουλφονική δεσφερριοξαμίνης.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Θεραπεία για τη χρόνια υπερφόρτωση σιδήρου, π.χ.
αιμοσιδήρωση λόγω μετάγγισης σε ασθενείς που υποβάλλονται σε τακτικές
μεταγγίσεις π.χ. μείζων θαλασσαιμία
πρωτοπαθής και δευτεροπαθής αιμοχρωμάτωση σε ασθενείς στους οποίους
συνυπάρχουσες διαταραχές (π.χ. βαριά αναιμία, υποπρωτεϊναιμία, νεφρική
ή καρδιακή ανεπάρκεια) καθιστούν αδύνατη τη φλεβοτομή.
Θεραπεία για την οξεία δηλητηρίαση σιδήρου.
Για τη διάγνωση της νόσου αποθήκευσης σιδήρου και ορισμένων αναιμιών.
Υπερφόρτωση αλουμινίου - Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοδιύλιση
συντήρησης για νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου, όπου τα προληπτικά μέτρα
(π.χ. αντίστροφη ώσμωση) έχουν αποτύχει και με αποδεδειγμένη νόσο των
οστών σχετιζόμενη με το αλουμίνιο ή/και αναιμία, εγκεφαλοπάθεια σχετιζόμενη
με την αιμοδιύλιση, καθώς και για τη διάγνωση της υπερφόρτωσης αλουμινίου.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Tρόπος χορήγησης
Το Deferoxamine / Noridem μπορεί να χορηγηθεί παρεντερικά (ενδομυϊκά,
ενδοφλέβια ή υποδόρια).
Για παρεντερική χορήγηση:
Το φάρμακο πρέπει κατά προτίμηση να χρησιμοποιείται με τη μορφή διαλύματος
10%, π.χ. 2 g: διαλύοντας τα περιεχόμενα ενός φιαλιδίου 2 g σε 20 mL ενέσιμου
ύδατος. Όταν χορηγείται υποδόρια η βελόνα δεν πρέπει να εισάγεται πολύ κοντά
στο χόριο.
Σελίδα 2
Το διάλυμα Deferoxamine / Noridem 10% μπορεί να αραιωθεί με τα διαλύματα
έγχυσης που χρησιμοποιούνται συνήθως (χλωριούχο νάτριο 0,9% για έγχυση,
δεξτρόζη 5% για έγχυση, συνδυασμός χλωριούχου νατρίου 0,9% και δεξτρόζης
5% διαλυμάτων για έγχυση, Ringers Lactate), παρόλο που αυτά δεν πρέπει να
χρησιμοποιηθούν ως διαλύτης για την ξηρή ουσία.
Το διαλυμένο Deferoxamine / Noridem μπορεί επίσης να προστεθεί σε υγρό
αιμοδιύλισης και να χορηγηθεί ενδοπεριτοναϊκά σε ασθενείς που υποβάλλονται
σε συνεχή περιπατητική περιτοναϊκή αιμοδιύλιση (CAPD) ή συνεχή κυκλική
περιτοναϊκή αιμοδιύλιση (CCPD).
Μόνο διαυγή και ελαφρά κιτρινωπά διαλύματα Deferoxamine / Noridem πρέπει να
χρησιμοποιούνται. Αδιαφανή, θολά και αποχρωματισμένα διαλύματα πρέπει να
απορρίπτονται. Η ηπαρίνη εμφανίζει φαρμακευτική ασυμβατότητα με τα
διαλύματα Deferoxamine / Noridem.
Δοσολογία
1) Θεραπεία οξείας δηλητηρίασης σιδήρου
Ενήλικες και παιδιά
Το Deferoxamine Noridem μπορεί να χορηγείται παρεντερικά. Το Deferoxamine /
Noridem είναι συμπληρωματική θεραπεία στα τυπικά μέτρα που
χρησιμοποιούνται γενικά για τη θεραπεία της οξείας δηλητηρίασης σιδήρου.
Είναι σημαντικό η θεραπεία να ξεκινά το συντομότερο δυνατόν.
Το ενδεχόμενο παρεντερικής θεραπείας με Deferoxamine /Noridem πρέπει να
εξετάζεται σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
• όλοι οι συμπτωματικοί ασθενείς που παρουσιάζουν συμπτώματα πέραν των
μικρής σοβαρότητας παροδικών συμπτωμάτων (π.χ. περισσότερα από ένα
επεισόδια έμεσης ή παρέλευσης μαλακών κοπράνων)
• ασθενείς που παρουσιάζουν ενδείξεις λήθαργου, σημαντικού κοιλιακού
άλγους, υπογκαιμίας ή οξέωσης
• ασθενείς με θετικά αποτελέσματα ακτινογραφίας κοιλίας που εμφανίζουν
πολλές ακτινοσκιάσεις σημαντική πλειονότητα των ασθενών αυτών θα
παρουσιάσει στη συνέχεια συμπτωματική δηλητηρίαση σιδήρου)
• οποιοσδήποτε συμπτωματικός ασθενής με επίπεδο σιδήρου στον ορό άνω των
300 έως 350 micro g/dL, ανεξαρτήτως ολικής σιδηροδεσμευτικής ικανότητας (total
iron binding capacity, TIBC). Επίσης, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι θα πρέπει να
εξετάζεται το ενδεχόμενο μίας συντηρητικής προσέγγισης χωρίς πρόκληση ή
θεραπεία με Deferoxamine / Noridem, όταν τα επίπεδα σιδήρου στον ορό
βρίσκονται στο εύρος 300 έως 500 micro g/dL σε ασυμπτωματικούς ασθενείς
καθώς και σε εκείνους με αυτοπεριοριζόμενη χωρίς αίμα έμεση ή διάρροια χωρίς
άλλα συμπτώματα.
Η δοσολογία και η οδός χορήγησης πρέπει να προσαρμόζονται ανάλογα με τη
σοβαρότητα της δηλητηρίασης.
Δόση και τρόπος χορήγησης
Σελίδα 3
Προτιμώμενη οδός είναι η συνεχής ενδοφλέβια χορήγηση του Deferoxamine /
Noridem και ο συνιστώμενος ρυθμός έγχυσης είναι 15 mg/kg ανά ώρα και θα
πρέπει να μειώνεται μόλις η κατάσταση το επιτρέπει, συνήθως μετά από 4 έως 6
ώρες, ώστε η συνολική ενδοφλέβια δόση να μην υπερβαίνει τη συνιστώμενη
δόση των 80 mg/kg σε οποιοδήποτε διάστημα 24 ωρών.
Ωστόσο, αν η επιλογή ενδοφλέβιας έγχυσης δεν είναι διαθέσιμη και αν
χρησιμοποιείται η ενδομυϊκή οδός, η κανονική δόση είναι 2 g για τους ενήλικες
και 1 g για τα παιδιά, χορηγούμενη ως μία ενδομυϊκή δόση.
Η απόφαση για τη διακοπή της θεραπείας με Deferoxamine / Noridem επαφίεται στην
κρίση του κλινικού γιατρού. Ωστόσο, τα ακόλουθα συνιστώμενα κριτήρια
θεωρείται ότι αποτελούν κατάλληλες προϋποθέσεις για τη διακοπή της χρήσης
του Deferoxamine / Noridem. Η θεραπεία χηλίωσης θα πρέπει να συνεχίζεται έως
ότου ικανοποιούνται όλα τα ακόλουθα κριτήρια:
• ο ασθενής πρέπει να μην παρουσιάζει σημεία και συμπτώματα συστηματικής
δηλητηρίασης σιδήρου (π.χ. να μην εμφανίζει οξέωση ή επιδεινούμενη
ηπατοτοξικότητα).
• ιδανικά, το διορθωμένο επίπεδο σιδήρου του ορού πρέπει να είναι φυσιολογικό
ή χαμηλό (όταν το επίπεδο του σιδήρου πέφτει κάτω από τα 100 micro g/dL).
Δεδομένου ότι τα εργαστήρια δεν μπορούν να μετρήσουν τις συγκεντρώσεις
σιδήρου του ορού με ακρίβεια παρουσία του Deferoxamine / Noridem, είναι αποδεκτό
να διακοπεί η χρήση του Deferoxamine / Noridem, όταν ικανοποιούνται όλα τα
υπόλοιπα κριτήρια, αν δεν είναι αυξημένη η μετρούμενη συγκέντρωση σιδήρου
του ορού.
• πρέπει να πραγματοποιηθεί επαναληπτική ακτινογραφική εξέταση κοιλίας
στους ασθενείς που αρχικά παρουσίασαν πολλές ακτινοσκιάσεις, ώστε να
διασφαλιστεί ότι αυτές έχουν εξαφανιστεί, προτού διακοπεί η χρήση του
Deferoxamine / Noridem, καθώς αποτελούν δείκτη συνεχούς απορρόφησης σιδήρου.
• αν ο ασθενής παρουσίασε αρχικά ερυθρωπά ούρα με τη θεραπεία Deferoxamine /
Noridem, λογικό είναι το χρώμα των ούρων να πρέπει να επανέλθει στο
φυσιολογικό πριν τη διακοπή του Deferoxamine / Noridem απουσία του
ερυθρωπού χρώματος στα ούρα δεν αρκεί από μόνη της για τη διακοπή της
χρήσης του Deferoxamine / Noridem).
Η αποτελεσματικότητα της θεραπείας εξαρτάται από την επαρκή παραγωγή
ούρων, προκειμένου το σύμπλεγμα σιδήρου (φερριοξαμίνη) να αποβληθεί από τον
οργανισμό. Συνεπώς, αν παρουσιαστεί ολιγουρία ή ανουρία, πιθανόν να
χρειάζεται περιτοναϊκή αιμοδιύλιση ή αιμοδιάλυση για την απομάκρυνση της
φερριοξαμίνης.
Πρέπει να σημειωθεί ότι το επίπεδο του σιδήρου του ορού ενδέχεται να αυξηθεί
απότομα κατά την απελευθέρωση του σιδήρου από τους ιστούς.
Θεωρητικά 100 mg Deferoxamine / Noridem μπορούν να δημιουργήσουν χηλικά
σύμπλοκα με 8,5 mg τρισθενούς σιδήρου.
2) Χρόνια Υπερφόρτωση Σιδήρου
Κύριος στόχος της θεραπείας σε καλά ελεγχόμενους ασθενείς
είναι η διατήρηση
ισορροπίας όσον αφορά το σίδηρο και η αποφυγή της αιμοσιδήρωσης, ενώ σε
Σελίδα 4
υπερφορτωμένους ασθενείς το αρνητικό ισοζύγιο σιδήρου είναι επιθυμητό
προκειμένου να μειωθούν τα αυξημένα αποθέματα σιδήρου ώστε να
αποφευχθούν τοξικές επιδράσεις του σιδήρου.
Ενήλικες και παιδιά
Η θεραπεία με Deferoxamine / Noridem πρέπει να ξεκινά μετά τις πρώτες 10 - 20
μεταγγίσεις αίματος ή όταν υπάρχουν στοιχεία από την κλινική παρακολούθηση
ότι είναι παρούσα χρόνια υπερφόρτωση με σίδηρο (π.χ. επίπεδο φερριτίνης στον
ορό ≥1000 ng/mL). Η δόση και ο τρόπος χορήγησης πρέπει να προσαρμόζονται
στον κάθε ασθενή ανάλογα με τον βαθμό της υπερφόρτωσης σιδήρου.
Μπορεί να προκληθεί καθυστέρηση της ανάπτυξης από την υπερφόρτωση
σιδήρου ή τις υπερβολικά μεγάλες δόσεις Deferoxamine / Noridem. Αν η χηλίωση
ξεκινήσει πριν την ηλικία των 3 ετών, πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά η
ανάπτυξη και η μέση ημερήσια δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 40mg/kg (βλ.
παράγραφο 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη
χρήση).
Δόση
Πρέπει να χρησιμοποιείται η χαμηλότερη αποτελεσματική δόση. Η μέση
ημερήσια δόση πιθανόν θα κυμαίνεται μεταξύ 20 και 60 mg/kg/ημέρα. Ασθενείς
με επίπεδα φερριτίνης ορού < 2000 ng/mL πρέπει να χρειάζονται περίπου 25
mg/kg/ημέρα και ασθενείς με επίπεδα μεταξύ 2000 και 3000 ng/mL περίπου 35
mg/kg/ημέρα. Υψηλότερες δόσεις πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο αν το όφελος
για τον ασθενή αντισταθμίζει τον κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών.
Για ασθενείς με υψηλότερη φερριτίνη ορού πιθανόν να απαιτούνται έως 55
mg/kgμέρα. Δε συνιστάται να υπερβαίνεται συχνά η μέση ημερήσια δόση των 50
mg/kgμέρα, εκτός αν απαιτείται πολύ εντατική χηλίωση σε ασθενείς στους
οποίους η ανάπτυξη έχει ολοκληρωθεί. Αν οι τιμές της φερριτίνης πέσουν κάτω
από 1000 ng/mL, ο κίνδυνος τοξικότητας του Deferoxamine / Noridem αυξάνεται.
Σημαντικό είναι οι συγκεκριμένοι ασθενείς να παρακολουθούνται προσεκτικά
και ενδεχομένως να εξεταστεί το ενδεχόμενο μείωσης της συνολικής
εβδομαδιαίας δόσης.
Για την αξιολόγηση της θεραπείας χηλίωσης, πρέπει αρχικά να παρακολουθείται
καθημερινά η απέκκριση του σιδήρου μέσω των ούρων σε 24ωρη βάση.
Ξεκινώντας με ημερήσια δόση 500 mg, η δόση πρέπει να αυξάνεται έως ότου
επιτευχθεί ένα επίπεδο plateau απέκκρισης σιδήρου. Όταν εδραιωθεί η
κατάλληλη δόση, οι ρυθμοί απέκκρισης του σιδήρου μέσω των ούρων μπορούν
να αξιολογούνται ανά διαστήματα μερικών εβδομάδων.
Εναλλακτικά, η μέση ημερήσια δόση μπορεί να προσαρμοστεί σύμφωνα με τα
επίπεδα της φερριτίνης, έτσι ώστε ο θεραπευτικός δείκτης να διατηρηθεί
μικρότερος από 0,025 (δηλαδή τη μέση ημερήσια δόση (mg/kg) Deferoxamine /
Noridem διαιρούμενο με το επίπεδο της φερριτίνης του ορού (micro g/L) θα πρέπει
να είναι κάτω από 0,025). Ο θεραπευτικός δείκτης είναι ένα πολύτιμο εργαλείο
στην προστασία των ασθενών από την υπερβάλλουσα χηλική δέσμευση, αλλά
δεν αποτελεί υποκατάστατο για την προσεκτική κλινική παρακολούθηση.
Τρόπος χορήγησης
Σελίδα 5
Η αργή υποδόρια έγχυση με τη χρήση μίας φορητής, ελαφριάς αντλίας έγχυσης
για διάστημα 8-12 ωρών είναι αποτελεσματική και εξαιρετικά βολική για τους
περιπατητικούς ασθενείς. Πιθανόν να μπορεί να επιτευχθεί περαιτέρω αύξηση
της απέκκρισης του σιδήρου με την έγχυση της ίδιας ημερήσιας δόσης σε
διάστημα 24 ωρών.
Το Deferoxamine / Noridem πρέπει κανονικά να χορηγείται με την αντλία 5 – 7
φορές την εβδομάδα.
Το Deferoxamine Noridem δεν παρασκευάζεται για να υποστηρίζει υποδόρια ταχεία
ένεση (bolus).
Καθώς οι υποδόριες εγχύσεις είναι πιο αποτελεσματικές, ενδομυϊκές ενέσεις
χορηγούνται μόνο όταν δεν είναι εφικτές οι υποδόριες εγχύσεις.
Ηλικιωμένοι
Οι κλινικές μελέτες της δεσφερριοξαμίνης δεν περιελάμβαναν επαρκή αριθμό
ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών ώστε να καθοριστεί αν ανταποκρίνονται
διαφορετικά σε σύγκριση με νεότερα άτομα. Γενικά, η επιλογή της δόσης για
έναν ηλικιωμένο ασθενή θα πρέπει να είναι προσεκτική, συνήθως να ξεκινά από
το κατώτερο όριο του δοσολογικού εύρους, αντανακλώντας τη μεγαλύτερη
συχνότητα ελαττωμένης ηπατικής, νεφρικής ή καρδιακής λειτουργίας και των
νόσων που συνυπάρχουν καθώς και των συγχορηγούμενων φαρμάκων (βλέπε
παραγράφους 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση και
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες).
Ηπατική δυσλειτουργία
Δεν έχουν γίνει μελέτες σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία.
Ενδοφλέβια έγχυση κατά τη διάρκεια μεταγγίσεων αίματος
Η διαθεσιμότητα μίας ενδοφλέβιας γραμμής κατά τη διάρκεια των μεταγγίσεων
αίματος καθιστά δυνατή τη χορήγηση ενδοφλέβιας έγχυσης π.χ. για ασθενείς
που δε συμμορφώνονται με και/ή δεν ανέχονται τις υποδόριες εγχύσεις.
Το διάλυμα Deferoxamine / Noridem δεν πρέπει να εισάγεται απευθείας στο σάκο
του αίματος, αλλά μπορεί να προστεθεί στη γραμμή αίματος μέσω προσαρμογέα
σχήματοςYδίπλα στη φλεβική θέση της ένεσης. Η αντλία του ασθενούς
πρέπει να χρησιμοποιείται για τη χορήγηση του Deferoxamine / Noridem ως
συνήθως. Εξαιτίας της μειωμένης ποσότητας φαρμάκου που μπορεί να χορηγηθεί
με ΕΦ έγχυση κατά τη διάρκεια μετάγγισης αίματος, το κλινικό όφελος αυτού
του τρόπου χορήγησης είναι περιορισμένο. Πρέπει να επισταθεί η προσοχή των
ασθενών και των νοσηλευτών για την αποφυγή της επίσπευσης της έγχυσης,
καθώς η ενδοφλέβια ταχεία δόση (bolus) του Deferoxamine / Noridem μπορεί να
προκαλέσει έξαψη, υπόταση και κυκλοφορική κατέρρειψη (βλ. παράγραφο 4.4
Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση).
Συνεχής ενδοφλέβια έγχυση συνιστάται για τους ασθενείς που δεν έχουν
δυνατότητα συνέχισης των υποδόριων εγχύσεων και για εκείνους που έχουν
καρδιακά προβλήματα δευτεροπαθή της υπερφόρτωσης σιδήρου. Η απέκκριση
του σιδήρου μέσω των ούρων σε διάστημα 24 ωρών πρέπει να μετράται τακτικά
όπου απαιτείται εντατική ενδοφλέβια (i.v.) χηλίωση και η δόση να
προσαρμόζεται ανάλογα. Όταν πραγματοποιείται εντατική χηλίωση, μπορούν να
χρησιμοποιηθούν εμφυτευμένα ενδοφλέβια συστήματα.
Πρέπει να δίνεται προσοχή κατά την έκπλυση της γραμμής, ώστε να
αποφεύγεται η ξαφνική έγχυση υπολειμμάτων του Deferoxamine / Noridem που
Σελίδα 6
πιθανόν να παραμένει στον νεκρό χώρο της γραμμής, καθώς κάτι τέτοιο μπορεί
να προκαλέσει έξαψη, υπόταση και κυκλοφορική κατέρρειψη (βλ. παράγραφο 4.4
Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση).
3) Διάγνωση της νόσου αποθήκευσης σιδήρου και ορισμένων
αναιμιών
Η εξέταση του Deferoxamine / Noridem για την υπερφόρτωση σιδήρου βασίζεται
στην αρχή ότι τα φυσιολογικά άτομα δεν απεκκρίνουν περισσότερο από ένα
κλάσμα χιλιοστόγραμμου σιδήρου στα ούρα τους ημερησίως και ότι μία τυπική
ενδομυϊκή ένεση 500 mg του Deferoxamine / Noridem δε θα προκαλέσει αύξηση αυτού
άνω του 1 mg σιδήρου (18 micro mol). Στην περίπτωση των νόσων αποθήκευσης
σιδήρου ωστόσο, η αύξηση μπορεί να είναι αρκετά πάνω από 1,5 mg (27 micro
mol). Πρέπει να σημειωθεί ότι η δοκιμασία αποδίδει αξιόπιστα αποτελέσματα
μόνο όταν η νεφρική λειτουργία είναι φυσιολογική.
Το Deferoxamine / Noridem χορηγείται ως ενδομυϊκή ένεση των 500 mg. Στη
συνέχεια τα ούρα συλλέγονται για διάστημα 6 ωρών και καθορίζεται η
περιεκτικότητα σιδήρου τους.
Απέκκριση 1-1,5 mg (18-27 micro mol) σιδήρου κατά τη διάρκεια της περιόδου
των 6 ωρών υποδηλώνει υπερφόρτωση σιδήρου, ενώ τιμές πάνω από 1,5 mg (27
micro mol) θεωρούνται παθολογικές.
4) Θεραπεία για υπερφόρτωση αλουμινίου σε ασθενείς με νεφρική
ανεπάρκεια τελικού σταδίου
Οι ασθενείς πρέπει να λάβουν Deferoxamine / Noridem αν:
έχουν συμπτώματα ή υπάρχουν τεκμήρια δυσλειτουργίας οργάνου λόγω
υπερφόρτωσης αλουμινίου.
είναι ασυμπτωματικοί, ωστόσο τα επίπεδα αλουμινίου του ορού είναι
σταθερά άνω των 60 ng/mL και σχετίζονται με θετική δοκιμασία
Deferoxamine / Noridem (βλ. παρακάτω), ιδίως αν η βιοψία οστών
αποδεικνύει οστική νόσο σχετιζόμενη με αλουμίνιο.
Τα συμπλέγματα σιδήρου και αλουμινίου του Deferoxamine / Noridem μπορούν
να απομακρυνθούν με αιμοδιύλιση. Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια η
απομάκρυνσή τους αυξάνεται μέσω της αιμοδιύλισης.
Ενήλικες και παιδιά
Ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοδιύλιση ή αιμοδιήθηση συντήρησης: 5 mg/kg
μία φορά την εβδομάδα. Ασθενείς με επίπεδα αλουμινίου του ορού μετά τη
δοκιμασία δεσφερριοξαμίνης έως 300 ng/mL: Το Deferoxamine / Noridem πρέπει να
χορηγείται ως αργή ενδοφλέβια έγχυση κατά τη διάρκεια των τελευταίων 60
λεπτών μίας συνεδρίας αιμοδιύλισης (για μείωση της απώλειας του ελεύθερου
φαρμάκου στο διάλυμα αιμοδιύλισης). Ασθενείς με τιμή αλουμινίου του ορού
μετά τη δοκιμασία δεσφερριοξαμίνης άνω των 300 ng/mL: Το Deferoxamine / Noridem
πρέπει να χορηγείται με αργή ενδοφλέβια έγχυση 5 ώρες πριν από τη συνεδρία
αιμοδιύλισης.
Τέσσερις εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση ενός τρίμηνου κύκλου θεραπείας με
Deferoxamine / Noridem, πρέπει να εκτελείται δοκιμασία έγχυσης δεσφερριοξαμίνης
Σελίδα 7
ακολουθούμενη από μία δεύτερη δοκιμασία μετά από 1 μήνα. Αύξηση του
αλουμινίου του ορού μικρότερη από 50 ng/mL πάνω από το επίπεδο αναφοράς
μετρημένη σε 2 διαδοχικές δοκιμασίες έγχυσης δηλώνει ότι δεν απαιτείται
περαιτέρω θεραπεία με Deferoxamine / Noridem.
Ασθενείς που υποβάλλονται σε
CAPD
ή
CCPD
5 mg/kg μία φορά την εβδομάδα πριν την τελευταία ανταλλαγή της ημέρας. Σε
αυτούς τους ασθενείς συνιστάται η χρήση της ενδοπεριτοναϊκής οδού. Ωστόσο
το Deferoxamine / Noridem μπορεί επίσης να χορηγηθεί ενδομυϊκά (i.m.), μέσω αργής
ενδοφλέβιας έγχυσης (i.v.) ή υποδορίως (s.c.).
5) Διάγνωση υπερφόρτωσης αλουμινίου σε ασθενείς με νεφρική
ανεπάρκεια τελικού σταδίου
Δοκιμασία έγχυσης Deferoxamine / Noridem συνιστάται σε ασθενείς με επίπεδα
αλουμινίου του ορού > 60 ng/mL σχετιζόμενα με επίπεδα φερριτίνης του ορού
>100 ng/mL.
Ακριβώς πριν την έναρξη της συνεδρίας αιμοδιύλισης, λαμβάνεται δείγμα
αίματος για να καθοριστεί το επίπεδο αναφοράς του επιπέδου αλουμινίου στον
ορό.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 60 λεπτών της συνεδρίας αιμοδιύλισης,
χορηγείται δόση 5 mg/kg ως αργή ενδοφλέβια έγχυση.
Στην αρχή της επόμενης συνεδρίας αιμοδιύλισης (δηλαδή 44 ώρες μετά την
έγχυση Deferoxamine / Noridem που προαναφέρθηκε) λαμβάνεται το δεύτερο
δείγμα αίματος για να καθοριστεί το επίπεδο του αλουμινίου του ορού για άλλη
μία φορά.
Αύξηση του αλουμινίου του ορού πάνω από 150 ng/mL από το επίπεδο αναφοράς
υποδεικνύει υπερφόρτωση αλουμινίου. Πρέπει να σημειωθεί ότι μία αρνητική
δοκιμασία δεν αποκλείει εντελώς την πιθανότητα υπερφόρτωσης αλουμινίου.
Θεωρητικά 100 mg δεσφερριοξαμίνης μπορούν να δεσμεύσουν 4,1 mg Al
3+
.
Χρήση σε ηλικιωμένους
Δεν είναι απαραίτητο κάποιο ειδικό δοσολογικό σχήμα, αλλά τυχόν ταυτόχρονη
νεφρική ανεπάρκεια θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία εκτός εάν οι ασθενείς μπορούν να
απευαισθητοποιηθούν.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Νεφρική δυσλειτουργία
Το Deferoxamine / Noridem πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με
νεφρική δυσλειτουργία, καθώς τα συμπλέγματα μετάλλων απεκκρίνονται μέσω
των νεφρών. Σε αυτούς τους ασθενείς η αιμοδιύλιση θα αυξήσει την
απομάκρυνση των χηλικών συμπλόκων σιδήρου και αλουμινίου. Μεμονωμένα
περιστατικά οξείας νεφρικής ανεπάρκειας έχουν αναφερθεί (βλέπε επίσης
Σελίδα 8
παράγραφο 4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες). Η παρακολούθηση των ασθενών για
μεταβολές στη νεφρική λειτουργία (π.χ. αυξημένη κρεατινίνη ορού) θα πρέπει να
εξετάζεται.
Νευρολογική δυσλειτουργία
Όταν η δεσφερριοξαμίνη χρησιμοποιείται μόνη της ενδέχεται να επιδεινώσει τη
νευρολογική δυσλειτουργία σε ασθενείς με εγκεφαλοπάθεια σχετιζόμενη με το
αλουμίνιο. Αυτή η επιδείνωση (εκδηλώνεται με τη μορφή επιληπτικών κρίσεων)
πιθανόν να σχετίζεται με την οξεία αύξηση του αλουμινίου στον εγκέφαλο
δευτεροπαθώς στα αυξημένα κυκλοφορούντα επίπεδα. Η προ-θεραπεία με
κλοναζεπάμη έχει καταδειχθεί ότι παρέχει προστασία έναντι μίας τέτοιου είδους
δυσλειτουργίας. Επίσης, η θεραπεία της υπερφόρτωσης αλουμινίου ενδέχεται να
επιφέρει μείωση του ασβεστίου στον ορό και επιδείνωση του
υπερπαραθυρεοειδισμού.
Ταχεία ενδοφλέβια έγχυση
Η θεραπεία με Deferoxamine / Noridem μέσω της ενδοφλέβιας οδού πρέπει να
γίνεται μόνο με τη μορφή αργών εγχύσεων. Η ταχεία ενδοφλέβια έγχυση μπορεί
να προκαλέσει υπόταση και καταπληξία (π.χ. έξαψη, ταχυκαρδία, κυκλοφορική
κατέρρειψη και κνίδωση).
Οδηγίες χρήσης και χειρισμού
Το Deferoxamine / Noridem δεν πρέπει να χορηγείται υποδόρια σε συγκεντρώσεις
ή/και δόσεις υψηλότερες από τις συνιστώμενες, καθώς έτσι μπορεί να
εμφανιστεί συχνότερα τοπικός ερεθισμός στο σημείο χορήγησης.
Λοιμώξεις
Οι ασθενείς που πάσχουν από υπερφόρτωση σιδήρου είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι
σε λοιμώξεις. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις όπου το Deferoxamine / Noridem
προάγει ορισμένες λοιμώξεις, όπως η Yersinia
enterocolitica και η Y
.
pseudotuberculosis
. Αν οι ασθενείς παρουσιάσουν πυρετό με φαρυγγίτιδα,
διάχυτο κοιλιακό άλγος ή εντερίτιδα/εντεροκολίτιδα, η θεραπεία με Deferoxamine /
Noridem πρέπει να διακοπεί και να χορηγηθεί η κατάλληλη θεραπεία με
αντιβιοτικά. Η θεραπεία με Deferoxamine / Noridem μπορεί να συνεχιστεί μετά την
εξάλειψη της λοίμωξης.
Σε ασθενείς που λαμβάνουν δεσφερριοξαμίνη για υπερφόρτωση αλουμινίου ή/και
σιδήρου, έχουν αναφερθεί σπανίως περιπτώσεις μουκορμυκητίασης (σοβαρή
μορφή μυκητίασης), ορισμένες από αυτές με θανατηφόρο κατάληξη. Αν
παρουσιαστούν οποιαδήποτε χαρακτηριστικά σημεία ή συμπτώματα, η θεραπεία
με δεσφερριοξαμίνη πρέπει να διακοπεί, πρέπει να πραγματοποιηθούν
μυκητολογικές εξετάσεις και να ακολουθηθεί αμέσως η κατάλληλη θεραπεία.
Μουκορμυκητίαση έχει αναφερθεί σε ασθενείς που υποβάλλονται σε
αιμοδιύλιση, οι οποίοι δε λαμβάνουν δεσφερριοξαμίνη, συνεπώς δεν έχει
διαπιστωθεί αιτιώδης συνάφεια με τη χρήση του φαρμάκου.
Οπτικές και ακουστικές διαταραχές
Έχουν αναφερθεί διαταραχές όρασης και ακοής σε περιπτώσεις παρατεταμένης
θεραπείας με δεσφερριοξαμίνη. Συγκεκριμένα, αυτές έχουν παρουσιαστεί σε
ασθενείς που λαμβάνουν θεραπευτικές δόσεις υψηλότερες των συνιστώμενων ή
Σελίδα 9
σε ασθενείς με χαμηλά επίπεδα φερριτίνης του ορού. Ασθενείς με νεφρική
ανεπάρκεια, οι οποίοι υποβάλλονται σε αιμοδιύλιση συντήρησης και έχουν
χαμηλά επίπεδα φερριτίνης, ενδεχομένως να είναι πιο επιρρεπείς σε
ανεπιθύμητες αντιδράσεις, καθώς έχουν αναφερθεί οπτικά συμπτώματα μετά
από μία δόση δεσφερριοξαμίνης. Συνεπώς, πρέπει να πραγματοποιούνται
οφθαλμολογικές και ακουολογικές εξετάσεις τόσο πριν την έναρξη θεραπείας με
Deferoxamine / Noridem όσο και ανά διαστήματα 3 μηνών, κατά τη διάρκεια της
θεραπείας, ειδικά αν τα επίπεδα φερριτίνης είναι χαμηλά. Διατηρώντας τον λόγο
μέσης ημερήσιας δόσης (mg/kg Deferoxamine / Noridem) διά της φερριτίνης του
ορού (micro g/L) κάτω από 0,025, μπορεί να μειωθεί ο κίνδυνος ακουομετρικών
ανωμαλιών σε ασθενείς που πάσχουν από θαλασσαιμία. Συνιστάται αναλυτική
οφθαλμολογική αξιολόγηση (μετρήσεις οπτικού πεδίου, βυθοσκόπηση και
έλεγχος χρωματικής όρασης, με χρήση ψευδοϊσοχρωματικών πινάκων και της
χρωματικής εξέτασης Farnsworth D-15, διερεύνηση με σχισμοειδή λυχνία,
μελέτες οπτικών προκλητών δυναμικών).
Αν παρουσιαστούν διαταραχές όρασης ή ακοής, η θεραπεία με Deferoxamine /
Noridem πρέπει να διακοπεί. Οι διαταραχές αυτές συνήθως είναι αναστρέψιμες.
Αν η θεραπεία με Deferoxamine / Noridem συνεχιστεί αργότερα με χαμηλότερη
δοσολογία, πρέπει να παρακολουθείται στενά η οφθαλμολογική/ακουστική
λειτουργία με τη δέουσα μέριμνα για την αναλογία κινδύνου-οφέλους.
Παιδιατρικός πληθυσμός: καθυστέρηση ανάπτυξης
Η χρήση ακατάλληλα υψηλών δόσεων της δεσφερριοξαμίνης σε ασθενείς με
χαμηλά επίπεδα φερριτίνης ή μικρά παιδιά (< 3 ετών στην αρχή της θεραπείας)
έχει επίσης συσχετιστεί με καθυστέρηση της ανάπτυξης. Η μείωση της δόσης
έχει δειχθεί ότι επαναφέρει το ρυθμό ανάπτυξης στα επίπεδα προ της θεραπείας
σε ορισμένες περιπτώσεις. Συνιστώνται τριμηνιαίοι έλεγχοι του σωματικού
βάρους και του ύψους στα παιδιά.
Η καθυστέρηση της ανάπτυξης, αν συσχετιστεί με υπερβολικά μεγάλες δόσεις
δεσφερριοξαμίνης, πρέπει να διαχωρίζεται από την καθυστέρηση της ανάπτυξης
λόγω υπερφόρτωσης σιδήρου. Η καθυστέρηση της ανάπτυξης λόγω της χρήσης
της δεσφερριοξαμίνης είναι σπάνια όταν η δόση διατηρείται κάτω από 40 mg/kg.
Αν η καθυστέρηση της ανάπτυξης έχει συσχετιστεί με υψηλότερες δόσεις από
αυτήν την τιμή, τότε η μείωση της δόσης μπορεί να επαναφέρει την ταχύτητα της
ανάπτυξης, ωστόσο δεν επιτυγχάνεται το προβλεπόμενο ύψος του ενήλικα.
Σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας
Έχει περιγραφεί σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας μετά από θεραπεία
με υπερβολικά υψηλές ενδοφλέβιες δόσεις δεσφερριοξαμίνης σε ασθενείς με
οξεία δηλητηρίαση σιδήρου και επίσης σε θαλασσαιμικούς ασθενείς (βλ.
παράγραφο 4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες). Για τον λόγο αυτόν δεν πρέπει να
υπερβαίνονται οι συνιστώμενες ημερήσιες δόσεις.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η δεσφερριοξαμίνη θα επηρεάσει τα επίπεδα αλουμινίου
και ενδεχομένως να απαιτηθεί προσαρμογή της δόσης της ερυθροποιητίνης σε
περίπτωση ταυτόχρονης συνταγογράφησης.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Σελίδα 10
Η από του στόματος χορήγηση βιταμίνης C (έως τη μέγιστη δόση των 200 mg
ημερησίως, χορηγούμενη σε διαιρεμένες δόσεις) μπορεί να εξυπηρετήσει στην
ενίσχυση της απέκκρισης του συμπλέγματος σιδήρου ως ανταπόκριση στη
δεσφερριοξαμίνη. Μεγαλύτερες δόσεις βιταμίνης C δεν επιφέρουν επιπρόσθετα
αποτελέσματα. Η παρακολούθηση της καρδιακής λειτουργίας ενδείκνυται κατά
τη διάρκεια συνδυασμένης θεραπείας αυτού του είδους. Βιταμίνη C πρέπει να
χορηγείται μόνο αν ο ασθενής λαμβάνει τακτικά δεσφερριοξαμίνη και δεν πρέπει
να χορηγείται τον πρώτο μήνα της θεραπείας με δεσφερριοξαμίνη. Σε ασθενείς
με σοβαρή χρόνια νόσο αποθήκευσης σιδήρου που υποβάλλονται σε
συνδυασμένη θεραπεία με δεσφερριοξαμίνη και υψηλές δόσεις βιταμίνης C (άνω
των 500 mg ημερησίως), έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις καρδιακής
δυσλειτουργίας, οι οποίες αποδείχθηκαν αναστρέψιμες μετά τη διακοπή της
χορήγησης βιταμίνης C. Συνεπώς, συμπληρώματα βιταμίνης C δεν πρέπει να
χορηγούνται σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια.
Το Deferoxamine / Noridem δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με
προχλωροπεραζίνη (ένα παράγωγο της φαινοθειαζίνης), καθώς μπορεί να
προκληθεί παρατεταμένη απώλεια συνείδησης.
Τα αποτελέσματα των απεικονίσεων με γάλλιο
67
ενδέχεται να είναι λανθασμένα
λόγω της ταχείας ουρικής απέκκρισης της δεσμευμένης ραδιοσήμανσης με τη
δεσφερριοξαμίνη. Συνιστάται η διακοπή της χορήγησης δεσφερριοξαμίνης 48
ώρες πριν το σπινθηρογράφημα.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα από τη χρήση δεσφερριοξαμίνης σε εγκύους
ασθενείς. Μελέτες σε ζώα (κουνέλια) έχουν δείξει αναπαραγωγική
τοξικότητα/τερατογένεση (βλέπε παράγραφο 5.3 Προκλινικά δεδομένα για
την ασφάλεια). Ο κίνδυνος για το έμβρυο/μητέρα δεν είναι γνωστός.
Το Deferoxamine / Noridem θα πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης μόνο εάν το αναμενόμενο όφελος για τη μητέρα υπερτερεί του
δυνητικού κινδύνου για το έμβρυο.
Θηλασμός
Δεν είναι γνωστό αν η δεσφερριοξαμίνη εκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Επειδή
πολλά φάρμακα απεκκρίνονται στο ανθρώπινο γάλα και λόγω της δυνατότητας
πρόκλησης σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών σε νεογέννητα / νήπια που
θηλάζουν, θα πρέπει να ληφθεί μία απόφαση σχετικά με το αν θα διακόπτεται ο
θηλασμός ή η χρήση του φαρμακευτικού προϊόντος, λαμβάνοντας υπ’ όψη τη
σημασία που έχει το φαρμακευτικό προϊόν για τη μητέρα.
Γονιμότητα
Στις γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία, σε κάθε περίπτωση τα οφέλη για τη
μητέρα θα πρέπει να σταθμίζονται έναντι των κινδύνων για το παιδί.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Σε ασθενείς που εμφανίζουν επιδράσεις στο ΚΝΣ, όπως ζάλη ή διαταραχές
όρασης ή ακοής, πρέπει να συνιστάται η αποφυγή οδήγησης ή χειρισμού
μηχανών.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Σελίδα 11
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες (Πίνακας 1) κατατάσσονται κατά συχνότητα, όπου
πρώτα είναι οι πιο συχνές, ακολουθώντας το παρακάτω σχήμα: πολύ συχνές
(≥1/10), συχνές (≥1/100 έως < 1/10), όχι συχνές (≥1/1.000 έως ≤1/100),
σπάνιες (≥1/10.000 έως ≤1.000), πολύ σπάνιες (≤1/10.000)
συμπεριλαμβανομένων μεμονωμένων αναφορών, μη γνωστές συχνότητα δεν
μπορεί να εκτιμηθεί με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
Ορισμένα σημεία και συμπτώματα που αναφέρθηκαν ως ανεπιθύμητες ενέργειες
μπορούν να αποτελούν επίσης εκδηλώσεις της υποκείμενης νόσου (υπερφόρτωση
σιδήρου ή/και αλουμινίου).
Πίνακας 1
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις
Σπάνιες:
Mucormycosis
έχει αναφερθείλ. 4.4 Ειδικές
προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση).
Πολύ
σπάνιες:
Λοιμώξεις από
Gastroenteritis Yersinia
έχουν
αναφερθεί (βλ. 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και
προφυλάξεις κατά τη χρήση).
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Πολύ σπάνιες:
Μη γνωστές:
Αιματολογικές διαταραχές περιλαμβανομένης της
θρομβοκυτταροπενίας
Λευκοπενία
Διαταραχές του αvοσοποιητικού συστήματος
Πολύ σπάνιες: Αναφυλακτικό σοκ, αναφυλακτικές αντιδράσεις,
αγγειονευρωτικό οίδημα
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Πολύ σπάνιες: Νευρολογικές διαταραχές, που περιλαμβάνουν ζάλη,
επιτάχυνση ή επιδείνωση της εγκεφαλοπάθειας που
σχετίζεται με το αργίλιο, περιφερική νευροπάθεια,
παραισθησία (βλ. 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις
και προφυλάξεις κατά τη χρήση).
Μη γνωστές: Σπασμός
Οφθαλμικές διαταραχές
Σπάνιες: Απώλεια της όρασης, σκότωμα, εκφύλιση του
αμφιβληστροειδούς, οπτική νευρίτιδα, καταρράκτης
(μειωμένη οπτική οξύτητα), θολή όραση,
νυκταλωπία, ανωμαλίες του οπτικού πεδίου,
χρωματοψία, (δυσλειτουργία της έγχρωμης όρασης),
θολερότητα του φακού (βλ. 4.4 Ειδικές
προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη
χρήση). Οι οφθαλμικές διαταραχές είναι σπάνιες,
εκτός εάν δοθούν υψηλές δόσεις.
Σελίδα 12
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου
Όχι συχνές: Νευροαισθητήριος κώφωση, εμβοές (βλ. 4.4 Ειδικές
προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη
χρήση). Η τήρηση των οδηγιών σχετικά με τη
δοσολογία συμβάλλει στην ελαχιστοποίηση του
κινδύνου εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών στην
ακοή.
Αγγειακές διαταραχές
Σπάνιες: Υπόταση, ταχυκαρδία και σοκ αν δεν τηρηθούν οι
προφυλάξεις για τη χορήγηση (βλ. 4.2 Δοσολογία
και τρόπος χορήγησης και 4.4 Ειδικές
προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη
χρήση).
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και
του μεσοθωράκιου
Πολύ σπάνιες: Οξεία αναπνευστική δυσχέρεια, πνευμονικές
διηθήσεις (βλ. 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και
προφυλάξεις κατά τη χρήση).
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος
Πολύ σπάνιες: Διάρροια.
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Πολύ σπάνιες: Γενικευμένο εξάνθημα.
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του
συνδετικού ιστού
Συχνές: Καθυστέρηση της ανάπτυξης και διαταραχές των
οστών (π.χ.
μεταφυσιακή δυσπλασία) είναι συχνές σε
ασθενείς που υποβάλλονται σε χηλίωση και λαμβάνουν
δόσεις 60 mg/kg, ιδίως σε εκείνους που ξεκινούν
χηλίωση σιδήρου τα πρώτα τρία χρόνια της ζωής τους.
Αν οι δόσεις διατηρηθούν στα 40 mg/kg ή λιγότερο, ο
κίνδυνος μειώνεται σημαντικά (βλέπε 4.4 Ειδικές
προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη
χρήση).
Μη γνωστές; Μυϊκοί σπασμοί.
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Μη γνωστές: Οξεία νεφρική ανεπάρκεια, διαταραχή νεφρικών
σωληναρίων αυξημένη κρεατινίνη αίματος (βλ. 4.4
Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις
κατά τη χρήση και την παράγραφο 4.9
Σελίδα 13
Υπερδοσολογία)
Ειδικές παρατηρήσεις
Στο σημείο της ένεσης είναι πολύ συχνός ο πόνος, η διόγκωση, η διήθηση, το
ερύθημα, ο κνησμός και ο σχηματισμός εσχάρας/κρούστας. Όχι συχνές
αντιδράσεις είναι τα κυστίδια, το τοπικό οίδημα και ο καύσος. Οι τοπικές
εκδηλώσεις μπορεί να συνοδεύονται από συστημικές αντιδράσεις, όπως
αρθραλγία/μυαλγία (πολύ συχνή), κεφαλαλγία (συχνή), κνίδωση (συχνή), ναυτία
(συχνή), πυρεξία (συχνή), έμετο (όχι συχνή), κοιλιακό άλγος (όχι συχνή) ή άσθμα
(όχι συχνή).
Απομάκρυνση του συμπλόκου σιδήρου μπορεί να προκαλέσει κοκκινωπό-καφέ
αποχρωματισμό των ούρων.
Σπασμοί έχουν αναφερθεί κυρίως σε ασθενείς σε αιμοδιύλιση με υπερφόρτωση
αλουμινίου.
Ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία για χρόνια υπερφόρτωση
αλουμινίου
Η θεραπεία της υπερφόρτωσης αλουμινίου με Deferoxamine / Noridem μπορεί να
οδηγήσει σε υπασβεστιαιμία και επιδείνωση του υπερπαραθυρεοειδισμού (βλέπε
παράγραφο 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη
χρήση).
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν οποιεσδήποτε
πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες
Για Ελλάδα: μέσω του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων, Μεσογείων 284 ΤΚ
15562 Χολαργός, Αθήνα, Τηλ: + 30 21 32040380/337, Φαξ: + 30 21 06549585,
Ιστότοπος: http://www.eof.gr,
Για Κύπρο: μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς που αναγράφεται στις
Φαρμακευτικές Υπηρεσίες, Υπουργείο Υγείας, CY-1475 Λευκωσία, Φαξ: + 357
22608649, Ιστότοπος: www.moh.gov.cy/phs.
4.9 Υπερδοσολογία
Το Deferoxamine / Noridem συνήθως χορηγείται παρεντερικά και είναι απίθανο
το ενδεχόμενο οξείας δηλητηρίασης.
Σημεία και συμπτώματα: ταχυκαρδία, υπόταση και γαστρεντερικά
συμπτώματα έχουν παρουσιαστεί περιστασιακά σε ασθενείς που έλαβαν
υπερβολική δόση δεσφερριοξαμίνης. Η κατά λάθος χορήγηση της
δεσφερριοξαμίνης μέσω της ενδοφλέβιας οδού μπορεί να σχετιστεί με οξεία,
ωστόσο παροδική απώλεια όρασης, αφασία, ανησυχία, κεφαλαλγία, ναυτία,
βραδυκαρδία, υπόταση και οξεία νεφρική ανεπάρκεια (βλ. παράγραφο 4.8
Ανεπιθύμητες ενέργειες).
Σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας έχει περιγραφεί μετά από θεραπεία
με υπερβολικά υψηλές i.v. δόσεις δεσφερριοξαμίνης σε ασθενείς με οξεία
Σελίδα 14
δηλητηρίαση σιδήρου και επίσης σε θαλασσαιμικούς ασθενείς (βλ. επίσης
παράγραφο 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη
χρήση).
Θεραπεία: δεν υπάρχει συγκεκριμένο αντίδοτο για τη δεσφερριοξαμίνη, ωστόσο
τα σημεία και τα συμπτώματα μπορούν να εξαφανιστούν μειώνοντας τη δόση
και η δεσφερριοξαμίνη μπορεί να απομακρυνθεί με αιμοδιύλιση. Πρέπει να
ακολουθηθεί η κατάλληλη υποστηρικτική θεραπεία.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Χηλικός παράγοντας, κωδικός ATC: V03AC01
Η δεσφερριοξαμίνη είναι ένας χηλικός παράγοντας για ιόντα τρισθενούς
σιδήρου και αλουμινίου. Τα προκύπτοντα χηλικά σύμπλοκα (φερριοξαμίνη και
αλουμινοξαμίνη) είναι σταθερά και μη τοξικά. Κανένα από τα δύο χηλικά
σύμπλοκα δεν απορροφάται από το έντερο και οποιοδήποτε χηλικό σύμπλοκο
σχηματιστεί συστημικά ως αποτέλεσμα της παρεντερικής χορήγησης,
απεκκρίνεται ταχέως μέσω των νεφρών χωρίς βλαβερές επιδράσεις. Η
δεσφερριοξαμίνη προσλαμβάνει το σίδηρο είτε ελεύθερο είτε δεσμευμένο στη
φερριτίνη και την αιμοσιδερίνη. Παρομοίως, κινητοποιεί και δημιουργεί χηλικά
σύμπλοκα με το αλουμίνιο που δεσμεύεται στους ιστούς. Δεν απομακρύνει το
σίδηρο από ουσίες που περιέχουν αιμίνη, περιλαμβανομένης της αιμοσφαιρίνης
και της τρανσφερρίνης. Καθώς και η φερριοξαμίνη και η αλουμινοξαμίνη
απεκκρίνονται πλήρως, η δεσφερριοξαμίνη προάγει την απέκκριση του σιδήρου
και του αλουμινίου στα ούρα και τα κόπρανα, μειώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο
τα παθολογικά αποθέματα σιδήρου ή αλουμινίου στα όργανα και τους ιστούς.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Η δεσφερριοξαμίνη απορροφάται ταχέως μετά από ενδομυϊκή ταχεία ένεση
(bolus) ή αργή υποδόρια έγχυση, ωστόσο απορροφάται ελάχιστα από το
γαστρεντερικό σύστημα, όταν υπάρχει άθικτος βλεννογόνος.
Κατά τη διάρκεια της περιτοναϊκής αιμοδιύλισης, η δεσφερριοξαμίνη
απορροφάται εφόσον χορηγείται στο υγρό της αιμοδιύλισης.
Κατανομή
Σε υγιείς εθελοντές μέγιστες συγκεντρώσεις της δεσφερριοξαμίνης στο πλάσμα
(15,5 micro mol/L (87 micro g/mL)) μετρήθηκαν 30 λεπτά μετά από ενδομυϊκή ένεση
10 mg/kg δεσφερριοξαμίνης. Μία ώρα μετά την ένεση η μέγιστη συγκέντρωση
φερριοξαμίνης ήταν 3,7 micro mol/L (2,3 micro g/mL).
Λιγότερο από 10% δεσφερριοξαμίνη δεσμεύεται στις πρωτεΐνες ορού in
vitro
.
Βιομετασχηματισμός
Τέσσερις μεταβολίτες της δεσφερριοξαμίνης απομονώθηκαν από τα ούρα
ασθενών με υπερφόρτωση σιδήρου. Οι ακόλουθες αντιδράσεις βιομετατροπής
βρέθηκε ότι προκαλούνται με τη δεσφερριοξαμίνη: τρανσαμίνωση και οξείδωση,
από τις οποίες προκύπτει όξινος μεταβολίτης, βήτα-οξείδωση, από την οποία
Σελίδα 15
επίσης προκύπτει όξινος μεταβολίτης, αποκαρβοξυλίωση και Ν-υδροξυλίωση,
από τις οποίες προκύπτουν ουδέτεροι μεταβολίτες.
Αποβολή
Και η δεσφερριοξαμίνη και η φερριοξαμίνη αποβάλλονται με διφασική
διαδικασία μετά από ενδομυϊκή ένεση σε υγιείς εθελοντές. Για τη
δεσφερριοξαμίνη ο φαινόμενος χρόνος ημίσειας ζωής της κατανομής είναι 1 ώρα
και για τη φερριοξαμίνη 2,4 ώρες. Ο φαινομενικός χρόνος τελικής ηµίσειας ζωής
είναι 6 ώρες και για τις δύο. Μέσα σε έξι ώρες από την ένεση, το 22% της δόσης
εμφανίζεται στα ούρα ως δεσφερριοξαμίνη και το 1% ως φερριοξαμίνη.
Χαρακτηριστικά στους ασθενείς
Σε ασθενείς με αιμοχρωμάτωση μετρήθηκαν μέγιστα επίπεδα πλάσματος 7,0
micro mol/L (3,9 micro g/mL) για τη δεσφερριοξαμίνη και 15,7 micro mol/L (9,6
micro g/mL) για τη φερριοξαμίνη, 1 ώρα μετά από ενδομυϊκή ένεση 10 mg/kg
δεσφερριοξαμίνης. Σε αυτούς τους ασθενείς η δεσφερριοξαμίνη και η
φερριοξαμίνη απομακρύνθηκαν με χρόνο ημίσειας ζωής 5,6 και 4,6 ώρες
αντίστοιχα. Έξι ώρες μετά την ένεση το 17% της δόσης απεκκρίθηκε στα ούρα
ως δεσφερριοξαμίνη και το 12% ως φερριοξαμίνη.
Σε ασθενείς που υποβάλλονταν σε αιμοδιύλιση για νεφρική ανεπάρκεια, οι
οποίοι έλαβαν 40 mg/kg δεσφερριοξαμίνη ως ενδοφλέβια έγχυση εντός 1 ώρας, η
συγκέντρωση στο πλάσμα στο τέλος της έγχυσης ήταν 152 micro mol/L (85,2
micro g/mL), όταν η έγχυση χορηγήθηκε μεταξύ των συνεδριών αιμοδιύλισης. Οι
συγκεντρώσεις της δεσφερριοξαμίνης στο πλάσμα ήταν χαμηλότερες κατά 13% -
27%, όταν η έγχυση χορηγήθηκε κατά τη διάρκεια της αιμοδιύλισης. Οι
συγκεντρώσεις της φερριοξαμίνης ήταν σε όλες τις περιπτώσεις περίπου 7,0
micro mol/L (4,3 micro g/mL) με ταυτόχρονα επίπεδα αλουμινοξαμίνης 2-3 micro
mol/λίτρο (1,2-1,8 micro g/mL). Μετά τη διακοπή της έγχυσης, οι συγκεντρώσεις
της δεσφερριοξαμίνης στο πλάσμα μειώθηκαν ταχέως με χρόνο ημίσειας ζωής
20 λεπτών. Μικρότερο κλάσμα δόσης απομακρύνθηκε με μεγαλύτερο χρόνο
ημίσειας ζωής 14 ωρών. Οι συγκεντρώσεις της αλουμινοξαμίνης στο πλάσμα
συνέχισαν να αυξάνονται για έως 48 ώρες μετά την έγχυση και έφθασαν σε
τιμές περίπου 7 micro mol/L (4 micro g/mL). Μετά την αιμοδιύλιση, η συγκέντρωση
της αλουμινοξαμίνης στο πλάσμα μειώθηκε σε 2,2 micro mol/L (1,3 micro g/mL), το
οποίο δηλώνει ότι το σύμπλεγμα αλουμινοξαμίνης μπορεί να απομακρυνθεί με
αιμοδιύλιση.
Σε ασθενείς με θαλασσαιμία η συνεχής ενδοφλέβια έγχυση 50mg/kg/24h
μεθανοσουλφονικής δεσφερριοξαμίνης είχε ως αποτέλεσμα επίπεδα
μεθανοσουλφονικής δεσφερριοξαμίνης σταθεροποιημένης κατάστασης στο
πλάσμα της τάξης του 7,4 micro mol/L. Η απομάκρυνση της μεθανοσουλφονικής
δεσφερριοξαμίνης από το πλάσμα έγινε με διφασική διαδικασία με μέσο χρόνο
ημίσειας ζωής της κατανομής 0,28 ώρες και φαινομενικό χρόνο τελικής
ημίσειας ζωής 3,0 ώρες. Η συνολική κάθαρση από το πλάσμα ήταν 0,5 L/h/kg και
ο όγκος κατανομής στη σταθεροποιημένη κατάσταση εκτιμήθηκε σε 1,35 L/kg. Η
έκθεση στον κύριο μεταβολίτη δέσμευσης σιδήρου ήταν περίπου 54% αυτής της
μεθανοσουλφονικής δεσφερριοξαμίνης όσον αφορά την AUC. Ο φαινομενικός
χρόνος ημίσειας ζωής μονοεκθετικής απομάκρυνσης του μεταβολίτη ήταν 1,3
ώρες.
Κλινικές μελέτες
Σελίδα 16
Η μεθανοσουλφονική δεσφερριοξαμίνη χρησιμοποιήθηκε ως φάρμακο σύγκρισης
σε μία τυχαιοποιημένη, διάρκειας ενός έτους κλινική μελέτη που διερεύνησε τη
χρήση ενός άλλου χηλικού παράγοντα του σιδήρου (δεφερασιρόξη) σε ασθενείς
με β-θαλασσαιμία και αιμοσιδήρωση από μετάγγιση. Συνολικά 290 ασθενείς
υποβλήθηκαν σε θεραπεία με υποδόρια μεθανοσουλφονική δεσφερριοξαμίνη σε
δόση έναρξης 20 έως 60 mg/kg για 5 ημέρες την εβδομάδα. Η μελέτη έδειξε
δοσοεξαρτώμενη επίδραση της μεθανοσουλφονικής δεσφερριοξαμίνης στα
επίπεδα φερριτίνης, τη συγκέντρωση σιδήρου στο ήπαρ και το ποσοστό
απέκκρισης του σιδήρου.
Η μεθανοσουλφονική δεσφερριοξαμίνη χρησιμοποιήθηκε επίσης ως φάρμακο
σύγκρισης σε μία δεύτερη ανοιχτή, τυχαιοποιημένη, διάρκειας ενός έτους μελέτη
που διερεύνησε τη χρήση της δεφερασιρόξης σε ασθενείς με δρεπανοκυτταρική
αναιμία και αιμοσιδήρωση από μεταγγίσεις. Συνολικά 63 ασθενείς υποβλήθηκαν
σε θεραπεία με υποδόρια μεθανοσουλφονική δεσφερριοξαμίνη με δόση έναρξης
20 έως 60 mg/kg για τουλάχιστον 5 ημέρες την εβδομάδα. Στο τέλος της μελέτης
η μέση μεταβολή στη συγκέντρωση σιδήρου στο ήπαρ (LIC) ήταν -0,7mg Fe/g
ξηρού βάρους.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Δεν υπάρχουν συμπληρωματικά προκλινικά δεδομένα που να αφορούν τον
συνταγογράφο πέρα από αυτά που ήδη συμπεριλαμβάνονται στις υπόλοιπες
ενότητες της Περίληψης Χαρακτηριστικών του Προϊόντος.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Υδροξείδιο νατρίου (για ρύθμιση του pH)
6.2 Ασυμβατότητες
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμιγνύεται με άλλα
φαρμακευτικά προϊόντα εκτός από αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 6.6.
6.3 Διάρκεια ζωής
4 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Φιαλίδιο: Φυλάσσεται σε θερμοκρασία μικρότερη των 25°C.
Από μικροβιολογικής άποψης, το προϊόν πρέπει να χρησιμοποιείται αμέσως μετά
την ανασύσταση (έναρξη θεραπείας εντός 3 ωρών). Όταν η ανασύσταση
πραγματοποιείται κάτω από πιστοποιημένες άσηπτες συνθήκες, το
ανασυσταμένο διάλυμα μπορεί να φυλαχθεί το πολύ για 24 ώρες σε θερμοκρασία
25°C πριν από τη χορήγηση. Αν δεν χρησιμοποιηθεί αμέσως, ο χρόνος και οι
συνθήκες φύλαξης μέχρι τη χρήση πριν από τη χορήγηση αποτελούν ευθύνη του
χρήστη. Το μη χρησιμοποιημένο διάλυμα πρέπει να απορρίπτεται.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Σελίδα 17
Γυάλινα (Ph. Eur., τύπος I) φιαλίδια που περιέχουν λευκό έως υπόλευκο λυόφιλο
παρασκεύασμα, κλεισμένα με ελαστικά (Ph. Eur., τύπος I) πώματα.
Μέγεθος συσκευασίας: Bt x 1 φιαλίδιο x 2 g
Bt x 5 φιαλίδια x 2 g
Bt x 10 φιαλίδια x 2 g
Bt x 50 φιαλίδια x 2 g
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Για μία χρήση μόνο, κάθε μη χρησιμοποιημένο διάλυμα πρέπει να απορρίπτεται.
Συνιστάται η χρήση πρόσφατα παρασκευασμένων διαλυμάτων. Αυτά διατηρούν
την αποτελεσματικότητά τους για τουλάχιστον 24 ώρες στους 25°C.
Το ανασυσταμένο διάλυμα πρέπει να είναι διαυγές. Μην το χρησιμοποιήσετε αν
περιέχει σωματίδια.
Το Deferoxamine / Noridem πρέπει κατά προτίμηση να χρησιμοποιείται με τη μορφή
υδατικού διαλύματος 10%, διαλύοντας το περιεχόμενο ενός φιαλιδίου 2g σε 20
mL ενέσιμου ύδατος.
Ενδομυϊκή χορήγηση: Ο όγκος του διαλύτη δεν πρέπει να είναι μικρότερος
από 3 mL για κάθε γραμμάριο μεθανοσουλφονικής δεσφερριοξαμίνης
(πραγματοποιήστε ανασύσταση του καθενός από τα φιαλίδια του Deferoxamine /
Noridem των 500 mg με όχι λιγότερο από 1,5 mL ενέσιμο ύδωρ).
Ενδοφλέβια χορήγηση: Η χορήγηση μέσω της ενδοφλέβιας οδού πρέπει να
γίνεται με τη μορφή αργής έγχυσης. Το διάλυμα της μεθανοσουλφονικής
δεσφερριοξαμίνης 10% μπορεί να αραιωθεί με τα διαλύματα έγχυσης που
χρησιμοποιούνται συνήθως (χλωριούχο νάτριο 0,9% για έγχυση, δεξτρόζη 5%
για έγχυση, συνδυασμός χλωριούχου νατρίου 0,9% και δεξτρόζης 5%
διαλυμάτων για έγχυση, Ringers Lactate), παρόλο που αυτά δε θα πρέπει να
χρησιμοποιηθούν ως διαλύτης για την ξηρή ουσία. Ο ρυθμός της έγχυσης δε θα
πρέπει να υπερβαίνει τα 15 mg/kg/ώρα για το πρώτο 1 g μεθανοσουλφονικής
δεσφερριοξαμίνη. Ο ρυθμός της επόμενης ενδοφλέβιας δοσολογίας πρέπει να
είναι πιο αργός και να μην υπερβαίνει τα125 mgρα.
Υποδόρια χορήγηση: Το Deferoxamine / Noridem θα πρέπει να χορηγείται σε
διάστημα 8 – 24 ωρών με χρήση μικρής φορητής αντλίας με δυνατότητα
χορήγησης συνεχούς μίνι έγχυσης.
Ενδοπεριτοναϊκή χορήγηση: Το διάλυμα της μεθανοσουλφονικής
δεσφερριοξαμίνης 10% μπορεί επίσης να προστεθεί σε υγρό αιμοδιύλισης και να
χορηγηθεί ενδοπεριτοναϊκά σε ασθενείς που υποβάλλονται σε συνεχή
περιπατητική περιτοναϊκή αιμοδιύλιση (CAPD) ή συνεχή κυκλική περιτοναϊκή
αιμοδιύλιση (CCPD).
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Noridem Enterprises Ltd.
Ευαγόρου & Μακαρίου
Κτίριο Μίτση 3
Γραφείο 115, 1065
Λευκωσία, Κύπρος
Σελίδα 18
Αντιπρόσωπος Κύπρου:
The Star Medicines Importers Co Ltd.
Λουκή Ακρίτα 10,
3030 Λεμεσός,
Τηλ.: 25371056
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
4750/18-1-2013
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
18/1/2013
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
04/2017
Σελίδα 19